Του Μπάμπη Μιχάλη
Περίπου έξι χρόνια από το κραχ του 2008 η παγκόσμια οικονομία τελματώνεται. Η ζήτηση συρρικνώνεται, μεγάλο μέρος του παραγωγικού δυναμικού παραμένει ανενεργό, η ανεργία και η φτώχεια ταλανίζουν πια και τις δυτικές κοινωνίες, ενώ από την άλλη πλευρά οι ανισότητες μεγεθύνονται. Το περιβάλλον θυμίζει όλο και πιο πολύ Μεσοπόλεμο. Πέντε νομπελίστες οικονομολόγοι κατέθεσαν πρόσφατα στο περιοδικό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου «Finance & Development» τις ανησυχίες και τις εκτιμήσεις τους για τις μελλοντικές προκλήσεις της παγκόσμιας οικονομίας.
Τζόζεφ Στίγκλιτς
Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο αμερικανικός «δημοκρατικός καπιταλισμός» φάνηκε να θριαμβεύει. Οι ΗΠΑ προώθησαν την απορρύθμιση, τις ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωση σε όλο τον πλανήτη μέσω μιας σειράς πολιτικών που ονομάστηκαν «Συναίνεση της Ουάσινγκτον». Οταν έσκασε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 όμως, η κυβέρνηση ήταν αυτή που έσωσε τις αγορές από τις υπερβολές τους. Ετσι, η όλη προσπάθεια ελαχιστοποίησης του ρόλου της κυβέρνησης απέτυχε και, όπως ήταν φυσικό, η προσοχή όλων εστιάστηκε στο οικονομικό σύστημα των ΗΠΑ. Ενα σύστημα που διατηρεί στάσιμες τις αποδοχές των μέσων εισοδημάτων για περισσότερο από μια εικοσιπενταετία, δεν αναδιανέμει πλούτο στους περισσότερους πολίτες ενώ αντίθετα προσφέρει πολλά σε όσους βρίσκονται στην κορυφή.
Αυτή η οικονομική ανισότητα μεταφράζεται και σε πολιτική ανισότητα, κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα από την ικανότητα των υπαίτιων της κρίσης τραπεζών να μπλοκάρουν τις μεταρρυθμίσεις που στόχευαν στην πρόληψη μιας επανάληψής της. Ετσι, η αμερικανική δημοκρατία δείχνει να είναι όλο και πιο κοντά στο «ένα δολάριο, μία ψήφος» αντί του συνήθους «ένας πολίτης, μία ψήφος». Ο Στίγκλιτς εκτιμά ότι η μεγάλη και αυξανόμενη ανισότητα δεν οφείλεται στην ίδια τη φύση του καπιταλισμού αλλά στις πολιτικές που εφαρμόστηκαν. Οι ανισότητες είναι αποτέλεσμα του «ψευδοκαπιταλισμού» -των μονοπωλίων, των ολιγοπωλίων, των επιδοτήσεων προς πλουσίους και επιχειρήσεις, των φορολογικών καθεστώτων που επιτρέπουν την εξαγωγή κεφαλαίων σε φορολογικούς παραδείσους και τη φοροδιαφυγή. Και ο ψευδοκαπιταλισμός αυτός είναι αποτέλεσμα της ελλειμματικής δημοκρατίας.
Ετσι, ο Στίγκλιτς θεωρεί ότι η μεγαλύτερη πρόκληση της παγκόσμιας οικονομίας στις επόμενες δεκαετίες έχει να κάνει με το αν οι αγορές θα καταφέρουν να λειτουργήσουν όπως υποτίθεται θα έπρεπε να λειτουργούν. Δηλαδή, με ισχυρό ανταγωνισμό, που φέρνει καινοτομία και υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και διασφαλίζει ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και ευημερία για όλους. «Η οικονομία να υπηρετεί την κοινωνία και οι δημοκρατικές διαδικασίες να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των απλών πολιτών», υπογραμμίζει.
Πολ Κρούγκμαν
Για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1930 ο κόσμος υποφέρει από την επίμονη έλλειψη επαρκούς ζήτησης. Ο κόσμος δεν ξοδεύει αρκετά για να χρησιμοποιηθεί το παραγωγικό δυναμικό που υπάρχει. Θα ήταν τραγικό να αποδεχτούμε ότι η χαμηλή παραγωγή και η υψηλή ανεργία είναι αναπόφευκτες, όταν αυτές αποτελούν απλώς μια αντανάκλαση της αναποτελεσματικής ζήτησης.(…) Η επαρκής και διατηρήσιμη ζήτηση έχει τεράστια σημασία όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Η αύξησή της αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα. Δυστυχώς όμως αυτό που βλέπουμε μετά το 2007 είναι ότι οι θεσμοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις της οικονομικής πολιτικής είναι ακατάλληλοι για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’80, η διαχείριση της ζήτησης εκχωρήθηκε σε τεχνοκράτες, στις κεντρικές τράπεζες, ενώ η δημοσιονομική πολιτική εστίασε σε πιο μακροπρόθεσμα ζητήματα. Μετά τα μεγάλα σοκ που βιώσαμε όμως, είναι προφανές ότι το σύστημα αυτό έχει καταρρεύσει. Οι κεντρικές τράπεζες περιορίζονται από το ότι τα επιτόκια δεν μπορούν πια να γίνουν αρνητικά και τις αυξανόμενες ανησυχίες για το ύψος των ισολογισμών τους. Από την άλλη, η δημοσιονομική πολιτική αντί να βοηθήσει επιδείνωσε τα πράγματα χωλαίνοντας τόσο λόγω της ασυμμετρίας μεταξύ οφειλετών και πιστωτών -οι πρώτοι υποχρεώθηκαν να περικόψουν ενώ την ίδια στιγμή οι δεύτεροι δεν είχαν καμιά υποχρέωση ανάπτυξης- όσο λόγω και της πολιτικής φαγωμάρας. Κάποιες φορές αστειεύομαι ότι η Ευρώπη και οι ΗΠΑ διαγωνίζονται η μια την άλλη για το ποια μπορεί να απαντήσει χειρότερα στη σημερινή κρίση. Για την ώρα, κερδίζει η Ευρώπη, αλλά όχι με μεγάλη διαφορά.
Ρόμπερτ Σόλοου
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι εύπορες οικονομίες της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Ιαπωνίας έχουν πιαστεί στα δίχτυα μιας «κοσμικής στασιμότητας», που ενδεχομένως να μην είναι παροδική. Αν ναι, και η έξοδος από αυτήν την παγίδα δεν βρεθεί γρήγορα, τότε η επιτυχής απάντηση στα μεγάλα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας δεν δείχνει πιθανή. Ο όρος κοσμική στασιμότητα -που αναφέρεται στα γραπτά του Αμερικανού οικονομολόγου Αλβιν Χάνσεν στη δεκαετία του ‘30- περιγράφει την επίμονη τάση μιας οικονομίας (ή ενός συνόλου οικονομιών) όχι μόνο να αναπτύσσεται αργά αλλά και να της είναι δύσκολο ή αδύνατον να χρησιμοποιήσει πλήρως το παραγωγικό της δυναμικό.
Πέντε χρόνια από την επίσημη λήξη της τελευταίας ύφεσης, ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Ευρώπη κατάφεραν να αποκαταστήσουν κάπως την πλήρη αξιοποίηση της παραγωγικής τους δυναμικής. Αυτή η παρατεταμένη αδυναμία είναι συνεπής με την ιδέα της κοσμικής στασιμότητας, τονίζει ο Σόλοου υπενθυμίζοντας ότι οι ανησυχίες του Χάνσεν διαλύθηκαν με τον ερχομό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την επέκταση του δημόσιου τομέα που ακολούθησε. Θα έπρεπε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τις κατάλληλες πολιτικές τώρα, προειδοποιεί.
Μάικλ Σπενς
Μεγαλύτερη πρόκληση για την παγκόσμια οικονομία αποτελεί η διευκόλυνση της ανάπτυξης των αναπτυσσόμενων οικονομιών και η ολοκλήρωση της διαδικασίας σύγκλισης που ξεκίνησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάτι τέτοιο σημαίνει μείωση των αποκλεισμών και υπόσχεται όχι μόνο τη μαζική μείωση της φτώχειας αλλά και την επέκταση των ευκαιριών για υγιή, παραγωγική και δημιουργική ζωή στο 85% του παγκόσμιου πληθυσμού, που βίωσε σημαντική οικονομική ανάπτυξη για πρώτη φορά κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Τζορτζ Ακερλοφ
Οι άνθρωποι έχουν όλοι μαζί ένα μωρό, τη Γη. Χρόνο με τον χρόνο, η ατμόσφαιρα, η κουβέρτα που σκεπάζει αυτό το μωρό, γίνεται βαρύτερη. Ακόμη και ένα σύντομο ταξίδι 50 μιλίων που απαιτεί 5 γαλόνια βενζίνης προσθέτει 100 λίβρες διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Μέσα από αθώες δραστηριότητες όπως η παραπάνω, μια μέση οικογένεια των ΗΠΑ προσθέτει 1.800 λίβρες την εβδομάδα στην κουβέρτα της Γης. Αν προστεθούν όλες οι οικογένειες του κόσμου, θα δούμε ότι ο πλανήτης θερμαίνεται διαρκώς όλο και περισσότερο. Σε τέτοιες συνθήκες όμως ο κάθε γονιός σπεύδει να σώσει το μωρό. Ωστόσο οι ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας για την υπερθέρμανση είναι πολύ κρύες και επιφυλακτικές. Χρειάζεται μια νέα ιστορία, μια νέα ρητορική, τονίζει ο Ακερλοφ εκτιμώντας ότι ο καλύτερος τρόπος καταπολέμησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη είναι ενιαίος παγκόσμιος φόρος επί των εκπομπών του διοξειδίου και η επιδότηση της έρευνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου