Με γνωμοδότησή της η Εισαγγελία Αρείου Πάγου παρέχει πληροφορίες σχετικά με το εάν τα στοιχεία των δικαιούχων τραπεζικών λογαριασμών εμπίπτουν ή μη στις διατάξεις του Ν.Δ. 1059/1971 περί τραπεζικού απορρήτου.
Ειδικότερα, η γνωμοδότηση, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήματος της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας, αφορά στο εάν τα στοιχεία ταυτότητας των δικαιούχων τραπεζικών λογαριασμών και ηλεκτρονικών πορτοφολιών καλύπτονται από τις διατάξεις του Ν.Δ. 1059/1971 περί του τραπεζικού απορρήτου ή εάν αποτελούν εξωτερικά στοιχεία των τραπεζικών λογαριασμών οπότε δεν καλύπτονται από τις διατάξεις περί του τραπεζικού απορρήτου.
Επί του ζητήματος αυτού η γνώμη της Εισαγγελίας είναι η εξής:
Ο θεσμός του τραπεζικού απορρήτου συνιστά απόρροια του δικαιώματος προστασίας της προσωπικότητας φυσικών και νομικών οντοτήτων (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, άρθρα 57 επ. Α.Κ.) που υλοποιείται μέσω της κατ’αρχάς απαγορεύσεως στα πιστωτικά ιδρύματα γνωστοποιήσεως προς τρίτους στοιχείων χρηματοπιστωτικής συναλλαγής.
Το τραπεζικό απόρρητο στην Ελλάδα προστατεύεται από τις διατάξεις του Ν.Δ. 1059/1971, πλην όμως η προστασία του δεν είναι απόλυτη, αλλά ο νομοθέτης απέβλεψε στην έλλογη εξισορρόπηση κατ’αρχήν αντιτιθέμενων αρχών, όπως η προστασία της προσωπικότητας και η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, η οποία επιτυγχάνεται δια της διακριβώσεως τελέσεως αξιοποίνων πράξεων, όπως αυτή προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Προς τούτο προεβλέφθη ειδικώς τόσο από το παραπάνω Νομοθετικό Διάταγμα, όσο και από μεταγενέστερα νομοθετήματα (ενδεικτικά Ν. 4174/2013, Ν. 3691/2008, Ν. 1868/1989, και Ν.Δ. 1325/1972) η δυνατότης άρσεως του τραπεζικού απορρήτου προς διακρίβωση τελέσεως συγκεκριμένων αδικημάτων.
Πρέπει όμως να επισημανθεί ιδιαιτέρως ότι το γενικό πλαίσιο ετέθη με το Ν.Δ. 1059/1971, σύμφωνα με τις προβλέψεις του οποίου (άρθρο 3 αυτού) δεν ισχύει το τραπεζικό απόρρητο έναντι του οργάνου, που είναι αρμόδιο για την άσκηση ποινικής δίωξης, ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης για κακούργημα, εφόσον, όμως, απευθύνει ειδικά αιτιολογημένη παραγγελία ή αίτηση ή απόφαση στην Τράπεζα για την παροχή πληροφοριών επί καταθέσεων κάθε είδους «δια του δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου στο οποίο διενεργείται η σχετική διαδικασία» και εφόσον η παροχή των πληροφοριών κριθεί απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος.
Οι επόμενες νομοθετικές διατάξεις που προβλέπουν την άρση του τραπεζικού απορρήτου, αφορούν μόνο ειδικότερες περιπτώσεις διακριβώσεως αδικημάτων (π.χ. φοροδιαφυγή, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα).
Από την επισκόπηση των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, σε σχέση με το ερώτημά σας, ότι εφόσον η διερευνώμενη ποινική υπόθεση εμπίπτει στις προβλεπόμενες από τις μεταγενέστερες διατάξεις του Ν.Δ. 1059/1971 περιπτώσεις, τότε η διαδικασία άρσεως του τραπεζικού απορρήτου θα διενεργείται με βάση τις τελευταίες αυτές διατάξεις, άλλως θα πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 3 του Ν.Δ. 1059/1971, όπως αντικ. με το άρθρο 27 παρ.1 του Ν. 1868/1989, που προβλέπει την άρση του συγκεκριμένου απορρήτου είτε το υπό διερεύνηση θέμα αφορά μόνο τον δικαιούχο ή δικαιούχους τραπεζικού λογαριασμού ή ηλεκτρονικών πορτοφολιών είτε αφορά και τις ειδικότερες κινήσεις των λογαριασμών, όπως και εσείς συνομολογείτε, για την δεύτερη αυτή περίπτωση στο ερώτημά σας.
Δείτε τη γνωμοδότηση της Εισαγγελίας εδώ.