Σελίδες

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Δικαστικοί και βουλευτές ερίζουν για τα αφορολόγητά τους–Εμείς απλώς πληρώνουμε


Πέμπτη, 21 Φεβρουαρίου 2013 09:11

Δικαστικοί και βουλευτές ερίζουν για τα αφορολόγητά τους–Εμείς απλώς πληρώνουμε

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(3 ψήφοι)
Δικαστικοί και βουλευτές ερίζουν για τα αφορολόγητά τους–Εμείς απλώς πληρώνουμε
«Τόλμησε» ο γενικός γραμματέας φορολογικών εσόδων να φορολογήσει επίδομα που εισπράττουν οι δικαστικοί και το οποίο επί σειρά ετών είναι αφορολόγητο και έγινε το… έλα να δεις. Επιστολή στον πρωθυπουργό έστειλαν οι ενώσεις των δικαστικών κατηγορώντας την κυβέρνηση, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι «επιχειρεί να έλθει σε ευθεία αντιπαράθεση με τους δικαστικούς λειτουργούς».
Γράφει:  
Επικαλούνται την συνταγματική κατοχυρωμένη ισότιμη μεταχείριση βουλευτών και δικαστικών. Και στην συγκεκριμένη περίπτωση, διεκδικούν να μην φορολογείται το εισόδημά τους μέχρι το όριο των 880 ευρώ τον μήνα (σ.σ επιπλέον αφορολόγητο αυτού που προβλέπει η φορολογική κλίμακα) όπως συμβαίνει και με τους βουλευτές. Πριν προλάβει να φουντώσει η «πυρκαγιά» –δεν το έχουν και σε τίποτα οι δικαστικοί να κατέβουν από τα έδρανα και να μπλοκάρουν τα πάντα σε μια περίοδο που η κυβέρνηση θέλει να επιταχυνθούν οι διαδικασίες, ειδικά αυτές που αφορούν οικονομικές υποθέσεις- το υπουργείο Οικονομικών σπεύδει να τα μαζέψει άρον-άρον. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η εγκύκλιος που έκανε λόγο για φορολόγηση του επιδόματος των δικαστικών θα μπει στο «ψυγείο» μέχρι να κριθεί οριστικά το ζήτημα από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Αυτό που πραγματικά προκαλεί την κοινή γνώμη, δεν είναι το αν οι δικαστικοί μπορούν να επιβληθούν στην κυβέρνηση ή όχι, αν έχουν δίκιο ή άδικο βουλευτές και δικαστικοί. Είναι το περιεχόμενο της διένεξης η οποία, με δύο λόγια, συνοψίζεται στο εξής: οι δικαστικοί θέλουν το ίδιο δικαίωμα στο αφορολόγητο που έχουν οι βουλευτές. Όλοι οι υπόλοιποι, απλώς …παρακολουθούμε. Η ιστορία, προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της επιστολής των δικαστικών προς τον πρωθυπουργό. Καλή ανάγνωση:

«Αξιότιμε κ. Πρωθυπουργέ,

Τις τελευταίες ημέρες παρατηρούμε ότι, σε πλήρη αναντιστοιχία με τις έμπρακτες προθέσεις μας να εξομαλυνθεί η κατάσταση στη Δικαιοσύνη, η Εκτελεστική Εξουσία επιχειρεί να έλθει και πάλι σε ευθεία αντιπαράθεση με τους Δικαστικούς Λειτουργούς.
Σαφής απόδειξη του κλίματος αυτού απροκάλυπτης εχθρικής στάσης και εκφοβισμού παράλληλα δε και εμπαιγμού που θέλει να καλλιεργήσει η Κυβέρνηση απέναντι στο Δικαστικό Σώμα, είναι η έκδοση και κυκλοφορία του Δ12 1024690/8.2.2013 εγγράφου του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κ. Θ. Θεοχάρη, στο οποίο περιέχεται καταφανώς αντίθετη με το Σύνταγμα και την πάγια νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας κρίση ως προς το εξής ζήτημα: Το εν λόγω έγγραφο του κ. Θ. Θεοχάρη, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό του, εκδόθηκε σε απάντηση ερωτήματος, υποβληθέντος από τις ΔΟΥ, προς τις οποίες, οι Δικαστικοί Λειτουργοί, με αίτηση ανάκλησης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματός μας, ζητήσαμε την επέκταση της φορολογικής μεταχείρισης της βουλευτικής αποζημίωσης, με δεδομένη την, σύμφωνα με το Σύνταγμα, καθιερωμένη ισοτιμία των Δικαστών με τους Βουλευτές. Συγκεκριμένα στο πρώτο κεφάλαιο της αίτησής μας εκθέσαμε ότι, με την υπ’ αρ. 3150/1999 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε ότι το καταβαλλόμενο στους Δικαστικούς Λειτουργούς επίδομα, προς αντιστάθμιση των δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του Λειτουργήματός τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και οργάνωσης γραφείου), το χαρακτηρισθέν με το Ν. 3205/2003, άρθρο 30 περ. Α, παρ. 3, ως αντισταθμιστικό επίδομα, δεν υποβάλλεται σε φόρο εισοδήματος, διότι αντικρίζει πραγματικές δαπάνες και έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα, για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών και δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα, κατά την έννοια του άρθρου 78§1 του Συντάγματος και άρθρου 4§1 του Κώδικα φορολογίας εισοδήματος ούτε συγκεκαλυμμένο φορολογικό προνόμιο υπέρ των Δικαστών, καθώς και ότι, στη συνέχεια, με την υπ’ αριθμ. 1072374/1223/Α0012/23-7-2001 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, λόγω της σύνδεσης της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, ορίσθηκε ότι από το φορολογητέο ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης αφαιρείται ποσό 880€ μηνιαίως (10.560 € ετησίως) δηλαδή ποσό ίσο με το τότε καταβαλλόμενο στους Δικαστές αντισταθμιστικό επίδομα, παρά το γεγονός ότι στους Βουλευτές καταβάλλεται από το έτος 1991 (2449/1991 απόφαση Ολομ. της Βουλής) σχετικό επίδομα, το οποίο μάλιστα δεν υποβάλλεται ούτε σε κρατήσεις ούτε σε φόρο εισοδήματος . Σημειωτέον ότι το αφαιρούμενο ως μη φορολογητέο ποσό από τη Βουλευτική αποζημίωση εξακολουθεί να είναι το ποσό των 880€ μηνιαίως, παρότι το αντιστοιχούν αντισταθμιστικό επίδομα των Δικαστών μετά τις επανειλημμένες μνημονιακές περικοπές είναι σήμερα 470€. Ζητήσαμε δε με την αίτησή μας, όπως προς άρση της παραβίασης της Συνταγματικώς καθιερωμένης αρχής της ισοτιμίας των Λειτουργών της Δικαστικής και Νομοθετικής Εξουσίας, κριθεί ότι, από τις υποβαλλόμενες σε φόρο εισοδήματος αποδοχές μας, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 880€ μηνιαίως (10560€ ετησίως).
Με το ως άνω απαντητικό έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κ. Θ. Θεοχάρη περιφρονείται προκλητικά το Κράτος Δικαίου και καταλύεται η Συνταγματικά επιβεβλημμένη υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται με τις δικαστικές αποφάσεις (άρθρο 95§5 του Συντάγματος), εφόσον μετά την ως άνω αρχική απόφαση (3150/1999 του ΣτΕ) σε εκτέλεση της οποίας εκδόθηκε εγκύκλιος του Υπουργού Οικονομικών, ακολούθησε και σωρεία άλλων δικαστικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες έχει γίνει παγίως δεκτό ότι το ως άνω αντισταθμιστικό επίδομα των Δικαστών, καθώς και κάθε επίδομα κρατικού λειτουργού ή υπαλλήλου, που αντικρίζει πραγματικές δαπάνες, έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα.
Με διάθεση ρεμβανσισμού απέναντι στην αυτονόητη, κατά το Σύνταγμα, και δίκαιη απαίτηση των Δικαστικών Λειτουργών για ισότιμη φορολογική μεταχείριση της Νομοθετικής με τη Δικαστική εξουσία, ο κ. Γεν. Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, χωρίς να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα περί ισότιμης φορολογικής μεταχείρισης, επαναφέρει με το ως άνω έγγραφό του κατά τρόπο αυθαίρετο και αποφαίνεται καθ’ υπέρβαση του υποβληθέντος αιτήματος, ότι είναι φορολογητέο το παραπάνω επίδομα, επικαλούμενος, παντελώς άστοχα και καταχρηστικά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 13 του ν. 3052/2002. Η διάταξη όμως αυτή, αναφέρεται στη φορολόγηση της «πάγιας μηνιαίας αποζημίωσης, για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, καθώς και για συμμετοχή σε συνέδρια» και αφορά άλλες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. (όπως ιατρών Ε.Σ.Υ., μελών ΔΕΠ, ερευνητών που υπηρετούν σε Εθνικά Ερευνητικά Κέντρα, ερευνητικού προσωπικού Κ.Ε.Π.Ε. και Παιδαγωγικού Ινστιτούτου κ.α.), στις οποίες η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται και όχι στους Δικαστικούς Λειτουργούς , στους οποίους καταβάλλεται, όπως ρητώς και ειδικώς αναφέρει ο ν. 3205/2003, «επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους». Σημειωτέον ότι και η επικαλούμενη ως δήθεν εφαρμοζόμενη και στους Δικαστές διάταξη του Νόμου 3052/2002 έχει κριθεί ήδη αντισυνταγματική και ως προς άλλες κατηγορίες κρατικών λειτουργών, με τις υπ’ αριθμ. 1944/2012 και 3916/2012 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και το σχετικό ζήτημα εκκρεμεί ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι η «πάγια αποζημίωση» που προβλέπεται στο ν. 3205/2003 και καταβάλλεται στους Δικαστικούς Λειτουργούς «λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών (πολύωρη παραμονή στην έδρα, απασχόληση χωρίς ωράριο εργασίας, κατ’ οίκον εργασία, προσφορά υπηρεσιών σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές)» υπόκειται κανονικά στη φορολογία εισοδήματος.
Προκαλεί, τουλάχιστον απορία πώς, μετά από χρονικό διάστημα 11 χρόνων ισχύος της διάταξης του ν. 3052/2002, διάστημα κατά το οποίο η φορολογική διοίκηση ουδέποτε έθεσε θέμα φορολόγησης του επιδόματος αυτού, ο κ. Γενικός Γραμματέας θυμήθηκε ότι το επίδομα αυτό πρέπει να φορολογηθεί, και μάλιστα σε περίοδο ευτελισμού των αποδοχών των Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίες έχουν υποστεί, με τις μνημονιακές περικοπές των ετών 2010 και 2012 συνολική μείωση 60% και σε περίοδο που μόλις πρόσφατα ανεστάλησαν οι εξαιτίας των μειώσεων αυτών κινητοποιήσεις των Δικαστικών Λειτουργών. Υπογραμμίζουμε ότι η μη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις συνιστά παράβαση εξουσίας των Διοικητικών Οργάνων.
Μετά και από την έκδοση του εγγράφου αυτού, αποτελεί κοινή πεποίθηση του συνόλου των Ενώσεων των Δικαστικών Λειτουργών και σύσσωμου του Δικαστικού σώματος ότι η Εκτελεστική Εξουσία έχει θέσει ως βασικό στόχο, κατά την άσκηση της πολιτικής της, να πλήξει καίρια την δικαστική ανεξαρτησία, με πρακτικές απειλών, εκφοβισμού και καθυπόταξης του φρονήματος των Δικαστικών Λειτουργών, κατά πλήρη κατάλυση της Συνταγματικής τάξης και του Κράτους Δικαίου. Οι Ενώσεις των Δικαστικών Λειτουργών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους δηλώνουν προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν τέτοιου είδους πρακτικές, οι οποίες είναι πολύ πιθανό να έχουν ως αποτέλεσμα την επανάληψη έντονων αντιδράσεων και κινητοποιήσεων των Δικαστικών Λειτουργών.
Απαιτούμε την άμεση ανάκληση του ως άνω εγγράφου του Γεν. Γραμματέα Δημόσιων Εσόδων κ. Θ. Θεοχάρη, κατά το μέρος του, που αφορά τη μη φορολόγηση του αντισταθμιστικού επιδόματος των Δικαστικών Λειτουργών».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου