Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Άρειος Πάγος 1173/2014 Ευνοϊκότεροι όροι στις συμβάσεις εργασίας και πότε υπερισχύουν αυτοί. Αποδοχές αδείας. Βάση υπολογισμού αποδοχών και συνήθεις αποδοχές που προσαυξάνουν τις τακτικές για υπολογισμό δώρων και αποδοχών αδείας

Άρειος Πάγος 1173/2014
Ευνοϊκότεροι όροι στις συμβάσεις εργασίας και πότε υπερισχύουν αυτοί. Αποδοχές αδείας. Βάση υπολογισμού αποδοχών και συνήθεις αποδοχές που προσαυξάνουν τις τακτικές για υπολογισμό δώρων και αποδοχών αδείας
Κατηγορία: Εργατικά - Απασχόληση
Περίληψη

Η αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, αποτελεί ειδική μορφή της γενικότερης αρχής της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας.

Προβλέπεται από το άρθρ. 680 ΑΚ και την διάταξη του άρθρ. 7 παρ. 2 ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται δε όχι μόνο στην σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (Ολ.ΑΠ 26/2007, 5/2011).

Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρ. 10 παρ. 1 ν. 1876/1990).

Κατά την συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρ. 7 παρ. 3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθ. 2 ΑΚ).

Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με την διαδικασία του ν.δ. 3789/1957 οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία του ν.δ. 3789/1957.

Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας, εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντιστοίχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζομένους, ρυθμιστικό καθεστώς του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν. 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ' έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ' αποδοχών", όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί.

Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του έντονα προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών.

Με το άρθρ. 3 παρ. 1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι: "Κατά την διάρκειαν της αδείας ο μισθωτός δικαιούται των συνηθών αποδοχών, ων θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην "υπόχρεη" επιχείρηση κατά τον αντίστοιχον χρόνον ή των αποδοχών των τυχόν δια την περίπτωσιν ταύτην καθωρισμένων δια συλλογικής συμβάσεως", με την παρ. 2 αυτού ότι: "Διά τον κατ' αποκοπήν ή κατ' άλλον σύστημα κυμαινομένων αποδοχών αμειβόμενον μισθωτόν, αι αποδοχαί, ων δικαιούται κατά την διάρκειαν της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσον όρον από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους, μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών αι οποίαι περιλαμβάνονται εις την χορηγηθείσαν άδειαν",
ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά το άρθρ. 1 παρ. 2 ν. 4547/1966): "Εν τη εννοία των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι παντός είδους πρόσθετοι ή συμπληρωματικαί τακτικαί παροχαί (αντίτιμον τροφής, επιδόματα κ.λπ.)".

Εξ άλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το "επίδομα άδειας", το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ' αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία "Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος "επιδόματος αδείας" ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβόμενους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού...".

Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρ. 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", της κυρωθείσας με το ν. 133/ 1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ. 1 ν. 435/19761 παρ. 2 ν. 1082/1980 και των κατά καιρούς εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων "περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων", προκύπτει ότι ως "συνήθεις αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις "τακτικές αποδοχές" που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας.

Δεν αποτελούν όμως βάση υπολογισμού αποδοχές που οφείλονται σε έκτακτες διακυμάνσεις του χρόνου εργασίας (έκτακτες υπερωρίες, έκτακτη απασχόληση) αφού αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τακτικές.

Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγουμένου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του, μέχρι την έναρξη της νέας άδειας.

ΑΠ  1173/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "....................." και το διακριτικό τίτλο "..................", που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Γεώργιο Λεβέντη, Ανδρέα Μαμαγκάκη και Κίμωνα Γκιουλιστάνη.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Ν. του Δ., κατοίκου ... και 2) Κ. Τ. του Ι., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Σαξώνη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-5-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 359/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 19/2013 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-4-2013 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Στυλιανή Γιαννούκου διάβασε την από 6-2-2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου, και τρίτου λόγου (κατά την επιτρεπτή νοηματική του απόδοση), εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ και την απόρριψη του δευτέρου λόγου της από 18-4-2013 αίτησης, για αναίρεση της 19/2013 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς.

Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξ άλλου, με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999 το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "....................", που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "......................." και με τον διακριτικό τίτλο "..............", η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν. 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν.

Περαιτέρω, η αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, αποτελεί ειδική μορφή της γενικότερης αρχής της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας.

Προβλέπεται από το άρθρ. 680 ΑΚ και την διάταξη του άρθρ. 7 παρ. 2 ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται δε όχι μόνο στην σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (Ολ.ΑΠ 26/2007, 5/2011).

Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρ. 10 παρ. 1 ν. 1876/1990).

Κατά την συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρ. 7 παρ. 3 ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και ΣΣΕ), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθ. 2 ΑΚ).

Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για την συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με την διαδικασία του ν.δ. 3789/1957 οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία του ν.δ. 3789/1957.

Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας, εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντιστοίχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζομένους, ρυθμιστικό καθεστώς του θεσμού των αδειών αποτελεί ο α.ν. 539/1945 "περί χορηγήσεως κατ' έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ' αποδοχών", όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί.

Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του έντονα προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών.

Με το άρθρ. 3 παρ. 1 του ως άνω α.ν. 539/1945 ορίζεται ότι: "Κατά την διάρκειαν της αδείας ο μισθωτός δικαιούται των συνηθών αποδοχών, ων θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην "υπόχρεη" επιχείρηση κατά τον αντίστοιχον χρόνον ή των αποδοχών των τυχόν δια την περίπτωσιν ταύτην καθωρισμένων δια συλλογικής συμβάσεως", με την παρ. 2 αυτού ότι: "Διά τον κατ' αποκοπήν ή κατ' άλλον σύστημα κυμαινομένων αποδοχών αμειβόμενον μισθωτόν, αι αποδοχαί, ων δικαιούται κατά την διάρκειαν της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσον όρον από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους, μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών αι οποίαι περιλαμβάνονται εις την χορηγηθείσαν άδειαν",
ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά το άρθρ. 1 παρ. 2 ν. 4547/1966): "Εν τη εννοία των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι παντός είδους πρόσθετοι ή συμπληρωματικαί τακτικαί παροχαί (αντίτιμον τροφής, επιδόματα κ.λπ.)".

Εξ άλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το "επίδομα άδειας", το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ' αυτή χρονικό περιορισμό, κατά την οποία "Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος "επιδόματος αδείας" ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβόμενους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού...".

Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρ. 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 με αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", της κυρωθείσας με το ν. 133/ 1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ. 1 ν. 435/19761 παρ. 2 ν. 1082/1980 και των κατά καιρούς εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων "περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων", προκύπτει ότι ως "συνήθεις αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις "τακτικές αποδοχές" που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας.

Δεν αποτελούν όμως βάση υπολογισμού αποδοχές που οφείλονται σε έκτακτες διακυμάνσεις του χρόνου εργασίας (έκτακτες υπερωρίες, έκτακτη απασχόληση) αφού αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τακτικές.

Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγουμένου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του, μέχρι την έναρξη της νέας άδειας.

Περαιτέρω, με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ` αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόννους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού, που συνδέεται (μόνιμο και έκτακτο) με τον .... (και ήδη την αναιρεσείουσα ...... ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρ. 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρ. 1 παρ. 1).

Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία των άρθρ. 1 και 2 ν.δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα ακόλουθα σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: 1)

Σύμφωνα με το άρθ. 35 παρ. 1 οι αποδοχές αδείας του εργατικού προσωπικού, ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. δ' του ίδιου άρθρου ως "βασικό ημερομίσθιο" για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από την χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για την απασχόληση αυτή. Κατά δε την παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου "Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας... Ειδικώς δια τους εργάτας (μονίμους κ.λπ.), τους απασχολουμένους εις φορτοεκφορτωτικάς εργασίας του λιμένος οτέ μεν επί ημερομισθίω οτέ δε επί αποδόσει και εφόσον δεν καθίσταται δυνατή η εξεύρεσις του μέσου όρου ημερομισθίου κεχωρισμένως δι' έκαστον εξ αυτών, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 20%" (το οποίο ακολούθως αυξήθηκε σε 25%).

Ως "επικρατέστερη απασχόληση" νοείται κατά την διάταξη αυτή η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλ. εκείνη η οποία είχε συνολικά την μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της αδείας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το "βασικό ημερομίσθιο" και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζομένους "επί αποδόσει") ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολουμένους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτόν αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό ήδη 25%. 2)

Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κ.λπ.) εργατών του ..., το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρ. 23 παρ. 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρ. 12 παρ. 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρ. 23 παρ. 1), είναι δε αυτές (α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κ.λπ., (β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών μέσων και (γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η "επί αποδόσει", αφού αυτή κατά το άρθρ. 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο "Τρόπος διεξαγωγής της εργασίας", προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρ. 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται "επί αποδόσει" στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς: α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς την χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών "εις χύμα", χωρίς την χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κ.λπ., στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών των υπό στοιχ. α - ζ φορτίων παρεμποδίζουν την "επί αποδόσει" εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η "επί αποδόσει" εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία "επί ημερομισθίω". 2) Η εργασία "επί ημερομισθίω" εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα (κομιστική εργασία), β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους "εις χύμα (δι' αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως)" και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού (οδικώς), ενώ, κατά την περαιτέρω ρύθμιση του αυτού άρθρου, οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερομένων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κ.λπ. μπορούν να εκτελούνται "επί αποδόσει" με βάση τους 6 τόννους κατ` εργάτη κ.λπ. Η αμοιβή για την "επί αποδόσει" εργασία έχει προβλεφθεί (άρθρ. 27) και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρ. 12 παρ. 1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρ. 23 παρ. 1. 3) Με το άρθρο 26 προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ' αυτό έκτακτες αμοιβές για την "επί ημερομισθίω εργασίαν", ενώ με τα άρθρα 28 και 29 προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την "επί αποδόσει εργασία", όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεως διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κ.λπ., για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλακών κ.λπ. Τέλος, κατ` άρθρ. 30 παρ. 1 το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο" που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μονίμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθ. 23 παρ. 1 εδ. γ`, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί δηλ. το "ασφαλιστικό" ημερομίσθιο το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλ` αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 σε περιπτώσεις ματαιώσεως προγραμματισθείσας εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Με τα άρθρα τέταρτο παράγραφος 3 και πέμπτο εδ. ε` του ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή αυτήν, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών - Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/20-6-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων τετάρτου, δωδεκάτου και δεκάτου τρίτου του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ....... ΑΕ (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά την δημοσίευσή του στην ΕτΚ, άρθρ. 83 αυτού) για την ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της αναιρεσείουσας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθ. 5 παρ. 1α, 2, 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται δηλ. παραπομπή και στον α.ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία (αναιρεσείουσα) και τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού (άρθ. 55 παρ. 1) (Ολ.ΑΠ 5/2011).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα και την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς (κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) επισκοπούμενα, οι ενάγοντες, με το αγωγικό δικόγραφο εξέθεταν ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους ως λιμενεργατών, απασχολουμένων στην εναγομένη ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (από δε 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ...... ΑΕ), οι ειδικότεροι δε όροι εργασίας τους ρυθμίζονται με ΕΣΣΕ. Ότι, ως λιμενεργάτες εκτελούν κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων, (όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού), στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνται εκ περιτροπής όλοι οι λιμενεργάτες, δηλ. ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση, η κύρια δε απασχόλησή τους είναι στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75 - 80%. Ότι, για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που προκύπτει από την απόδοσή τους, αθροίζονται όλοι οι τόννοι που εκφορτώθηκαν από τον καθένα, πολλαπλασιάζονται επί το ημερομίσθιο το προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ και έτσι ο τρόπος αμοιβής τους ποικίλλει, αφού αμείβονται είτε με απόδοση (όταν εργάζονται στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων), είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1-12-2005, όταν εργάζονται στις γερανογέφυρες) είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο όταν βρίσκονται σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, αφού προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ' αυτού όλα τα επιδόματα, πλην η εναγομένη ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των ΕΣΣΕ, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των ΕΣΣΕ και της Εργατικής Νομοθεσίας.

Ακολούθως, παραθέτουν αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1β του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο μ' αυτό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών αδείας (και του επιδόματος αδείας) που δικαιούνται κάθε μόνιμος εργάτης ( ήτοι, επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης, κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορηγήσεως της άδειας) και εκθέτουν ότι ο Κανονισμός για τον υπολογισμό αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, δε θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ, αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 539/1945, όπως ισχύει, και Ν. 4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλ. με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Με βάση τα ανωτέρω, παραθέτοντας αριθμητικά, τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες διαιρούν δια του 3 και εξευρίσκουν έτσι μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, καθόσον δε αφορά το επίδομα αδείας, του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρούν δια 10,9 για τα έτη 2001 και 2003, διά 9,8 (και 10,9 ο β') και 10,366, αντιστοίχως για τα υπόλοιπα έτη, το δε πηλίκον αναφέρουν ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, ζήτησαν την επιδίκαση διαφορών αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, του χρονικού διαστήματος 2001 - 2005. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ερμηνεύοντας, στην μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του, τις ως άνω διατάξεις των άρθρ. 680 ΑΚ, 7, 10 ν.1876/1990, α.ν. 539/1945, 3 παρ. 16 ν. 4504/1966, καθώς και των άρθρ. 20 παρ. 1, 23, 27 και 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, δέχθηκε, καθόσον αφορά τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας των εργαζομένων όσα κατ' αρχή αναφέρονται και στην αρχή της παρούσας αναφορικά με την αρχή της προστασίας των μισθωτών και την αποτελούσα ειδικότερη μορφή αυτής αρχή της εύνοιας, καθόσον δε αφορά τους λιμενεργάτες που απασχολούνται στο λιμένα Πειραιώς όσα εκτέθηκαν αναφορικά με τον κατ' άρθρο 35 παρ. 1 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, υπολογισμό των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας, το περιεχόμενο στη διάταξη αυτή καθορισμό των εννοιών "βασικό ημερομίσθιο" και "επικρατέστερη απασχόληση" καταλήγοντας ότι "Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζομένους "επί αποδόσει") ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολουμένους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτόν αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%", καθώς και τα σχετικά με τις λιμενικές φορτοεκφορτωτικές εργασίες, τον τρόπο διεξαγωγής και τον τρόπο αμοιβής.

Ακολούθως, το Εφετείο, κατά παραδοχή της ασκηθείσας εκ μέρους των εναγόντων έφεσης, κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη, κατά παραδοχή προταθείσας εκ μέρους της εναγομένης ένστασης καταχρηστικής ασκήσεώς της, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και: Α) απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, κατά το μέρος αυτής που αφορούσε επιδίκαση διαφορών αποδοχών αδείας του ενδίκου χρονικού διαστήματος, για το λόγο ότι οι υπολογισμοί των εναγόντων "οι οποίοι προέβησαν σε επιλεκτική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 3 ν. 539/1945 και του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, είναι ποσοτικά ελλιπείς και συνεπώς αόριστοι...", το οποίο αποδέχθηκαν και οι εκκαλούντες, με τις έγγραφες ενώπιον του Εφετείου προτάσεις τους. Β) Δέχθηκε αυτήν ως ορισμένη, κατά το μέρος που αφορούσε διαφορές επιδόματος αδείας, του ίδιου χρονικού διαστήματος, κατά την έρευνα δε της ουσιαστικής βασιμότητας του κεφαλαίου αυτού, στην ελάσσονα πρόταση, δέχθηκε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: Ότι οι ενάγοντες (σημ: εδώ αναιρεσίβλητοι) προσλήφθηκαν από το πρώην νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ήδη από 2-5-1999 (με τον ν. 2688/1999) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "............" και τον διακριτικό τίτλο "..................." (σημ: εδώ αναιρεσείουσα) ο 1ος την 31-3-1977 και ο 2ος την 15-4-1977 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργασθούν με την ειδικότητα του λιμενεργάτη. Ότι, αντικείμενο της εργασίας τους είναι η εκτέλεση κάθε λιμενεργατικής εργασίας που σχετίζεται με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων εντός του χώρου του λιμένος Πειραιώς, ανάλογα δε με τις εκάστοτε ανάγκες οι ενάγοντες κατανέμονταν από τα αρμόδια όργανα του ............ και απασχολούνταν με όλα τα είδη των λιμενικών εργασιών, είτε αυτές διεξάγονταν με απόδοση, είτε με σταθερό ημερομίσθιο, και ανάλογα με την εργασία που παρείχαν καταβαλλόταν σ` αυτούς το προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις σταθερό ημερομίσθιο ή το κυμαινόμενο ημερομίσθιο απόδοσης που αναλογεί στις ποσότητες που φορτοεκφορτώνονται επί πλέον του ελαχίστου ορίου φορτοεκφόρτωσης, με βάση δε το ημερομίσθιο αυτό διαμορφώνονταν και καταβάλλονταν κατά την ένδικη χρονική περίοδο από 1-1-2001 μέχρι 31-12-2005 όλα τα προβλεπόμενα επιδόματα και οι λοιπές πρόσθετες παροχές, εκτός από τις αποδοχές αδείας και του επιδόματος αδείας.

Συγκεκριμένα ότι το επίδομα αδείας που λάμβαναν οι ενάγοντες κατά την ως άνω χρονική περίοδο δεν διαμορφώνονταν με βάση το ημερομίσθιο που προέκυπτε από την πραγματική απόδοσή τους και καταβαλλόταν σ` αυτούς, ούτε από το ημερομίσθιο που αναλογούσε στην επικρατέστερη απασχόλησή τους κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την λήψη της αδείας, όπως θα έπρεπε, αλλά με βάση το κατώτερο ημερομίσθιο ασφαλείας προσαυξημένο κατά 20% από το έτος 1990 και 25% αργότερα και ότι ο τρόπος αυτός του υπολογισμού του επιδόματος αδείας των εναγόντων σε ποσά κατώτερα από εκείνα που αναλογούν στο προβλεπόμενο και πραγματικά καταβαλλόμενο ημερομίσθιο απόδοσης, καθώς και στο ημερομίσθιο της επικρατέστερης απασχόλησης αυτών κατά το τελευταίο δωδεκαήμερο (σημ: προδήλως δωδεκάμηνο) πριν από την λήψη της αδείας είναι βλαπτικός γι` αυτούς, οι οποίοι δικαιούνται ν` αξιώσουν τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 ν. 4504/1966 και του ν. 1346/1983.

Στη συνέχεια, δέχθηκε ότι: Με βάση τις ρηθείσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας το επίδομα αδείας ισούται με τις αποδοχές 13 εργασίμων ημερών με βάση ημερομίσθιο που εξευρίσκεται με τη διαίρεση του συνόλου όλων των συνυπολογιστέων κατά νόμο αποδοχών κατά το τελευταίο πριν τη λήψη της άδειας δωδεκάμηνο δια του αριθμού 12 και ακολούθως δια του αριθμού 25, διαλαμβάνοντας κατά τούτο ότι: Ο ενάγων Γ. Ν., δικαιούται να λάβει για διαφορά επιδόματος αδείας κατά το έτος 2001 τις αποδοχές 13 ημερομισθίων, δηλαδή με αποδοχές 617.612 δρχ. τον Ιούλιο 2000 + 662.300 δρχ. τον Αύγουστο 2000 + 616.140 δρχ το Σεπτέμβριο 2000 + 1.100.193 δρχ. τον Οκτώβριο 2000 + 684.276 δρχ. το Νοέμβριο 2000 + 1.205.010 δρχ. το Δεκέμβριο 2000 + 920.629 δρχ τον Ιανουάριο 2001 + 868.052 δρχ. το Φεβρουάριο 2001 + 819.669 δρχ. το Μάρτιο 2001 + 989.509 δρχ. τον Απρίλιο 2001 + 921.273δρχ το Μάϊο 2001 + 1.015.067 δρχ. τον Ιούνιο 2001 = 10.419.730 δρχ., δηλαδή το ισόποσο των 30.578,81 ευρώ : 12 μήνες απασχόλησης = 2.548,2 ευρώ ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών του τελευταίου έτους : 25 = 101,92 ευρώ το ημερομίσθιο Χ 13 ημέρες = 1.325,1 ευρώ. Έλαβε 549,33 και δικαιούται τη διαφορά των 775,75 ευρώ. Στη συνέχεια, με όμοιο τρόπο υπολόγισε τις διαφορές επιδόματος αδείας για τα λοιπά επίδικα χρονικά διαστήματα του α' ενάγοντος, ως και για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα, καθόσον αφορά τον β' ενάγοντα και επιδίκασε σ' αυτούς τα αναφερόμενα σ' αυτήν ποσά, για την άνω αιτία.

Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, εφόσον, κατά τις διαλαμβανόμενες στην προσβαλλόμενη παραδοχές, εφάρμοσε την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών και για την εξεύρεση των αιτουμένων διαφορών του επιδόματος αδείας των εναγόντων έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδοχών τους, κατά το ένδικο διάστημα, με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου "αμοιβή απόδοσης" και της "επικρατέστερης απασχόλησής" τους, όπως τα ποσά αυτά ακριβώς ζητούντο και με την αγωγή, ως μιας ενότητας αποδοχών, καθοριζόμενης από τον Κανονισμό, στις ρυθμίσεις του οποίου, με το αγωγικό δικόγραφο γινόνταν σαφής αναφορά, όφειλε, προκειμένου να οδηγηθεί στην εφαρμοστέα ως ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες ρύθμιση, (ενόψει του προεκτεθέντος περιεχομένου της αγωγής) και προκειμένων μισθωτών αμειβομένων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, κατά τις ίδιες παραδοχές, να συγκρίνει το ρυθμιζόμενο από τις δύο αυτές πηγές επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση. Συγκεκριμένα: Α) ακολουθώντας τις επιταγές του άρθρου 35 του Κανονισμού να εξεύρει τις δικαιούμενες αξιώσεις με βάση "το βασικό ημερομίσθιο" λογιζομένου ως τοιούτου εκείνου της "επικρατέστερης απασχολήσεως αυτών" κατά το τελευταίο προ της χορηγήσεως της αδείας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες, κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13, Β) ακολουθώντας τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον έλαβε υπόψη τις εν λόγω αποδοχές, ως μια ενότητα, να υπαγάγει για εξεύρεση της βάσης υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, εκείνες που ενέπιπταν στην προσαπαιτούμενη από τον ν. 4504/ 1966 σε συνδ. με τον ΑΝ 539/1945, με τον οποίο άρρηκτα, κατά τούτο συνδέεται, έννοια των συνήθων - τακτικών αποδοχών, όπως στην αρχή αναφέρθηκε, ενόψει του ότι από τον ίδιο Κανονισμό, (που επικαλείται και αναλύει η προσβαλλόμενη) προβλέπονται, για την "επί αποδόσει" και "επί ημερομισθίω αμοιβή" και έκτακτες αμοιβές, για δε το "ασφαλιστικό ημερομίσθιο" προβλέπεται επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισθείσας εργασίας), οι οποίες, κατά τα εκτεθέντα για ν' αποτελέσουν βάση υπολογισμού, θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα στην έννοια των "τακτικών" αποδοχών. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα, αν, προκειμένου περί τακτικών - συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν (μόνο) κατά ποσό από μήνα, σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει, επ' αυτών, η εξεύρεση του μέσου όρου από της λήξεως της αδείας του προηγούμενου έτους, μέχρι της ενάρξεως της νέας άδειας, μετά δε την αντιπαράθεση αυτών, να καταλήξει, κατ' εφαρμογή της ρηθείσας αρχής, στην εφαρμοστέα - ευμενέστερη για τους μισθωτούς - ενάγοντες ρύθμιση. Καταλήγοντας διαφορετικά, ήτοι σε εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, χωρίς να προβεί στα ανωτέρω και χωρίς την προσαπαιτούμενη νόμιμη προϋπόθεση ότι οι γενόμενες δεκτές συνολικές αγωγικές μηνιαίες αποδοχές, που απετέλεσαν βάση υπολογισμού του εν λόγω επιδόματος, ενέπιπταν στο σύνολό τους, στην έννοια των "τακτικών" αποδοχών κατά τα ένδικα επί μέρους χρονικά διαστήματα, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή, που προέκυπτε "από την απόδοση" και την "επικρατέστερη απασχόληση", κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό Εργασίας, για τον προσδιορισμό αυτών, παραβίασε ευθέως τις ρηθείσες διατάξεις που εφάρμοσε, αφού δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών, προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη η ρηθείσα αναιρετική πλημμέλεια, με την άνω αιτίαση, είναι βάσιμος. Επομένως, πρέπει κατά παραδοχή του να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη, κατά το αναφερόμενο στην επιδίκαση διαφορών επιδόματος αδείας, μέρος της, παρελκούσης της έρευνας του δευτέρου και τρίτου, επικουρικά ασκηθέντων, αναιρετικών λόγων. Μετά απ' αυτά, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το άνω μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 65 του Ν. 4139/2013, καθόσον η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 19/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας, μέρος.

Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το μέρος αυτό, στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό πενήντα (1.150) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια: