Σελίδες

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Παράνομο το χαράτσι της ΔΕΗ | Εφημερίδα των συντακτών

Παράνομο το χαράτσι της ΔΕΗ | Εφημερίδα των συντακτών


Παράνομο το χαράτσι της ΔΕΗ

Των Κατερίνας Κατή – Μαρίας Δήμα

Δικαστήριο της Αθήνας «ηλεκτροδοτεί» όλα τα χειμαζόμενα ελληνικά νοικοκυριά κατεβάζοντας -με απόφασή του– τον… διακόπτη στο χαράτσι της ΔΕΗ. Αποστρεφόμενο τη «φαεινή ιδέα» του συνταγματολόγου Ευάγγελου Βενιζέλου να περάσει το δυσβάσταχτο χαράτσι «ως ανταποδοτικό τέλος» στους λογαριασμούς της ΔΕΗ, το δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας) αποφάσισε ότι πρόκειται για φόρο στον οποίο πρέπει να μπει «φρένο».

Και με απόφασή του (δημοσιεύτηκε χθες), η οποία είναι προσωρινά εκτελεστή, υποχρεώνει τη ΔΕΗ να μη διακόπτει την παροχή ρεύματος στους καταναλωτές που δεν καταβάλλουν το χαράτσι.

Με ένα σκεπτικό-χαστούκι στην πολιτική πράξη που οδήγησε χιλιάδες νοικοκυριά στο σκοτάδι και στο κρύο και ακόμη περισσότερα -που καταβάλλουν το χαράτσι- σε οικονομική απόγνωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο έκρινε ότι η καταβολή του ειδικού τέλους ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ είναι παράνομη και αντισυνταγματική.

Το δικαστήριο (στο οποίο είχαν προσφύγει με αγωγή τους οι καταναλωτικές οργανώσεις ΙΝΚΑ, ΙΝΚΑ Κρήτης, Ενωση Καταναλωτών Αιτωλοακαρνανίας, ΔΙΚΑΠ, Ενωση Καταναλωτών Ελλάδος) υποχρεώνει τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού:

* Να μη διακόπτει την παροχή ρεύματος στους καταναλωτές που δεν το καταβάλλουν

* Να δέχεται από τους καταναλωτές μόνο την καταβολή του αντιτίμου ηλεκτροδότησης

* Να μην ενσωματώνει στους λογαριασμούς ρεύματος το περιβόητο έκτακτο ειδικό τέλος, το οποίο κατά τους δικαστές «δεν συνιστά ανταποδοτικό τέλος, αλλά φόρο».

Η απόφαση, η οποία αναμένεται να κοινοποιηθεί άμεσα στη ΔΕΗ, ανοίγει τον δρόμο και για την αξίωση εκ μέρους των καταναλωτών αποζημιώσεων αντίστοιχων με τα χρηματικά ποσά που πλήρωσαν για την έκτακτη εισφορά και συμπεριλήφθηκαν στα τιμολόγια της Υπηρεσίας.

Η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας είναι προσωρινά εκτελεστή και «θωρακίζει» τους καταναλωτές, ακόμη και μετά την άσκηση έφεσης από την επιχείριση, αφού θα έχει ισχύ μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση σε δεύτερο βαθμό.

Στο σκεπτικό του το δικαστήριο (αποτελούμενο από την πρόεδρο Πρωτοδικών Αικατερίνη Σπηλιωτοπούλου, τη Μαρία Βολίκα, πρωτοδίκη εισηγήτρια, και τη δικαστική πάρεδρο, Κωνσταντίνα Λουκαδάκου), επικαλείται το άρθρο 4 του Συντάγματος σχετικά με την επιβολή των φορολογικών επιβαρύνσεων, στο οποίο επισημαίνεται ότι η επιβολή φορολογικού βάρους επιτρέπεται μόνον, εάν, στον βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα.

«Η φοροδοτική ικανότητα –επισημαίνεται- αποτελεί ιδιότητα του υποκειμένου και συνίσταται, όπως αυτή η ίδια η λεκτική διατύπωση του όρου φανερώνει, στη δυνατότητα του συγκεκριμένου προσώπου να καταβάλει τον φόρο, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβιώσεώς του, προσδιορίζεται δε βάσει κριτηρίων αντικειμενικών, αναγομένων κυρίως στην προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση υγεία και ηλικία των φορολογουμένων».

Οι τρεις δικαστίνες σημειώνουν στην απόφασή τους (υπ. Αριθμ. 1101/2012) ότι: «Η απορρέουσα από τις συνταγματικές διατάξεις υποχρέωση του φορολογικού νομοθέτη να σέβεται τις αρχές της καθολικότητας και της ισότητας του φόρου και ειδικότερα να τηρεί το κριτήριο της φοροδοτικής ικανότητας δεν αναιρείται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η φορολογική επιβάρυνση δεν θεσπίζεται ως πάγια, μέλλουσα να ισχύσει επ” αόριστον, αλλά μόνον για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα χαρακτηριζόμενη ως έκτακτη».

Υπογραμμίζουν ότι κατόπιν των διαδοχικών φορολογικών και εισοδηματικών μέτρων είναι προφανές ότι οι Ελληνες πολίτες έχουν ήδη υποστεί σοβαρότατες οικονομικές απώλειες, οι οποίες, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, επηρεάζουν ουσιωδώς το πραγματικό επίπεδο της φοροδοτικής τους ικανότητας.

Παράλληλα, κατακεραυνώνουν τις διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 4021/2011, σημειώνοντας ότι «επιβάλλουν ένα ακόμα φορολογικό βάρος στους Ελληνες πολίτες χωρίς να συνεκτιμάται διόλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, τόσο για την επιβολή αυτού του φόρου όσο και για το ύψος του, τη συνολική μέχρι σήμερα φορολογική τους επιβάρυνση, με την αύξηση τακτικών και έκτακτων φορολογικών υποχρεώσεων, η οποία έχει δυσμενέστατες επιπτώσεις στη φοροδοτική ικανότητα και ως εκ τούτου στη διατήρηση ανεκτού βιοτικού επιπέδου για πολλές κατηγορίες πολιτών».

«Οι συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων -τονίζεται- με παράλληλη διατήρηση της τιμής των αγαθών εις τα προ της οικονομικής κρίσεως υψηλά επίπεδα, συνδυαζόμενη με αύξηση των πάσης φύσεως φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών (κατάργηση σειράς φοροαπαλλαγών, επιβολή νέων φόρων διά της υπέρμετρου αυξήσεως των τεκμηρίων διαβιώσεως, αύξηση των αντικειμενικών αξιών και ακινήτων, υπό καθεστώς υφέσεως της οικονομίας, η οποία συνεπάγεται όχι μόνο μείωση των αντικειμενικών αξιών αλλά και των πάσης φύσεως προσόδων εξ αυτών κ.λπ.) αποτελούν τους κύριους παράγοντες μειώσεως της αγοραστική δύναμης των πολιτών, που οδηγούν αναποτρέπτως στη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης σε επίπεδο που να απειλεί πολλές φορές ακόμη και το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως ορισμένων από αυτών…

Συνέπεια όλων αυτών είναι η αδυναμία εκπληρώσεως των φορολογικών υποχρεώσεων από ορισμένους από τους βαρυνόμενους με την επίδικη φορολογία λόγω εξαντλήσεως της φοροδοτικής τους ικανότητας, την οποία έπρεπε προηγουμένως να σταθμίσει ο νομοθέτης προκειμένου να προχωρήσει στην επιβολή της, κατά τρόπο συμβατό με την προαναφερθείσα διάταξη του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ».
05/12/2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου