Σελίδες

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Σχετικά με την Ανάλωση Κεφαλαίου και τα Αγροτικά Εισοδήματα από επιδοτήσεις



Σε συνέχεια της παρουσίασης της 15η Δεκεμβρίου 2012, σας αποστέλλουμε τις αποφάσεις του υπουργείου Οικονομικών, που αφορούν την ανάλωση κεφαλαίου και τα φορολογικά αποταμιεύματα, δηλαδή τα χρηματικά διαθέσιμα που έχει ο φορολογούμενος σύμφωνα με την φορολογική νομοθεσία.
Υπενθυμίζουμε ότι:
1.      Όσο αφορά τους αγρότες, μπορεί να έχουν περισσότερα αποταμιεύματα, διότι ορισμένες από τις επιδοτήσεις που εισπράττουν από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, δεν καταγράφονται στην φορολογική δήλωση τους. Μάλιστα από το έτος 2011 (δηλώσεις που κατατέθηκαν το 2012) και μετά δεν έχουν δικαίωμα να παρουσιάσουν καμία οικονομική ενίσχυση στην φορολογική τους δήλωση, ενώ έχουν λάβει αυτά τα χρήματα.
2.      Υπάρχουν εισοδήματα που δεν καταγράφονται στην φορολογική δήλωση. Αυτά μπορεί να είναι εισαγωγή συναλλάγματος ή ακόμη και κέρδη και μερίσματα από το χρηματιστήριο ή από εμπορική εταιρική δραστηριότητα που μπορεί κάποιο να μην τα δήλωναν, μιας και μέχρι σήμερα δεν είχαν την υποχρέωση αυτή.
Α. Ανάλωση κεφαλαίου (φορολογικών αποταμιευμάτων) προηγουμένων ετών
Αθήνα, 25 Νοεμβρίου 2010
Αριθ. Πρωτ. Δ12 1159239 ΕΞ 2010
ΘΕΜΑ:  Κάλυψη τεκμαρτής δαπάνης με ανάλωση κεφαλαίου προηγουμένων ετών
Απαντώντας στην από 16.11.2010 αίτησή σας, αναφορικά με το παραπάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης ζ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε., όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την παράγραφο 7 του άρθρου 3 του Ν.3842/2010, για εισοδήματα που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά περίπτωση από 1.1.2010 και μετά, η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων καλύπτεται ή περιορίζεται μεταξύ άλλων, με ανάλωση κεφαλαίου που αποδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από το φόρο, τα οποία προκύπτουν από συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων αυτών, από τα χρηματικά ποσά, τα οριζόμενα στις περιπτώσεις β’, γ’, δ’, ε’ και στ’ της παραγράφου αυτής (χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα, χρηματικά ποσά που προέρχονται από πώληση περιουσιακών στοιχείων, εισαγωγή χρηματικών κεφαλαίων από το εξωτερικό, δάνεια, δωρεές, γονικές παροχές κ.τ.λ.) και από οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που προσδιορίζονται στα άρθρα 16 και 17, ανεξάρτητα αν απαλλάσσονται της εφαρμογής των άρθρων αυτών. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν δαπάνες με βάση το άρθρο 16 ή αν το ποσό τους είναι μικρότερο από τις τρεις χιλιάδες (3.000)

ευρώ προκειμένου για άγαμο και πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ προκειμένου για συζύγους, το ποσό που πρέπει να εκπέσει προσδιορίζεται με βάση την κοινωνική, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των φορολογούμενων και τις αποδεδειγμένες δαπάνες διαβίωσής τους και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριών χιλιάδων (3,000) και πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, αντίστοιχα.
2. Με το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης ζ' της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Κ.Φ.Ε., όπως είχαν τεθεί με την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του Ν.3763/2009 και ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με την παράγραφο 7 του άρθρου 3 του Ν.3842/2010, για εισοδήματα που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται από το οικονομικό έτος 2009 και επόμενα, προβλεπόταν ότι για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου κάθε έτους από τα πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από τον φόρο, τα οποία προκύπτουν από συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων αυτών, από τα χρηματικά ποσά, τα οριζόμενα στις περιπτώσεις β’, γ’, δ’, ε’ και στ’ και από οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που προσδιορίζονται στα άρθρα 16 και 17, εφόσον εμπίπτουν στις διατάξεις περί εφαρμογής του τεκμηρίου.
3. Περαιτέρω, με την παράγραφο 4 του άρθρου 4 του Ν.3296/2004 προβλεπόταν ότι για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου κάθε έτους από τα πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από τον φόρο, τα οποία προκύπτουν από συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων αυτών, από τα χρηματικά ποσά, τα οριζόμενα στις περιπτώσεις β’, γ’, δ’, ε’ και στ’ και από οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που προσδιορίζονται από τα άρθρα 16 και 17, ανεξάρτητα από το αν απαλλάσσονται της εφαρμογής του τεκμηρίου. Οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή για εισοδήματα που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2005 και μετά.
4. Στην 1012212/10171/Β0012/ΠΟΛ.1016/7.2.2005 εγκύκλιό μας, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι διατάξεις του Ν.3296/2004, διευκρινίστηκε ότι με τις διατάξεις του Ν.3296/2004 ορίσθηκε πλέον και νομοθετικά (αυτά που είχαν γίνει δεκτά από τη διοίκηση κατά το παρελθόν) ότι κατά τον προσδιορισμό κεφαλαίου προηγούμενων ετών, προκειμένου να περιορισθεί ή να καλυφθεί προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, αφαιρούνται οι δαπάνες των άρθρων 16 και 17 του Κ.Φ.Ε. ανεξάρτητα από τον αν έχει εφαρμογή ή όχι το τεκμήριο για τις δαπάνες αυτές.
5. Η διοίκηση με το 1072802/1435/Α0012/21.9.2005 έγγραφό της, το οποίο αναφερόταν στον προσδιορισμό του προς ανάλωση κεφαλαίου προηγούμενων ετών κατά το οικονομικό έτος 2006, έκανε δεκτό ότι προκειμένου για τεκμαρτές δαπάνες διαβίωσης κατοικιών, θα αφαιρούνται μόνο αυτές που αναλογούν σε κατοικίες πάνω από 200 τ.μ. προκειμένου για κύρια και πάνω από 150 τ.μ. προκειμένου για δευτερεύουσες.
6. Στο ερώτημα που μας υποβάλατε ζητάτε να σας διευκρινίσουμε σε ποια έτη κατά τον σχηματισμό κεφαλαίου προηγουμένων ετών εκπίπτουν οι δαπάνες που ορίζονται από τα άρθρα 16 και 17 του Κ.Φ.Ε., ανεξάρτητα από το αν απαλλάσσονται της εφαρμογής του τεκμηρίου στο τρέχον έτος. Επιπλέον, ζητάτε να σας διευκρινίσουμε

αν κατά την ανάλωση κεφαλαίου προηγουμένων ετών θα αφαιρούνται οι απαλλασσόμενες τεκμαρτές δαπάνες του άρθρου 16 που προκύπτουν από κύρια κατοικία επιφάνειας μέχρι 200 τ.μ., δευτερευουσών κατοικιών επιφάνειας μέχρι 150 τ.μ. και σκάφους αναψυχής μήκους μέχρι 10 μέτρα.
7. Από την παράθεση των νόμων παραπάνω προκύπτει ότι με τον Ν.3296/2004 ρυθμίστηκε και νομοθετικά αυτό το οποίο ίσχυε μέχρι τότε διοικητικά ότι δηλαδή κατά τον προσδιορισμό κεφαλαίων προηγούμενων ετών στην ανάλωση, θα αφαιρούνται οι δαπάνες των άρθρων 16 και 17 του Κ.Φ.Ε. σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τον αν έχει εφαρμογή ή όχι το τεκμήριο για τις δαπάνες αυτές. Οι χρήσεις 2008 και 2009 αποτελούν την μοναδική εξαίρεση και συνεπώς κατά τις χρήσεις αυτές στον σχηματισμό κεφαλαίου προηγούμενων ετών οι δαπάνες των άρθρων 16 και 17 θα αφαιρούνται μόνο εφόσον εμπίπτουν στις διατάξεις περί εφαρμογής του τεκμηρίου. Τέλος, σε ό,τι αφορά τις τεκμαρτές δαπάνες διαβίωσης κύριων και δευτερευουσών κατοικιών, κατά την ανάλωση κεφαλαίου, προηγούμενων ετών αφαιρούνται μόνο αυτές που προβλέπονται από το άρθρο 16 του Κ.Φ.Ε. δηλαδή αυτές που προκύπτουν από κύρια κατοικία άνω των 200 τ.μ. και δευτερεύουσες κατοικίες άνω των 150 τ.μ. Αντίθετα, προκειμένου για απαλλασσόμενες τεκμαρτές δαπάνες διαβίωσης σκάφους αναψυχής μέχρι 10 μέτρα, αυτές θα αφαιρούνται κατά τον σχηματισμό κεφαλαίου προηγουμένων ετών (με εξαίρεση τις χρήσεις 2008 και 2009), δεδομένου ότι από το άρθρο 16 του Κ.Φ.Ε. προβλέπεται τεκμαρτή δαπάνη διαβίωσης για τα σκάφη αναψυχής.

Αθήνα, 03 Μαρτίου 2011
Αρ. Πρωτ.: Δ12 1036037 ΕΞ 04/03/2011
ΘΕΜΑ: Ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη

Απαντώντας στην από 14-02-2011 αίτησή σας, αναφορικά με το παραπάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης θ' της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ΚΦΕ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του ν.3842/2010, για τον προσδιορισμό του αντικειμενικού εισοδήματος με βάση τη συνολική ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που συνοικούν και τους βαρύνουν λαμβάνεται υπόψη μεταξύ άλλων η ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη του φορολογουμένου η οποία ορίζεται σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ προκειμένου για τον άγαμο και σε πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για τους συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση.


2. Με την υπ. αριθμ. ΠΟΛ.1135/4.10.2010 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών διευκρινίζεται ότι κάθε χρόνο θα λαμβάνεται υπόψη, εκτός των υπολοίπων τεκμηρίων του άρθρου 16 του ΚΦΕ, και ένα επιπλέον ποσό ως ελάχιστη αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης που ορίζεται στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ προκειμένου για τον άγαμο και σε πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για τους συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση.

3. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης ζ' της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του ΚΦΕ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την παράγραφο 7 του άρθρου 3 του ν.3842/2010, η διαφορά μεταξύ του δηλωθέντος εισοδήματος και της συνολικής ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης καλύπτεται ή περιορίζεται, μεταξύ άλλων, με ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από το φόρο. Για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου αυτού ανά έτος, από τα πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο, τα οποία προκύπτουν από συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων αυτών, από τα χρηματικά ποσά που ορίζονται στις περιπτώσεις β’ ,γ’ ,δ’ ,ε’ και στ’ της παραγράφου αυτής και από οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που προσδιορίζονται στα άρθρα 16 και 17, ανεξάρτητα αν απαλλάσσονται της εφαρμογής των άρθρων αυτών. Αν δεν υπάρχουν δαπάνες με βάση το άρθρο 16 ή αν το ποσό τους είναι μικρότερο από τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ προκειμένου για άγαμο και πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ προκειμένου για συζύγους, το ποσό που πρέπει να εκπέσει προσδιορίζεται με βάση την κοινωνική, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των φορολογουμένων και τις αποδεδειγμένες δαπάνες διαβίωσής τους και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριών χιλιάδων (3.000) και πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, αντίστοιχα.

4. Συνεπώς, το ελάχιστο ετήσιο κόστος διαβίωσης ορίσθηκε από τον νομοθέτη, στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) για τον άγαμο και πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση και τα οποία αυτά ποσά προστίθενται στις ετήσιες αντικειμενικές δαπάνες. Δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας ο ανωτέρω νόμος.

Β. Εισοδήματα από αγροτικές ενισχύσεις και κάλυψη τεκμηρίων

α) Κάλυψη της τεκμαρτής διαφοράς με τα ποσά των αποζημιώσεων ή επιδοτήσεων επί της παραγωγής αγροτικών προϊόντων
1043104/874/Α0012/ΠΟΛ.1152/17.4.2002
Σχετικά με το πιο πάνω θέμα, σας πληροφορούμε τα ακόλουθα:
1. Με τις διατάξεις του άρθρου 42 του ΚΦΕ (Ν.2238/1994) το εισόδημα που προκύπτει από οποιαδήποτε γεωργική δραστηριότητα, στην περίπτωση που δεν τηρούνται βιβλία του ΚΒΣ από τα οποία να εξάγεται λογιστικό αποτέλεσμα για τη  δραστηριότητα αυτή, προσδιορίζεται με αντικειμενική μέθοδο με βάση τις καθιερωμένες αρχές της γεωργικής λογιστικής.
2. Κατά την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, οι επιδοτήσεις και οι αποζημιώσεις επί της παραγωγής, όπως π.χ. επιδότηση ελαιόλαδου ή αποζημίωση για καταστροφή γεωργικής καλλιέργειας λόγω παγετού ή αποζημίωση για υποχρεωτική παύση γεωργικής καλλιέργειας που υποδεικνύεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στα πλαίσια εφαρμογής των γεωργικών προγραμμάτων, οι οποίες καταβάλλονται σε ατομικές ή εταιρικές γεωργικές επιχειρήσεις, δεν φορολογούνται και αναγράφονται, προκειμένου


για φυσικά πρόσωπα, στους Κωδ. 473-474 του Εντύπου Ε1 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2002, για στατιστικούς λόγους.
3. Εξάλλου, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 19 του ΚΦΕ (Ν.2238/1994), ο προϊστάμενος της ΔΟΥ κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς μεταξύ του δηλωθέντος εισοδήματος ή του προσδιορισθέντος από αυτόν και της συνολικής ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης των άρθρων 16 και 17, υποχρεούται να λάβει υπόψη του τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά στοιχεία και με τα οποία καλύπτεται ή περιορίζεται η διαφορά που προκύπτει. Τα ποσά αυτά είναι, μεταξύ άλλων, πραγματικά εισοδήματα τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
4. Κατόπιν των ανωτέρω, γίνεται δεκτό ότι τα ποσά των πιο πάνω επιδοτήσεων, στις περιπτώσεις προσδιορισμού του γεωργικού εισοδήματος με την αντικειμενική μέθοδο, τα οποία δεν φορολογούνται και αναγράφονται στους Κωδ. 473-474 του Εντύπου Ε1 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για στατιστικούς λόγους, να λαμβάνονται πλέον υπόψη για την κάλυψη της τεκμαρτής διαφοράς του άρθρου 19 του ΚΦΕ (Ν.2238/1994).
β) Φορολογική μεταχείριση των χρηματικών ποσών που καταβάλλονται από τους αγρότες για αγορά μηχανολογικού εξοπλισμού, για κατασκευή κτιριακού εξοπλισμού και γενικά για αγορά επενδυτικών αγαθών που προορίζονται για τις ανάγκες αγροτικής εκμετάλλευσης, για το οικονομικό έτος 1998 και επόμενα
 1071908/1159/Α0012/ΠΟΛ.1176/17.6.1998
 Με αφορμή ερωτήματα που μας έχουν υποβληθεί, σχετικά με το πιο πάνω θέμα, σας παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις:
1. Με τις διατάξεις του άρθρου 15 του Ν.2238/1994 ορίζεται ότι το συνολικό εισόδημα προσδιορίζεται, κατ' εξαίρεση, με βάση τις δαπάνες διαβίωσης και τις δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του φορολογουμένου, όταν το συνολικό ποσό των δαπανών αυτών, που προσδιορίζεται με βάση τα άρθρα 16, 17 και 18 του νόμου αυτού, είναι ανώτερο από το συνολικό εισόδημα των κατηγοριών Α' έως Ζ'.
2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 17 του πιο πάνω νόμου, ορίζεται ότι ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη του φορολογούμενου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν, λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται, μεταξύ των άλλων, για αγορά ή χρονομεριστική ή χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων ή ανέγερση οικοδομών, καθώς και για αγορά κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, με εξαίρεση αυτά που αποτελούν αρδευτικό εξοπλισμό γεωργικής εκμετάλλευσης. Η εξαίρεση αυτή τέθηκε με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 16

του Ν.2443/1996 και ισχύει για δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 1996 και μετά.
3. Επίσης, με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 19 του πιο πάνω νόμου, ορίζεται ότι ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ, κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς εισοδήματος, με βάση τις διατάξεις της παρ. 1 του ίδιου άρθρου και νόμου, υποχρεούται να λάβει υπόψη του, μεταξύ των άλλων, τα χρηματικά ποσά με τα οποία καλύπτεται ή περιορίζεται η διαφορά που προκύπτει και τα οποία ιδίως είναι:
α) Πραγματικά εισοδήματα που απαλλάσσονται ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο.
β) Χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα.
γ) Χρηματικά ποσά που προέρχονται από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων.
δ) ……….
ε) Δάνεια, τα οποία έχουν ληφθεί και αποδεικνύονται με έγγραφα στοιχεία που φέρουν βέβαιη χρονολογία.
στ) Δωρεά ή γονική παροχή χρηματικών ποσών, για την οποία η οικεία φορολογική δήλωση έχει υποβληθεί μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η σχετική δαπάνη.
ζ) Ανάλωση κεφαλαίου που αποδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από το φόρο.
4. Πρόσφατα, με τις διατάξεις του Ν.2520/1997, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα με τις διατάξεις των Ν.2538/1997 και Ν.2601/1997, διευρύνθηκε η έννοια του αγρότη και της αγροτικής επιχείρησης. Έτσι, αγρότες θεωρούνται και όσοι, πέραν της γεωργικής εκμετάλλευσης, ασχολούνται συμπληρωματικά με τον αγροτουρισμό, αγροτοβιομηχανία, παραδοσιακή βιοτεχνία και προστασία του φυσικού χώρου, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται στα όρια της αγροτικής εκμετάλλευσης και στα πλαίσια εγκεκριμένου προγράμματος του Υπουργείου Γεωργίας. Οι πιο πάνω  αγρότες, για την αγορά ή κατασκευή επενδυτικών αγαθών που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες γεωργικής εκμετάλλευσης και των προαναφερομένων συμπληρωματικών δραστηριοτήτων τους, λαμβάνουν οικονομικές ενισχύσεις, εθνικές ή κοινοτικές, καθώς και χαμηλότοκα δάνεια, με βάση Κοινές Αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας (σχετικές οι υπ' αριθ. 376719/10302/16.5.1997, ΦΕΚ 399/Β’, 333757/4220/29.4.1998, ΦΕΚ 384/Β’) που εκδίδονται στα πλαίσια εφαρμογής των Κανονισμών Συμβουλίου [Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2328/1991 του Συμβουλίου και 3669/1993, 2343/1994, 2019/1993 κ.λπ.].
Σημειώνεται ότι σημαντικό ποσοστό, που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του 30% της συνολικής οικονομικής ενίσχυσης, χορηγείται μετά την ολοκλήρωση της επένδυσης,

μετά δηλαδή την παραλαβή του έργου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται από τον Υπουργό Γεωργίας.
5. Εξάλλου, όπως πάγια έχει γίνει δεκτό από τη Διοίκηση, τα χρηματικά ποσά των επιδοτήσεων ή επιχορηγήσεων γενικά που καταβάλλονται από το Δημόσιο σε επιχειρήσεις γενικά, για αγορά πάγιων περιουσιακών στοιχείων (ανέγερση οικοδομών, αγορά μηχανημάτων κ.λπ.), δεν θεωρούνται προσθετικά στοιχεία των ακαθάριστων εσόδων, δηλαδή δεν προσαυξάνουν τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, δεν θεωρούνται εισόδημα και δεν υπόκεινται σε φόρο, αλλά αποτελούν μειωτικά στοιχεία του κόστους των παγίων αυτών στοιχείων (σχετική η υπ’ αριθ. 1040321/10238/Β0012/ΠΟΛ.1093/5.5.1992 εγκύκλιος).
6. Συνεπώς, τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τους αγρότες για αγορά γεωργικού μηχανολογικού εξοπλισμού, όπως αυτοκινούμενων αγροτικών οχημάτων, γεωργικού μηχανολογικού εξοπλισμού, πλην αρδευτικού κ.λπ., καθώς και για αγορά ή κατασκευή κτιριακού εξοπλισμού, όπως αποθήκες, υπόστεγα, βουστάσια, θερμοκήπια κ.λπ., λογίζονται ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη αγοράς, κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του παρόντος, η οποία μειώνεται ισόποσα με τα χρηματικά ποσά των οικονομικών ενισχύσεων, κοινοτικών ή εθνικών, που τους καταβάλλονται για την απόκτηση των πιο πάνω επενδυτικών αγαθών του αγροτικού τομέα, με τα ποσά των χαμηλότοκων δανείων, καθώς και με οποιοδήποτε άλλο ποσό από τα αναφερόμενα στην παρ. 3 του παρόντος.
7. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε ότι, σε πολλές περιπτώσεις, σημαντικό ποσοστό της συνολικής οικονομικής ενίσχυσης καταβάλλεται σε έτος μεταγενέστερο εκείνου της απόκτησης του επενδυτικού αγαθού, δηλαδή μετά την ολοκλήρωση της επένδυσης στα πλαίσια εφαρμογής των προγραμμάτων των γεωργικών διαρθρώσεων. Το πραγματικό αυτό γεγονός έχει σαν συνέπεια το πιο πάνω ποσό να μην λαμβάνεται υπόψη για την κάλυψη της τεκμαρτής δαπάνης αγοράς του επενδυτικού αγαθού, καθόσον από τις φορολογικές διατάξεις ως προϋπόθεση αναγνώρισής του απαιτείται η είσπραξη του ποσού αυτού να έχει συντελεστεί στο έτος πραγματοποίησης της σχετικής δαπάνης.
8. Κατόπιν των ανωτέρω και για λόγους δίκαιης φορολογικής μεταχείρισης, στις περιπτώσεις απόκτησης επενδυτικών αγαθών από τους αγρότες, για τα οποία τους χορηγούνται οικονομικές ενισχύσεις, γίνεται δεκτό ως τεκμήριο δαπάνης να λαμβάνεται το ποσό που απομένει αφού αφαιρεθεί από το ποσό της αγοράς του επενδυτικού αγαθού, το συνολικό ποσό της οικονομικής ενίσχυσης, ανεξάρτητα αν το ποσό αυτό εισπράττεται από τον αγρότη στο ίδιο έτος που έγινε η αγορά του επενδυτικού αγαθού ή σε μεταγενέστερο έτος, με την ακόλουθη διαδικασία:
α) Με την υποβολή των αρχικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος από τους αγρότες, για την κάλυψη της τεκμαρτής δαπάνης αγοράς του επενδυτικού αγαθού που

αποκτήθηκε στην κρινόμενη χρήση, θα λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της οικονομικής ενίσχυσης που θα έχει εισπράξει ο δικαιούχος μέχρι την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης.
β) Με την υποβολή ανακλητικής δήλωσης μέσα στο οικείο οικονομικό έτος, στις περιπτώσεις που η οικονομική ενίσχυση ή ποσοστό αυτής εισπράττεται μετά την ημερομηνία υποβολής των αρχικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος. Με τη δήλωση αυτή, θα ανακαλείται ποσό τεκμαρτής δαπάνης αγοράς επενδυτικού αγαθού ισόποσο με το ύψος της οικονομικής ενίσχυσης που εισπράττεται στο συγκεκριμένο αυτό χρόνο.
9. Ενόψει των ανωτέρω, τα οποία ισχύουν για υποθέσεις οικονομικού έτους 1998 και επόμενων, σε όσες περιπτώσεις η εκκαθάριση των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 1998, των αγροτών έγινε κατά διάφορο τρόπο από τον πιο πάνω αναφερόμενο, θα ενεργείται, κατά περίπτωση, νέα εκκαθάριση του φόρου από τις αρμόδιες ΔΟΥ, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρούσα.
γ) Κάλυψη τεκμαρτής δαπάνης με αγροτικές επιδοτήσεις
1086295/Δ12/30.6.2010
Απαντώντας στην από 21.5.2010 αίτησή σας αναφορικά με το παραπάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
1. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 19 του Ν.2238/1994 του ΚΦΕ, ο προϊστάμενος της ΔΟΥ κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς μεταξύ του δηλωθέντος εισοδήματος ή του προσδιορισθέντος από αυτόν και της συνολικής ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης των άρθρων 16 και 17, υποχρεούται να λάβει υπόψη του τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά στοιχεία και με τα στοιχεία καλύπτεται ή περιορίζεται η διαφορά που προκύπτει. Τα ποσά αυτά είναι, μεταξύ άλλων, πραγματικά εισοδήματα, τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
2. Με την υπ’ αριθ. 1144442/2583/Α0012/ΠΟΛ.1289/27.12.1994 εγκύκλιο, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι διατάξεις του Ν.2214/1994, διευκρινίστηκε ότι στο καθαρό γεωργικό εισόδημα που προσδιορίζεται με την αντικειμενική μέθοδο έχει συνυπολογισθεί κάθε μορφής επιδότηση ή άλλη ενίσχυση, εμφανής ή αφανής και κατά συνέπεια τα ποσά επιδοτήσεων ή ενισχύσεων που εισπράττουν όσοι ασκούν γεωργική δραστηριότητα, δεν προστίθενται στο γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των στρεμμάτων κ.λπ. με το καθαρό ποσό εισοδήματος ανά στρέμμα κ.λπ. Συνεπώς τα ποσά των παραπάνω επιδοτήσεων ή αποζημιώσεων δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για μείωση της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης δεδομένου ότι έχουν ήδη υπολογισθεί στο καθαρό γεωργικό εισόδημα που

υπολογίζεται με την αντικειμενική μέθοδο (σχετ. το υπ’ αριθ. 1085810/2035/Α0012/22.9.1995 έγγραφό μας).
3. Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθ. 1043104/874/Α0012/ΠΟΛ.1152/17.4.2002 εγκύκλιο έγινε δεκτό, ότι τα ποσά των επιδοτήσεων και των αποζημιώσεων επί της παραγωγής, στις περιπτώσεις προσδιορισμού του γεωργικού εισοδήματος με την αντικειμενική μέθοδο, τα οποία δεν φορολογούνταν και αναγράφονταν στους κωδικούς αριθμούς 473-474 του εντύπου Ε1 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2002 για στατιστικούς λόγους, λαμβάνονται πλέον υπόψη για την κάλυψη της τεκμαρτής διαφοράς του άρθρου 19 του ΚΦΕ. Τα εν λόγω ποσά αναγράφονταν στους κωδικούς αριθμούς 657-658 της δήλωσης του οικονομικού έτους 2003 και στους κωδικούς 659-660 των οικονομικών ετών 2004 και μετά.
4. Από το έτος 2009 και μετά, στις βεβαιώσεις των γεωργικών ενισχύσεων, επιδοτήσεων κ.λπ. ο ΟΠΕΚΕΠΕ διαχωρίζει ποιες ενισχύσεις είναι επί της παραγωγής και ποιες όχι. Οι επιδοτήσεις επί της παραγωγής αναγράφονται στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος στον κωδικό 659-660 των οικονομικών ετών 2009 και 2010 προκειμένου να καλύψουν τεκμήρια και στους κωδικούς 477-478 αναγράφονται οι επιδοτήσεις που δεν συνδέονται με την παραγωγή και οι οποίες δεν καλύπτουν τα τεκμήρια.
5. Σύμφωνα με τα ανωτέρω είναι σαφές ότι οι αγροτικές ενισχύσεις τυγχάνουν διαφορετικής φορολογικής αντιμετώπισης ανάλογα με το αν συνδέονται ή όχι με την παραγωγή. Συνεπώς, εάν οι βεβαιώσεις που χορηγούνται από τον ΟΠΕΚΕΠΕ προς τους δικαιούχους, αναγράφουν ότι οι επιδοτήσεις - ενισχύσεις είναι συνδεδεμένες με την παραγωγή, αυτές μπορούν να καλύψουν τεκμήρια.

Επιμέλεια: Απόστολος Αλωνιάτης. Οικονομολόγος - Φοροτεχνικός , Συγγραφέας
Α. Αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών & Φορολογικών Μελετών (Ι.Ο.ΦΟ.Μ)
Οικονομικός Διευθυντής της PROSVASIS AEBE

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου