Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Επείγουσα εγκύκλιος για κρίσιμα ζητήματα συλλογικών διαπραγματεύσεων και ΣΣΕ

Εγκύκλιος Γ.Σ.Ε.Ε. αρ. 9/2.11.2011

Επείγουσα εγκύκλιος για κρίσιμα ζητήματα συλλογικών διαπραγματεύσεων και ΣΣΕ

Αθήνα, 2/11/2011

Γ.Σ.Ε.Ε.

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ υπ’ αριθμ. 9

ΠΡΟΣ
Τα Εργατικά Κέντρα Να διανεμηθεί σε όλες και Ομοσπονδίες τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις Δύναμης Γ.Σ.Ε.Ε. και τους εργαζόμενους

Θέμα: Επείγουσα Εγκύκλιος για κρίσιμα ζητήματα συλλογικών διαπραγματεύσεων και ΣΣΕ.

Συναδέλφισσες και Συνάδελφοι,

Από τις αρχές του 2010, η εργατική τάξη της χώρας έχει γίνει διαρκής στόχος επιθέσεων με διαδοχικά μέτρα, τα οποία κορυφώθηκαν με το πρόσφατο πολυνομοσχέδιο, πλέον Νόμο 4024/2011 (ΦΕΚ Α΄226/27-10-2011) για τις «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο − βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012−2015».

Με έναν ορυμαγδό αυθαίρετων, άδικων, επώδυνων και πολύπλευρων μέτρων μόνιμου χαρακτήρα και σε πλήρη αντίθεση με τη συνταγματική τάξη της χώρας και τη δέσμευσή της από διεθνείς συμβάσεις που προστατεύουν τα εργασιακά δικαιώματα, αποδομούν κάθε έννοια κοινωνικής προστασίας και ισότητας, φιμώνουν την ελεύθερη συνδικαλιστική δράση και εξουδετερώνουν τους μηχανισμούς συλλογικής δράσης και τους υποστηρικτικούς θεσμούς για την αποτελεσματική προστασία και προώθηση των συμφερόντων των εργαζομένων, με στόχο να τους αφήσουν στο έλεος της ατομικής διαπραγμάτευσης.

Παράλληλα με τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις και την αμφισβήτηση των μέτρων σε κάθε επίπεδο (συνδικαλιστικό, πολιτικό νομικό), η Γ.Σ.Ε.Ε. έχει ήδη κινηθεί σε διεθνές επίπεδο με την κατάθεση Προσφυγής επείγοντος χαρακτήρα στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας. Επίσης είναι διαρκής και θα ενταθεί στο άμεσα προσεχές διάστημα ο συνδικαλιστικός και νομικός συντονισμός των ενεργειών για την παραβίαση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.

Στο πλαίσιο αυτό, σας αποστέλλεται η παρούσα Επείγουσα Εγκύκλιος για την παροχή διευκρινήσεων πάνω σε κρίσιμα ζητήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή των ρυθμίσεων του άρθρου 37 του ν. 4024/2011, με το οποίο υπό τον τίτλο «Ρυθμίσεις Συλλογικών Διαπραγματεύσεων» επιβάλλονται τα ακόλουθα:

α) η δυνατότητα υπογραφής επιχειρησιακής ΣΣΕ από συλλογικά μορφώματα «εικονικής» εκπροσώπησης των εργαζομένων («ενώσεις προσώπων»),

β) η δυνατότητα σύναψης επιχειρησιακής ΣΣΕ και από επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερα από 50 άτομα (οι οποίες κατ’εξοχήν καλύπτονταν από τις κλαδικές ΣΣΕ),

γ) η «αναστολή» της αρχής της εύνοιας για όσο χρόνο διαρκεί το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής και η κατίσχυση της επιχειρησιακής ΣΣΕ σε περίπτωση συρροής με κλαδική ΣΣΕ (καταργείται η «ειδική επιχειρησιακή» ΣΣΕ),

δ) η «αναστολή» της διαδικασίας επέκτασης της ισχύος των κλαδικών και των ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ μέσω της κήρυξής τους ως γενικά υποχρεωτικών για όσο χρόνο διαρκεί το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής.

Λόγω της άμεσης ανάγκης για έγκαιρη αποστολή των παρακάτω διευκρινήσεων, αυτές έχουν γενικό χαρακτήρα. Σε κάθε όμως περίπτωση που θέσετε υπόψη μας συγκεκριμένες περιπτώσεις για τις οποίες χρειασθούν εξειδικευμένες πληροφορίες, αυτές θα απαντηθούν σε συνεργασία με τη Νομική μας Υπηρεσία.

Α. Γενικές αρχές συλλογικών διαπραγματεύσεων και ΣΣΕ με βάση το ν. 1876/1990.

1. Η έναρξη συλλογικών διαπραγματεύσεων και η σύναψη των προβλεπόμενων από το ν. 1876/1990 συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ) όλων των ειδών (εθνική γενική ΣΣΕ, κλαδικές, ομοιοεπαγγελματικές, επιχειρησιακές ΣΣΕ) αποτελεί δικαίωμα των οργανώσεών μας που είναι αρμόδιες να τις υπογράφουν, με σκοπό τη συνολική προστασία και την προαγωγή των εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων.

2. Οι εργοδοτικές οργανώσεις (ή οι μεμονωμένοι εργοδότες) έχουν υποχρέωση να διαπραγματεύονται καλόπιστα και με πρόθεση να επιλυθεί η συλλογική διαφορά.

Έχουν εξίσου υποχρέωση να προσκομίζουν στις διαπραγματεύσεις όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα και αναγκαία για τη διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων των υπό συζήτηση θεμάτων και αναφέρονται στην οικονομική κατάσταση, την οικονομική πολιτική και την πολιτική προσωπικού της επιχείρησης, του κλάδου ή του επαγγέλματος. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να κατατίθενται στα πρακτικά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Επίσης πρέπει να χορηγούνται κατά το στάδιο επίλυσης της συλλογικής διαφοράς ενώπιον του Ο.ΜΕ.Δ. είτε σε επίπεδο Μεσολάβησης, είτε σε επίπεδο Διαιτησίας.

Σημειώνεται επίσης ότι στις επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 50 εργαζόμενους (ή σε εγκαταστάσεις που απασχολούν πάνω από 20 εργαζόμενους), ακόμα και πριν την έναρξη συλλογικών διαπραγματεύσεων για την υπογραφή ΣΣΕ, οι εργοδότες έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν έγκαιρα και πλήρως, να παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες στους εκπροσώπους των εργαζομένων, να διαβουλεύονται και να απαντούν αιτιολογημένα σε αυτούς για:

α) την εξέλιξη των δραστηριοτήτων και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης,

β) την κατάσταση, τη διάρθρωση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης μέσα στην επιχείρηση, καθώς και τα μέτρα πρόληψης που ενδεχομένως προβλέπονται σε περίπτωση ιδίως που η απασχόληση απειλείται,

γ) τις αποφάσεις που μπορούν να επιφέρουν ουσιαστικές μεταβολές στην οργάνωση της εργασίας ή στις συμβάσεις εργασίας.

Η μη συμμόρφωση των εργοδοτών στην υποχρέωσή τους αυτή ελέγχεται από την Επιθεώρηση Εργασίας και επισύρει διοικητικές κυρώσεις.

3. Οι Εθνικές Γενικές ΣΣΕ καθορίζουν τους ελάχιστους όρους εργασίας που ισχύουν για όλους τους εργαζόμενους στην ελληνική επικράτεια, ανεξάρτητα από το εάν είναι μέλη σωματείων. Κανένα από τα υπόλοιπα είδη των ΣΣΕ δεν μπορεί να περιέχει όρους δυσμενέστερους από την ισχύουσα Εθνική Γενική ΣΣΕ, η οποία υπερισχύει ως προς όλες τις διατάξεις της, δηλαδή τις συνολικές κατώτατες υποχρεωτικές αποδοχές (βασικός μισθός, επίδομα τριετίας, επίδομα γάμου) και τις θεσμικές ρυθμίσεις των κατωτάτων όρων εργασίας που είναι σε ισχύ μέχρι σήμερα.

Για τα υπόλοιπα είδη των ΣΣΕ και τα ζητήματα που προκύπτουν γίνεται αναφορά παρακάτω στο στοιχείο Β΄.

4. Οι ΣΣΕ, το περιεχόμενο των οποίων καλύπτει το σύνολο των θεμάτων που προβλέπονται από το ν. 1876/1990 (άρθρο 2, όπως ισχύει), μπορούν να ρυθμίζουν όλους τους όρους παροχής της εργασίας (μισθολογικοί και λοιποί όροι). Ειδικά οι επιχειρησιακές ΣΣΕ, μπορούν να περιέχουν ρύθμιση για τη διασφάλιση όλων των θέσεων εργασίας και των εργαζομένων που απασχολούνται σε αυτές κατά το χρόνο υπογραφής τους.

Με ΣΣΕ εξομοιώνεται και η πρόταση του Μεσολαβητή, εφόσον σ’αυτή συμφωνήσουν τα ενδιαφερόμενα μέρη και υπογράψουν ΣΣΕ (άρθρο 15 παρ.6, όπως ισχύει), καθώς και η Διαιτητική Απόφαση (άρθρο 16 παρ.6, όπως ισχύει).

Σ’ό,τι αφορά στη Διαιτητική Απόφαση, και ειδικότερα στα ζητήματα που έχουν προκύψει με τη νέα διάταξη του άρθρου 16 παρ.3 (περιορισμός της διαιτητικής απόφασης μόνο στο βασικό μισθό/ημερομίσθιο, ν. 3899/2010) και τους εργοδοτικούς τακτικισμούς που στοχεύουν να βρουν «ευήκοα ώτα» για τη μη ενσωμάτωση στις Δ.Α. της «ρήτρας διατήρησης»1, σημειώνουμε τα ακόλουθα:

1 Η λεγόμενη διατηρητική ρήτρα που απαραίτητα πρέπει να διεκδικείται ως ρήτρα της διαιτητικής απόφασης είναι η εξής:
«Όλες οι διατάξεις προηγούμενων Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και αντίστοιχων με αυτή Διαιτητικών Αποφάσεων, συλλογικών συμφωνιών και επιχειρησιακής συνήθειας εφόσον δεν έχουν καταργηθεί ή τροποποιηθεί, εξακολουθούν να ισχύουν και αποτελούν ενιαίο σύνολο».


Είναι δεδομένη η ασυμβατότητα της σχετικής διάταξης με το Σύνταγμα και δεσμευτικές Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας, όλα δε τα σχετικά μας επιχειρήματα έχουν ήδη διατυπωθεί στην Προσφυγή της Γ.Σ.Ε.Ε. στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και ενώπιον των Δικαστηρίων. Μη συμπεριλαμβάνοντας τη «ρήτρα διατήρησης» στις Δ.Α., οι Διαιτητές όχι μόνο δεν απέχουν από τη ρύθμιση των υπόλοιπων θεμάτων που περιέχει η εκάστοτε συλλογική ρύθμιση, αλλά τουναντίον (με βάση τα όσα αναφέρονται παρακάτω στο στοιχείο Β΄) τα ρυθμίζουν επί το δυσμενέστερο, παρεμβαίνοντας αναγκαστικά και παράνομα στο περιεχόμενο των ΣΣΕ.

5. Συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων της ίδιας επιχείρησης, του κλάδου ή του επαγγέλματος έχουν δικαίωμα παρέμβασης στις συλλογικές διαπραγματεύσεις που τους αφορούν (άρθρο 4 παρ.5).

6. Κατά τη διάρκεια των συλλογικών διαπραγματεύσεων και κατά το χρόνο προσφυγής στη Μεσολάβηση του Ο.ΜΕ.Δ., και εφόσον η εργοδοτική πλευρά λειτουργεί κακόπιστα, παρελκυστικά και με απώτερο στόχο τον «εγκλωβισμό» της συλλογικής διαφοράς στο στάδιο της Διαιτησίας, στάση που απαγορεύεται από το νόμο, υπάρχει το δικαίωμά μας για απεργιακές κινητοποιήσεις.

B. Κρίσιμα ζητήματα σχετικά με τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας από την εφαρμογή του άρθρου 37 ν. 4024/2011.

1. Αοριστία ως προς τη διάρκεια ισχύος του άρθρου 37 του ν. 4024/2011.

Δημιουργείται σοβαρό ερμηνευτικό ζήτημα για τη διάρκεια ισχύος του άρθρου 37 και ειδικότερα των διατάξεών του (παρ.5 για την αναστολή της αρχής της εύνοιας και την κατίσχυση των επιχειρησιακών ΣΣΕ και παρ.6 για την αναστολή της επέκτασης ισχύος των ΣΣΕ) που συνδέουν ρητά την ισχύ τους με τη διάρκεια του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012 έως 2015.

2. Το άρθρο 37 δεν έχει αναδρομική εφαρμογή.

Με δεδομένο ότι δεν περιέχεται ρήτρα αναδρομικότητας, όλες οι ΣΣΕ που έχουν ήδη συναφθεί μέχρι την 27η/10/2011 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4024/2011) και το χρονικό πεδίο ισχύος τους καταλαμβάνει το 2011 ή/και χρονικό διάστημα μετά το 2011, θεωρούμε ότι συνεχίζουν να παράγουν κανονιστική δέσμευση για τους εργαζόμενους και τους εργοδότες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους με βάση τις αρχές που περιέχονται στο ν. 1876/1990.

Συγκεκριμένα:

α) Οι επιχειρησιακές ΣΣΕ ισχύουν για το σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης και για το νεοπροσλαμβανόμενο προσωπικό.

β) Οι κλαδικές και οι ομοιεπαγγελματικές ΣΣΕ, που έχουν ήδη κηρυχθεί γενικά υποχρεωτικές ισχύουν για το σύνολο των εργαζομένων και των εργοδοτών/επιχειρήσεων του κλάδου (κλαδικές), για το σύνολο των εργαζομένων του επαγγέλματος, ανεξαρτήτως του είδους της επιχείρησης (ομοιοεπαγγελματικές) και για τους νεοπροσλαμβανόμενους.

γ) Οι κλαδικές και οι ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ, που δεν έχουν κηρυχθεί γενικά υποχρεωτικές, ισχύουν για τα μέλη των οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών που δεσμεύονται από αυτές και για τους νεοπροσλαμβανόμενους που είναι μέλη των αντίστοιχων οργανώσεων.

3. Όλες οι ΣΣΕ που πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις μέχρι τη δημοσίευση του ν.4024/2011, δηλαδή μέχρι την 27η/10/2011 συνεχίζουν να παράγουν κανονιστική (άμεση και αναγκαστική) δέσμευση για όλο το χρονικό διάστημα ισχύος τους και κατά την εφαρμογή τους διέπονται πλήρως από την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, που προβλέπεται από τα άρθρα 7 και 11 του ν. 1876/1990, δηλαδή:

- οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν από τους κανονιστικούς όρους ΣΣΕ, μόνο εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους, απαγορεύοντας ταυτόχρονα και την παραίτηση του εργαζόμενου από την προστασία αυτή,

- κλαδική ή επιχειρησιακή ΣΣΕ υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με ομοιεπαγγελματική ΣΣΕ,

- αν η σχέση εργασίας εμπίπτει ταυτόχρονα στο πεδίο εφαρμογής μιας κλαδικής και μιας επιχειρησιακής ΣΣΕ, εφαρμόζεται η πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο, ενώ η σύγκριση και η επιλογή των εφαρμοζόμενων διατάξεων γίνεται στις προβλεπόμενες από το νόμο ενότητες (ενότητα αποδοχών και λοιπά θέματα).

- ειδικά για τις κλαδικές ΣΣΕ που έχουν κηρυχθεί υποχρεωτικές μέχρι την 27η/10/2011 και το χρονικό πεδίο εφαρμογής τους καταλαμβάνει το 2011 ή/και χρονικό διάστημα μετά το 2011, είναι παράνομη οποιαδήποτε απόκλιση από τους όρους τους με επιχειρησιακή ΣΣΕ που επιχειρείται να υπογραφεί κατά το χρονικό διάστημα ισχύος τους.

Παράδειγμα 1: Μια κλαδική ΣΣΕ με χρονικό πεδίο ισχύος τη διετία 2010-2011 ή την τριετία 2010-2012 έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική με Υπουργική Απόφαση που έχει εκδοθεί έως την 27η/10/2011. Κατά το διάστημα που ισχύει για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου αυτή η ΣΣΕ, αφενός δεν μπορεί να υπογραφεί νόμιμα καμία επιχειρησιακή ΣΣΕ που να περιέχει όρους δυσμενέστερους, αφετέρου θα είναι παράνομη σε ατομικό επίπεδο η επιβολή από τον εργοδότη οποιασδήποτε μονομερούς μείωσης των αποδοχών ή επιδείνωσης των λοιπών όρων εργασίας του εργαζομένου κατά παρέκκλιση από τους όρους αυτής της κλαδικής ΣΣΕ. Επίσης απαγορεύεται κατά το διάστημα αυτό στις επιχειρήσεις του κλάδου η αμοιβή και η απασχόληση των νεοπροσλαμβανομένων από αυτές, με όρους δυσμενέστερους από αυτήν την κλαδική ΣΣΕ.

4. ΣΣΕ που έχει λήξει η κανονιστική τους ισχύς και διαμόρφωση των όρων εργασίας.

Η άμεση και αναγκαστική ισχύς των κανονιστικών όρων μιας ΣΣΕ στο πεδίο εφαρμογής της ισχύει είτε για το προβλεπόμενο από αυτές χρονικό διάστημά ισχύος τους, είτε για αόριστο χρόνο, εφόσον δεν προβλέπεται συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης ή εφόσον η ΣΣΕ δεν καταγγελθεί ή δεν αρχίσουν νόμιμα συλλογικές διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση νέας ΣΣΕ. Εφόσον η ΣΣΕ καταγγελθεί από κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη ή εφόσον ξεκινήσουν νόμιμα συλλογικές διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση νέας ΣΣΕ, τότε συνεχίζουν να παράγουν την ίδια κανονιστική δέσμευση για ένα εξάμηνο ακόμα. Κατά τα διαστήματα αυτά οι κανονιστικοί όροι των ΣΣΕ έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ με τις συνέπειες που αναφέρονται παραπάνω (σημείο Β.3).

Μετά την παρέλευση του εξαμήνου, οι όροι εργασίας που περιέχουν οι ΣΣΕ αποτελούν όρους της ατομικής εργασίας του εργαζόμενου που καλυπτόταν από αυτές («μετενέργεια»), με συνέπεια οποιαδήποτε μονομερής τροποποίησή τους από τον εργοδότη επί το δυσμενέστερο συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή. Σε περίπτωση δε που ο εργοδότης προσλάβει νέο προσωπικό, μπορεί μεν να μην δεσμεύεται άμεσα και αναγκαστικά από ΣΣΕ, δεσμεύεται όμως από την αρχή της ίσης μεταχείρισης για την απασχόληση των νέων αυτών εργαζομένων με ίσους όρους αμοιβής, εργασίας και ασφάλισης σε σχέση με το υπόλοιπο προσωπικό.

Οι εργαζόμενοι πρέπει να διευκολυνθούν με κάθε τρόπο από τις Ομοσπονδίες, τα Εργατικά Κέντρα και τα σωματεία τους, ώστε να ενημερωθούν για τους μισθολογικούς και θεσμικούς όρους, που περιέχονταν σε ΣΣΕ υποχρεωτικής εφαρμογής μέχρι σήμερα, οι οποίοι, εφόσον τους καλύπτουν, συνεχίζουν πλέον, μετά το πέρας του 6μηνου, να είναι σε ισχύ ως όροι των ατομικών τους συμβάσεων εργασίας. Πρέπει να καταστεί γνωστό και σαφές σε όλους τους εργαζόμενους, ειδικά σ’αυτούς που δεν είναι μέλη των αντίστοιχων κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών οργανώσεων, ότι η απαγόρευση στον εργοδότη να τροποποιήσει μονομερώς και δυσμενέστερα τους όρους εργασίας αίρεται εφόσον είτε ατομικά είτε συλλογικά συμφωνηθεί η τροποποίηση αυτή.

Παράδειγμα 2: Σε μία επιχείρηση είχε υπογραφεί ΣΣΕ ετήσιας διάρκειας για το 2010 και δεν έχει γίνει καταγγελία της, ούτε έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις για την υπογραφή νέας ΣΣΕ. Η ΣΣΕ αυτή έχει μετατραπεί σε αορίστου χρόνου και οι κανονιστικοί της όροι συνεχίζουν να έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ. Εάν είχαν, όμως, αρχίσει συλλογικές διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση νέας ΣΣΕ, οι οποίες δεν ολοκληρώθηκαν μέσα στο 2011, ενώ ταυτόχρονα εξέπνευσε και το 6μηνο της συνέχισης της δεσμευτικής ισχύος, οι όροι της επιχειρησιακής ΣΣΕ ισχύουν ως όροι των ατομικών συμβάσεων των εργαζομένων της επιχείρησης και δεν μπορούν νόμιμα να τροποποιηθούν επί το δυσμενέστερο μονομερώς από τον εργοδότη.

Παράδειγμα 3: Μια επιχείρηση συγκεκριμένου κλάδου, μη μέλος της εργοδοτικής οργάνωσης που συμβάλλεται στην κλαδική ΣΣΕ, δεσμευόταν κατά το 2010 από την κλαδική ΣΣΕ εξαιτίας της κήρυξής της ως γενικά υποχρεωτικής. Το 2011 η κλαδική ΣΣΕ δεν κηρύχθηκε γενικά υποχρεωτική. Οι όροι της κλαδικής ΣΣΕ του έτους 2010, έχουν καταστεί όροι των ατομικών συμβάσεων του προσωπικού που απασχολεί και δεν μπορούν νόμιμα να τροποποιηθούν επί το δυσμενέστερο μονομερώς από τον εργοδότη.

Παράδειγμα 4: Μια επιχείρηση, μη μέλος της αντίστοιχης εργοδοτικής οργάνωσης, απασχολεί προσωπικό που υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ που έχει κηρυχθεί κατά το 2011 γενικά υποχρεωτική.

Εφόσον δεν έχει λήξει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο η κανονιστική ισχύς της ΣΣΕ αυτής και εφόσον δεν υπογραφεί επιχειρησιακή ΣΣΕ που να καλύπτει ρητά τις επαγγελματικές αυτές ειδικότητες, η ομοιοεπαγγελματική αυτή ΣΣΕ δεσμεύει άμεσα και αναγκαστικά τον εργοδότη και απαγορεύει την δυσμενή τροποποίηση των όρων αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων αυτών. Σε περίπτωση λήξης της κανονιστικής ισχύος της ομοιοεπαγγελματικής αυτής ΣΣΕ (και εφόσον δεν έχει υπογραφεί επιχειρησιακή ΣΣΕ), οι όροι της ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ του 2011 θα έχουν καταστεί όροι των ατομικών συμβάσεων του συγκεκριμένου προσωπικού και δεν μπορούν νόμιμα να τροποποιηθούν επί το δυσμενέστερο μονομερώς από τον εργοδότη.

Γ. Κρίσιμα ζητήματα σχετικά με τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση των εργαζομένων από την εφαρμογή του άρθρου 37 του ν. 4024/2011.

1. Με βάση τις αρχές εκπροσώπησης και λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων του ν. 1264/1982, οι εργαζόμενοι επιλέγουν ελεύθερα την εκπροσώπησή τους σε πρωτοβάθμιο επιχειρησιακό, κλαδικό ή ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο και αναδεικνύουν για τριετή θητεία και μέσω του προβλεπόμενου δημοκρατικού συστήματος εκλογών τους εκπροσώπους τους στα διοικητικά συμβούλια των σωματείων τους και των υπερκείμενων οργανώσεων.

2. Η συνδικαλιστική δράση για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων και τη βελτίωση των όρων εργασίας των εργαζομένων είναι μια διαρκής συμμετοχική διαδικασία και επιβάλλει στους εκπροσώπους των εργαζομένων το καθήκον και την ευθύνη άσκησης του έργου αυτού απέναντι στην εργοδοσία. Γι’αυτό και ο ν. 1264/1982 προβλέπει αφενός συγκεκριμένες υποχρεώσεις του εργοδότη και αντίστοιχα δικαιώματα υπέρ των σωματείων (δικαίωμα μηνιαίας ενημέρωσης και διαβούλευσης για τα ζητήματα που απασχολούν τους εργαζόμενους, χορήγηση πινάκων ανακοινώσεων και διανομή ανακοινώσεων, διενέργεια γενικών συνελεύσεων, γραφείο στον τόπο εργασίας, συμμετοχή στους ελέγχους που διενεργεί το Σ.ΕΠ.Ε., συνδικαλιστικές άδειες), αφετέρου προστατεύει τους εκπροσώπους των εργαζομένων από εργοδοτικά αντίποινα για τη συνδικαλιστική δράση και κυρίως από την απόλυση.

3. Οι παραπάνω εγγυήσεις υπέρ της δημοκρατικής εκλογής των εκπροσώπων των εργαζομένων και της ελεύθερης και ανεμπόδιστης συνδικαλιστικής δράσης δεν ισχύουν για τις ενώσεις προσώπων.

Η εμμονή της προώθησης της σύναψης δυσμενών για τους εργαζόμενους επιχειρησιακών ΣΣΕ ακόμα και σε επιχειρήσεις με ελάχιστους εργαζόμενους, «ανακάλυψε» το ξεχασμένο αυτό συλλογικό μόρφωμα του ν. 1264/1982 για τις επιχειρήσεις που απασχολούσαν έως σαράντα (40) εργαζόμενους, το οποίο ήταν μέχρι σήμερα σε αχρησία, λόγω του εντελώς επικουρικού του χαρακτήρα (μη ίδρυση εάν ήδη υπάρχει σωματείο), της βραχύβιας (6 μήνες) διάρκειάς του λόγω του περιορισμένου πεδίου δράσης του. Η «ένωση προσώπων» του ν. 1264/1982 δεν είχε αρμοδιότητα για σύναψη ΣΣΕ.

4. Στην κατεύθυνση αυτή είναι κρίσιμη η ενημέρωση όλων των εργαζομένων ότι:

α) Οι εργοδότες θα σπεύσουν να επωφεληθούν από αυτή τη σημαντική έλλειψη μέσων και προστασίας των «ενώσεων προσώπων» και όχι μόνο θα εμπλέξουν , υπό την απειλή κυρίως της απόλυσης, τους εκπροσώπους τους σε σύναψη συμφωνιών σε βάρος του συνόλου των εργαζομένων της επιχείρησης (μελών και μη μελών της «ένωσης προσώπων»), αλλά και θα είναι σε θέση να επωφελούνται διαρκώς από τα αποδυναμωμένα συνδικαλιστικά τους μέσα και την ανύπαρκτη συνδικαλιστική τους προστασία.

β) Εφόσον σε μία επιχείρηση υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο, το Διοικητικό του Συμβούλιο αποτελεί τους νόμιμους «εκπροσώπους των εργαζομένων» για την άσκηση από τη νομοθεσία συλλογικών δικαιωμάτων απέναντι στον εργοδότη και δεν μπορεί να συσταθεί η «ένωση προσώπων» του άρθρου 37 με τα 3/5 του προσωπικού για υπογραφή επιχειρησιακής ΣΣΕ. Ειδικά στην παρούσα συγκυρία, επισημαίνεται το κρίσιμο δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το ΠΔ 240/2006 αποκλειστικά στους «νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων» και επιβάλλει στον εργοδότη την έγκαιρη και κατάλληλη ενημέρωση και διαβούλευση μαζί τους πριν από τη λήψη κρίσιμων εργοδοτικών αποφάσεων (πχ επιβολή εκ περιτροπής εργασίας και διαθεσιμότητας, ομαδικές απολύσεις, μεταβίβαση επιχείρησης).

γ) Η μόνη δημοκρατική και αποτελεσματική εκπροσώπηση είναι μέσω των σωματείων, που έχουν όλες τις εγγυήσεις και τις διευκολύνσεις ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης που προβλέπει η νομοθεσία. Επίσης οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα Δ.Σ. των σωματείων είναι διαρκώς εκτεθειμένοι στον έλεγχο των γενικών συνελεύσεων των σωματείων σε κάθε περίπτωση που κριθεί ότι λειτουργούν σε βάρος των συμφερόντων των εργαζομένων. Εφόσον οι εργαζόμενοι, που δεν είναι ήδη οργανωμένοι σε σωματεία (επιχειρησιακά, κλαδικά, ομοιοεπαγγελματικά), θέλουν να εκφρασθούν συλλογικά πρέπει να βοηθηθούν να ιδρύσουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και να προωθήσουν με τα προβλεπόμενα μέσα τη συλλογική προστασία των συναδέλφων τους στους χώρους δουλειάς.

Συνάδελφισσες και συνάδελφοι,

Η μαζικοποίηση των σωματείων μας είναι προτεραιότητα και ο συντονισμός των ενεργειών μας για την αντιμετώπιση κάθε προσπάθειας παραβίασης των δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι εξαιρετικά κρίσιμος.

Στην κατεύθυνση αυτή, καλούμε τις δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (Ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα):

• να ενημερώνετε τους εργαζόμενους να μην συναινούν στη μονομερή από τον εργοδότη δυσμενή τροποποίηση των όρων εργασίας τους. Κι αυτό γιατί είναι παράνομη η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους, που επιχειρείται από τους εργοδότες με την άσκηση πίεσης για την υπογραφή ατομικών συμβάσεων υπό την απειλή της απόλυσης. Οι εργαζόμενοι πρέπει να ενθαρρύνονται να σας ενημερώνουν, ώστε να υπάρχει δυνατότητα άμεσης συνδικαλιστικής παρέμβασης για την αποτροπή αυτών των παράνομων και καταχρηστικών πρακτικών.

• να έχετε στη διάθεσή σας και για την ενημέρωση των εργαζομένων τις ΣΣΕ, που είναι σε ισχύ, ειδικά αυτές που έχουν κηρυχθεί μέχρι σήμερα γενικά υποχρεωτικές. Σχετική ενημέρωση παρέχεται από τις ιστοσελίδες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (www.ypakp.gr), του Ο.ΜΕ.Δ. (www.omed.gr) και του Εθνικού Τυπογραφείου για τα τεύχη Β΄ (www.et.gr ), αλλά και από τα αρμόδια Τμήματα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και τις κατά τόπους Επιθεωρήσεις Εργασίας,

• να διανείμετε την Εγκύκλιο αυτή σε όλα τα πρωτοβάθμια σωματεία μέλη σας, με την επισήμανση άμεσης ενημέρωσής σας για προβλήματα που θα προκύψουν από τις εργοδοτικές προσπάθειες μείωσης του επιπέδου προστασίας των εργαζομένων, ώστε, μέσα από εσάς, να ειδοποιηθεί η Γ.Σ.Ε.Ε. και η Νομική της Υπηρεσία και να γίνει ο έγκαιρος και κατάλληλος συντονισμός των ενδεδειγμένων ενεργειών.


Με συναδελφικούς χαιρετισμούς

Ο Πρόεδρος
Γιάννης Παναγόπουλος

Ο Γεν. Γραμματέας
Νικόλαος Κιουτσούκης

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Ποιές οι συνέπειες για τις Συλλογικές Συμβάσεις μετά την ψήφιση του άρθρου 37 του νέου νόμου 4024/11 για την εργασιακή εφεδρεία κ.λπ.

Άρθρα

Ποιές οι συνέπειες για τις Συλλογικές Συμβάσεις μετά την ψήφιση του άρθρου 37 του νέου νόμου 4024/11 για την εργασιακή εφεδρεία κ.λπ.

Σε εκτέλεση του άρθρου 22 του Συντάγματος του έτους 1975, το έτος 1990 ψηφίσθηκε ο νόμος 1876 με σκοπό την απελευθέρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τον κρατικό παρεμβατισμό που είχε θεσμοθετήσει ο μέχρι τότε ισχύων νόμος 3239/1955, ο οποίος είχε ψηφισθεί κάτω από εντελώς διαφορετικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες και σκοπιμότητες της μεταπολεμικής εποχής.

Συγκεκριμένα το άρθρο 22 παρ.2 του Συντάγματος ορίζει ότι οι γενικοί όροι εργασίας καθορίζονται μεν με νόμο που ψηφίζεται από το νομοθετικό Σώμα (Βουλή), συμπληρώνονται όμως από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και αν αυτές αποτύχουν με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία. Το δε άρθρο 4 του Ν. 1876/1990, ορίζει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών καθώς και οι μεμονωμένοι εργοδότες, προκειμένου για τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να διαπραγματεύονται για την κατάρτιση συλλογικής σύμβασης εργασίας. Ο ορισμός των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων για την διαπραγμάτευση γίνεται με απόφαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου, εκτός αν το καταστατικό τους ορίζει διαφορετικά.

Αποτέλεσμα των βασικών αυτών για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας διατάξεων είναι, όπως γίνεται παγίως δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία, ότι το Κράτος αφενός δεν μπορεί και δεν πρέπει να επεμβαίνει με κάθε τρόπο στις συλλογικές διαπραγματεύσεις των κοινωνικών εταίρων και αφετέρου να ρυθμίζει ζητήματα εργασίας που από το Σύνταγμα και το νόμο έχουν ανατεθεί στις οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων και μάλιστα με τρόπο δυσμενέστερο από αυτόν που τα μέρη της συλλογικής διαπραγμάτευσης έχουν συμφωνήσει (Άρθρα 2, 7 και 8 Ν. 1876/1990 βλ. και Σ.τ.Ε. 2999/1993, 4555/1996), εκτός φυσικά από ζητήματα που αφορούν τη γενική δημόσια τάξη που εκφεύγουν από το πεδίο της συλλογικής αυτονομίας (Σχετ. η Ν.Σ.Κ. 84/2001).

Με τη ψήφιση του άρθρου 37 του νόμου 4024/2011, που ισχύει από την ημερομηνία δημοσίευσής του στο ΦΕΚ 226 τ. Α΄ της 27-10-2011, επιδιώκεται να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας στο πεδίο της επιχείρησης, επειδή τόσο με την ισχύουσα μέχρι της 17-12-2010 διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1876/1990, όσο και με την ισχύσασα μέχρι την 31-10-2011, ημέρα δημοσίευσης του νέου νόμου 4024/2011, διάταξη της παρ. 5Α του άρθρου 13 του Ν. 3899/2010, που ίσχυσε από 17-12-2010, δεν είχαν υπογραφεί επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις προσαρμοσμένες στο πνεύμα και στο σκοπό του Ν. 3845/2010 του γνωστού μας Μνημονίου.

Συγκεκριμένα με την παρ. 1 του άρθρου 37 του νέου αυτού νόμου ορίζεται, σε αντίθεση με τον βασικό για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας Ν. 1876/1990, ο οποίος να σημειωθεί είχε ψηφισθεί ομόφωνα από όλες τις πτέρυγες της τότε Βουλής των Ελλήνων, αλλά και του πρόσφατου Ν. 3899/2010, που ήδη καταργείται άδοξα, πριν δηλαδή λειτουργήσει και κριθεί νομολογιακά, ότι οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις του άρθρου 3 του Ν. 1876/1990, μπορούν να υπογράφονται, αν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση στην επιχείρηση, από «Ένωση Προσώπων», χωρίς όμως να προσδιορίζεται το είδος και η μορφή των Ενώσεων αυτών. Ο προσδιορισμός αυτός καθίσταται αναγκαίος επειδή στο Ν. 1264/1982, που ρυθμίζει μεταξύ των άλλων την ίδρυση και λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων (ΦΕΚ 79 τ. Α΄ 1982) και συγκεκριμένα στο άρθρο 1 παρ. 3 αυτού ορίζεται ότι: 1) Πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι: α) τα σωματεία, β) τα τοπικά παραρτήματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων ευρύτερης περιφέρειας και γ) οι Ενώσεις Προσώπων, μία για κάθε εκμετάλλευση ή επιχείρηση που συνιστούν δέκα (10) τουλάχιστον εργαζόμενοι με ιδρυτική πράξη, που καταθέτουν στον γραμματέα του αρμόδιου Ειρηνοδικείου και κοινοποιούν στον εργοδότη, μόνο όμως σε επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεις που απασχολούν λιγότερους από σαράντα (40) μισθωτούς και δεν λειτουργεί σ' αυτές σωματείο που έχει ως μέλη του τους μισούς τουλάχιστον από τους εργαζομένους σ' αυτές. και 2) η διάρκεια των Ενώσεων Προσώπων δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξη (6) μήνες. Αντίθετα στο άρθρο 37 του νέου αυτού νόμου ορίζεται ότι η Ένωση Προσώπων του νόμου αυτού συστήνεται τουλάχιστον από τα τρία πέμπτα (3/5) των εργαζομένων στην επιχείρηση (ή στην εκμετάλλευση που κακώς δεν διευκρινίζεται στο νόμο), ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού εργαζομένων σ' αυτές και χωρίς η διάρκειά της να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό.

Επίσης στη διάταξη αυτή ορίζεται ότι, αν μετά τη σύσταση της Ένωσης Προσώπων πάψει να συντρέχει η προϋπόθεση της συμμετοχής σ' αυτή των τριών πέμπτων (3/5) των εργαζομένων στην επιχείρηση (ή εκμετάλλευση), η οποία απαιτείται για τη σύστασή της, διαλύεται χωρίς άλλη διατύπωση. Και πάλι όμως δεν διευκρινίζεται στο νόμο ποια θα είναι η τύχη της συλλογικής σύμβασης εργασίας, που τυχόν η Ένωση αυτή που διαλύθηκε είχε υπογράψει με τον εργοδότη επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. και με αυτή είχαν μειωθεί ή αυξηθεί οι αποδοχές των εργαζομένων ή γενικά είχαν διαφοροποιηθεί οι όροι της προηγούμενης κλαδικής ή των προηγούμενων ομοιοεπαγγελματικών Σ.Σ.Ε., που εφαρμόζονταν στην επιχείρηση πριν την υπογραφή της επιχειρησιακής αυτής Σ.Σ.Ε. Να σημειωθεί δε ότι κατά τα παγίως γινόμενα δεκτά από τα δικαστήρια στην περίπτωση διάλυσης της συνδικαλιστικής οργάνωσης που υπέγραψε μία Σ.Σ.Ε., αυτή εξακολουθεί να ισχύει και να επιδρά στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή μέχρι την αντικατάστασή της από μια νεότερη ρύθμιση (Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α.), της ίδιας ή άλλης μορφής (βλ. Α.Π. 425/1996). Το ίδιο πρέπει να δεχτούμε ότι θα συμβεί και στην περίπτωση υπογραφής επιχειρησιακής Σ.Σ.Ε. από Ένωση Προσώπων που διαλύθηκε.

Για το ότι ο νέος αυτός νόμος αναφέρεται εν προκειμένω για τις Ενώσεις Προσώπων του Ν. 1264/1982 και όχι για αυτές του Α.Κ., για τις οποίες ισχύουν διαφορετικές διατάξεις, προκύπτει ευθέως και αμέσως από το επόμενο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 37 κατά το οποίο « Για τα λοιπά θέματα που αφορούν την Ένωση Προσώπων, εξακολουθεί να εφαρμόζεται η περίπτωση γγ΄ του εδαφίου α΄ της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 1264/1982 που σημαίνει ότι: α) Η Ένωση Προσώπων του νόμου αυτού παύει αυτοδίκαια να λειτουργεί αν πάψει να συντρέχει μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις (μειωθεί ο αριθμός των μελών της κάτω των 3/5 του συνόλου των εργαζομένων στην επιχείρηση ή συσταθεί επιχειρησιακό σωματείο του Ν. 1264/1982 με μέλη του πάνω από τους μισούς εργαζομένους της επιχείρησης).

Επίσης στο Ν. 1264/1982 ορίζεται ότι, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στην ιδρυτική πράξη της Ένωσης Προσώπων για την εκλογή των εκπροσώπων της επιμελείται τριμελής εφορευτική επιτροπή. Τούτο έχει τη συνέπεια ότι παρά τον ορισμό στο νέο νόμο ότι Ένωση Προσώπων μπορεί να συσταθεί σε επιχείρηση ανεξαρτήτως αριθμού εργαζομένων, δεν θα είναι δυνατή σύστασή της αφού δεν μπορεί να υπάρξει εφορευτική επιτροπή αν απασχολούνται σ' αυτή μέχρι τρεις μισθωτοί, εκτός αν στην ιδρυτική πράξη κάθε συγκεκριμένης Ένωσης Προσώπων ορίζεται μεγαλύτερος αριθμός μελών της εφορευτικής επιτροπής και επομένως ο ελάχιστος αριθμός προσωπικού της επιχείρησης δεν μπορεί να είναι μικρότερος από αυτόν που ορίζει η ιδρυτική πράξη της Ένωσης ή τα πέντε π.χ. άτομα.

Επίσης οι Ενώσεις Προσώπων για να λειτουργήσουν νόμιμα σύμφωνα με το εδάφιο γγ) της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 1264/1982, οφείλουν: α) να τηρούν τα βιβλία που προβλέπονται για τις λοιπές συνδικαλιστικές οργανώσεις του Ν. 1264/1982, (Μητρώο, Πρακτικών συνεδριάσεων γενικής συνέλευσης και Δ.Σ., Ταμείου και Περιουσίας), τα οποία να φροντίζουν να θεωρούνται από τον γραμματέα του Πρωτοδικείου της έδρας τους, β) να εγγράφουν μέλη τους μόνο εργαζομένους που συμπλήρωσαν δίμηνη εργασία στην επιχείρηση, γ) για τη συνέλευση των μελών, την απαρτία και τη λήψη των αποφάσεων της Ένωσης, τόσο στη Γ.Σ. όσο και στο Δ.Σ. αυτής, εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 1264/1982, όλες οι διατάξεις του Α.Κ. που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία των σωματείων.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει κατά τη γνώμη μου, ότι και πάλι η προσπάθεια διευκόλυνσης της υπογραφής επιχειρησιακών Σ.Σ.Ε. για την αντιπαράθεσή τους με τους ευνοϊκότερους όρους των αντίστοιχων κλαδικών Σ.Σ.Ε., οι οποίες να σημειωθεί ότι δεν θα εφαρμόζονται μετά την υπογραφή επιχειρησιακής Σ.Σ.Ε., αφού ο νέος νομός με την παρ. 5 του άρθρου 37 ορίζει ρητά ότι η επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. σε περίπτωση συρροής της με κλαδική Σ.Σ.Ε./Δ.Α. υπερισχύει αυτής και τούτο σε αντίθεση με όσα όριζε το άρθρο 10 του Ν. 1876/1990 με βάση την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, που παύει να ισχύει από την έναρξη της ισχύος του νέου αυτού νόμου.

Με την παρ. δε 2 του άρθρου αυτού, καταργείται η παρ.5Α του άρθρου 3 του Ν. 1876/1990, που προστέθηκε με το άρθρο 13 του μόλις προ 9μήνου τεθέντος σε ισχύ νόμου 3899/2010, χωρίς το νέο είδος επιχειρησιακών Σ.Σ.Ε. να κριθεί νομολογιακά και να αξιολογηθεί, για την ανάγκη που επέβαλε τότε την καθιέρωσή του.

Επίσης με την διάταξη 1β της παρ. 3 του άρθρου αυτού (37), σε αντίθεση με ότι όριζε ο Ν. 1876/1990, καθιερώνεται η ικανότητα προς υπογραφή επιχειρησιακής Σ.Σ.Ε., κάθε εργοδότη, ανεξαρτήτως του αριθμού των απασχολουμένων μισθωτών στην επιχείρηση ή την εκμετάλλευση.

Άλλωστε για την διαπίστωση των 3/5 των εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, προκύπτει αμφισβήτηση για τον ακριβή αριθμό των εργαζομένων στις οριακές περιπτώσεις που από το μαθηματικό υπολογισμό των 3/5, προκύπτει κλάσμα αριθμού εργαζομένων όπως π.χ. στην περίπτωση ατελούς διαίρεσης στις περιπτώσεις 57 : 5 Χ 3 = 34,2 ή 38 : 5 Χ 3 = 22,8 δηλαδή κάτω ή πάνω του μισού.

Με την επόμενη παρ. 5 του κρινόμενου άρθρου 37 του νέου νόμου, καθιερώνεται, σε αντίθεση με αυτά που όριζαν τα άρθρα 7 και 10 του Ν. 1876/1990, για τη θεμελίωση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης που ίσχυε μέχρι τις αρχές του προηγούμενου έτους 2010 στο εργατικό μας δίκαιο, η υπεροχή των επιχειρησιακών ρυθμίσεων, έστω και δυσμενέστερων για τους εργαζόμενους, έναντι των όρων των κλαδικών ρυθμίσεων, όχι όμως και έναντι των όρων της Εθνικής γενικής Σ.Σ.Ε. Στη διάταξη αυτή λαμβάνεται πρόνοια ώστε να καταργηθεί αυτή η προτεραιότητα αυτόματα με τη λήξη του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, της γνωστής μας δηλαδή πολιτικής του Μνημονίου που ψηφίσθηκε με το Ν. 3845/2010 και αναπροσαρμόζεται κάθε φορά με νέα μέτρα.

Επίσης με το κρινόμενο άρθρο (37) λαμβάνεται πρόνοια ώστε, έστω και προσωρινά όπως και στην προηγούμενη περίπτωση της συρροής συλλογικών ρυθμίσεων, να παύση να ισχύει η δυνατότητα της επέκτασης των αποτελεσμάτων των Σ.Σ.Ε./Δ.Α. με την κήρυξή τους, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας ως γενικώς υποχρεωτικών. Η διάταξη όμως αυτή, όπως υποστηρίχθηκε και από μία πλευρά της συμπολίτευσης στη Βουλή κατά ψήφιση του νόμου, έρχεται σε αντίθεση με τον σκοπό και την ουσία του συστήματος επίλυσης των συλλογικών διαφορών εργασίας, που έχει καθιερώσει ο Ν. 1876/1990, αφού δημιουργεί καταστάσεις αθέμιτου ανταγωνισμού και σκοπός της είναι η καθιέρωση ίσων και ομοιόμορφων όρων εργασίας σε ολόκληρο επαγγελματικό τομέα στην περιοχή ισχύος της καθώς και η προστασία της συλλογικής ρύθμισης από ανεπιθύμητο ανταγωνισμό (βλ. σχετικά και τις Α.Π. 521/2001, 598/1999 κ.λπ.).

Παράλληλα με τη διάταξη αυτή τροποποιείται και η διάταξη του Ν. 1876/1990, που αφορά στην έναρξη ισχύος των Υπουργικών Αποφάσεων με τις οποίες κηρύσσονται οι Σ.Σ.Ε./Δ.Α. ως γενικά υποχρεωτικές και ορίζεται ότι οι αποφάσεις αυτές θα ισχύουν πλέον από την ημερομηνία δημοσίευσης τους στο ΦΕΚ και όχι από την ημερομηνία έκδοσή τους ή από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για κήρυξή τους ως υποχρεωτικών, όπως όριζε η διάταξη του άρθρου 11 παρ, 3 του Ν. 1876/1990.


Συμπεράσματα

Μετά από αυτές τις διαπιστώσεις καταλήγουμε, για διευκόλυνση των αναγνωστών μας στα εξής συμπεράσματα:

1. Με τις διατάξεις αυτές δεν παύει άμεσα η ισχύς των κλαδικών Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. που ήδη ισχύουν και εφαρμόζονται, ούτε όμως και των τυχόν εφαρμοζόμενων στην επιχείρηση ομοιοεπαγγελματκών ρυθμίσεων, για τις οποίες να σημειωθεί ότι ο νόμος σιωπά που σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, ότι θα έχουν και αυτές την τύχη της κλαδικής ρύθμισης,. Παρέχεται δηλαδή η δυνατότητα στο επίπεδο της επιχειρησιακής διαπραγμάτευσης, εργοδότη και σωματείου ή Ένωσης Προσώπων, να υπογράφεται Σ.Σ.Ε. με όρους δυσμενέστερους για τους εργαζομένους από αυτούς που περιέχει τόσο η κλαδική όσο και οι τυχόν ομοιοεπαγγελματικές Σ.Σ.Ε. που υπάγονται σ' αυτές ήδη, όχι όμως και από τους όρους της ισχύουσας Εθνικής Γενικής Σ.Σ.Ε.

2. Την επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. μπορεί πλέον από την πλευρά των εργαζομένων να την υπογράφει, εκτός από το σωματείο των εργαζομένων της επιχείρησης ή το πρωτοβάθμιο κλαδικό σωματείο που όριζε ο Ν. 1876/1990, και η Ένωση Προσώπων του Ν. 1264/1982, που μπορεί μεν να συσταθεί με μικρότερο αριθμό μελών που ορίζει ο Α.Κ. για τα σωματεία όχι όμως κάτω των τριών μισθωτών ή ακόμη και των πέντε (5), αλλά με τις ίδιες διαδικασίες και υποχρεώσεις λειτουργίας της, όπως και τα σωματεία.

3. Αναστέλλεται η δυνατότητα του Υπουργού να κηρύσσει υποχρεωτικές τις Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. μέχρι τη λήξη του Μνημονίου και των έκτακτων μέτρων που λαμβάνονται για την οικονομία της Χώρας.

4. Οι επιχειρησιακές Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. που υπογράφονται από την ισχύ του νόμου αυτού, υπερέχουν κατά προτεραιότητα και εφαρμόζονται υποχρεωτικά, έστω και αν περιέχουν δυσμενέστερους όρους για τους εργαζόμενους από τους όρους της τυχόν ισχύουσας κλαδικής Σ.Σ.Ε., όχι όμως και της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.

5. Οι Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. που θα κηρύσσονται υποχρεωτικές στο μέλλον, όταν παύση η σχετική απαγόρευση, οι σχετικές Υπουργικές Αποφάσεις θα ισχύουν από τη δημοσίευσή τους στο ΦΕΚ και όχι από την ημερομηνία έκδοσής τους ή την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης, που όριζε ο Ν.1876/1990.



Copyright  2011  ΠΙΜ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ

Χρήστος Καρατζάς
Νομικός - Εργατολόγος




ΠΗΓΗ:  http://www.taxheaven.gr/laws/circular/index/circular/12922


Ανακοίνωση ΓΓΠΣ για την 2η δόση της έκτακτης εισφοράς



«Ο εκσυγχρονισμός και η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, παράγοντας ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και εξόδου από την κρίση»


ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ (Ι.Ο.Φο.Μ.)


ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ - ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ FORUM
2ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

«Ο εκσυγχρονισμός και η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, παράγοντας ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και εξόδου από την κρίση»

Συμμετοχή

Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (Ε.Β.Ε.Α.)

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Φορολογία και Ελεγκτική» τμήματος Δημόσιας Διοίκησης Παντείου Πανεπιστημίου

Προσυνεδριακή ημερίδα

Αθήνα 9 Νοεμβρίου 2011 (17:00 – 22:00)
Αίθουσα Εκδηλώσεων Ε.Β.Ε.Α. (Ακαδημίας 7 Αθήνα)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

16:30 – 17:00
Προσέλευση – εγγραφή



Προεδρείο



Χρήστος Γιαννόπουλος, Πρόεδρος Ι.Ο.Φο.Μ.

Γιώργος Κορομηλάς, Αντιπρόεδρος Ι.Ο.Φο.Μ.

Γιάννης Φίλος, Επίκουρος Καθηγητής τμήματος Δημόσιας Διοίκησης Παντείου Πανεπιστημίου

Δαμιανός Ευστρατιάδης, Γενικός Γραμματέας Ι.Ο.Φο.Μ.

Δρ. Γιώργος Μαυραγάνης, Γενικός Διευθυντής του Φορολογικού Τμήματος KPMG Ελλάδας.



Συντονιστής



Πάνος Αμυράς, Διευθυντής εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ.


17:00 – 17:20
Έναρξη εργασιών – Χαιρετισμοί διοργανωτών



Κωνσταντίνος Μίχαλος, Πρόεδρος Ε.Β.Ε.Α.

Χρήστος Γιαννόπουλος, Πρόεδρος Ι.Ο.Φο.Μ.

Γιώργος Κορομηλάς, Αντιπρόεδρος Ι.Ο.Φο.Μ.

Γιάννης Φίλος, Επίκουρος Καθηγητής τμήματος Δημόσιας Διοίκησης Παντείου Πανεπιστημίου.


17:20 – 17:45
Χαιρετισμοί προσκεκλημένων


17:45 – 19:30
Εκσυγχρονισμός και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος (1ο μέρος εισηγήσεων)


§  Ευρεία δομική αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος προϋπόθεση επανεκκίνησης και ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας
v Γιώργος Κορομηλάς, Αντιπρόεδρος Ι.Ο.Φο.Μ., Φορολογικός Σύμβουλος Επιχειρήσεων - Συγγραφέας.


§  Φορολογικό σύστημα και επιχειρείν
v Κωνσταντίνος Μίχαλος, Πρόεδρος Ε.Β.Ε.Α.


§  Το τεστ αντοχής (stress test) του φορολογικού συστήματος
v Δρ. Γιώργος Μαυραγάνης, Γενικός Διευθυντής του Φορολογικού Τμήματος KPMG Ελλάδας.


§  Ο ρόλος του φοροελεγκτικού μηχανισμού σε ένα νέο εθνικό φορολογικό σύστημα
v Χρήστος Γιαννόπουλος, Πρόεδρος Ι.Ο.Φο.Μ., Επίτιμος Γενικός Διευθυντής Φορολογικών Ελέγχων Υπουργείου Οικονομικών.


§  Οικονομική κρίση και μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος
v Δαμιανός Ευστρατιάδης, Γενικός Γραμματέας Ι.Ο.Φο.Μ., Φορολογικός Σύμβουλος Επιχειρήσεων.


§  Φορολογικό σύστημα. Οι αδυναμίες του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου και οι απαραίτητες μεταβολές
v Απόστολος Αλωνιάτης, Μέλος Δ.Σ. Ι.Ο.Φο.Μ., Φορολογικός Σύμβουλος Επιχειρήσεων, Συγγραφέας.


19:30 – 19:45
Διάλειμμα


19:45 – 21:00
Εκσυγχρονισμός και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος (2ο μέρος εισηγήσεων)


§  Παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας του Ι.Ο.Φο.Μ. και του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Φορολογία και Ελεγκτική» του Παντείου Πανεπιστημίου για το φορολογικό σύστημα
v Γιάννης Φίλος, Επίκουρος Καθηγητής τμήματος Δημόσιας Διοίκησης Παντείου Πανεπιστημίου.
v Γιώργος Κορομηλάς, Αντιπρόεδρος Ι.Ο.Φο.Μ., Φορολογικός Σύμβουλος Επιχειρήσεων - Συγγραφέας.


§  Η επιχειρηματική κοινότητα και τα εισπρακτικού χαρακτήρα δημοσιονομικά μέτρα
v Διονύσης Γουσέτης, Οικονομολόγος, Οικονομικός Διευθυντής εφημερίδας Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ.


§  Η ανάγκη απλοποίησης και σταθεροποίησης του φορολογικού συστήματος εν μέσω οικονομικής κρίσης
v Παλαιολόγος Λιάζος, Μέλος Δ.Σ. Ι.Ο.Φο.Μ., Φορολογικός Σύμβουλος Επιχειρήσεων.


§  Η αναδρομική επιβολή φορολογικών βαρών κύριος παράγοντας αποσταθεροποίησης του φορολογικού συστήματος
v Θανάσης Πάφος, Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής Ι.Ο.Φο.Μ., Φορολογικός Σύμβουλος Επιχειρήσεων.


§  Από την ύφεση στην ανάπτυξη. Ο ρόλος του φορολογικού συστήματος
v Γιώργος Κορομηλάς, Αντιπρόεδρος Ι.Ο.Φο.Μ., Φορολογικός Σύμβουλος Επιχειρήσεων - Συγγραφέας.


21:00 – 22:00
Τοποθετήσεις συνέδρων – Ανοικτή συζήτηση