Τα ανώτατα και κατώτατα όρια ασφαλιστέου εισοδήματος που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι οι 5.860 και 586 ευρώ τον μήνα αντίστοιχα, καθώς και τον τρόπο που αθροίζονται τα εισοδήματα προκειμένου να συμπληρωθούν αυτά, καθορίζει εγκύκλιος του ΕΦΚΑ για την παράλληλη και πολλαπλή επαγγελματική δραστηριότητα.
Προσοχή: το ταμείο διευκρινίζει ότι με το νόμο Κατρούγκαλου επέρχεται μια βασική αλλαγή που αφορά στην κατάργηση των διατάξεων του άρθρου 39 του ν.2084/1992, όπως ίσχυε, περί υποχρεωτικής ασφάλισης και καταβολής μίας ασφαλιστικής εισφοράς σε έναν φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, των «νέων» ασφαλισμένων, που είχαν υποχρέωση ασφάλισης σε περισσότερους του ενός φορείς κύριας ασφάλισης λόγω απασχόλησης ή ιδιότητας.
Πλέον, όλοι ασφαλίζονται από την 1η Ιανουαρίου 2017 για το σύνολο των εργασιών που παρέχουν. Ειδικά για τους δημόσιους υπαλλήλους, «παλαιούς» και «νέους», που παράλληλα απασχολούνται σε εργασία υπακτέα στο τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ως μισθωτοί, προκύπτει επίσης υποχρέωση ασφάλισης σε όλους τους κλάδους.
Αναλυτικά, η εγκύκλιος παρέχει οδηγίες για τον προσδιορισμό της βάσης υπολογισμού εισφορών και την εισφοροδότηση στις περιπτώσεις άσκησης πολλαπλών/παράλληλων ασφαλιστέων δραστηριοτήτων/ιδιοτήτων Μη Μισθωτών ή Μισθωτών – Μη Μισθωτών.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ -ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΣΣOΤΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΦΟΡΕΙΣ (παρ. 1 των άρθρων 17 και 36 Ν. 4387/2016).
Από 01/01/2017, πρόσωπα που ασκούν παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα υπάγονται σε ένα φορέα ασφάλισης, τον ΕΦΚΑ, και για κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 5, 38, 39 και 40 του ν.4387/2016.
Α. ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΜΗΝΙΑΙΑΣ ΒΑΣΗΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ
Κατά τη διαδικασία δημιουργίας της βάσης υπολογισμού εισφορών διακρίνονται οι εξής κατηγορίες :
Α.1 ΜΙΣΘΩΤΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ – ΑΣΚΗΣΗ ΕΛ. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ Ή ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ
Σε περίπτωση μισθωτής απασχόλησης και άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος ή αυτοαπασχόλησης για τις οποίες προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ βάσει των σχετικών διατάξεων του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή του Δημοσίου και τ. ΟΑΕΕ ή του τ. ΕΤΑΑ αντίστοιχα, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του εισοδήματος από την παροχή των μισθωτών υπηρεσιών και του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας.
Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις αυτές λαμβάνεται κατ’ αρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από τη μισθωτή εργασία και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα από την άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος ή της αυτοαπασχόλησης.
Ως ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται το ποσό των €5.860,80.
Ως κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος λαμβάνεται το ποσό των €586,08.
Το κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος, €586,08 ισχύει ακόμη και αν πρόκειται για μισθωτό κάτω των 25 ετών ή για ελεύθερο επάγγελμα ή αυτοαπασχόληση κάτω της 5ετίας.
Α.2 ΜΙΣΘΩΤΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ – ΑΣΚΗΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
Σε περίπτωση μισθωτής απασχόλησης ή απασχόλησης στο Δημόσιο και άσκησης αγροτικής δραστηριότητας για την οποία προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ βάσει των σχετικών διατάξεων του τ.ΟΓΑ, ως βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του εισοδήματος από την παροχή των μισθωτών υπηρεσιών και του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από την αγροτική δραστηριότητα.
Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις μισθωτής απασχόλησης και αγροτικής δραστηριότητας, λαμβάνεται κατ’ αρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από την μισθωτή εργασία και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα από την αγροτική δραστηριότητα.
Ως ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος λαμβάνεται το ποσό των €5.860,80 ενώ το κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος διαμορφώνεται σε €410,26 (κατώτατο όριο εισοδήματος βάσει του άρθρου 40 του ν.4387/2016).
Α.3 ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΑΣΚΗΣΗ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ
Σε περίπτωση άσκησης περισσοτέρων της μίας μη μισθωτών επαγγελματικών δραστηριοτήτων/ιδιοτήτων για τις οποίες θα προέκυπτε υποχρέωση ασφάλισης σε τουλάχιστον δύο εκ των προϋφιστάμενων φορέων ΟΑΕΕ, ΟΓΑ, ΕΤΑΑ, μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα.
Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις αυτές λαμβάνεται κατ’ αρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από τη βασική πηγή βιοπορισμού, δηλαδή το υψηλότερο εισόδημα, και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των λοιπών δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους.
Ως ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος λαμβάνεται το ποσό των €5.860,80 ενώ το κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος διαμορφώνεται σε €586,08 (ακόμη και αν πρόκειται για ασφαλισμένο που για τις δύο εκ των πολλαπλών δραστηριοτήτων θεωρείται ότι είναι ασφαλισμένος κάτω της 5ετίας).
Επισημαίνουμε ότι, σύμφωνα με την παρ.11 του άρθρ. 40 του ν.4387/2016 καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 34 του Ν.1140/1981 (περί μη υπαγωγής στην ασφάλιση του ΟΓΑ ασφαλισμένων ή Συνταξιούχων άλλων ΦΚΑ), και πλέον από 01/01/2017 ασφαλισμένοι με εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα, καταβάλλουν εισφορά στον ΕΦΚΑ σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του ιδίου άρθρου.
Εισοδήματα από Αγροτική δραστηριότητα, μη ασφαλιστέα κατά τα ανωτέρω, στον Κλ. Κύριας Ασφάλισης Αγροτών έως 31/12/2016, έπονται κάθε άλλου στο κριτήριο βιοπορισμού.
Α.4 ΜΙΣΘΩΤΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
Σε περίπτωση παράλληλης άσκησης μισθωτής εργασίας και πολλαπλών μη μισθωτών δραστηριοτήτων (ως η ανωτέρω περίπτωση Α.3), ως βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του εισοδήματος από την παροχή των μισθωτών υπηρεσιών και του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα.
Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις ανωτέρω περιπτώσεις, λαμβάνεται κατ’ αρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από την μισθωτή εργασία και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των λοιπών δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους.
Ως ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος λαμβάνεται το ποσό των €5.860,80 ενώ το κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος διαμορφώνεται σε €586,08.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
– Σε κάθε περίπτωση η μηνιαία ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται επί των αποδοχών από τη μισθωτή απασχόληση και επί του εισοδήματος από κάθε ιδιότητα/δραστηριότητα, όπως καθορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 5, 38, 39 και 40 του ν.4387/2016 όπως ισχύουν.
– Συνεισπραττόμενες εισφορές (μη μισθωτών) που υπολογίζονται ως ποσοστό επί του εισοδήματος καθώς και οι λοιποί κλάδοι (π.χ. Επικουρικής Ασφάλισης, Πρόνοιας ) υπολογίζονται, κατ’ ελάχιστο, επί της κατώτερης βάσης μηνιαίου εισοδήματος.
– Οι διατάξεις του άρθρου 98 του ανωτέρω νόμου που αφορούν στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των αυτοαπασχολουμένων (ασφαλισμένων του τ. ΕΤΑΑ) εφαρμόζονται επί της ασφαλιστικής εισφοράς που προκύπτει από το εισόδημα αυτοαπασχόλησης.
– Για την διαπίστωση ενεργής Ιδιότητας Μισθωτού κατά την 01/01/2017, λαμβάνεται υπόψη η πιο πρόσφατη ενημέρωση που διαθέτει το Μητρώο Ασφ/νων ΕΦΚΑ και μετά την ολοκλήρωση διασύνδεσης των συστημάτων, ο Αναλυτικός Λογαριασμός Ασφάλισης με οριστικοποιημένες εγγραφές της αντίστοιχης περιόδου.
– Για τη διαμόρφωση της βάσης υπολογισμού εισφορών μη μισθωτών στις περιπτώσεις μερικής μισθωτής απασχόλησης, από την κατώτερη βάση αφαιρούνται οι αποδοχές μερικής – μειωμένης απασχόλησης.
Στο παράρτημα της παρούσης παρατίθενται τα κατώτατα όρια και το ποσοστό ασφαλίστρου κλάδου σύνταξης, ανά αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και το τελικό κατώτατο όριο και το ποσοστό ασφαλίστρου που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης επί αυτού.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ – ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών από 1/1/2017 αποτελούν οι μηνιαίες αποδοχές σε περίπτωση μισθωτής απασχόλησης και το μηνιαίο εισόδημα από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας/ιδιότητας.
Συνεπώς για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ύψος του εισοδήματος που προέρχεται από κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα.
Η μεθοδολογία διαμόρφωσης της βάσης παρατίθεται κατά αντιστοιχία της κατηγοριοποίησης που προηγήθηκε.
ΜΙΣΘΩΤΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ – ΑΣΚΗΣΗ ΕΛ. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ
Ή ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ Ή ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ (Α.1, Α.2)
Ελέγχεται το εισόδημα ως προς το ανώτατο και κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος ως εξής:
α. Αν οι αποδοχές από μισθωτές υπηρεσίες υπερβαίνουν το ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος 5.860,80 €), οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του ανώτατου ορίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 ή 38 του Ν.4387/2016 και ως εκ τούτου δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής εισφορών για την επιχειρηματική ή αγροτική δραστηριότητα.
β. Αν οι αποδοχές από μισθωτές υπηρεσίες δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος, προστίθεται το εισόδημα της επιχειρηματικής ή αγροτικής δραστηριότητας. Αν το άθροισμα υπερβαίνει το ανώτατο όριο περικόπτεται το εισόδημα Μη Μισθωτής δραστηριότητας.
Η εισφορά υπολογίζεται στο εισόδημα της Μισθωτής απασχόλησης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 ή 38 του Ν.4387/2016 και της Μη Μισθωτής δραστηριότητας, κατά περίπτωση, με τις διατάξεις των άρθρων 39,40, και 98.
γ. Αν τα δύο εισοδήματα αθροιστικά είναι μεταξύ κατώτατου και ανώτατου ορίου, τότε το σύνολο του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες υπόκειται σε ασφαλιστική εισφορά σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 ή 38 και το σύνολο του εισοδήματος από επιχειρηματική ή αγροτική δραστηριότητα υπόκειται σε ασφαλιστική εισφορά σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 39, 40 και 98 του Ν.4387/2016.
δ. Αν το άθροισμα του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες και από την άσκηση επιχειρηματικής ή αγροτικής δραστηριότητας υπολείπεται του κατώτατου ορίου μηνιαίου εισοδήματος, τότε:
• το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες υπόκειται σε ασφαλιστική εισφορά σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 ή 38 του Ν.4387/2016
• το εισόδημα από ελεύθερη ή αγροτική δραστηριότητα υπόκειται σε ασφαλιστική εισφορά σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 39, 40 & 98 του Ν.4387/2016. Η εισφορά, στο ποσό που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση του κατώτατου ορίου (586,08€ ή 410,26€) υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 39 ή 40 του ν. 4387/16 κατά περίπτωση.
ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΑΣΚΗΣΗ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ (Α.3 )
Ελέγχεται το εισόδημα ως προς το ανώτατο και κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος ως
εξής:
α. Αν το μεγαλύτερο εισόδημα (βιοποριστικό κριτήριο) υπερβαίνει την ανώτατη βάση περικόπτεται στο ύψος της ανώτατης βάσης.
Η εισφορά υπολογίζεται σύμφωνα με την διάταξη που διέπει την Ιδιότητα από την οποία προέρχεται το εισόδημα (άρθρ. 39,40,98).
β. Αν το μεγαλύτερο εισόδημα υπολείπεται της ανώτατης βάσης συμπληρώνεται από το δεύτερο εισόδημα.
Αν το άθροισμα υπερβαίνει την ανώτερη βάση, περικόπτεται το δεύτερο κατά σειρά βιοπορισμού εισόδημα.
Οι εισφορές υπολογίζονται για κάθε εισόδημα με την αντίστοιχη διάταξη (ως ανωτέρω).
γ. Αν το άθροισμα πρώτου και δεύτερου εισοδήματος είναι μεταξύ κατώτατης και ανώτατης βάσης, τα εισοδήματα παραμένουν ως έχουν και εισφοροδοτούνται ανάλογα.
δ. Αν το άθροισμα των εισοδημάτων είναι κάτω της κατώτατης βάσης, σε κάθε περίπτωση ως βάση υπολογισμού λαμβάνεται η κατώτατη βάση (586,08 €).
ε. Αν τα εισοδήματα εμφανίζονται σε μία πηγή, το εισόδημα κατανέμεται ισόποσα σε κάθε Ιδιότητα ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή:
• Αν το συνολικό εισόδημα υπερβαίνει την ανώτατη βάση, θα περικόπτεται στο σύνολό του πριν την κατανομή.
• Αν το συνολικό εισόδημα είναι κάτω από την κατώτατη βάση, ως βάση υπολογισμού λαμβάνεται, το κατά περίπτωση, κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος, όπως αυτό περιγράφεται στην παρούσα.
Τα αναφερόμενα της περ. ε εφαρμόζονται και στην περίπτωση ισόποσου εισοδήματος προερχόμενων από δύο πηγές εισοδημάτων.
Ο υπολογισμός των εισφορών γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που καθορίζουν την εισφοροδότηση κάθε δραστηριότητας/ιδιότητας.
ΜΙΣΘΩΤΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ (Α.4)
Εφαρμόζονται συνδυαστικά τα περιλαμβανόμενα στις ανωτέρω περιπτώσεις (Α.1, Α.2 &
Α.3).
Για την δημιουργία της βάσης υπολογισμού εισφορών λαμβάνεται αρχικά το εισόδημα από την μισθωτή απασχόληση και στη συνέχεια προστίθεται το εισόδημα από κάθε μία μη μισθωτή δραστηριότητα κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους (βιοποριστικό κριτήριο).
Β. ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΩΣ ΜΙΣΘΩΤΟΙ
ΠΡΟΪΣΧΥΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Με τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1 και 2 εδ.β,’ και 75 παρ. 1 του Ν.3863/2010 (ΦΕΚ 115/15-7-2010 τ.Α’) οι δημόσιοι όσο και οι δημοτικοί και κοινοτικοί υπάλληλοι οι οποίοι ήταν «παλαιοί» ασφαλισμένοι, εφόσον κατά το ίδιο χρονικό διάστημα που λογίζονταν συντάξιμη η υπηρεσία τους σύμφωνα με τη νομοθεσία του Δημοσίου , παρείχαν και άλλη εργασία υπακτέα στο τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σε διαφορετικό εργοδότη, υπάγονταν υποχρεωτικά για τη δεύτερη αυτή εργασία τους στην ασφάλιση μόνο του Κλάδου Κύριας σύνταξης του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Οι «νέοι» ασφαλισμένοι οι οποίοι παράλληλα με την εργασία τους ως δημόσιοι υπάλληλοι, παρείχαν και άλλη εργασία προς άλλο εργοδότη υπακτέα στην ασφάλιση του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, δεν εξαιρούνταν για την απασχόλησή τους αυτή από την ασφάλιση του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ , αλλά είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν φορέα ασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 39 του Ν.2084/92, κατά τα γνωστά.
ΙΣΧΥΟΝ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ.1 του Ν.4387/2016 από 1/1/2017 ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, για τους οποίους προκύπτει βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, υποχρεωτική ασφάλιση σε δύο ή περισσότερους φορείς ή τομείς ασφάλισης που εντάσσονται στον Ε.Φ.Κ.Α., καταβάλλουν για κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές, όπως αυτές καθορίζονται από τον παρόντα νόμο.
Κατά συνέπεια, από την 1/1/2017 και εφεξής οι δημόσιοι υπάλληλοι «παλαιοί» και «νέοι» ασφαλισμένοι, οι οποίοι παράλληλα απασχολούνται σε εργασία ως μισθωτοί (τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) υπάγονται, εκτός από την απασχόλησή τους ως δημόσιοι υπάλληλοι (άρθρο 4 και 5 του Ν.4387/2016), και για την απασχόλησή τους αυτή ( ως μισθωτοί άρθρο 38 του Ν.4387/2016) στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ για όλους τους κλάδους.
Για την πληρέστερη κατανόηση του θέματος παραθέτουμε το παρακάτω παράδειγμα:
Δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος εργάζεται π.χ. από 1/6/2009 μέχρι σήμερα παράλληλα σε ασφαλιστέα στο τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εργασία:
• Εάν είναι «παλαιός» ασφαλισμένος, για την εργασία του αυτή, για το χρονικό διάστημα από 1/6/2009 μέχρι 14/7/2010 εξαιρείτο από την ασφάλιση του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ενώ για το χρονικό διάστημα από 15/7/2010 μέχρι 31/12/2016 είχε υποχρέωση ασφάλισης μόνο στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
• Εάν είναι «νέος» ασφαλισμένος, για το χρονικό διάστημα από 1/6/2009 μέχρι την 14/7/2010 εξαιρείτο από την ασφάλιση του Ιδρύματος, ενώ για το χρονικό διάστημα από την 15/7/2010 μέχρι 31/12/2016 είχε δικαίωμα επιλογής φορέα ασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 39 του Ν.2084/1992 (εξαιρουμένων των περιπτώσεων που υπάγονταν στην ασφάλιση του τ. ΕΤΑΑ-ΤΣΜΕΔΕ και ΕΤΑΑ-ΤΣΑΥ).
Από 1/1/2017 και για τις δύο ανωτέρω αναφερόμενες περιπτώσεις έχει υποχρέωση ασφάλισης σε έναν φορέα, εν προκειμένω στον ΕΦΚΑ, και καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν.4387/2016 ως δημόσιος υπάλληλος και σύμφωνα με το άρθρο 38 του ίδιου νόμου ως μισθωτός υπαγόμενος στην ασφάλιση του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για όλους τους κλάδους (σύνταξη , ασθένεια, επικουρικό, συνεισπραττόμενους κλάδους) , με την επιφύλαξη των αναφερομένων στο άρθρο 5 παρ.2 α και 38 παρ. 2 α σχετικά με το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών.
ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ (Μισθωτή – Μη Μισθωτή) – ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΣΕ ΕΝΑ ΦΟΡΕΑ (παρ.2 του άρθρου 36 Ν.4387/2016).
Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 36 του ν.4387/2016 ρυθμίζεται η εισφοροδότηση προσώπων που ασκούν πολλαπλή επαγγελματική δραστηριότητα (μισθωτή εργασία και αυτοαπασχόληση), για τις οποίες μέχρι 31/12/2016 προέκυπτε υποχρέωση υπαγωγής σε έναν μόνο φορέα κύριας ασφάλισης.
Στην περίπτωση αυτή, ο ασφαλισμένος καταβάλλει:
α) εισφορά βάσει του άρθρου 38 του ν.4387/2016 για το εισόδημα που προέρχεται από την παροχή εξαρτημένης εργασίας και
β) εισφορά βάσει του άρθρου 39 του ν.4387/2016 για τυχόν υπάρχον εισόδημα που προέρχεται από την άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 39 του ν.4387/2016 περί κατωτάτου ορίου μηνιαίου εισοδήματος.
Το άθροισμα του εισοδήματος από την εξαρτημένη εργασία και το ελεύθερο επάγγελμα δεν μπορεί να υπολείπεται του κατωτάτου ορίου εισοδήματος, δηλαδή του ποσού των €586,08 ή (€410,26 για τους ασφαλισμένους κάτω 5ετίας), και να μην υπερβαίνει το ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος, δηλαδή το ποσό των €5.860,80.
Παράδειγμα:
Ιατρός (ασφαλισμένος άνω της 5ετίας), παρέχει μισθωτή εργασία σε ιδιωτική κλινική και συγχρόνως διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο. Και για τις δύο αυτές δραστηριότητες μέχρι 31/12/2016 υπαγόταν υποχρεωτικά στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ – ΤΣΑΥ.
Από 01/01/2017 ο ασφαλισμένος θα καταβάλλει:
α) εισφορά βάσει του άρθρου 38 του ν.4387/2016 για το εισόδημα που προέρχεται από την παροχή μισθωτής εργασίας και
β) εισφορά βάσει του άρθρου 39 του ν.4387/2016 εισόδημα που προέρχεται από την άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος.