Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

O χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26§3 και 87§2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.


Άρειος Πάγος 670/2012
O χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26§3 και 87§2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.
Άρειος Πάγος  670/2012

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας.
Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή τη επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως.
Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της.
Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669§1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης.
Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26§3 και 87§2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.

ΑΠ 670/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη και Νικόλαο Τρούσα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2012, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Κωνσταντίνα Χριστοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Α. του Ν., 2) Λ. Λ. του Π., κατοίκων ..., οι οποίες δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/1/2001 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και άλλων προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 184/2003 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2388/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον με την από 22/6/2005 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1939/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία ανέβαλε την συζήτηση της υποθέσεως. Την υπόθεση επανέφεραν για συζήτηση οι ως άνω αναιρεσίβλητοι με την από 28/12/2009 κλήση τους.

Εκδόθηκε η 440/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε την συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επανέφερε προς συζήτηση το αναιρεσείον με την από 16/8/2011 κλήση του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μουστάκας ανέγνωσε την από 10/4/2009 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως για αναίρεση της υπ' αριθμ 2388/2005 οριστικής αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις υπ' αριθμ. 4533/13-10-2011 και 4535/13-10-2011 εκθέσεις της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Λαμίας ..., προκύπτει ότι αντίγραφο της πράξης ορισμού δικασίμου, με κλήση για συζήτηση της ένδικης αίτησης, κατά την παρούσα δικάσιμο, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στις αναιρεσίβλητες. Επομένως, εφόσον αυτές δεν εμφανίσθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά την νόμιμη, από τη σειρά του οικείου πινακίου εκφώνηση της υπόθεσης, πρέπει να δικασθούν ερήμην, να συζητηθεί, όμως, η υπόθεση, σαν να ήταν και αυτές παρούσες (άρθρο 576 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας.

Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή τη επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως.

Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της.

Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669§1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης.

Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26§3 και 87§2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ.

Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ ΑΠ 18/2006).
Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής), η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα Π.Δ. 81/2003 και Π.Δ. 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από την δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004, αντίστοιχα.

Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8§3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25§§1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης.

Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΟλΑΠ 7/2001),χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (ΟλΑΠ 18/2006).

Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις.

Τούτο δε διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου κατ" ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψης τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (πρβλ. Α.Π.Ολ. 7/2011, Α.Π. 123/2012, Α.Π. 16/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε, ανέλεγκτα, τα εξής: Ότι, με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, οι ενάγουσες (και ήδη αναιρεσίβλητες), προσλήφθηκαν από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να εργασθούν και εργάσθηκαν, ως ακολούθως: α) Η πρώτη από αυτές (Α. Κ.), η οποία είναι πτυχιούχος δασολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης προσλήφθηκε, αρχικά και εργάσθηκε στη Δ/νση Δασών Αργολίδας, ως εργάτρια στις αναδασώσεις, κατά τους μήνες Οκτώβριο και Δεκέμβριο 1988, ενώ, στη συνέχεια, εργάσθηκε διαδοχικά, ως δασολόγος, στο Δασαρχείο Βυτίνας, κατά τους μήνες Ιούνιο έως Δεκέμβριο 1989, Ιανουάριο έως Μάιο 1990, Μάιο έως Οκτώβριο 1991, στο Δασαρχείο Λαμίας, κατά τους μήνες Οκτώβριο έως Δεκέμβριο 1994, Ιούλιο έως Δεκέμβριο 1995 και Αύγουστο έως Δεκέμβριο 1996, στο Δασαρχείο Σπερχειάδας, κατά τους μήνες Ιούλιο έως Δεκέμβριο 1997, στο Δασαρχείο Λαμίας κατά τους μήνες Ιούνιο 1998 - Φεβρουάριο 1999, Ιούλιο 1999- Φεβρουάριο 2000 και Αύγουστο 2000 έως Μάρτιο 2001, β) η δεύτερη ( Λ. Λ.): Εργάσθηκε ως δακτυλογράφος στο ν.π.δ.δ., με την επωνυμία "Πανελλήνιος Έκθεσις Λαμίας", μικρά χρονικά διαστήματα των ετών 1995 (10 ημερομίσθια), 1996 (8 ημερομίσθια) και 1997 (8 ημερομίσθια), στα Ελληνικά Ταχυδρομεία, κατά τους μήνες Ιούλιο-Νοέμβριο 1995 και στο Δασαρχείο Λαμίας, κατά τους μήνες Αύγουστο -Δεκέμβριο 1996, Ιούνιο - Δεκέμβριο 1997, Ιούλιο 1999 - Φεβρουάριο 2000 και Ιούλιο 2000 - Φεβρουάριο 2001. Περαιτέρω, το Εφετείο, δέχεται τα εξής: Ότι οι ενάγουσες, από τότε που προσλήφθηκαν από το Δασαρχείο Λαμίας και μέχρι της ασκήσεως της αγωγής, εργάζονταν καθ' όλες τις εργάσιμες ημέρες του μήνα συνεχώς, χωρίς διακοπή και με πλήρη απασχόληση, καλύπτοντας, η πρώτη από τον μήνα Ιούλιο 1995 και η δεύτερη από τον μήνα Αύγουστο 1996, ανάγκες της ως άνω υπηρεσίας του εναγομένου, οι οποίες δεν ήταν προσωρινές, απρόβλεπτες ή έκτακτες, αλλά πάγιες και διαρκείς. Ο χρονικός περιορισμός της διάρκειας των αλλεπάλληλων διαδοχικών συμβάσεων, που προαναφέρθηκαν, δεν εδικαιολογείτο από λόγους αντικειμενικούς ούτε από τη φύση των υπηρεσιών, που παρείχαν οι δύο ενάγουσες ούτε από τη φύση και το είδος των καλυπτόμενων από την εργασία τους αναγκών της εναγομένης ούτε και υπαγορεύτηκε από κάποιο ειδικό λόγο, αναγόμενο στις συνθήκες λειτουργίας των υπηρεσιών του εναγομένου". Με βάση τις παραδοχές αυτές, στη συνέχεια, το Εφετείο αναγνώρισε ότι οι ενάγουσες συνδέονται με το εναγόμενο με σύμβαση εργασίας αορίστου (και όχι ορισμένου) χρόνου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, που δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι οι επίδικες εργασιακές συμβάσεις υπέκρυπταν στην πραγματικότητα μία, ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, καθόσον ο καθορισμός τους ως ορισμένου χρόνου δεν εδικαιολογείτο από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εναγουσών και ήδη αναιρεσιβλήτων, δεν παρεβίασε τις ως άνω περί συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου και ορισμένου χρόνου διατάξεις, όπως αυτές προπαρατέθηκαν και ειδικότερα αυτή του άρθρου 9 παρ. 3 του Ν. 2112/ 1920, που ήταν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, αφού οι επίδικες εργασιακές συμβάσεις είχαν συναφθεί και λειτουργήσει πριν από την, κατά τα άνω, με την Ζ' Αναθεωρητική Βουλή αναθεώρηση του Συντάγματος και ειδικότερα του άρθρου 103 αυτού, η ισχύς των διατάξεων που προστέθηκαν του οποίου αρχίζει από 17-4-2001 καθώς και πριν την έναρξη της ως άνω Κοινοτικής Οδηγίας.

Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, από το αρθρ. 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδονται οι αιτιάσεις ότι το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις α) του άρθ. 8§3 ν. 2112/1920, που εφάρμοσε, αν και δεν ήταν εφαρμοστέες, β) των άρθ. 103§§7 και 8 του Συντάγματος, 21 ν. 2190/1994 και 81 παρ. 3 ν. 1958/1991, που απαγορεύουν τον χαρακτήρα των συμβάσεων αυτών ως αορίστου χρόνου, και γ) 5, 7 και 11 ΠΔ 164/2004, τις οποίες δεν εφάρμοσε, αν και ήταν εφαρμοστέες, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης του άρθ. 8§3 ν. 2112/1920, δεν επιβαλλόταν ούτε από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-6-2005 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2388/2005 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 24 Απριλίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: