Σελίδες

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ, ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»


Α. Γενικό Μέρος
Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου εντάσσεται στον ευρύτερο σχεδιασμό του Υπουργείου Οικονομικών για τη δημιουργία ενός δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος, καθώς και για την αναδιοργάνωση του φορολογικού, ελεγκτικού και εισπρακτικού μηχανισμού, ταυτόχρονα με την εφαρμογή ενός νέου αυστηρότερου πλαισίου για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Προς την κατεύθυνση αυτή, κατά τους προηγούμενους μήνες, μεταξύ άλλων, έχει καταργηθεί ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων και έχει αντικατασταθεί από τον σημαντικό απλούστερο Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών, έχει θεσπιστεί θέση Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων πενταετούς θητείας και αυξημένων προσόντων και έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την ενίσχυση του ελεγκτικού μηχανισμού.
Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου τροποποιούνται διατάξεις του ισχύοντος Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, όπως ισχύει) και επέρχονται οι ακόλουθες βασικές αλλαγές:
-          Η διεύρυνση της υποχρέωσης υποβολής φορολογικών δηλώσεων,
-          η διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω του περιορισμού φορολογικών απαλλαγών και εκπτώσεων,
-          η πρόβλεψη της υποχρέωσης δήλωσης τόσο φορολογούμενου, όσο και αφορολόγητου εισοδήματος,
-          η διάκριση μεταξύ εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες και από επιχειρηματική δραστηριότητα,
-          η απλοποίηση της φορολογικής κλίμακας μισθωτών και συνταξιούχων,
-          η εκλογίκευση του φόρου εισοδήματος κεφαλαίου
-          η μείωση των συντελεστών απόσβεσης πάγιων περιουσιακών στοιχείων.
Για την ολοκλήρωση της φορολογικής μεταρρύθμισης το Υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζει τη συνολική επανεξέταση του ισχύοντος Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, σύμφωνα με τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές, όπως επίσης τη θέσπιση ενός αυτοτελούς Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών, κατά το πρότυπο άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, με χρονοδιάγραμμα μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2013 και συνολικό στόχο την πραγμάτωση των συνταγματικών επιταγών φορολογικής δικαιοσύνης και ισότητας.







Β. Ειδικότερα
Επί του Κεφαλαίου Α’

Με το άρθρο 1 ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στις κλίμακες φορολογίας στις εκπτώσεις δαπανών, στις μισθωτές υπηρεσίες και την ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη:
1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, αντικαθίσταται το άρθρο 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και προσδιορίζεται η φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από μισθωτή εργασία, ατομική εμπορική επιχείρηση, ελευθέριο επάγγελμα, ατομική γεωργική επιχείρηση και λοιπών εισοδημάτων. Ειδικότερα:
Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προτείνεται κλίμακα μισθωτών – συνταξιούχων με τρία φορολογικά κλιμάκια και αντίστοιχους συντελεστές για τη φορολόγηση του εισοδήματος που προκύπτει από μισθούς και συντάξεις και κλίμακα μη μισθωτών με δύο φορολογικά κλιμάκια για τη φορολόγηση του εισοδήματος που προκύπτει από  ατομική εμπορική επιχείρηση και ελευθέριο επάγγελμα το πρώτο από τα οποία εφαρμόζεται μειωμένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%) για νέες ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις ή νέους ελεύθερους επαγγελματίες και μέχρι € 10.000 εισόδημα. Επίσης, προτείνεται ο συντελεστής φορολόγησης των εισοδημάτων από ατομική γεωργική επιχείρηση και κλίμακα λοιπών εισοδημάτων με δύο φορολογικά κλιμάκια για τη φορολόγηση λοιπών εισοδημάτων όπως είναι τα μισθώματα από εκμίσθωση ακινήτων στα οποία εφαρμόζεται συμπληρωματικός συντελεστής φορολογίας ενάμιση τοις εκατό (1,5%) και τρία τοις εκατό (3%) εφόσον η επιφάνεια της μισθωμένης κατοικίας υπερβαίνει τα τρακόσια τετραγωνικά μέτρα ή πρόκειται για εμπορική μίσθωση.
Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προβλέπεται μείωση φόρου που προκύπτει βάσει της κλίμακας μισθωτών - συνταξιούχων, κατά διαφορετικό ποσό, ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος.
Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προβλέπεται μείωση του ποσού του φόρου που προκύπτει βάσει της παρ. 2, κατά ποσοστό δέκα (10%) τοις εκατό και με τις προϋποθέσεις που θέτουν οι οικείες διατάξεις, των ακόλουθων δαπανών:
α) των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, κατά το μέρος που δεν καλύπτονται από ασφαλιστικά ταμεία ή/και ασφαλιστικές εταιρείες,
β) του ποσού της διατροφής που καταβάλλεται από τον ένα σύζυγο στον άλλο,
γ) των ποσών που καταβάλλονται λόγω δωρεάς στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Όρους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, την Ιερά Μονή Σινά, την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, τα δημοτικά νοσοκομεία, τα νοσοκομεία ν.π.ι.ι. που επιχορηγούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, τα κοινωφελή ιδρύματα, τα σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και χορηγούν υποτροφίες καθώς και των ποσών που καταβάλλονται λόγω χορηγίας προς τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ν.π.ι.δ., εφόσον επιδιώκουν πολιτιστικούς σκοπούς .
δ) των δωριζόμενων ιατρικών μηχανημάτων και ασθενοφόρων.
Με την παρ. 4 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προβλέπεται, κατ’ εξαίρεση, μείωση του ποσού του φόρου που προκύπτει βάσει της παρ. 2, κατά (200) διακόσια ευρώ, για ορισμένες κατηγορίες δικαιούχων και με τις προϋποθέσεις που θέτουν οι οικείες διατάξεις (άτομα με αναπηρία άνω του 67%, ανάπηροι αξιωματικοί ή οπλίτες, θύματα πολέμου κλπ).
Με την παρ. 5 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προσδιορίζονται οι μειώσεις που αφαιρούνται από τον φόρο της συζύγου για δαπάνες που αφορούν στην ίδια και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις συγγενών. Περαιτέρω, περιγράφεται ο τρόπος εφαρμογής των διατάξεων των παρ. 3 και 4 του ιδίου άρθρου σε περίπτωση θανάτου του ενός συζύγου, καθώς και στις περιπτώσεις που δεν προκύπτει ποσό φόρου για το φορολογούμενο ή αυτό που προκύπτει υπολείπεται του αθροίσματος των προβλεπόμενων μειώσεων. Τέλος, ορίζεται ότι εάν το συνολικό ποσό των μειώσεων είναι μεγαλύτερο του φόρου (φορολογουμένου και συζύγου) η διαφορά δεν συμψηφίζεται, ούτε επιστρέφεται.
Με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται ότι τα πρόσωπα του προτελευταίου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 45 δεν δικαιούνται την έκπτωση των δαπανών του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.
Με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται ότι από την άθροιση των ποσών φόρου των προηγούμενων παραγράφων προκύπτει ο συνολικός φόρος του υπόχρεου.
Με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζονται οι συντελεστές με τους οποίους φορολογούνται οι μισθοί που αποκτούν, από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία, οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα, αντίστοιχα.
Με την παρ. 9 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προσδιορίζονται οι φόροι (προκαταβλητέος, παρακρατηθείς, καταβλητέος στην αλλοδαπή) που εκπίπτουν από το ποσό του φόρου που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα.
Με τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζονται οι δόσεις του φόρου που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα.
Με τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται ότι οι κάτοικοι αλλοδαπής που αποκτούν εισόδημα από μισθωτή εργασία στην Ελλάδα δεν έχουν τις μειώσεις φόρου που προβλέπονται στο άρθρο 9 του Κ.Φ.Ε., ενώ κατ’ εξαίρεση προτείνεται, για λόγους ίσης φορολογικής μεταχείρισης με τους κατοίκους στην Ελλάδα, να δικαιούνται τις εν λόγω μειώσεις οι κάτοικοι των κρατών-μελών της Ε.Ε. που αποκτούν στην Ελλάδα πλέον του 90% του συνολικού εισοδήματός τους.
Με τις διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται ότι με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την αναγνώριση της συνδρομής των προϋποθέσεων για τη μείωση του φόρου.
 Με τις διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται ότι με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας  καθορίζονται τα δικαιολογητικά τα οποία απαιτούνται για την απόδειξη του ποσοστού αναπηρίας.
2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού προστίθεται προτελευταίο εδάφιο στην παρ. 1 του άρθρου 45 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος με το οποίο ορίζεται ότι εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες θεωρείται και το εισόδημα από ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ή ελευθέριο επάγγελμα, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού τροποποιείται η περίπτωση θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε. και καταργείται η ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη, ήτοι τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ για άγαμους ή πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για έγγαμους, για τους φορολογουμένους που δεν έχουν πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα.

Με το άρθρο 2 ορίζονται διατάξεις σχετικές με το εισόδημα από κινητές αξίες και μεταβιβάσεις μετοχών:
1. Με την παράγραφο 1 αυξάνεται ο συντελεστής παρακράτησης για τα εισοδήματα από τόκους καταθέσεων, από πράξεις REPOS κ.λ.π  από 10% σε 15%.
2. Με την παράγραφο 2 τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 12  προκειμένου για  τα εισοδήματα από τόκους καταθέσεων, από πράξεις REPOS κ.λ.π  όταν οι δικαιούχοι είναι τραπεζικές ή ασφαλιστικές επιχειρήσεις καθώς και συνεταιρισμοί να μην  επέρχεται πλέον εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, αλλά τα  εισοδήματα αυτά να φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις, συμψηφιζομένου του φόρου που έχει παρακρατηθεί στα εισοδήματα αυτά.
3. Με την παράγραφο 3 ρυθμίζεται και νομοθετικά, όπως άλλωστε είχε διατυπωθεί από την Διοίκηση με την ΠΟΛ.1180/2008, η διαδικασία απόδοσης του οφειλόμενου φόρου από τόκους που αποκτά φυσικό πρόσωπο κάτοικος Ελλάδας από καταθέσεις στην αλλοδαπή, όταν το προϊόν είσπραξης παραμένει στην αλλοδαπή και δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου. Επίσης, προβλέπεται η έκπτωση του φόρου σύμφωνα με τις Σ.Α.Δ.Φ.
4. Με την παράγραφο 4 για τόκους που προκύπτουν από τίτλους που εκδίδονται από την 1.1.2013 και μετά ο φορολογικός συντελεστής ορίζεται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15%).
5. Με την παράγραφο 5 έγινε νομοτεχνική τακτοποίηση της παραγράφου 8 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε.
6. Με την παράγραφο 6 μειώνεται ο συντελεστής παρακράτησης στους τόκους που καταβάλλονται από φυσικά πρόσωπα στην αλλοδαπή από 40% σε 20%, όταν ο δικαιούχος είναι φυσικό και από 40% σε 33% όταν ο δικαιούχος είναι νομικό πρόσωπο.
Η ρύθμιση αυτή γίνεται για λόγους ενιαίας αντιμετώπισης των πιο πάνω τόκων με αυτούς που καταβάλλονται σε ημεδαπά ή φυσικά πρόσωπα αντίστοιχα.
7. Με την παράγραφο 7 αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προκειμένου να φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή 20% η υπεραξία που προκύπτει από τη μεταβίβαση μετοχών ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Για τον υπολογισμό της υπεραξίας αφαιρείται από την κατώτατη πραγματική αξία των μετοχών, όπως αυτή υπολογίζεται μέχρι τώρα με βάση τις αντικατασταθείσες διατάξεις, το κόστος απόκτησης των μεταβιβαζομένων μετοχών. Επίσης, με τις προτεινόμενες διατάξεις προβλέπεται, όπως και με τις αντικατασταθείσες  διατάξεις, ότι για τα εισοδήματα που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 (Α.Ε, Ε.Π.Ε) αυτά εξακολουθούν να φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις, συμψηφιζομένου του φόρου 20% που έχει ήδη καταβληθεί.
8. Με την παράγραφο 8 αντικαθίσταται η περίπτωση η’ της παραγράφου 1 του άρθρου 24 προκειμένου να θεωρείται ως εισόδημα από κινητές αξίες αυτό που προκύπτει από αποδόσεις συμβάσεων ή πράξεων παραγώγων όταν οι  δικαιούχοι είναι νομικά πρόσωπα, ανεξάρτητα από την κατηγορία των βιβλίων που τηρούν, με τις εξαιρέσεις που ορίζονται ρητά στην περίπτωση αυτή (εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου ν.3371/2005 ή ΟΣΕΚΑ ή πιστωτικό ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα).
 9. Με την παράγραφο 9 τροποποιούνται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 38. Με τις νέες διατάξεις  επιβάλλεται φόρος με συντελεστή 20% στα κέρδη που αποκτούν φυσικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α, οι οποίες αποκτώνται από 1.4.2013 και μετά. Αν δικαιούχος είναι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο  της παραγράφου 2 του άρθρου 101 με τη φορολογία αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση αυτού, ενώ να δικαιούχος είναι νομικό πρόσωπο το εισόδημα αυτό φορολογείται με τις γενικές διατάξεις. Για τον υπολογισμό του κέρδους ως κόστος κτήσης των μετοχών λαμβάνεται η μέση τιμή απόκτησης αυτών. Τυχόν ζημία που προκύπτει από την ίδια αιτία λαμβάνεται υπόψη. Ο φόρος βαρύνει τον πωλητή των μετοχών και αποδίδεται στο Δημόσιο από την Ε.Χ.Α.Ε. εφάπαξ, με δήλωση που υποβάλλεται μέχρι το τέλος του πρώτου δεκαπενθημέρου μετά το κλείσιμο κάθε ημερολογιακού διμήνου για πωλήσεις μετοχών που ενεργήθηκαν μέσα σε κάθε δίμηνο.
10. Με τις παραγράφους 10 και 11 γίνονται νομοτεχνικές τακτοποιήσεις.

Το άρθρο 3 αφορά στο εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και στις εκπτώσεις δαπανών επιχειρήσεων:
1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού αντικαθίστανται τα τέσσερα πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ΚΦΕ και μεταβάλλεται ο τρόπος υπολογισμού της φορολογίας του εισοδήματος των υπόχρεων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε.. Ειδικότερα, καθιερώνεται κλίμακα για τον υπολογισμό του φόρου αυτών που τηρούν απλογραφικά βιβλία και συντελεστής είκοσι έξι τοις εκατό (26%) γι’ αυτούς που τηρούν διπλογραφικά βιβλία.
2. Με την παράγραφο 2 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση.
3. Με την παράγραφο 3 διαγράφεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος η λέξη «κοινότητας», δεδομένου ότι δεν υφίσταται πλέον ο όρος αυτός.
4. Με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού  καταργείται ο χαρακτηρισμός της επιχειρηματικής αμοιβής ως εμπορικής επιχείρησης.
5. Με την παράγραφο 5 τροποποιείται η περίπτωση στ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε να προστεθεί στην έννοια του εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις και οι αμοιβές στους εταίρους ή διαχειριστές και των λοιπών νομικών προσώπων της παραγράφου 1, πλην ανωνύμων εταιριών και εταιριών περιορισμένης ευθύνης.
6. Με την παράγραφο 6 τροποποιείται η περίπτωση ζ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε να προβλέπεται ρητά στο νόμο μία ακόμη περίπτωση φορολόγησης του αφορολόγητου αποθεματικού που έχει σχηματίσει επιχείρηση από την πώληση ακινήτου της σε εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης, για το οποίο στη συνέχεια θα συναφθεί σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης μεταξύ εταιρίας χρηματοδοτικής μίσθωσης και της πωλήτριας επιχείρησης. Η περίπτωση αυτή, η οποία αποτελούσε πάγια θέση της Διοίκησης, αφορά στη λύση της σύμβασης ή υποκατάστασης του μισθωτή από νέο πρόσωπο. Επίσης, προτείνεται η μη εφαρμογή των διατάξεων αυτών για συμβάσεις αγοράς ακινήτων στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε κράτος μη συνεργάσιμο. Ειδικά στην περίπτωση κατά την οποία αντισυμβαλλόμενος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να αποδείξει ότι αυτές δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίου με σκοπό τη φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή προκειμένου να τύχει της ανωτέρω απαλλαγής.
7. Με την παράγραφο 7 καταργείται η περίπτωση θ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, δεδομένου ότι οι αποδόσεις από συμβάσεις από παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα που πραγματοποιούνται από επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία με τη διπλογραφική μέθοδο θεωρούνται πλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, εισόδημα από κινητές αξίες.
8. Με την παράγραφο 8 προσδιορίζεται ο χρόνος απόκτησης του εισοδήματος για τους εταίρους της νέας εταιρικής μορφής των ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών. Επίσης, γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της ίδιας παραγράφου, λόγω της αντικατάστασης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012).
9. Με τις παραγράφους 9, 10 και 11 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 29 του ίδιου Κώδικα, λόγω της αντικατάστασης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012).
10. Με την παράγραφο 12 εισάγεται μαχητό τεκμήριο στις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, δηλαδή στις πωλήσεις αγαθών που πραγματοποιεί ελληνική επιχείρηση σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ή σε αντιπρόσωπο ή υπεργολάβο αυτών, που είναι κάτοικος ή έχει την πραγματική ή καταστατική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται σκόπιμη μετά την επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προκαταρκτική διερεύνηση θεμάτων εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EU PILOT 2863/11/TAXU).
11. Με την παράγραφο 13 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω της αντικατάστασης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012).
12. Με την παράγραφο 14 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω κατάργησης της παραγράφου 20 του άρθρου 31.
13. Με την παράγραφο 15 τροποποιείται η υποπερίπτωση αα’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε η καταβολή ή βεβαίωση των ασφαλιστικών εισφορών υπέρ ΙΚΑ ή άλλου ασφαλιστικού οργανισμού να γίνεται μέχρι την λήξη της προθεσμίας υποβολής της κατάστασης φορολογικής αναμόρφωσης που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 38 του ν.2873/2000, προκειμένου τα έξοδα μισθοδοσίας και αμοιβής προσωπικού να αναγνωριστούν για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης.
14. Με την παράγραφο 16 προτείνεται η άμεση και όχι η σταδιακή εφαρμογή της διάταξης αναφορικά με την εξόφληση μέσω τραπεζικού λογαριασμού των δαπανών μισθοδοσίας.
15. Με την παράγραφο 17 τροποποιείται η υποπερίπτωση αα’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε να συμπεριληφθούν σε αυτές και οι αμοιβές που καταβάλλονται από τις ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρίες, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των όσων ισχύουν για τις ΕΠΕ.
16. Με την παράγραφο 18 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της υποπερίπτωσης γγ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω της αντικατάστασης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012).
17. Με την παράγραφο 19 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της υποπερίπτωσης γγ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω μετονομασίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών καθώς και του Υπουργείου Πολιτισμού σε Υπουργείο Οικονομικών και Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Τουρισμού, αντίστοιχα.
18. Με την παράγραφο 20 τροποποιείται η υποπερίπτωση γγ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε να διευρυνθεί η προϋπόθεση της κατάθεσης σε πιστωτικό ίδρυμα των ποσών των δωρεών ανεξαρτήτων ύψους αυτών και για όλα τους δωρεοδόχους προκειμένου να αναγνωρισθούν για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.
19. Με την παράγραφο 21 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω της αντικατάστασης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012).
20. Με την παράγραφο 22 προστίθεται στην περίπτωση ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ως μη εκπιπτόμενη δαπάνη και η έκτακτη ειδική εισφορά αλληλεγγύης του ν.4093/2012 για τα φωτοβολταϊκά πάρκα, όπως ισχύει και για άλλες περιπτώσεις έκτακτων ειδικών εισφορών. Επίσης, μεταφέρεται από το άρθρο 105 του ίδιου Κώδικα η διάταξη περί μη έκπτωσης του φόρου εισοδήματος από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης.
21. Με την παράγραφο 23 προστίθεται στην περίπτωση ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος νέο εδάφιο σύμφωνα με το οποίο, οι μη εκπιπτόμενοι από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων φόροι της περίπτωσης αυτής, όταν επαναχρεώνονται στην αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση, εκπίπτουν ως δαπάνη της επιχείρησης που τους επαναχρεώνει εφόσον έχουν αποτελέσει έσοδο φορολογητέο για αυτήν.
22. Με την παράγραφο 24 αντικαθίσταται η περίπτωση στ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Με τη νέα ρύθμιση απλοποιείται η διαδικασία απόσβεσης των παγίων στοιχείων της επιχείρησης και συγκεκριμένα, περιορίζονται οι συντελεστές απόσβεσης σε 6 κατηγορίες και καταργείται ο ανώτερος και κατώτερος συντελεστής απόσβεσης, καθώς και η φθίνουσα μέθοδος απόσβεσης.
23. Με τις παραγράφους 25 και 26 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω της αντικατάστασης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012).
24. Με τις παραγράφους 27 και 28 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, δεδομένου ότι δεν υφίσταται πλέον ο όρος «κοινότητα».
25. Με την παράγραφο 29 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω της αντικατάστασης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012).
26. Με την παράγραφο 30 προστίθεται νέο εδάφιο στην περίπτωση θ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος σύμφωνα με το οποίο, δύνανται να διενεργούν πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό μισό τοις εκατό (0,5%) και οι ελεύθεροι επαγγελματίες της παραγράφου 1 του άρθρου 48, ανεξάρτητα από την κατηγορία βιβλίων του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών που τηρούν.
27. Με την παράγραφο 31 αντικαθίσταται η περίπτωση ια’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Με τις νέες διατάξεις εκπίπτουν οι δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας προσαυξημένες κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%). Ειδικά οι δαπάνες που αφορούν πάγιο εξοπλισμό, προκειμένου να προσαυξηθούν σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, κατανέμονται ισόποσα στα επόμενα τρία (3) έτη.
28. Με την παράγραφο 32 καταργούνται τα δύο πρώτα εδάφια της περίπτωσης ιβ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αναφορικά με τα έξοδα πρώτης εγκατάστασης, δεδομένου ότι έχει συμπεριληφθεί στην περίπτωση στ’ της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου.
29. Με την παράγραφο 33 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της περίπτωσης ιγ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω της απλοποίησης της διενέργειας αποσβέσεων της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
30. Με την παράγραφο 34 καταργείται η περίπτωση ιε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αναφορικά με την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων της πρόβλεψης αποζημίωσης προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης από την υπηρεσία.
31. Με την παράγραφο 35 τροποποιείται η περίπτωση ν’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε στα ποσά που εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης αναφορικά με την επιμόρφωση προσωπικού της να περιλαμβάνονται και δαπάνες που δεν πραγματοποιούνται μέσα στην επιχείρηση.
32. Με την παράγραφο 36 τροποποιείται η περίπτωση ο’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε να προστεθούν οι προϋποθέσεις έκπτωσης των ποσών που καταβάλλει η επιχείρηση σε παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς όπως είχαν τεθεί σε ΑΥΟ εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
33. Με την παράγραφο 37 τροποποιείται η περίπτωση χ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε να προβλέπεται ως προϋπόθεση έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης της δαπάνης επιβράβευσης της απόδοσης των εργαζομένων της, η καταβολή ή βεβαίωση των ασφαλιστικών εισφορών υπέρ ΙΚΑ ή άλλου ασφαλιστικού οργανισμού μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της κατάστασης φορολογικής αναμόρφωσης που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 38 του ν.2873/2000 και επιπλέον, τα ποσά αυτά να έχουν φορολογηθεί ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες στο όνομα του δικαιούχου.
34. Με την παράγραφο 38 τροποποιείται η περίπτωση ψ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αναφορικά με τις δαπάνες έκπτωσης των εξόδων κινητής τηλεφωνίας ώστε να καταλαμβάνει και τα έξοδα πρόσβασης στο διαδίκτυο, με τις ίδιες προϋποθέσεις.
35. Με την παράγραφο 39 αντικαθίσταται η περίπτωση ω’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε οι δαπάνες οργάνωσης ενημερωτικών ημερίδων και συναντήσεων για τους εργαζομένους ή πελάτες επιχείρησης που πραγματοποιούνται εκτός του νομού που εδρεύει αυτή ή λειτουργεί υποκατάστημά της να εκπίπτουν μέχρι του ποσού των τριακοσίων (300) ευρώ ανά συμμετέχοντα στην εκδήλωση.
36. Με την παράγραφο 40 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της περίπτωσης β’ της παραγράφου 8 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω ότι με τις διατάξεις του νόμου αυτού δεν υφίστανται πλέον εισοδήματα που φορολογούνται κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.
37. Με την παράγραφο 41 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της παραγράφου 9 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω της αντικατάστασης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012).
38. Με την παράγραφο 42 τροποποιείται η παράγραφος 15 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε τα ποσά που καταβάλλονται οικειοθελώς σε τρίτους να αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, εφόσον δεν εμπίπτουν σε καμιά άλλη περίπτωση του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
39. Με την παράγραφο 43 τροποποιείται η παράγραφος 17 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος με μεταφορά από το άρθρο 105 της διάταξης περί μη έκπτωσης των πρόσθετων φόρων και προσθήκη και των προσαυξήσεων, ως μη εκπιπτόμενων δαπανών.
40. Με την παράγραφο 44 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της παραγράφου 19 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω της αντικατάστασης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012).
41. Με τις παραγράφους  45 και 46 του άρθρου αυτού καταργείται η παράγραφος 20 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αναφορικά με την έκδοση απόφασης με τις εκπιπτόμενες και μη δαπάνες και οι Α.Υ.Ο. που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της καταργηθείσας παραγράφου 20 του άρθρου 31 του ΚΦΕ εξακολουθούν  να ισχύουν εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος.

Με το άρθρο 4 προσδιορίζονται τα εισοδήματα από εμπορικές και γεωργικές επιχειρήσεις:
1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το άρθρο 32 του Κ.Φ.Ε.. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του Κ.Φ.Ε.. ορίζονται οι περιπτώσεις που ο προσδιορισμός του ακαθαρίστου και καθαρού εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα γίνεται με αντικειμενικό τρόπο. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου του Κ.Φ.Ε. ορίζεται πως η ελεγκτική αρχή με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που διαθέτει προσδιορίζει με αντικειμενικό τρόπο το ακαθάριστο εισόδημα και αφού αυτό καθοριστεί πως έπειτα προσδιορίζει το καθαρό εισόδημα.
2. Με τις παραγράφους 2, 3 και 4  του άρθρου αυτού καταργούνται τα άρθρα 42, 43 και 44  του Κ.Φ.Ε. για τα εισοδήματα των αγροτών ειδικού καθεστώτος που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά λόγω της υποχρέωσής τους να τηρούν βιβλία από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Με το άρθρο 5 ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τα κέρδη από μεταβιβάσεις ακινήτων:
Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το άρθρο 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και εισάγεται στο ελληνικό φορολογικό σύστημα η φορολόγηση των κερδών που προκύπτουν από τη μεταβίβαση ακινήτων.
Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται το αντικείμενο του φόρου επί των κερδών που προκύπτουν από τη μεταβίβαση ακινήτων, σύμφωνα με το οποίο σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση με επαχθή αιτία ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού ή εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού που αποκτήθηκε με οποιαδήποτε αιτία μετά την 1.1.2013 επιβάλλεται ο φόρος αυτός στη διαφορά μεταξύ της αξίας κτήσης αυτού και αξίας της τιμής πώλησής του.
Σκοπός του είναι η φορολόγηση του κέρδους που αποκομίζει ο κύριος ακινήτου ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου, το οποίο απέκτησε από οποιαδήποτε αιτία μετά την 1.1.2013, όταν προβεί σε περαιτέρω μεταβίβασή του. Το κέρδος αυτό προκύπτει από την αύξηση της αξίας του ακινήτου με την πάροδο του χρόνου, έτσι ώστε σε περίπτωση περαιτέρω μεταβίβασής του η αξία αυτή να είναι μεγαλύτερη από την αξία της κτήσης του. Για το λόγο αυτό ως βάση υπολογισμού του εν λόγω φόρου κρίθηκε η διαφορά μεταξύ της αξίας κτήσης και της αξίας πώλησης του ακινήτου.
Επίσης, στο δεύτερο εδάφιο της ανωτέρω παραγράφου παρέχεται η έννοια της κτήσης του ακινήτου, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνεται κάθε αιτία κτήσης, και διευκρινίζεται ότι η κτήση είναι ανεξάρτητη από τη μεταγραφή της. Από τη ρύθμιση προκύπτει ότι ως χρόνος κτήσης του ακινήτου λαμβάνεται ο χρόνος κατάρτισης της δικαιοπραξίας κτήσης καθώς επίσης ότι η έλλειψη μεταγραφής δε συνεπάγεται έλλειψη κτήσης, εφόσον έχει καταρτιστεί η δικαιοπραξία.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος απαριθμούνται οι περιπτώσεις που υπάγονται στην έννοια του όρου μεταβίβαση για την επιβολή του φόρου επί των κερδών που προκύπτουν από τη μεταβίβαση ακινήτων.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζονται ποιες μεταβιβαστικές πράξεις εξαιρούνται της επιβολής του εν λόγω φόρου. Η εξαίρεση των πράξεων αυτών κρίνεται αναγκαία, διότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις επιβολής του φόρου αυτού, δεδομένου ότι είτε αποκτάται για πρώτη φορά η κυριότητα ακινήτου (π.χ. μεταγραφή δικαστικής απόφασης αναγνωριστικής της κυριότητας λόγω πλήρωσης των όρων της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας) είτε δε συνιστούν περαιτέρω μεταβίβαση (π.χ. διανομή, ανταλλαγή, συνένωση ακινήτων).
Με τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται ότι τόσο η αξία κτήσης όσο και η αξίας πώλησης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ’ αυτού δικαιώματος προσδιορίζονται σύμφωνα με το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων ή με το σύστημα των συγκριτικών στοιχείων (όπου δεν εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα) ή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.
Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου ή εμπραγμάτου επ’ αυτού δικαιώματος, το οποίο μετά την κτήση του εντάχθηκε σε σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας του, ως αξία πώλησης λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται με βάση το σύστημα αυτό ή το δηλούμενο τίμημα, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται αναγκαία, δεδομένου ότι οι αξίες των ακινήτων, οι οποίες καθορίζονται με το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού, είναι κατά κανόνα μικρότερες από τις πραγματικές.
Περαιτέρω, με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος διευκρινίζεται ότι ως αξία πώλησης του ακινήτου λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο μεταβίβασής του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της πράξης μεταβίβασης. Η μεταγραφή, αν και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της εμπράγματης δικαιοπραξίας, δεν επιδρά στη γένεση της φορολογικής υποχρέωσης, η οποία συνδέεται με την κατάρτιση του οικείου συμβολαίου. Σε αντίθετη περίπτωση, θα καθίστατο αβέβαιη ή και αδύνατη η είσπραξη του φόρου, καθώς η μεταγραφή μπορεί να γίνει οποτεδήποτε.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζονται οι συντελεστές παλαιότητας που εφαρμόζονται στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης του ακινήτου και την οποία μειώνουν σε σχέση με το χρονικό διάστημα που παρέμεινε το μεταβιβαζόμενο ακίνητο στην ιδιοκτησία του υπόχρεου στο φόρο πωλητή. Κατά αυτό τον τρόπο επιβαρύνονται περισσότερο οι βραχυχρόνιες υπεραξίες, στις οποίες είναι εντονότερο το φαινόμενο της κερδοσκοπίας.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται ότι σε περιπτώσεις κτήσης του ακινήτου αιτία θανάτου ή δωρεάς - γονικής παροχής, ως χρόνος απόκτησης για τον προσδιορισμό του φόρου αυτού θεωρείται ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας ή ο χρόνος κατάρτισης του συμβολαίου δωρεάς - γονικής παροχής, ακόμη και στις περιπτώσεις που συντρέχει νόμιμος λόγος μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής ενοχής. Τούτο διότι κατά το ουσιαστικό δίκαιο, σε περίπτωση κτήσης αιτία θανάτου, η κτήση του ακινήτου επέρχεται με την επαγωγή της κληρονομίας, χωρίς να επιδρά σε αυτήν η τυχόν μετάθεση του χρόνου γένεσης της φορολογικής ενοχής για την καταβολή του φόρου κληρονομιάς. Σε περίπτωση δε σύνταξης συμβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής, για την επιβολή του εν λόγω φόρου θεωρείται ότι το ακίνητο αποκτάται με την κατάρτιση του οικείου συμβολαίου, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή του, όπως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος .
Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται ότι για τον καθορισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης, της περιορισμένης προσωπικής δουλείας ή της πραγματικής δουλείας επί ακινήτου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2961/2001 (Φ.Ε.Κ. 266/Α’).
Με τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται ο συντελεστής φορολογίας των κερδών υπεραξίας από τη μεταβίβαση ακινήτου σε είκοσι τοις εκατό (20%) με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.
Με τις διατάξεις του άρθρου 10 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται ότι στον εν λόγω φόρο δεν υπόκεινται το κέρδος που πραγματοποιείται από εμπορική δραστηριότητα αγοροπωλησίας ακινήτων και το οποίο φορολογείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις καθώς και το κέρδος που πραγματοποιείται από την πώληση ακινήτου, παγίου περιουσιακού στοιχείου, ομόρρυθμων εταιρειών (Ο.Ε.),  ετερόρρυθμων εταιρειών (Ε.Ε.)., κοινωνιών αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, αστικών κερδοσκοπικών ή μη εταιρειών, συμμετοχικών ή αφανών καθώς και κοινοπραξιών το οποίο επίσης φορολογείται   ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις. Περαιτέρω, δεν υπόκεινται στο συγκεκριμένο φόρο το κέρδος μέχρι εικοσιπέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ που πραγματοποιείται από μεταβίβαση ακινήτου και εφόσον το ακίνητο αυτό έχει διακρατηθεί, για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών. Η εξαίρεση του προηγουμένου εδαφίου δεν ισχύει για φυσικά πρόσωπα τα οποία πραγματοποιούν πέραν της μίας (1) μεταβίβασης εντός της ως άνω περιόδου διακράτησης.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται ότι με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα έντυπα και οι διαδικασίες για την εφαρμογή του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε.

Με το άρθρο 6 ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την παρακράτηση φόρου:
1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 παρατείνεται για ένα έτος ο ειδικός τρόπος φορολογίας που προβλέπεται για τα μπόνους των στελεχών των πιστωτικών ιδρυμάτων.
2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 μειώνεται από 25% σε 10% ο συντελεστής παρακράτησης στα μερίσματα ή κέρδη που διανέμει ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία, με εξαίρεση τις αμοιβές και ποσοστά στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τους διευθυντές καθώς και στις αμοιβές, εκτός μισθού, στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό για τις οποίες ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 54 του ΚΦΕ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με τον παρόντα νόμο. Επίσης, με τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται η επιστροφή στις επιχειρήσεις που καταβάλλουν μερίσματα ή κέρδη στο Ελληνικό Δημόσιο, του φόρου που έχει παρακρατηθεί σε βάρος τους και αναλογεί στα διανεμόμενα αυτά κέρδη, καθόσον αν γινόταν απευθείας η καταβολή στο Δημόσιο, δεν θα ενεργείτο παρακράτηση, αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται της φορολογίας.
3. Με την παράγραφο 3 μειώνεται από 25% σε 10% ο συντελεστής παρακράτησης στα μερίσματα που εισπράττει φυσικό πρόσωπο από αλλοδαπή ανώνυμη εταιρεία. Η ρύθμιση αυτή γίνεται για λόγους φορολογικής εξομοίωσης των πιο πάνω εισοδημάτων με τα κέρδη που διανέμουν οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, ώστε να μην υφίσταται διακριτική μεταχείριση.
4. Με την παράγραφο 4 αυξάνεται από 15% σε 20% ο συντελεστής παρακράτησης για τα εισοδήματα  από συμβάσεις ή πράξεις παραγώγων που αποκτούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Επίσης, με τις προτεινόμενες διατάξεις προβλέπεται, ότι με την παρακράτηση του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των υπόχρεων του άρθρου 2 (φυσικά πρόσωπα, Ο.Ε, Ε.Ε κ.λ.π), καθώς και των υπόχρεων του άρθρου 2 του άρθρου 101 (νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα), ενώ για τα εισοδήματα που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 (Α.Ε, Ε.Π.Ε), αυτά φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις συμψηφιζομένου του φόρου 20% που έχει ήδη παρακρατηθεί.
5. Με την περίπτωση α’ της παραγράφου 5 αυξάνεται από 35% σε 40% ο συντελεστής παρακράτησης για τις αμοιβές μελών Διοικητικού Συμβουλίου, που χαρακτηρίζονται ως εισόδημα από κινητές αξίες (έξοδα παράστασης) και εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης. Επιπλέον, με την ίδια ρύθμιση επεκτείνεται η παρακράτηση φόρου με συντελεστή 40% και στις αμοιβές μελών Δ.Σ. οι οποίες προέρχονται από τα κέρδη της επιχείρησης καθώς και στις αμοιβές, εκτός μισθού, στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό.
6. Με την περίπτωση β’ της παραγράφου 5 ρυθμίζεται νομοθετικά η διαδικασία απόδοσης του οφειλόμενου φόρου που αποκτά φυσικό ή νομικό πρόσωπο από αποδόσεις παραγώγων στην αλλοδαπή, όταν το προϊόν είσπραξης παραμένει στην αλλοδαπή και δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου.
7. Με την παράγραφο 6 αυξάνεται από 35% σε 40% ο συντελεστής παρακράτησης για τις αμοιβές μελών Διοικητικού Συμβουλίου, που χαρακτηρίζονται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις. 
8. Με την παράγραφο 7 μειώνεται από 25% σε 10% ο συντελεστής παρακράτησης στα κέρδη που διανέμουν οι συνεταιρισμοί ή ημεδαπές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης καθώς επίσης προστίθεται στους υπόχρεους για παρακράτηση και οι ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες των οποίων η φορολογική μεταχείριση εξισώνεται με αυτή των ημεδαπών εταιρειών περιορισμένης ευθύνης.
9. Με την παράγραφο 8 μειώνεται από 25% σε 10% ο συντελεστής παρακράτησης στα κέρδη που εισπράττει φυσικό πρόσωπο από αλλοδαπή  εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Η ρύθμιση αυτή γίνεται για λόγους φορολογικής εξομοίωσης των πιο πάνω εισοδημάτων με τα κέρδη που διανέμουν οι ημεδαπές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, ώστε να μην υφίσταται διακριτική μεταχείριση.
10. Με την παράγραφο 9 ρυθμίζεται η παρακράτηση φόρου για τις αμοιβές που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Κ.Φ.Α.Σ. (ν.4093/2012 – ΦΕΚ 222 Α΄), όπως ρυθμίζονται κατά πάγιο τρόπο από τη Διοίκηση.
11. Με την παράγραφο 11 μειώνεται από 40% σε 33% ο συντελεστής παρακράτησης στα εισοδήματα από κινητές αξίες, εκτός από μερίσματα, που εισπράττει αλλοδαπή επιχείρηση χωρίς μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Η ρύθμιση αυτή γίνεται για λόγους ενιαίας φορολογικής αντιμετώπισης με τα εισοδήματα που αποκτούν ημεδαπά νομικά πρόσωπα από την ίδια αιτία.
12. Με την παράγραφο 12 προστίθεται νέο εδάφιο στην παράγραφο 2 του άρθρου 114, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η περίπτωση παρακράτησης φόρου, με συντελεστή 20%, στα εισοδήματα από κινητές αξίες, με εξαίρεση τα μερίσματα, που αποκτά αλλοδαπό φυσικό πρόσωπο.
13. Με τις παραγράφους 10, 13, 14 και 15 γίνονται νομοτεχνικές τακτοποιήσεις.
14.  Με την παράγραφο 16 προβλέπεται η έκπτωση του φόρου σύμφωνα με τις Σ.Α.Δ.Φ. για τα μερίσματα που εισπράττει φυσικό πρόσωπο κάτοικος Ελλάδος από αλλοδαπή ανώνυμη εταιρεία.

Με το άρθρο 7 ρυθμίζονται λοιπά θέματα φορολογίας εισοδήματος:
1.        Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, διαγράφονται από την παράγραφο 1  και τις περιπτώσεις ε΄ και ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου  7 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία ή ψυχική πάθηση» για νομοτεχνικούς λόγους.
2.    Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτιού διαγράφονται από το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία» για νομοτεχνικούς λόγους.
3.    Με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού ορίζονται οι συντελεστές παρακράτησης φόρου που επιβάλλονται στα ποσά που καταβάλλονται στους δικαιούχους από ομαδικά ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής επιχείρησης.
4.    Με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού δίνεται παράταση της παραγράφου 3 του άρθρου 46 του Κ.Φ.Ε. για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές της διαχειριστικής χρήσης του 2012.
5.    Με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού ορίζεται ο τρόπος φορολόγησης της διαφοράς μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε και της συνολικής ετήσιας δαπάνης.
6.    Με την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού καθορίζεται το ύψος του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων σε σαράντα (40) ευρώ ανά μήνα για κάθε εξαρτώμενο τέκνο.
7.    Με την παράγραφο 7 του άρθρου αυτού θεσπίζεται ειδικά για τα εξαρτώμενα τέκνα  από το τρίτο τέκνο και πάνω, ειδικό επίδομα τριτέκνων και πολυτέκνων το οποίο ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ κατ’ έτος για κάθε τέκνο, εφόσον το οικογενειακό εισόδημα είναι μέχρι σαράντα πέντε χιλιάδες (45 000) ευρώ.

Με το άρθρο 8 ρυθμίζονται υποχρεώσεις και δικαιώματα φορολογουμένων – υπηρεσιών:
1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε. και ορίζονται οι υπόχρεοι υποβολής φορολογικής δήλωσης τόσο για τους φορολογικούς κατοίκους Ελλάδας όσο και για τους φορολογικούς κατοίκους εξωτερικού.
2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. και ορίζεται η προθεσμία υποβολής των φορολογικών δηλώσεων.
3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού καταργούνται οι περιπτώσεις του δευτέρου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 62 του ΚΦΕ α’, β’, γ’, με τις υποπεριπτώσεις, δ’ με τις υποπεριπτώσεις για νομοτεχνικούς λόγους.
4. Με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού προστίθεται νέο εδάφιο στο τέλος της παρ. 6 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. σύμφωνα με το οποίο αναγράφονται όλα τα εισοδήματα του υπόχρεου ανεξάρτητα αν φορολογούνται ή απαλλάσσονται της φορολογίας ή έχουν φορολογηθεί κατ’ ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης ή έχουν καταβληθεί ελεύθερα φόρου.
5. Με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού προστέθηκαν νέες παράγραφοι στο άρθρο 66 του Κ.Φ.Ε. με τις οποίες ορίζεται το δικαίωμα του προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. και του υπαλλήλου που ορίζεται από αυτόν, να δικαιούται, οποιαδήποτε εργάσιμη για τον υπόχρεο ώρα, να λαμβάνει γνώση, να ελέγχει και να θεωρεί όλα τα βιβλία και στοιχεία που ορίζονται από τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (Κ.Φ.Α.Σ.) ή άλλους νόμους καθώς και η διαδικασία που πρέπει αν ακολουθηθεί σε περίπτωση που υπάρχει ενδεχόμενο απόκρυψης φορολογητέας ύλης.
6. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται ο τίτλος του άρθρου 82 του ν.2238/1994 για νομοτεχνικούς λόγους.
7.  Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού επεκτείνεται η υποχρέωση για διενέργεια υποχρεωτικών ελέγχων και έκδοση ετήσιου πιστοποιητικού από τους νόμιμους ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία, που είναι εγγεγραμμένοι στο δημόσιο μητρώο του ν.3693/2008 και για τα υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων.
8.  Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού, διευκρινίζεται, ότι μέχρι την έκδοση των σχετικών αποφάσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 82 του ν.2238/1994, ισχύει η ΑΥΟ ΠΟΛ.1159/22-7-2011.
9. Με την παράγραφο 9 του άρθρου αυτού προστέθηκε νέα περίπτωση στις εξαιρέσεις του άρθρου 85 του Κ.Φ.Ε. με την οποία επιτρέπεται η χορήγηση στοιχείων κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας  του άρθρου 25 παρ.4 εδ. β΄ του Ν. 1756/1988.
10.  Με την παράγραφο 10 του άρθρου αυτού προστίθεται νέα παράγραφος στο άρθρο 85 του Κ.Φ.Ε. με την οποία ορίζεται το φορολογικό απόρρητο των βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (Κ.Φ.Α.Σ.).

Με το άρθρο 9 ρυθμίζονται θέματα φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων:
1. Με την παράγραφο 1 αντικαθίσταται η περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε να επεκταθεί το αντικείμενο φόρου που προσδιορίζεται για τις ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και στις ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες. Επίσης, με τις νέες διατάξεις καταργείται το ειδικό καθεστώς για τις τραπεζικές και ασφαλιστικές ανώνυμες εταιρείες.
2. Με την παράγραφο 2 καταργείται το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αναφορικά με τον ειδικό προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών των υποκαταστημάτων αλλοδαπών τραπεζών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται σκόπιμη μετά τη φορολόγηση των εσόδων των τραπεζών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις γενικές διατάξεις.
3. Με την παράγραφο 3 προστίθενται στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και οι ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες.
4. Με την παράγραφο 4 διαγράφονται οι κοινοτικές επιχειρήσεις από τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος δεδομένου ότι δεν υφίσταται πλέον αυτή η νομική μορφή.
5. Με την παράγραφο 5 προστίθενται στην περίπτωση ζ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 103, αναφορικά με την απαλλαγή των κερδών από την εκμετάλλευση πλοίων υπό ελληνική σημαία, και αυτά που αποκτώνται από τις ημεδαπές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και τις ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες.
6. Με την παράγραφο 6 καταργούνται οι απαλλαγές των συνεταιρισμών πρώτου, δεύτερου και τρίτου βαθμού που χαρακτηρίζονται ως αγροτικοί, για σκοπούς ίσης μεταχείρισης με τα λοιπά νομικά πρόσωπα που έχουν το ίδιο αντικείμενο εργασιών και λειτουργούν με άλλη νομική μορφή (π.χ. ΑΕ, κλπ.), καθώς και των τόκων που αποκτά η Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος από τη χορήγηση δανείων προς το Ελληνικό Δημόσιο, δεδομένου ότι το εν λόγω νομικό πρόσωπο δεν υφίσταται πλέον.
7. Με την παράγραφο 7 τροποποιούνται οι διατάξεις της περίπτωσης ια’ της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Κ.Φ.Ε., ώστε να επεκταθεί η απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος για τα μερίσματα που εισπράττουν ημεδαπές μητρικές εταιρίες και εταιρίες περιορισμένης ευθύνης από εταιρίες που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., στις οποίες συμμετέχουν κατά την έννοια των διατάξεων το άρθρου 11 του ν. 2578/1998, και σε αυτές που παρουσιάζουν ζημιογόνα αποτελέσματα και δεν μπορούν να σχηματίσουν αφορολόγητο αποθεματικό μέσω του πίνακα διάθεσης αποτελεσμάτων. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται αναγκαία μετά από επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προκαταρκτική διερεύνηση θεμάτων εφαρμογής του δικαίου της Ε.Ε. για την εφαρμογή της Οδηγίας Μητρικών – Θυγατρικών (EU PILOT 3344/12/TAXU).
8. Με την παράγραφο 8 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της περίπτωσης ιβ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω της ενσωμάτωσης στο εσωτερικό μας δίκαιο της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ σχετικά με τους Οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες και ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων.
9. Με την παράγραφο 9 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 104 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω της αντικατάστασης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012).
10. Με την παράγραφο 10 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της περίπτωσης β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω μετονομασίας του Υπουργείου Εμπορίου σε Υπουργείο Ανάπτυξης.
11. Με την παράγραφο 11 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω της αντικατάστασης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012).
12. Με την παράγραφο 12 καταργείται η περίπτωση δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αναφορικά με την επιπλέον έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των ασφαλιστικών ανωνύμων εταιρειών των ποσών που καταβάλλουν σε άλλη ασφαλιστική εταιρεία, στην οποία μεταβιβάζεται το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων.
13. Με την παράγραφο 13 τροποποιείται η παράγραφος 4 του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε να ισχύει ενιαίο ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) για όλες τις τράπεζες, προκειμένου για το σχηματισμό προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις.
14. Με την παράγραφο 14 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της παραγράφου 5 του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, λόγω της κατάργησης των διατάξεων του άρθρου 27 του ν.2076/1992 με το ν. 3601/2007.
15. Με την παράγραφο 15 τροποποιείται η παράγραφος 12 του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, για νομοτεχνικούς λόγους, λόγω της κατάργησης του εξωλογιστικού προσδιορισμού των κερδών των μικρών οικοδομικών επιχειρήσεων.
16. Με την παράγραφο 16 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της παραγράφου
12 του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, σχετικά με την απόσβεση του κόστους υλοποίησης των συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα, λόγω της απλοποίησης της διενέργειας αποσβέσεων της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ίδιου Κώδικα.
17. Με την παράγραφο 17 τροποποιείται η παράγραφος 13 του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ώστε η χρεωστική διαφορά που προκύπτει σε βάρος των νομικών προσώπων από την ανταλλαγή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ή εταιρικών ομολόγων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, κατ' εφαρμογή προγράμματος συμμετοχής στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, να εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα των νομικών προσώπων σε τριάντα (30) ισόποσες ετήσιες δόσεις, αρχής γενόμενης από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσης μέσα στην οποία πραγματοποιείται η συναλλαγή των τίτλων και ανεξάρτητα από το χρόνο διακράτησης των ομολόγων. Επίσης, με τις νέες διατάξεις δίνεται ο ορισμός της χρεωστικής διαφοράς προκειμένου για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης αυτής.
18.  Με την παράγραφο 18 του άρθρου αυτού αυξάνεται ο συντελεστής από πενήντα τοις εκατό (50%) σε εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της παραγράφου 14 του άρθρου 105 του ΚΦΕ και προστίθεται νέο εδάφιο σχετικά με την έκπτωση των δαπανών της παραγράφου 14 του άρθρου 105 ΚΦΕ εκατό τοις εκατό (100%) επί των ακαθαρίστων εσόδων από την εκμίσθωση ακινήτων του Αγίου Όρους. Η απόκλιση αυτή υπέρ του Αγίου Όρους αιτιολογείται λόγω της συνταγματικής προστασίας που απολαμβάνει (άρθρο 105 Σύντ/τος). 
19. Με την παράγραφο 19 καταργείται η παράγραφος 16 του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος δεδομένου ότι έχει συμπεριληφθεί στο άρθρο 31 του ίδιου Κώδικα.
20.  Με την παράγραφο 20 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος λόγω της προσθήκης των ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών, της κατάργησης των εισοδημάτων κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης και της κατάργησης της παραγράφου 3 του άρθρου 106 του ίδιου Κώδικα.
21.  Με την παράγραφο 21 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος λόγω της προσθήκης των ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών και της κατάργησης του ειδικού καθεστώτος των τραπεζικών και ασφαλιστικών εταιρειών.
22. Με την παράγραφο 22  καταργείται η παράγραφος 3 του άρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος δεδομένου ότι έχει συμπεριληφθεί στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου και Κώδικα.
23.  Με τις παραγράφους 23 και 24 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αναριθμήθηκε με την προηγούμενη παράγραφο, προκειμένου να συμπεριληφθούν και οι ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες.
24.  Με την παράγραφο 25 αντικαθίσταται το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αναριθμήθηκε με την παράγραφο 22, ώστε το ποσό που καταβάλλεται στους μετόχους σε περίπτωσης εξαγοράς ή με οποιονδήποτε τρόπο απόκτησης από ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία ιδίων αυτής μετοχών με σκοπό την απόσβεση ή μείωση του κεφαλαίου της, να υπόκειται σε παρακράτηση φόρου με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 54 του ίδιου Κώδικα. Επίσης, γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση του τέταρτου εδαφίου της ίδιας παραγράφου 6, λόγω της κατάργησης των κατ’ ειδικό τρόπο εισοδημάτων και της φορολόγησης αυτών με τις γενικές διατάξεις.
25.  Με την παράγραφο 26 γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της παραγράφου 12 του άρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος λόγω της κατάργησης του ειδικού καθεστώτος των τραπεζικών εταιρειών.
26.  Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 27 του άρθρου αυτού γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του ν.2238/1994, λόγω της αντικατάστασης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων με τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012).
27. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 28 του άρθρου αυτού τροποποιούνται οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του ν.2238/1994 για νομοτεχνικούς λόγους.
28.  Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 29 του άρθρου αυτού τροποποιούνται οι διατάξεις του πέμπτου εδαφίου της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του ν.2238/1994 για νομοτεχνικούς λόγους.
29.  Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 30 του άρθρου αυτού τροποποιούνται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 107 του ν.2238/1994 για νομοτεχνικούς λόγους.
30. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 31 του άρθρου αυτού τροποποιείται η παράγραφος 4 του άρθρου 107 του ν.2238/1994, μετά την κατάργηση της φορολογίας κατά ειδικό τρόπο των εισοδημάτων που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. και τη φορολόγησή τους με τις γενικές διατάξεις.
31.  Με την παράγραφο 32 αυξάνεται από 20% σε 26% ο συντελεστής φόρου για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 (Α.Ε, Ε.Π.Ε κ.λ.π.).
32. Με την παράγραφο 33 αυξάνεται σε 26% ο συντελεστής φόρου για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 2 του άρθρου 101 (νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα).
33. Με την παράγραφο 34 αντικαθίσταται η παράγραφος 4 του άρθρου 109 καθόσον δεν υφίσταται πλέον φορολόγηση εισοδημάτων κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.
Περαιτέρω, με τις προτεινόμενες διατάξεις της περίπτωσης β της ιδίας παραγράφου τροποποιήθηκαν οι αντίστοιχες διατάξεις της παραγράφου αυτής προκειμένου να καθιερωθεί η μέθοδος πίστωσης του φόρου ως τρόπος φορολογικής μεταχείρισης των μερισμάτων από την αλλοδαπή, μόνο για τα μερίσματα θυγατρικών που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της Οδηγίας μητρικών-θυγατρικών.
34. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 35 του άρθρου αυτού τροποποιούνται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 111 του ν.2238/1994, ώστε από το ποσό του φόρου που βεβαιώνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου άρθρου, να εκπίπτει μόνο ο φόρος που παρακρατείται από πηγή Ελλάδος.

Με το άρθρο 10 τροποποιούνται οι διατάξεις των ν.2578/1998, ν.3943/2011, ν.3986/2011, ν.4019/2011, ν.4093/2012:
1.        Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού επιλύεται το ερμηνευτικό πρόβλημα που προέκυψε από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 12 του άρθρου 14 του ν.3943/2011 σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση των αφορολόγητων αποθεματικών των αναπτυξιακών νόμων λόγω πραγματοποίησης παραγωγικών επενδύσεων σε περίπτωση κεφαλαιοποίησής τους, για τα οποία ισχύουν οι ειδικές διατάξεις των ν.1473/1984 ή ν.1892/1990.
2.        Με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού καταργείται η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του ν. 4019/2011, σχετικά με τη φορολογία των κερδών των Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων (Κοιν.Σ.Επ.), καθόσον έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που ισχύουν για του συνεταιρισμούς. Με τη νέα αυτή ρύθμιση οι Κοιν.Σ.Επ φορολογούνται πλέον για τα συνολικά τους κέρδη όπως όλοι οι συνεταιρισμοί (αστικοί, αγροτικοί, προμηθευτικοί) χωρίς καμία απαλλαγή και περαιτέρω, κατά τη διανομή των κερδών στους εργαζομένους τους ενεργείται παρακράτηση φόρου όπως ισχύει και για τα λοιπά νομικά πρόσωπα του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
3.        Με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού καταργούνται η παράγραφος 3 του άρθρου 10 και το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 11 του ν.2578/1998 σχετικά την έκπτωση από το φόρο εισοδήματος της ημεδαπής μητρικής εταιρείας του φόρου εισοδήματος αλλοδαπής θυγατρικής εταιρείας καθώς και του φόρου που παρακρατήθηκε στα μερίσματα από την εταιρεία αυτή. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται σκόπιμη μετά την καθιέρωση της μεθόδου απαλλαγής ως μοναδικού τρόπου φορολογικής μεταχείρισης των μερισμάτων από την αλλοδαπή όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Οδηγίας μητρικών - θυγατρικών και την τροποποίηση των σχετικών άρθρων του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που αναφέρονται στο θέμα αυτό (άρθρα 103 και 109).
4.        Με την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού προτείνεται η αύξηση του τέλους επιτηδεύματος δεδομένης της κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας μας. Η αύξηση αυτή γίνεται προκειμένου να ενισχυθούν τα δημόσια έσοδα για τη διαρκή αντιμετώπιση του προβλήματος και την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου πλαισίου στήριξης.
5.        Με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού προβλέπεται, ότι ο φόρος συναλλαγών στις πωλήσεις μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή αλλοδαπό χρηματιστήριο, εξακολουθεί να επιβάλλεται για μετοχές που αποκτώνται από την 1η Απριλίου 2013, παράλληλα με τη φορολόγηση αυτών με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 3 του παρόντος.
6.        Με την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού αναστέλλεται η ισχύς της παραγράφου 4 του άρθρου 63, λόγω της μη δυνατότητας εφαρμογής της επί του παρόντος από την ΓΓΠΣ .
7. Με την παράγραφο 7 του άρθρου αυτού αναστέλλεται η ισχύς της παραγράφου 4 του άρθρου 74 του ΚΦΕ,  λόγω της μη δυνατότητας εφαρμογής της επί του παρόντος από την ΓΓΠΣ.
8. Με την παράγραφο 8 του άρθρου αυτού προβλέπεται, για την κάλυψη νομοθετικού κενού, ότι οι διατάξεις της περίπτωσης β’ των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 του ν.2579/1998 (Α’ 31), ισχύουν και για μεταβιβάσεις επιβατηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, καθώς και των αδειών κυκλοφορίας τους που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2012.

Με το άρθρο 11 ρυθμίζονται θέματα αναβαλλόμενης φορολογίας:
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι ο φόρος εισοδήματος του άρθρου 109 του ΚΦΕ ο οποίος αναλογεί στο ποσό της ετήσιας χρεωστικής διαφοράς που προκύπτει, σύμφωνα με την παράγραφο 13 του άρθρου 105 του ΚΦΕ,  από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο πρόγραμμα αναδιάταξης του ελληνικού χρέους, κατά το μέρος που αυτή δεν αποσβένεται με τα φορολογικά αποτελέσματα, λόγω μη επάρκειας κερδών, αποτελεί οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση του δικαιούχου νομικού προσώπου έναντι του Δημοσίου. Η απαίτηση αυτή συμψηφίζεται με φόρο εισοδήματος των επόμενων χρήσεων μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της και παραγράφεται μετά την πάροδο τριάντα (30) ετών από τη γένεσή της. Επίσης, προβλέπεται ότι για το αναπόσβεστο υπόλοιπο της ετήσιας χρεωστικής διαφοράς, για το οποίο γεννάται φορολογική απαίτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ΚΦΕ για τη μεταφορά ζημιών στην επόμενη πενταετία που εφαρμόζεται και στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του ΚΦΕ.
Οι προτεινόμενες διατάξεις αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του προβλήματος επάρκειας εποπτικών κεφαλαίων των εποπτευόμενων νομικών προσώπων που έχουν συμμετάσχει στην ανταλλαγή, δηλαδή πιστωτικών ιδρυμάτων κα4ι ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ειδικά, όσον αφορά στα πιστωτικά ιδρύματα, οι προτεινόμενες διατάξεις τίθενται εντός του πλαισίου των κανόνων που αναμένεται να ισχύσουν από 1-1-2013 για την κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων (βλ. άρθρα 35 και 36 του σχεδίου Ευρωπαϊκού Κανονισμού «CRD IV» (COM 452/2011), το οποίο θα ενσωματώνει τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ). Συγκεκριμένα, με τις προτεινόμενες διατάξεις το φορολογικό όφελος που θα προκύψει για τα πιστωτικά ιδρύματα, που έχουν συμμετάσχει στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, από την απόσβεση της χρεωστικής διαφοράς (ζημίας) δεν θα εξαρτάται από τη μελλοντική κερδοφορία τους και συνεπώς δεν θα αφαιρείται από τα βασικά εποπτικά κεφάλαιά τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο περιορίζεται σημαντικά η ανάγκη πρόσθετων κεφαλαιακών εκροών από τους μετόχους και εν τέλει από το Δημόσιο προς τα πιστωτικά ιδρύματα και, επομένως, αποφεύγεται περαιτέρω επιβάρυνση του δημοσίου χρέους. Εξάλλου, η εφαρμογή της διάταξης αυτής στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα λοιπά νομικά πρόσωπα επιβάλλεται αφενός για λόγους ισονομίας, αφετέρου διότι η συντριπτική πλειονότητα των λοιπών νομικών προσώπων (πλην τραπεζών), που έχουν συμμετάσχει στο σχέδιο αναδιάταξης του ελληνικού χρέους, αποτελούν θυγατρικές των τραπεζών, με αποτέλεσμα η μείωση της περιουσιακής τους κατάστασης λόγω της συμμετοχής τους στο σχέδιο αναδιάταξης του ελληνικού χρέους να επιβαρύνει τις τράπεζες που θα αναγκαστούν να ανακεφαλαιοδοτήσουν τα νομικά αυτά πρόσωπα και εν τέλει το Δημόσιο.
Με το άρθρο 12 ρυθμίζονται θέματα τεκμηρίωσης τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών:
     Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού πραγματοποιείται ενοποίηση των διατάξεων των δυο υφιστάμενων νομοθετημάτων για τις ενδοομιλικές συναλλαγές, δηλαδή του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και του άρθρου 26 του ν.3728/2008 και ενσωμάτωση των νέων διατάξεων στον Κ.Φ.Ε. Ειδικότερα:
1.     Με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 αντικαθίσταται το άρθρο 39 του Κ.Φ.Ε.  και ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την διόρθωση κερδών ημεδαπής επιχείρησης για συναλλαγές που αυτή πραγματοποιεί με συνδεδεμένες επιχειρήσεις, τόσο της ημεδαπής όσο και της αλλοδαπής, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι τηρείται η «αρχή της ανοικτής αγοράς (ή «αρχή της ελεύθερης αγοράς» ή «των ίσων αποστάσεων», Arm’ s Length Principle). Επίσης, εισάγονται κανόνες υποκεφαλαιοδότησης για τις συμβάσεις δανείων που συνάπτονται μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων. Οι κανόνες αυτοί προβλέπουν μη έκπτωση των τόκων που συνάπτονται μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, κατά το μέρος που το συνολικό ύψος δανείων από τις εν λόγω επιχειρήσεις υπερβαίνει κατά μέσο όρο και κατά διαχειριστική περίοδο το τριπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων της (αναλογία 3:1).
2.    Με την παράγραφο 2 του άρθρου 10 αντικαθίσταται το άρθρο 39Α του Κ.Φ.Ε. Με τη ρύθμιση αυτή καθίσταται υποχρεωτική η τεκμηρίωση των τιμών των ενδοομιλικών συναλλαγών που πραγματοποιεί ημεδαπής επιχειρηση με συνδεδεμένη  επιχείρηση στην αλλοδαπή μέσω της τήρησης φακέλου τεκμηρίωσης (βασικού και ελληνικού φακέλου). Με τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου προβλέπεται απαλλαγή από την υποχρέωση τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών για τις αλλοδαπές εμποροβιομηχανικές εταιρίες που έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα με βάση τις διατάξεις του α.ν. 89/67 (ΦΕΚ 132Α'), καθώς και εξαίρεση των συναλλαγών με μία ή περισσότερες συνδεδεμένες επιχειρήσεις η αξία των οποίων δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ αθροιστικά. Επίσης, καθιερώνεται τήρηση απλούστερης και περιορισμένης τεκμηρίωσης για επιχειρήσεις των οποίων τα ακαθάριστα έσοδα δεν υπερβαίνουν το ποσό των  πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ. Ακόμη, καθορίζονται θέματα σχετικά με τον χρόνο κατάρτισης του φάκελου τεκμηρίωσης, τον χρόνο τήρησης αυτού στην επιχείρηση, την επικαιροποίησή του, την τήρηση του απορρήτου για όσους λαμβάνουν γνώση του φακέλου τεκμηρίωσης και επιπλέον, θεσπίζεται υποχρέωση σύνταξης συνοπτικού πίνακα πληροφοριών ο οποίος θα υποβάλλεται ηλεκτρονικά στην Γ.Γ.Π.Σ.
3.    Με την παράγραφο 3 του άρθρου 10, μετά το άρθρο 39 Α του ΚΦΕ προστίθεται νέο άρθρο 39Β  με το οποίο καθορίζονται τα πρόστιμα για ουσιαστικές παραβάσεις σε περίπτωση μη τεκμηρίωσης των τιμών διασυνοριακών ενδοομιλικών συναλλαγών, σύμφωνα με την αρχή της ελεύθερης αγοράς (Arms Length Principle).
4.    Με την παράγραφο 4 του άρθρου 10, μετά το άρθρο 39Β του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, προστίθεται νέο άρθρο 39Γ, με το οποίο εισάγονται για πρώτη φορά στο ελληνικό φορολογικό δίκαιο διατάξεις για δυνατότητα σύναψης Συμφωνιών Προκαθορισμένων Τιμολογήσεων (Advance Pricing Agreements). Οι εν λόγω «Συμφωνίες Προκαθορισμένων Τιμολογήσεων» ήδη προβλέπονται και εφαρμόζονται σε δεκαεπτά (17) από τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Η.Β., Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κάτω-Χώρες, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σουηδία, Τσεχία) , αλλά και διεθνώς σε κράτη, όπως Η.Π.Α., Ιαπωνία, Ρωσία, κ.α. Οι Συμφωνίες Προκαθορισμένων Τιμολογήσεων συντελούν στην δημιουργία σταθερού πλαισίου φορολόγησης, καθώς με τη σύναψή τους αποφεύγονται δαπανηροί και χρονοβόροι φορολογικοί έλεγχοι των διασυνοριακών συναλλαγών, μειώνεται το κόστος συμμόρφωσης και συνεπώς, αποφεύγεται η διπλή φορολογία.
Για τη σύνταξη των προτεινόμενων διατάξεων ακολουθήθηκαν οι «Κατευθυντήριες Οδηγίες της  Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις Συμφωνίες Προκαθορισμένων Τιμολογήσεων (παράρτημα της Ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το έργο του Φόρουμ της ΕΕ για τις ενδοομιλικές τιμολογήσεις για τις διαδικασίες  αποφυγής και επίλυσης των διαφορών -2007)», οι οποίες αποτελούν άλλωστε και πολιτική δέσμευση της Ελλάδας σε επίπεδο του Συμβουλίου ECOFIN.
Στην Ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσδιορίζει τις Κατευθυντήριες Οδηγίες για τις Συμφωνίες Προκαθορισμένων Τιμολογήσεων ως αποτελεσματικό μέσο για την αποφυγή των φορολογικών διαφορών με σημαντικά πλεονεκτήματα τόσο για τις Φορολογικές Διοικήσεις όσο και για τους Φορολογουμένους. Στις εν λόγω Κατευθυντήριες Οδηγίες επεξηγείται ο τρόπος με τον οποίο τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν τη διαδικασία αυτή και να παράσχουν καθοδήγηση στους φορολογούμενους τους οποίους αφορά η διαδικασία.
Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω Συμφωνίες που προτείνουν οι Κατευθυντήριες Οδηγίες του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν τον χαρακτήρα της Σύμβασης ανάμεσα στις επιχειρήσεις και το Κράτος. Ωστόσο, το ελληνικό Σύνταγμα δεν επιτρέπει την απευθείας σύναψη Σύμβασης ή Συμφωνίας τέτοιου είδους. Εναλλακτικά, προτείνεται αναφορά στις σχετικές διατάξεις,  της φράσης «Προέγκριση Μεθοδολογίας Ενδοομιλικής Τιμολόγησης», προκειμένου να αποφευχθούν προβλήματα συνταγματικότητας.
Ειδικότερα με το άρθρο αυτό δίνεται δυνατότητα στις ημεδαπές επιχειρήσεις να υποβάλουν αίτηση προέγκρισης της μεθοδολογίας για την τιμολόγηση συγκεκριμένων μελλοντικών συναλλαγών τους με συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται στη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών. Αντικείμενο της προέγκρισης αποτελούν τα κριτήρια με σκοπό τον καθορισμό των τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, τα οποία περιλαμβάνουν ιδίως τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο, τα στοιχεία σύγκρισης και τις σχετικές προσαρμογές, καθώς και τις κρίσιμες παραδοχές για τις μελλοντικές εξελίξεις. Δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο της προέγκρισης το ονομαστικό ποσό των τιμών συναλλαγών με συνδεδεμένες επιχειρήσεις και το ονομαστικό ποσοστό του περιθωρίου μικτού ή καθαρού κέρδους από συναλλαγές με συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Η διάρκεια ισχύος της Απόφασης Προέγκρισης δεν δύναται να υπερβαίνει τα δύο (2) έτη. Η έκδοση απόφασης προέγκρισης δεν εμποδίζει τη μεταγενέστερη διενέργεια της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού της εκάστοτε εφαρμοστέας διμερούς σύμβασης για την αποφυγή της διπλής φορολογίας ή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων για τις ίδιες συναλλαγές του ίδιου φορολογουμένου. Επίσης, με το ίδιο άρθρο καθορίζονται θέματα σχετικά με την αναθεώρηση, ανάκληση, ανανέωση και ακύρωση της απόφασης προέγκρισης .
                    
5.    Με την παράγραφο 5 του άρθρου 10,  εισάγονται πρόστιμα για τυπικές παραβάσεις που αναφέρονται στην περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής ή μη υποβολής του συνοπτικού πίνακα πληροφοριών στη Γ.Γ.Π.Σ., καθώς και εκπρόθεσμης ή μη διάθεσης του φακέλου τεκμηρίωσης στην αρμόδια ελεγκτική αρχή.
6.    Με τις παραγράφους 6 έως και 15 του άρθρου 10, προβλέπεται ότι οι διατάξεις του Κ.Φ.Ε., οι οποίες τροποποιούνται με τις διατάξεις των παραγράφων αυτών, δεν εφαρμόζονται για συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ ημεδαπής επιχείρησης και αλλοδαπών επιχειρήσεων συνδεδεμένων με αυτή, καθώς στις περιπτώσεις αυτές θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί ενδοομιλικών συναλλαγών οι οποίες, ως ειδικότερες, κατισχύουν.


Επί του Κεφαλαίου Β’
Άρθρο 13 Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών:
Με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3943/2011 (Α’ 66), συστάθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών, με σκοπό την αντιμετώπιση της διαφθοράς στους κόλπους των ελεγκτικών και εισπρακτικών μηχανισμών του κράτους, από την  εμπλοκή των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευομένων από αυτό Νομικών Προσώπων. Με τις διατάξεις της παραγράφου 55 του άρθρου 18 του ν. 4002/2011 (Α’ 180), αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 5 του ν. 3943/2011.
Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις των διατάξεων του άρθρου 5 του ν.3942/2011, αποσκοπούν αφενός μεν στον επακριβή προσδιορισμό των αρμοδιοτήτων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών, αφετέρου δε στην αποτελεσματικότερη λειτουργία και την ενίσχυση του ρόλου και των δυνατοτήτων της αρμόδιας Υπηρεσίας για την αντιμετώπιση του φαινομένου της διαφθοράς, στο Υπουργείο Οικονομικών και στα εποπτευόμενα από αυτό Νομικά Πρόσωπα. Επίσης ρυθμίζονται θέματα   σχετικά με την εκπλήρωση της αποστολής της, τη στελέχωσή της  και  την εύρυθμη λειτουργία της.

1. Με την αντικατάσταση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 3943/2011 (παρ. 1 του άρθρου 14), ρυθμίζεται η ονομασία της Δ/νσης και της Υποδ/νσης Εσωτερικών Υποθέσεων, προκειμένου να υπάρχει σαφής διαχωρισμός από τις αντίστοιχες υπηρεσίες άλλων Υπουργείων και καθορίζεται επακριβώς η σχέση μεταξύ της Δ/νσης και της  Υποδ/νσης.
2.  Με την αντικατάσταση των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 3943/2011 (παρ. 2 του άρθρου 14), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν και ισχύουν με τις διατάξεις της παραγράφου 18 του άρθρου 55 του ν. 4002/2011,  προσδιορίζονται επακριβώς τα ποινικά και πειθαρχικά αδικήματα, για τα οποία έχει αρμοδιότητα η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Με την αντικατάσταση των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 3943/2011 (παρ. 3 του άρθρου 14), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν και ισχύουν με τις διατάξεις της παραγράφου 18 του άρθρου 55 του Ν. 4002/2011, προσδιορίζονται επακριβώς και επεκτείνονται οι  περιπτώσεις, για τις οποίες δύναται να διενεργηθεί έλεγχος επί της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευομένων από αυτό Νομικών Προσώπων. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,  ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την επιλογή των κριτηρίων, τον προσδιορισμό του δείγματος και τη διαδικασία διενέργειας του δειγματοληπτικού ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων. Επίσης  μπορεί να καλείται ο ελεγχόμενος για παροχή διευκρινίσεων  και καθορίζεται η τηρούμενη διαδικασία σε περίπτωση καταλογισμού.
4. Με την  αντικατάσταση των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του ν. 3943/2011 (παρ. 4 του άρθρου 14), οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2343/1995 (Α’ 211), που αναφέρονται στη δυνατότητα πρόσβασης, των Οικονομικών Επιθεωρητών που υπηρετούν στις Οικονομικές Επιθεωρήσεις, σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου και της αποστολής τους, μη υποκείμενοι στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και επιχειρηματικού απορρήτου, ισχύουν και για τους υπηρετούντες την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Οικονομικούς Επιθεωρητές. Επίσης η έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας σε εικοσιτετράωρη βάση καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Με την αντικατάσταση των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν. 3943/2011 (παρ. 5 του άρθρου 14), ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την στελέχωση της υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων και παρέχεται η δυνατότητα να υπηρετούν στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων υπάλληλοι που τους έχουν ανατεθεί καθήκοντα Οικονομικού Επιθεωρητή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 13 του ν. 2343/1995. Επίσης παρέχεται η δυνατότητα με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών να αποσπώνται για ορισμένο χρονικό διάστημα  στη Δ/νση και στην Υποδ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων οι προαναφερόμενοι υπάλληλοι. Επίσης  για την συνδρομή του έργου της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων και για την αντιμετώπιση εξειδικευμένων θεμάτων,  δύνανται να ανατίθενται συγκεκριμένα καθήκοντα σε υπαλλήλους των λοιπών κλάδων του Υπουργείου Οικονομικών.
6. Με την προσθήκη των διατάξεων των παραγράφων 9, 10 και 11 στο άρθρο 5 του ν. 3943/2011 (παρ. 6 του άρθρου 14), ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων για την εκπλήρωση της αποστολής της, τη διενέργεια των προανακρίσεων και προκαταρκτικών εξετάσεων κατόπιν Εισαγγελικής Παραγγελίας, την παρακολούθηση του προδικαστικού έργου των υπαλλήλων από τον εισαγγελικό λειτουργό και την άρση του τραπεζικού και χρηματιστηριακού απορρήτου με σχετική διάταξη του εισαγγελικού λειτουργού.
Με την προσθήκη των διατάξεων της παραγράφου 12 στο άρθρο 5 του ν. 3943/2011 (παρ. 6 του άρθρου 14), ρυθμίζονται θέματα σχετικά με  την προστασία των υπαλλήλων για πράξεις που προβαίνουν,  με σκοπό την ανακάλυψη προσώπου εμπλεκομένου σε αξιόποινη πράξη ή την ανεύρεση των πειστηρίων, απαιτουμένης της  σύμφωνης  γνώμης  του εισαγγελικού λειτουργού, ύστερα από σχετική πρόταση του προϊσταμένου της Υπηρεσίας.
7. Με την προσθήκη των διατάξεων της παραγράφου 13, ρυθμίζονται θέματα σχετικά με τη δυνατότητα λήψης ενόρκων καταθέσεων, επί διερευνήσεως πειθαρχικών παραπτωμάτων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του  Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Με την προσθήκη των διατάξεων της παραγράφου 14 στο άρθρο 5 του ν. 3943/2011 (παρ. 6 του άρθρου 14), ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την υποχρέωση των λοιπών υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευομένων από αυτό Νομικών Προσώπων, στην ενημέρωση της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων για υποθέσεις που έχουν επιληφθεί.
Με την προσθήκη των διατάξεων της παραγράφου 15 στο άρθρο 5 του ν. 3943/2011 (παρ. 6 του άρθρου 14), καθιερώνεται η υποχρεωτική υποβολή στον Υπουργό Οικονομικών, ετήσια έκθεση απολογισμού του έργου και των δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας.
Με την προσθήκη των διατάξεων της παραγράφου  16 στο άρθρο 5 του ν. 3943/2011 (παρ. 6 του άρθρου 14) ρυθμίζονται θέματα σχετικά με  τη διασφάλιση του απορρήτου των ερευνών και με τις διατάξεις της παραγράφου 17 η χορήγηση υπηρεσιακών ταυτοτήτων στους υπηρετούντες στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Οικονομικούς Επιθεωρητές.
Με την προσθήκη των διατάξεων της παραγράφου 17 στο άρθρο 5 του ν. 3943/2011 (παρ. 6 του άρθρου 14) προβλέπεται η έκδοση προεδρικού διατάγματος μετά από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών για τον καθορισμό της οργάνωσης, της διάρθρωσης, του κανονισμού λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων καθώς των καθηκόντων του προσωπικού της.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 14 τροποποιούνται διατάξεις του ν.2343/1995 και του ν. 4038/2012 και επιδιώκεται η ρύθμιση θεμάτων που συναρτώνται: α) με την επιλογή των προς μετάταξη υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών, στον κλάδο των Οικονομικών Επιθεωρητών, β) με οργανωτικά θέματα της Οικονομικής Επιθεώρησης (όπως σύνταξη κανονισμών εσωτερικής λειτουργίας, καθηκόντων και δικαιωμάτων των Οικονομικών Επιθεωρητών), γ) με τον Εσωτερικό Έλεγχο, και δ) με την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων που ασκούν καθήκοντα Οικονομικού Επιθεωρητή με ανάθεση.
   Ειδικότερα:
    α) Με την παράγραφο 1 των προτεινομένων διατάξεων, τροποποιείται το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 2343/1995, έτσι ώστε το χρονικό όριο της πραγματικής υπηρεσίας που υπήρχε ως   προϋπόθεση για μετάταξη των υπαλλήλων  του Υπουργείου Οικονομικών στον κλάδο των Οικονομικών Επιθεωρητών, να μειωθεί από τα δέκα πέντε (15) χρόνια στα δώδεκα (12), λόγω των αλλαγών που επήλθαν με το νόμο 4024/2011. Κατά συνέπεια, καθορίζεται ως προϋπόθεση, δεδομένης της κατηγορίας ΠΕ, όχι ο βαθμός,  αλλά τα χρόνια υπηρεσίας των υπαλλήλων στο Υπουργείο Οικονομικών.
     β) Με την παράγραφο 2 των προτεινόμενων διατάξεων, τροποποιείται η παράγραφος 5 του άρθρου 2 του ν. 2343/1995, έτσι ώστε τα θέματα εσωτερικής λειτουργίας και μεθοδολογίας της Οικονομικής Επιθεώρησης, καθώς και δικαιωμάτων και καθηκόντων των Οικονομικών Επιθεωρητών, να  μπορούν να ρυθμιστούν με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών. Με την πρόβλεψη αυτή διασφαλίζονται αφενός η ευελιξία και αφετέρου ο επαρκής έλεγχος των ρυθμίσεων.
   γ) Με την παράγραφο 3 των προτεινόμενων διατάξεων, συστήνεται άμισθη Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου, σε συμφωνία με τις κατευθύνσεις που παρέχει ο σχετικός διεθνής επαγγελματικός φορέας (Ινστιτούτο Εσωτερικών Ελεγκτών). Καθορίζεται η σύνθεση της Επιτροπής, στην οποία περιλαμβάνονται υψηλόβαθμοι υπάλληλοι και εξωτερικοί εμπειρογνώμονες. Καθορίζεται, επίσης, το έργο της Επιτροπής, η διάρκεια της θητείας των μελών της και ο τρόπος συγκρότησής της. Τέλος, παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών για τη ρύθμιση των ειδικών θεμάτων λειτουργίας της Επιτροπής (ορισμός εισηγητή, συχνότητα συνεδριάσεων κ.ά.).  
 δ)  Με την παράγραφο 4 των προτεινόμενων διατάξεων, τροποποιείται το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 1 του ν. 4038/2012 (Α΄14), προκειμένου οι Υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών που ασκούν καθήκοντα Οικον. Επιθεωρητή με ανάθεση, για όσο χρονικό διάστημα ασκούν τα καθήκοντα του  Οικονομικού Επιθεωρητή,   να κατατάσσονται στον Α΄ Βαθμό και να εξαλειφθεί έτσι η σε βάρος τους διάκριση, αφού σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 2 του ν. 2343/1995, οι υπάλληλοι αυτοί «… κατά το χρόνο άσκησης καθηκόντων Επιθεωρητή εξομοιούνται με τους Οικονομικούς Επιθεωρητές και λαμβάνουν τις αποδοχές αυτών».
      Κύρια δικαιολογητική βάση των προτεινόμενων ρυθμίσεων αποτελούν:
   i) η εξάλειψη του υφιστάμενου κινδύνου, λόγω του υπάρχοντος περιορισμού του Α΄ Βαθμού, ως προϋπόθεση συμμετοχής στις διαδικασίες για μετάταξη των υπαλλήλων στον κλάδο των Οικονομικών Επιθεωρητών, με επαπειλούμενη συνέπεια την αδυναμία άσκησης του έργου της Οικονομικής Επιθεώρησης, λόγω της προοδευτικά φθίνουσας πορείας του αριθμού των Οργανικών θέσεων  των Οικονομικών Επιθεωρητών,
  ii) η κατάταξη στον Α΄ Βαθμό για τους υπαλλήλους που ασκούν καθήκοντα Οικονομικού Επιθεωρητή, χορηγείται μόνο για τον χρόνο που ασκούν τα καθήκοντα αυτά,
  iii) η κατάταξη στον Α΄ Βαθμό, για τους υπαλλήλους που ασκούν καθήκοντα Οικονομικού Επιθεωρητή, είναι αναγκαία για την άσκηση του έργου τους (λ.χ. αδυναμία διενέργειας Ε.Δ.Ε., εάν ο υπάλληλος που ασκεί καθήκοντα Οικονομικού Επιθεωρητή, δεν έχει τον προβλεπόμενο από τον Υπαλληλικό Κώδικα  Βαθμό),
iv) η εξάλειψη των φαινομένων διάκρισης μεταξύ υπαλλήλων που ασκούν το ίδιο έργο, τα ίδια καθήκοντα και υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους,
 v)  η αρνητική θέση του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, η οποία επιβάλλει απροθυμία υποβολής αιτημάτων για άσκηση καθηκόντων Οικονομικού Επιθεωρητή, από τους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών,
 vi) η σύμφωνη  γνώμη  του Νομικού Συμβούλου  του Υπουργείου μας και
vii) η ανάγκη ρύθμισης οργανωτικών θεμάτων της Οικονομικής Επιθεώρησης, καθώς και η αντιμετώπιση λειτουργικών κενών σε θέματα «Εσωτερικού Ελέγχου».
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 15 προβλέπεται ετήσια διάρκεια των συμβολαίων αποδοτικότητας των Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, καθώς και των Προϊσταμένων των οργανικών μονάδων επιπέδου Αυτοτελούς Γραφείου, Τμήματος, Υποδιεύθυνσης ή Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών. Η τροποποίηση αποσκοπεί στην ορθή εφαρμογή και αποτελεσματική λειτουργία των συμβολαίων αποδοτικότητας καθώς εναρμονίζεται το χρονικό διάστημα για το οποίο  συνάπτονται  αυτά από τους Προϊσταμένους των οργανικών μονάδων κάθε επιπέδου με το χρονικό διάστημα της θητείας τους. Επίσης με την τροποποίηση αυτή  εναρμονίζεται  και  το χρονικό διάστημα των συμβολαίων αποδοτικότητας των  Προϊσταμένων των οργανικών μονάδων με αυτό των ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 16 παρέχεται η δυνατότητα τοποθέτησης μέχρι τριών ειδικών συνεργατών σε κάθε Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι θα παρέχουν τις υπηρεσίες τους δωρεάν και χωρίς να έχουν καμία απαίτηση κατά του Δημοσίου για την παροχή των υπηρεσιών αυτών. Για την διασφάλιση ότι οι υπηρεσίες των προσώπων αυτών θα παρέχονται εντελώς δωρεάν προς το Δημόσιο και δεν θα δημιουργηθεί ούτε στο μέλλον απαίτηση τους κατά του Δημοσίου, τίθεται ως προϋπόθεση για την τοποθέτηση τους η ύπαρξη ασφάλισης τους, από άλλη αιτία σε φορέα κύριας ασφάλισης.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 17 το Δ΄ Τμήμα της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών και Στέγασης, με αρμοδιότητες στον αντικειμενικό προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, περιέρχεται στη Διεύθυνση Φορολογίας Κεφαλαίου, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ενιαία και αποτελεσματικότερη επεξεργασία και παρακολούθηση αυτών.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 18 ορίζεται ως βασική αρμοδιότητα του Ν.Σ.Κ. η νομική υποστήριξη του Δημοσίου και γίνεται ενδεικτική απαρίθμηση των αρμοδιοτήτων που περιλαμβάνονται σε αυτή. Μεταξύ άλλων, γίνεται ειδική αναφορά στη νομική υποστήριξη της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων, ιδίως σε θέματα που αφορούν στη διαδικασία και τους όρους διενέργειας των αποκρατικοποιήσεων, λόγω της σπουδαιότητας του τομέα αυτού στο σύγχρονο ελληνικό κράτος. Περαιτέρω, προβλέπεται η εκπροσώπηση από το Ν.Σ.Κ. της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Επιτροπής των Υπουργών, διότι το Ν.Σ.Κ., ως φύσει και θέσει αρμόδιο, χειρίζεται τις σχετικές υποθέσεις ήδη από το έτος 1992, διά του Γραφείου Νομικού Συμβούλου που λειτουργεί στο Υπουργείο Εξωτερικών και του Ειδικού Γραφείου Κοινοτικού Δικαίου που λειτουργεί στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Περαιτέρω, προτείνεται η αποκλειστική εκπροσώπηση από το Ν.Σ.Κ. της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε προδικαστικά ερωτήματα που εκκρεμούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων καθώς και σε ερωτήματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των Υπουργείων Οικονομικών, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής. Και τούτο διότι το Ν.Σ.Κ. διαθέτει την ειδική επιστημονική υποδομή και κατάρτιση, καθώς και εικοσαετή εμπειρία αναφορικώς με την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του δικαίου της ΕΣΔΑ, ενώ το δίκαιο που διέπει τη λειτουργία και οργάνωση της Διοίκησης αποτελεί κύριο αντικείμενο ενασχόλησής του. Συνεπώς, η ενότητα και η αποτελεσματικότητα στην υπεράσπιση των υποθέσεων του Δημοσίου ενώπιον των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλουν, τουλάχιστον στις υποθέσεις αυτές, την ανάθεση της αποκλειστικής αρμοδιότητας του χειρισμού τους στο Ν.Σ.Κ.
Επίσης, προβλέπεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων του Ν.Σ.Κ., μεταξύ των άλλων, με σύσταση καθ’ύλη σχηματισμών με απόφαση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ. Και τούτο διότι, προκειμένου το Ν.Σ.Κ. να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες, σε θέματα που απαιτείται συγκέντρωση της δικαστικής ύλης, επιβάλλεται ο χειρισμός της υπόθεσης να είναι ενιαίος και αποτελεσματικός και το επιστημονικό του προσωπικό να αποκτήσει μεγαλύτερη εξειδίκευση στο δικαστικό χειρισμό των υποθέσεων του Κράτους, καθώς και μεγαλύτερη ταχύτητα και ευελιξία στην αντιμετώπιση των νομικών ερωτημάτων που του απευθύνει η Διοίκηση.
Η ρύθμιση της παραγράφου 2 επιβάλλεται για την ελάχιστη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, διότι αν οι εν λόγω τιθέμενοι όροι (τόπος, γλώσσα, εφαρμοστέο δίκαιο) δεν περιληφθούν εξαρχής στη ρήτρα διαιτησίας, υπάρχει ο κίνδυνος τα ανωτέρω ζητήματα να καθορισθούν κυριαρχικά, είτε από τις διοικητικές υπηρεσίες του διαιτητικού δικαστηρίου (ορισμός διαιτητών), είτε από το διαιτητικό δικαστήριο, όταν συγκροτηθεί (τόπος, γλώσσα, εφαρμοστέο δίκαιο). Για τους ίδιους λόγους κρίνεται σκόπιμο να ζητείται η συνδρομή του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους κατά την επεξεργασία της ρήτρας διαιτησίας, ώστε να εξασφαλίζεται η αρτιότερη κατάστρωση αυτής.
Με την παράγραφο 3 παρέχεται η δυνατότητα στον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ. να συγκροτεί καθύλην Σχηματισμούς. Έτσι επιτυγχάνεται ταχύτερος και πιο αποτελεσματικός χειρισμός των υποθέσεων, δεδομένου ότι στους Σχηματισμούς σωρεύεται εμπειρία που επιτρέπει τον καλύτερο επιστημονικό έλεγχο του αντίστοιχου γνωστικού αντικειμένου, άμεση γνώση των μεταβολών και εξελίξεων στη νομοθεσία, τη νομολογία και τη θεωρία. Η εξειδίκευση στους διάφορους τομείς της νομικής επιστήμης συνιστά αναμφισβήτητα επιτακτική ανάγκη για την ορθότερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των υποθέσεων που χειρίζονται τα μέλη του Ν.Σ.Κ. Ατύπως, ήδη, λειτούργησαν και λειτουργούν Σχηματισμοί για το PSI, την εναρμόνιση της εθνικής έννομης τάξης προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τον χειρισμό των υποθέσεων της «εφεδρείας» των υπαλλήλων του Δημοσίου, τις υποθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των υποθέσεων υπερβάσεων του ευλόγου χρόνου της διαδικασίας.
Οι ανάγκες του σύγχρονου ελληνικού κράτους επιβάλλουν την ύπαρξη ειδικής νομικής συνδρομής της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων και δυνατότητα ποιοτικού ελέγχου των διαδικασιών. Για το λόγο αυτό απαιτείται η συγκρότηση με την παράγραφο 4 Ειδικού Σχηματισμού Αποκρατικοποιήσεων που επιφορτίζεται με το έργο αυτό.
Με τη διάταξη της παραγράφου 5 ρυθμίζεται το θέμα της άδειας ανατροφής παιδιού στους λειτουργούς του Ν.Σ.Κ. Η ως άνω τροποποίηση κρίνεται επιβεβλημένη ενόψει του περιορισμένου αριθμού των λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σε σχέση με τις συνεχώς αυξανόμενες αρμοδιότητές του, που δεν επιτρέπουν τη χορήγηση αδειών μεγάλης διάρκειας, όπως η εννεάμηνη άδεια για την ανατροφή παιδιού. Η προτεινόμενη ρύθμιση εναρμονίζεται με την αντίστοιχη ισχύουσα για τους δικαστικούς λειτουργούς άδεια, η οποία με τη διάταξη του άρθρου 89 του ν. 4055/2012 (Α’ 51) περιορίστηκε σε πέντε μήνες.

Επί του Κεφαλαίου Γ’

Με τις διατάξεις του άρθρου 19 ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με την επιβολή ΦΠΑ στην εκμίσθωση χώρων για την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας. Στην περίπτωση αυτή, παρέχεται η δυνατότητα φορολόγησης στα πλαίσια μικτών συμβάσεων, εφόσον ο  εκμισθωτής το επιθυμεί και υποβάλλει για αυτό σχετική αίτηση, σύμφωνα με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις και εντός της προθεσμίας που προβλέπονται ειδικότερα στη διάταξη. Καθορίζεται επίσης ειδικότερα η φορολογική αντιμετώπιση του εφάπαξ διακανονισμού σε περίπτωση παράδοσης αγαθών επένδυσης ή οριστικής ή οριστικής παύσης της χρησιμοποίησης αυτών σε φορολογητέες πράξεις, κατά τη διάρκεια της  περιόδου διακανονισμού.

Με τις διατάξεις του άρθρου 20 τροποποιούνται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 1798/88, όπως ισχύουν, αναφορικά με το δικαίωμα της απαλλαγής από το τέλος ταξινόμησης και τα τέλη κυκλοφορίας των επιβατικών αυτοκινήτων που παραλαμβάνονται από ανάπηρους Έλληνες πολίτες και πολίτες των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κατοικία στην Ελλάδα.

Επίσης με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου καταργείται η παράγραφος 1 του άρθρου 3 της αριθμ. Δ. 697/35/20-3-90 ΑΥΟ που έχει κυρωθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 32 του ν. 1884/1990, όπως η παράγραφος αυτή έχει τροποποιηθεί και ισχύει, με την οποία προβλέπεται ότι οι διατάξεις περί ατελούς εισαγωγής επιβατικών αυτοκινήτων από ανάπηρους Έλληνες πολίτες δεν εφαρμόζονται, όταν ο ενδιαφερόμενος ανάπηρος κατά την άσκηση για πρώτη φορά του δικαιώματός του έχει συμπληρώσει το εβδομηκοστό (70ό) έτος της ηλικίας του κατά το χρόνο αποδοχής του οικείου τελωνειακού παραστατικού για τον τελωνισμό του αυτοκινήτου.
Η παρούσα νομοθετική ρύθμιση αποσκοπεί στην πλήρη εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας προς το ισχύον ενωσιακό δίκαιο, σε συνέχεια επιστολών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την άρση τυχόν διακρίσεων, αφενός εις βάρος υπηκόων άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει του κριτηρίου της κατοικίας ή της διαμονής και αφετέρου λόγω του καθορισμού ορίων ηλικίας.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 21 προτείνονται τροποποιήσεις στο άρθρο 53 του ν. 4021/2011 (Α’ 218), όπως ισχύει, οι οποίες θα ισχύουν από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και με τις οποίες επιλύονται διαδικαστικά κυρίως θέματα που θα διευκολύνουν τους φορολογούμενους στις συναλλαγές τους με τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και τη Δ.Ο.Υ.
Συγκεκριμένα:
α) στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, με την οποία τροποποιείται το τρίτο από το τέλος εδάφιο της παρ. 3, ορίζεται ότι, στις περιπτώσεις που προκύπτει αρνητική διαφορά από τυχόν επανυπολογισμό του τέλους του έτους 2011 σε σχέση με το τέλος που λογίστηκε με τα στοιχεία που ήταν γνωστά στη Δ.Ε.Η. κατά τη 17.9.2011, το ποσό αυτής θα επιστρέφεται από την αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος του υπόχρεου Δ.Ο.Υ. και όχι από τη Δ.Ε.Η. ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος. Η τροποποίηση αυτή κρίθηκε απαραίτητη προκειμένου να μπορεί να επιστραφεί η εν λόγω διαφορά και σε καταναλωτές οι οποίοι έχουν ήδη διακόψει την ηλεκτροδότηση του ακινήτου τους και δεν είναι πλέον πελάτες της Δ.Ε.Η. ή των εναλλακτικών προμηθευτών ηλεκτρικού ρεύματος.
β) Με την κατάργηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 11 γίνεται πλέον σαφές, σύμφωνα και με την απόφαση 1972/2012 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι η Δ.Ε.Η. και οι εναλλακτικοί προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος θα μπορούν να προβαίνουν σε διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος μόνον για άλλους λόγους (π.χ. μη εμπρόθεσμη εξόφληση του ποσού που αναλογεί στην κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, παραβίαση από πλευράς του πελάτη των συμβατικών του υποχρεώσεων κ.λπ.) και όχι κατά την περίπτωση μη πληρωμής μέρους ή όλου του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε..
γ) Με την τροποποίηση του τρίτου εδαφίου της ίδιας παραγράφου δίνεται η δυνατότητα στους υπόχρεους του τέλους (κύριους ή επικαρπωτές) να ζητήσουν την αποκοπή του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. από το λογαριασμό κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος καταβάλλοντας στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματός τους Δ.Ο.Υ. τουλάχιστον την τρέχουσα και τις τυχόν ληξιπρόθεσμες δόσεις του έτους 2012 ή, σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής αυτών, ποσού 50,00 €. Σε αυτή την περίπτωση, το υπολειπόμενο ποσό του τέλους βεβαιώνεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. στο όνομα του υπόχρεου. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε απαραίτητη για τη διευκόλυνση των φορολογουμένων με ταυτόχρονη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου.
Συνακόλουθα με την τροποποίηση του τέταρτου εδαφίου, ορίζεται ρητά ότι η ανωτέρω δυνατότητα παρέχεται και για την αλλαγή προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος, με την προϋπόθεση ότι θα προσκομισθεί βεβαίωση από την οποία να προκύπτει ότι ακολουθήθηκε από τον κύριο ή τον επικαρπωτή του ακινήτου η διαδικασία που περιγράφεται στο τρίτο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου.  Επίσης ορίζεται ότι την ίδια διαδικασία μπορεί να ακολουθήσει, σε περίπτωση μισθωμένου ακινήτου, ο μισθωτής  αυτού, ο οποίος όμως θα πρέπει να έχει εξουσιοδοτηθεί ειδικά προς τούτο από τον υπόχρεο για το τέλος, κύριο  ή επικαρπωτή του ακινήτου.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 21 προβλέπεται ότι φυσικά πρόσωπα, τα οποία κατά την 1-1-2013 έχουν εμπράγματα δικαιώματα σε γήπεδα εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, υποχρεούνται να ελέγξουν ηλεκτρονικά την περιουσιακή τους κατάσταση, όπως αυτή εμφανίζεται στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, προκειμένου να τη συμπληρώσουν, τροποποιήσουν και οριστικοποιήσουν. Επίσης, νομικά πρόσωπα, τα οποία κατά την 1.1.2013 έχουν εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητα, υποχρεούνται σε ηλεκτρονική υποβολή δήλωσης στοιχείων ακινήτων, στην οποία θα περιλαμβάνεται η περιουσιακή τους κατάσταση, όπως είναι διαμορφωμένη κατά την 1.1.2013.


Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 22 παρατείνεται η προθεσμία τελωνισμού και καταβολής των φορολογικών επιβαρύνσεων των οχημάτων στα πλαίσια του καθεστώτος της απόσυρσης για λόγους ενίσχυσης της αγοράς του αυτοκινήτου. Επίσης, τροποποιούνται με τις διατάξεις της παραγράφου 2 οι διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 1563/1985 όπως ισχύουν και το δικαίωμα της απαλλαγής από το τέλος ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων οχημάτων επεκτείνεται με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις και στους πολύτεκνους γονείς, οι οποίοι έχουν ήδη υπαχθεί ως γονείς με τρία τέκνα στις ισχύουσες διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3454/2006, με τις οποίες η απαλλαγή από το φόρο αυτόν χορηγείται για μια και μόνο φορά.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 23 προτείνεται η αντικατάσταση της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του νόμου 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας  –  Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης», για την αποφυγή τυχόν διακρίσεων στη φορολογική μεταχείριση μεταξύ καινούργιων και μεταχειρισμένων επιβατικών αυτοκίνητων.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 24 θεσπίζεται η δυνατότητα δημοσίευσης περιλήψεων προγραμμάτων πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων και μέσω Διαδικτύου, όπως θα οριστεί με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με σκοπό την ενίσχυση της δημοσιότητας και της διαφάνειας των επισπευδόμενων πλειστηριασμών καθώς και της προσέλευσης προς πλειοδοσία.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 25 καταργείται η διαδικασία περαίωσης που προβλεπόταν από τις διατάξεις των άρθρων 1-3 ν. 3888/2010 για να μην υπάρχει σε μόνιμη ισχύ μια διαδικασία περαίωσης και να εξορθολογισθεί η διαδικασία των φορολογικών ελέγχων. Αυτό δεν θα έχει καμία σχεδόν επίπτωση στα δημόσια έσοδα, καθόσον η καταργούμενη διαδικασία ελάχιστα έσοδα αποφέρει πλέον στο Δημόσιο, αυτά δε θα αναπληρωθούν πλήρως από τους φορολογικούς ελέγχους που θα διενεργούνται με τις ισχύουσες διατάξεις.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 26 τροποποιούνται οι διατάξεις του ν. 27/1975 σχετικά με την επιβολή φόρου στα πλοία υπό ξένη σημαία, των οποίων η διαχείριση γίνεται από ημεδαπές ή αλλοδαπές εταιρείες εγκατεστημένες στην Ελλάδα. Ο φόρος βαρύνει τους αλλοδαπούς πλοιοκτήτες ή  πλοιοκτήτριες εταιρείες για τα πλοία υπό ξένη σημαία, τα οποία έχουν τεθεί  υπό τη διαχείριση ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών οι οποίες είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα, οι οποίες είναι αλληλέγγυα υπόχρεες με τις πλοιοκτήτριες εταιρείες για την καταβολή του εν λόγω φόρου. Για λόγους ίσης μεταχείρισης προβλέπεται ότι ο φόρος υπολογίζεται με τα ίδια κριτήρια, συντελεστές και κλιμάκια που ισχύουν για τα πλοία που νηολογήθηκαν υπό ελληνική σημαία κατά το προηγούμενο έτος από το έτος επιβολής του εν λόγω φόρου και ρυθμίζονται ειδικότερα ζητήματα σχετικά με τον υπολογισμό και την καταβολή του φόρου. Προβλέπεται επίσης ότι ο εν λόγω φόρος εξαντλεί κάθε υποχρέωση της αλλοδαπής εταιρείας πλοιοκτήτριας πλοίου υπό ξένη σημαία, το οποίο τελεί υπό την εκμετάλλευση ή διαχείριση ημεδαπής ή αλλοδαπής εταιρείας, εγκατεστημένης στην Ελλάδα, ενώ εξαιρετικά απαλλάσσονται από το φόρο κληρονομιών οι μεταβιβάσεις πλοίων, μετοχών ή μεριδίων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών που έχουν στην ιδιοκτησία τους πλοία υπό ελληνική ή ξένη σημαία άνω των 1.500 κόρων ολικής χωρητικότητας καθώς και των μετοχών ή μεριδίων εταιρειών χαρτοφυλακίου (holding companies) που κατέχουν άμεσα ή μέσω ενδιάμεσων εταιρειών χαρτοφυλακίου τις μετοχές ή τα μερίδια των ως άνω πλοιοκτητριών εταιρειών.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 27 προβλέπεται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου προς ήδη υφιστάμενες ρυθμίσεις, η απαλλαγή από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή κράτηση του εισοδήματος που αποκτάται από εταίρους ή μετόχους Εταιρειών Χαρτοφυλακίου (Holding Companies), οι οποίες έχουν αποκλειστικά, άμεσα ή έμμεσα, μετοχές εταιρειών πλοιοκτητριών πλοίων με ελληνική σημαία ή ξένη σημαία, εφόσον οι πλοιοκτήτριες εταιρείες είναι συμβεβλημένες με το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο ή η εκμετάλλευση ή διαχείριση των πλοίων τους γίνεται από ημεδαπή ή αλλοδαπή επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ελλάδα με βάση το άρθρο 25 του ν. 27/1975 (Α’ 77), όπως ισχύει. Προβλέπεται επίσης ο τρόπος διαπίστωσης της συνδρομής των προϋποθέσεων της εν λόγω διάταξης.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 28 τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 38 ν. 4002/2011 ώστε να δοθεί χρόνος για την πρόσφορη ρύθμιση σχετικά με δυσκολία εγκατάστασης του ατομικού ενσωματωμένου ειδικού απαραβίαστου φορολογικού μηχανισμού στα υφιστάμενα σήμερα στην αγορά παιγνιομηχανήματα, λόγω παλαιότητας ή/και άλλων ιδιαιτεροτήτων. Η αδυναμία τοποθέτησης του μηχανισμού αυτού, δεν θα επιτρέψει την πιστοποίηση των παιγνιομηχανημάτων και, κατά συνέπεια, την νόμιμη λειτουργία της αγοράς. Με την εισαγόμενη ρύθμιση, εξουσιοδοτείται ο Υπουργός Οικονομικών να καθορίσει την ημερομηνία μετά την οποία η τοποθέτηση του ατομικού ενσωματωμένου ειδικού απαραβίαστου φορολογικού μηχανισμού καθίσταται υποχρεωτική, μετά από εισήγηση  της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (Ε.Ε.Ε.Π.).
 
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 29 προβλέπονται αυστηρές προϋποθέσεις επιχορήγησης προς ΜΚΟ, σωματεία, αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, ΝΠΙΔ ή φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως ποσού επιχορήγησης. Προβλέπεται ειδικότερα η υποβολή ειδικής έκθεσης του αρμόδιου Υπουργού προς τον Υπουργό Οικονομικών και η χορήγηση ειδικής έγκρισης του Υπουργού Οικονομικών. Η διάταξη αποβλέπει στην  εξάντληση των περιθωρίων περιστολής των δαπανών και τον εξορθολογισμό τους στο πλαίσιο της κυβερνητικής βούλησης για προώθηση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, προσαρμογής και πειθαρχίας. Ειδική διαδικασία προβλέπεται στην περίπτωση ανειλημμένων συμβατικών υποχρεώσεων του Υπουργείου Εξωτερικών προς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Ειδικότερα επιδιώκεται η εξομάλυνση των προβλημάτων που δημιουργούνται από την ερμηνεία και εφαρμογή των όρων των συμβάσεων που ρυθμίζονται αποκλειστικά από τον αστικό κώδικα, και της διαδικασίας δημοσιονομικού ελέγχου και εκκαθάρισης, ώστε να αποφευχθούν ακραίες λύσεις που θα έχουν ως αποτέλεσμα την δημιουργία μεγάλου αριθμού δικαστικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια (ΣτΕ 987/2011).
Επίσης, ορίζονται πολύ αυστηρές προϋποθέσεις με τις οποίες επιδιώκεται ο σημαντικός περιορισμός των συμβάσεων που θα υπαχθούν στην ρύθμιση και ειδικότερα ορίζονται η σωρευτική συνδρομή δύο προϋποθέσεων:
(α) Η εκτέλεση του συμβατικού έργου, η οποία προκύπτει από την παραλαβή του από την αρμόδια Υπηρεσία. 
(β) Η έγγραφη συναίνεση της υπηρεσίας για την παράταση του συμβατικού χρόνου, που δόθηκε είτε εγγράφως είτε συνάγεται από την συμπεριφορά της υπηρεσίας, όπως π.χ. από την αποδοχή παραλαβής του έργου χωρίς την διατύπωση οποιασδήποτε ένστασης ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της Μ.Κ.Ο..
Προς μείζονα διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, η υπαγωγή μιας σύμβασης στην ρύθμιση, θα γίνει με πόρισμα κοινής Επιτροπής των Υπουργείων Οικονομικών και Εξωτερικών, η οποία θα λάβει υπ’ όψιν της όλα τα στοιχεία, περιλαμβανομένου και του πορίσματος ελέγχου ορκωτών ελεγκτών που διενεργούν ελέγχους όλων των συμβάσεων της παραγρ. 4.α.  Η επιτροπή αυτή, θα έχει δικαίωμα να συνυπολογίσει στο καταβλητέο υπόλοιπο του συμβατικού ποσού, τυχόν συνυπαιτιότητα της ΜΚΟ στην εκπρόθεσμη εκτέλεση της σύμβασης.
Τέλος, με την προτεινόμενη ρύθμιση διαφυλάσσονται πλήρως οι αρμοδιότητες των ελεγκτικών οργάνων του δημοσίου, ήτοι του επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Υ.Δ.Ε. ως προς την έγκριση των πληρωτέων ποσών χωρίς καμία παρέμβαση της ρύθμισης στις αρμοδιότητες αυτές περιοριζόμενη αποκλειστικά στη συμβατική διάρκεια των υποθέσεων αυτών.  Επιπλέον οι Μ.Κ.Ο οι οποίες θα υπαχθούν στην εν λόγω ρύθμιση παραιτούνται του δικαιώματος τους να αμφισβητήσουν είτε το πόρισμα της Επιτροπής είτε το αποτέλεσμα του δημοσιονομικού ελέγχου και οι συμβάσεις αυτές κλείνουν οριστικά.
Από την ρύθμιση θα μειωθεί η προβλεπόμενη δαπάνη για τις ρυθμιζόμενες συμβάσεις, θα επιβληθούν δε καταλογισμοί στις μη υπαχθείσες συμβάσεις σε ασφαλές και μη αμφισβητήσιμο νομικό πλαίσιο. Με την οριστική εκκαθάριση των εκκρεμών συμβάσεων η χώρα είναι συνεπής προς τις υποχρεώσεις της ως μέλος του Διεθνούς Οργανισμού OECD/DAC και κατά συνέπεια η ρύθμιση έχει αναμφισβήτητη συμβολή στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας στις διεθνείς σχέσεις της.


Τέλος με το άρθρο 30 ορίζεται η έναρξη ισχύος των διατάξεων του σχεδίου νόμου.














































Αθήνα, 13 Δεκεμβρίου 2012




ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

     ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ                                       ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ





ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ                ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΟΥΣΟΥΡΟΥΛΗΣ        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου