Σελίδες

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

AΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΛΘΑΝ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ Ν.3943/2011 ΚΑΙ Ν.4141/2013 ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΥΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΔΗΛΩΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2013

ΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΛΘΑΝ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ Ν.3943/2011 ΚΑΙ Ν.4141/2013 ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΥΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΔΗΛΩΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 2013


Επιμέλεια: Σπύρος Αναγνώστου

Επισήμανση: Σχετικά με το θέμα και για άλλες πληροφορίες, βλ. αφιέρωμα στο τεύχος «λογιστική prosvasis-330», σελ. 16-52, με τίτλο «Η φορολογική κατοικία: Ο φορολογικός κάτοικος και τα κριτήρια φορολογίας του στην Ελλάδα μετά τις ρυθμίσεις του Ν.3943/2011 - Τρόπος εφαρμογής των ΣΑΔΦ».
ΓΕΝΙΚΑ
Με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 61 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) -όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις των άρθρων 12 του Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α’) και 43 του Ν.4141/2013 (ΦΕΚ 81/Α’)- επήλθαν σημαντικές αλλαγές στη φορολογία των κατοίκων εξωτερικού σχετικά με τα εισοδήματά τους που προκύπτουν στην Ελλάδα.
Με το παρόν άρθρο επιχειρείται μία συνοπτική και απλουστευμένη προσέγγιση του ανωτέρω θέματος, με τη μορφή ερωτήσεων - απαντήσεων.
1. Ποια είναι τα κριτήρια για την υπαγωγή στη φορολογία των φυσικών προσώπων, κατοίκων ημεδαπής και αλλοδαπής, βάσει του άρθρου 2 του ΚΦΕ;
Σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα. Ως συνήθης θεωρείται η διαμονή στην Ελλάδα, η οποία υπερβαίνει τις 183 ημέρες συνολικά μέσα στο ίδιο έτος. Η διαμονή τεκμαίρεται ως συνήθης, εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει διαφορετικά.
Σε φόρο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας του ή της συνήθους διαμονής.
Επομένως, ένας κάτοικος Ελλάδας ή συνήθως διαμένων στην Ελλάδα φορολογείται στη χώρα μας για το σύνολο των εισοδημάτων που αποκτά, τόσο στην ημεδαπή, όσο και στην αλλοδαπή, ενώ ο κάτοικος αλλοδαπής φορολογείται στην Ελλάδα μόνο για το εισόδημα που αποκτά από πηγές Ελλάδας.
Σημειώνεται ότι η κατοικία κρίνεται από τις διατάξεις των άρθρων 51 έως 56 του Αστικού Κώδικα, ενώ κανένας δεν μπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερες από μία κατοικίες.
2. Ποια είναι τα δικαιολογητικά που υποχρεούνται να υποβάλλουν τα φυσικά πρόσωπα τα οποία δηλώνουν ότι φορολογούνται μόνο για τα εισοδήματά τους που προκύπτουν στην Ελλάδα;
Τα εν λόγω δικαιολογητικά καθορίστηκαν καταρχάς με τις ΑΥΟ ΠΟΛ.1145/31.5.2012 και ΠΟΛ.1217/17.12.2012, αντίστοιχα, και υποβάλλονται μέσω του αντίκλητου του φυσικού προσώπου.
Περαιτέρω, με το άρθρο 43 του Ν.4141/2013 αντικαταστάθηκαν τα ανωτέρω δικαιολογητικά και επομένως το φυσικό πρόσωπο που δηλώνει κάτοικος εξωτερικού και αποκτά πραγματικό εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα, υποχρεούται να υποβάλει μαζί με τη δήλωση φορολογίας του εισοδήματός του, στην Ελλάδα, βεβαίωση από την αρμόδια φορολογική αρχή του κράτους στο οποίο δηλώνει κάτοικος από την οποία να προκύπτει ότι είναι φορολογικός κάτοικος αυτού του άλλου κράτους ή αντίγραφο της εκκαθάρισης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή, ελλείψει εκκαθάρισης, αντίγραφο της δήλωσης που υπέβαλε στο άλλο κράτος.
3. Ποια είναι η προθεσμία για την υποβολή των πιο πάνω δικαιολογητικών;
Ως αρχική προθεσμία υποβολής των προβλεπόμενων δικαιολογητικών, για το οικονομικό έτος 2012 (χρήση 2011) είχε οριστεί, με την ΑΥΟ ΠΟΛ.1161/16.7.2012, η 31.12.2012, ενώ με την ΑΥΟ ΠΟΛ.1216/17.12.2012 η εν λόγω προθεσμία παρατάθηκε έως την 29.3.2013 και τέλος με την ΑΥΟ ΠΟΛ.1062/28.3.2013 παρατάθηκε εκ νέου μέχρι 28.6.2013.
4. Τι προβλέπεται για την περίπτωση όπου τα πιο πάνω δικαιολογητικά δεν προσκομιστούν ή προσκομιστούν εκπρόθεσμα;
Η μη υποβολή ή η εκπρόθεσμη υποβολή των προβλεπόμενων δικαιολογητικών, για την απόδειξη της φορολογικής κατοικίας των φυσικών προσώπων, συνεπάγεται ότι θα θεωρούνται κάτοικοι Ελλάδας και θα φορολογούνται στην Ελλάδα για το παγκόσμιο εισόδημά τους.
5. Ποια είναι τα κριτήρια που θα πρέπει να εξετάζονται από την ελληνική φορολογική αρχή, όταν ένα φυσικό πρόσωπο προτίθεται να μεταφέρει την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος;
Εάν ο υπόχρεος σε δήλωση μεταφέρει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος που εμπίπτει στον κατάλογο των κρατών που περιέχεται στην παρ. 4 του άρθρου 51Α (μη συνεργάσιμα κράτη στον φορολογικό τομέα) θεωρείται ότι έχει την κατοικία του στην Ελλάδα και υπόκειται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του.
Περαιτέρω, εάν ο υπόχρεος σε δήλωση μεταφέρει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του εκτός Ελλάδας, και υπαγόταν σε φόρο στην Ελλάδα για το παγκόσμιο εισόδημά του τα τελευταία πέντε (5) έτη πριν από τη δήλωση μεταβολής της κατοικίας του ή της συνήθους διαμονής του, εφόσον:
α) μεταβάλλει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του με μεταφορά σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς (παρ. 7 του άρθρου 51Α του ΚΦΕ) και
β) διαθέτει σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην Ελλάδα (όπως αυτά ορίζονται στην περ. β’ της παρ. 6 του άρθρου 76 του ΚΦΕ),
τότε θεωρείται ότι υπόκειται σε φόρο στην Ελλάδα, για το παγκόσμιο εισόδημά του για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, που αρχίζει από την υποβολή της δήλωσης μεταβολής της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του.
Κατά συνέπεια, η γνωστοποίηση, στο Τμήμα Μητρώου της ΔΟΥ, της πρόθεσης του φορολογούμενου να προβεί σε αλλαγή κατοικίας, δεν συνεπάγεται αυτομάτως και την αλλαγή της κατοικίας του (άρθρο 76 παρ. 5 και 6 του ΚΦΕ - ΠΟΛ.1142/31.5.2012).
6. Οι κάτοικοι εξωτερικού είναι υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για τη χρήση 2012 (οικονομικό έτος 2013);
Σύμφωνα με το άρθρο 61 του Ν.2238/1994 (ΚΦΕ) υπόχρεοι για υποβολή δήλωσης είναι και όσοι δηλώνουν κάτοικοι εξωτερικού για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα ή υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του ΚΦΕ (αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες και δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή τεκμήρια), ανεξάρτητα αν εμπίπτουν στην απαλλαγή της περ. η’ του άρθρου 18 του ΚΦΕ.
Αν ο φορολογούμενος κατοικεί στην αλλοδαπή, υπόχρεοι για υποβολή δήλωσης είναι αλληλεγγύως με αυτόν, οι αντιπρόσωποι ή πράκτορές του στην Ελλάδα (άρθρο 8 του Ν.4110/2013).
7. Ποια είναι η προθεσμία υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για την χρήση 2012 (οικονομικό έτος 2013);
Η δήλωση υποβάλλεται από την 1η Φεβρουαρίου μέχρι και την 30ή Ιουνίου του οικείου οικονομικού έτους και μέχρι την έναρξη του ωραρίου λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών της επόμενης μέρας από την ημέρα λήξης της προθεσμίας (άρθρο 8 του Ν.4110/2013).
ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
1. Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α’).
2. Ν.4110/2013 (ΦΕΚ 17/Α’).
3. Ν.4141/2013 (ΦΕΚ 81/Α’).
ΕΓΚΥΚΛΙΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. ΠΟΛ.1142/2012.
2. ΠΟΛ.1145/2012.
3. ΠΟΛ.1161/2012.
4. ΠΟΛ.1216/2012.
5. ΠΟΛ.1217/2012.
6. ΠΟΛ.1062/2013.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
· Άρθρα 1 και 2 του ΚΦΕ
Άρθρο 1
Αντικείμενο του φόρου
Επιβάλλεται φόρος στο συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει είτε στην ημεδαπή είτε στην αλλοδαπή και αποκτάται από κάθε φυσικό πρόσωπο για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2.
Άρθρο 2
Υποκείμενο του φόρου
1. Σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα.
Σε φόρο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας του ή της συνήθους διαμονής του.
Ως συνήθης θεωρείται η διαμονή στην Ελλάδα η οποία υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα τρεις ημέρες συνολικά μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η διαμονή τεκμαίρεται ως συνήθης, εκτός αν ο φορολογούμενος αποδείξει διαφορετικά.[1]
2. Κάθε φυσικό πρόσωπο που υπηρετεί στην αλλοδαπή, αν:
α) είναι λειτουργός ή συνδέεται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου με φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1Β του ν.2362/1995, που έχει προστεθεί με το άρθρο 2 του ν.3871/2010 ή
β) συνδέεται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου με θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Διεθνή Οργανισμό και είχε κατά το χρόνο της εισόδου του στην υπηρεσία του θεσμικού οργάνου της Ε.Ε. ή του Διεθνούς Οργανισμού την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα, θεωρείται ότι συνεχίζει να έχει την κατοικία του στην Ελλάδα.
Ομοίως, θεωρούνται ότι έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και τα μέλη της οικογένειας που το βαρύνουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, εκτός αν έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους σε κράτος στο οποίο υπόκεινται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά τους και το κράτος αυτό δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των κρατών που περιέχεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 51Α.[1] 
3. Σε φόρο υπόκειται και η σχολάζουσα κληρονομία.
4. Σε φόρο υπόκεινται επίσης, οι ομόρρυθμες και οι ετερόρρυθμες εταιρίες, οι κοινωνίες αστικού δικαίου, που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, οι αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, οι συμμετοχικές ή αφανείς καθώς και οι κοινοπραξίες της παρ. 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ.186/1992, ΦΕΚ 84 Α’).
5. Κατ’ εξαίρεση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, υπόκειται σε φόρο μόνο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα, για τρία διαδοχικά έτη και για μία μόνο φορά, το φυσικό πρόσωπο που έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα και υπόκειται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του σε κράτος το οποίο δεν έχει συνάψει με την Ελλάδα Σύμβαση για την Αποφυγή Διπλής Φορολογίας (Σ.Α.Δ.Φ.), σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου και εφόσον το κράτος αυτό δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των κρατών που περιέχεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 51Α. Το χρονικό διάστημα των τριών ετών υπολογίζεται από την έναρξη διαμονής του φυσικού προσώπου στην Ελλάδα.[2]
____________
(1) Οι παρ. 1 και 2 ισχύουν όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α'/31.3.2011) και έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 52 του ίδιου νόμου, από τη δημοσίευση, δηλαδή από 31.3.2011 και μετά. Οι αντικατασταθείσες διατάξεις είχαν ως εξής: 
«1. Σε φόρο υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο αποκτά εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα ανεξάρτητα από την ιθαγένεια και τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του. Επίσης, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του, σε φόρο υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο για τα εισοδήματά του που προκύπτουν στην αλλοδαπή, εφόσον έχει την κατοικία του στην Ελλάδα.
2. Οι έμμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή θεωρείται ότι κατοικούν στην Ελλάδα.»
(2) Η παρ. 5 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α'/31.3.2011) και έχει εφαρμογή, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 52 του ίδιου νόμου, από τη δημοσίευση, δηλαδή από 31.3.2011 και μετά.
_____________
· Άρθρα 51-56 του Α.Κ.
Άρθρο 51
Το πρόσωπο έχει κατοικία τον τόπο της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής του. Κανένας δεν μπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερες από μία κατοικίες. Για τις υποθέσεις που αναφέρονται στην άσκηση του επαγγέλματος λογίζεται ως ειδική κατοικία του προσώπου ο τόπος όπου ασκεί το επάγγελμά του. [Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν.1329/1983].
Άρθρο 52
Η κατοικία διατηρείται ωσότου αποκτηθεί νέα.
Άρθρο 53
Αν δεν μπορεί να αποδειχθεί η τελευταία κατοικία του προσώπου, ως κατοικία θεωρείται ο τόπος της διαμονής του.
Άρθρο 54
Αυτοί που έχουν διοριστεί σε ισόβια Δημόσια υπηρεσία έχουν κατοικία τον τόπο όπου υπηρετούν.
Άρθρο 55
Καταργήθηκε με το άρθρο 2 του Ν.1329/1983.
Άρθρο 56
Ο ανήλικος που τελεί υπό γονική μέριμνα έχει Κατοικία την Κατοικία των γονέων του ή του γονέα που ασκεί μόνος του τη γονική μέριμνα. Αν τη Γονική μέριμνα ασκούν και οι δύο γονείς χωρίς να έχουν την ίδια Κατοικία, ο ανήλικος έχει Κατοικία την Κατοικία του γονέα με το οποίο συνήθως διαμένει.
Ο ανήλικος που τελεί υπό επιτροπεία ή όποιος τελεί υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, έχει Κατοικία την Κατοικία του επιτρόπου ή του δικαστικού συμπαραστάτη του.
Η δεύτερη παράγραφος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του Ν.2447/1996.
Κατά το άρθρο 51 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.), κατοικία προσώπου ορίζεται ο τόπος στον οποίο μόνιμα και κατά κύριο λόγο αυτό εγκαταστάθηκε.
Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να έχει ταυτόχρονα περισσότερες από μία κατοικίες.
Ερμηνευτικά, κατοικία του προσώπου είναι ο τόπος τον οποίο το άτομο, με την πραγματική του εγκατάσταση, κατέστησε σταθερό, κύριο και μόνιμο κέντρο των οικιακών και κοινωνικών δραστηριοτήτων του και γενικά των βιοτικών του σχέσεων και ενεργειών. Οι βιοτικές σχέσεις που ρυθμίζουν οι κανόνες δικαίου καλούνται έννομες σχέσεις και, κατά συνέπεια, δεσμεύουν το πρόσωπο με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Εννομη σχέση είναι η σύμβαση εργασίας, η αγορά, η πώληση, η μίσθωση, το δάνειο κ.λπ. Για τη θεμελίωση της έννοιας της κατοικίας απαιτούνται δύο στοιχεία:
α) Η ύπαρξη του corpus, συνίσταται στην πραγματική εγκατάσταση σ’ ένα τόπο και
β) Η ύπαρξη του animus, που συνίσταται στη βούληση[1] του εγκαθιστάμενου ο επιλεγείς τόπος να αποτελέσει τη σταθερή και μόνιμη εγκατάστασή του, ώστε ο βίος του να λειτουργεί με ομαλό ρυθμό, εξυπηρετώντας τις βιοτικές του σχέσεις, καθώς επίσης τα υλικά και ιδανικά του συμφέροντα, ακόμη δε και αυτά τα επαγγελματικά του.
_____________
(1) Βούληση και δήλωση βουλήσεως
Βούληση είναι η σταθερή θέληση, προαίρεση, επιθυμία για την επιδίωξη και επίτευξη κάποιου σκοπού ή άλλως η ψυχική λειτουργία ή ενέργεια που εκδηλώνεται ως συνειδητή προσπάθεια για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού, όπως ακριβώς αυτός επιλέχθηκε και αποφασίσθηκε συνειδητά.
Οικεία βούληση: Με τη θέλησή του, χωρίς εξαναγκασμό.
Η ελευθερία της βουλήσεως προϋποθέτει δυνατότητα επιλογής.
Δήλωση βουλήσεως: Η εξωτερίκευση της βούλησης του προσώπου, ώστε αυτή να γίνει αντιληπτή από τους τρίτους. Είναι, δηλαδή, η δήλωση της βούλησης στον εξωτερικό κόσμο.
Η δήλωση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Ρητή βούληση έχουμε όταν το πρόσωπο την εκφράζει με τα παραδεκτά μέσα του γραπτού και προφορικού λόγου, ενώ σιωπηρή δήλωση έχουμε όταν η βούληση γίνεται φανερή κατά τρόπο έμμεσο, αλλά συμπερασματικό.
_____________
Οι έννομες βιοτικές σχέσεις του ατόμου συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην υλική οργάνωση της μόνιμης εγκατάστασης και συντελούν στην απόδειξη της πραγματικής επιδίωξής του για μόνιμη διαμονή στον τόπο που επέλεξε και εγκαταστάθηκε.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της υπ’ αριθ. 5109/13.7.1982 Γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που κοινοποιήθηκε με την ΠΟΛ.175/14.8.1982 του Υπουργείου Οικονομικών: «Στοιχεία από τα οποία προκύπτει μόνιμη διαμονή αλλοδαπού στην Ελλάδα, δύναται να αποτελέσουν η οικογενειακή του εγκατάσταση στη χώρα μας, η αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, η φοίτηση των τέκνων του στην Ελλάδα και γενικά κάθε στοιχείο από το οποίο φαίνεται η πρόθεση του συγκεκριμένου προσώπου – αλλοδαπού να καταστήσει τον τόπο εγκατάστασής του στην Ελλάδα το κέντρο των βιοτικών του σχέσεων και ενασχολήσεων».
Η πρόθεση αυτή του προσώπου για μόνιμη εγκατάσταση δεν είναι ανάγκη να δηλώνεται ρητά, αλλά πρέπει να προκύπτει αντικειμενικά από φανερά, κατά κοινή γνώμη, γεγονότα και περιστατικά.
Η κατοικία αποδεικνύεται με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, καθώς και με μάρτυρες.
Ο ημεδαπός είναι δυνατό να ιδρύσει κατοικία στο εξωτερικό, ενώ η ύπαρξη κατοικίας αλλοδαπού στην Ελλάδα κρίνεται από τον Έλληνα δικαστή με βάση το ελληνικό δίκαιο.
Η κατοικία διατηρείται μέχρι την απόκτηση νέας (άρθρο 52 του Α.Κ.). Η άποψη αυτή, ότι μέχρι την απόκτηση νέας κατοικίας το άτομο εξακολουθεί να έχει σαν τέτοια την παλιά, εξασφαλίζει σημαντικά τις συναλλαγές. Έτσι, η προσωρινή διαμονή τότε μόνο έχει σημασία όταν αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει προηγούμενη κατοικία. Η υπάρχουσα κατοικία δεν είναι δυνατό να χαθεί με ρητή ή σιωπηρή δήλωση και άρση της εγκατάστασης, αλλά μονάχα αν αποκτηθεί νέα κατοικία. Η νέα κατοικία αποκτάται με την κύρια και μόνιμη εγκατάσταση σε νέο τόπο, τον οποίο το πρόσωπο έταξε σαν κέντρο της όλης ατομικής του ζωής. Έτσι, ο Έλληνας που αποκτά κατοικία στο εξωτερικό, χάνει εκείνη που έχει στην Ελλάδα.
Αν είναι αδύνατο να αποδειχθεί η τελευταία κατοικία του προσώπου, τούτο θεωρείται ότι έχει κατοικία του τον τόπο της διαμονής του (άρθρο 53 του Α.Κ.).
Κατηγορία της κατοικίας είναι και η νόμιμη, η οποία συντάσσεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Εκείνοι που διορίζονται σε ισόβια Δημόσια υπηρεσία, έχουν κατοικία τον τόπο της υπηρεσίας τους. Ισόβιοι υπάλληλοι λογίζονται οι αρεοπαγίτες, οι εφέτες και οι πρωτοδίκες.
- Η γυναίκα έχει κατοικία εκείνη του συζύγου της. Μπορεί, όμως, να αποκτήσει αυτοτελή κατοικία, εφόσον νόμιμα δεν ακολουθεί το σύζυγό της.
- Ο αχειράφετος ανήλικος έχει κατοικία εκείνη των γονέων του ή του επιτρόπου του. Το ίδιο και οι απαγορευμένοι.
Η κατοικία αποδεικνύεται με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο ή με μάρτυρες.
Υπόψη ότι με την υπ’ αριθ. 1038380/380/ΠΟΛ.1120/11.5.1989 ΑΥΟ έγινε δεκτό ότι η κύρια κατοικία του φορολογούμενου βρίσκεται στον τόπο που αυτός έχει τη μόνιμη εγκατάστασή του και το κέντρο των βιοτικών (κοινωνικών, επαγγελματικών, οικογενειακών κ.λπ.) του σχέσεων.
Η παροδική απομάκρυνσή του από τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του και η προσωρινή εγκατάστασή του στην αλλοδαπή δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι μόνιμος κάτοικος αλλοδαπής (π.χ. φοιτητές, έμμισθοι υπάλληλοι, ναυτικοί κ.λπ.)
· Άρθρο 61 παρ. 1 και 7 του ΚΦΕ
Άρθρο 61
Υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης
Παρ. 1. Κάθε φυσικό πρόσωπο για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, ανεξάρτητα από το αν υπόκειται ή όχι σε φόρο, έχει υποχρέωση να υποβάλει δήλωση εφόσον έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5 και εφόσον δεν εμπίπτει στις διατάξεις περί προσώπων που βαρύνουν τους φορολογούμενους του άρθρου 7.[1] Εξαιρετικά, υποχρέωση υποβολής δήλωσης έχει οποιοσδήποτε, εφόσον προσκληθεί γι’ αυτό εγγράφως από τον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή ο καλούμενος υποχρεούται να υποβάλει τις οικείες δηλώσεις μέσα στην προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία της επίδοσης σε αυτόν της οικείας πρόσκλησης.
Υπόχρεοι για υποβολή δήλωσης είναι όσοι δηλώνουν κάτοικοι εξωτερικού για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα ή υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του ΚΦΕ, ανεξάρτητα αν εμπίπτουν στην απαλλαγή της περίπτωσης η’ του άρθρου 18 του ΚΦΕ.
Παράλειψη του υπόχρεου να επιδώσει μέχρι το τέλος του οικείου οικονομικού έτους δήλωση, στην οποία αναγράφεται η ζημία που προέκυψε στο ίδιο οικονομικό έτος, του στερεί το δικαίωμα συμψηφισμού, που ορίζεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 4.
Αν ο φορολογούμενος κατοικεί στην αλλοδαπή, υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης είναι αλληλεγγύως με αυτόν, οι αντιπρόσωποι ή οι πράκτορές του στην Ελλάδα.[2]
_____________
(1) Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 οι λέξεις «και εφόσον δεν εμπίπτει στις διατάξεις περί προσώπων που βαρύνουν τους φορολογούμενους του άρθρου 7.» προστέθηκαν με την περ. 8 της υποπαρ. Δ2 της παρ. Δ του άρθρου πρώτου του Ν.4152/2013 (ΦΕΚ 107/Α'/9.5.2013) και έχουν εφαρμογή από τη δημοσίευση.
(2) Η παρ. 1 του άρθρου 61 ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν.4110/2013 (ΦΕΚ 17/Α'/23.1.2013) και έχει εφαρμογή, σύμφωνα με την περ. ι' της παρ. 1 του άρθρου 28 του ίδιου νόμου, για τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υποβάλλονται από το οικονομικό έτος 2013 (χρήση 2012) και επόμενα. Οι αντικατασταθείσες διατάξεις είχαν ως εξής:
«1. Κάθε φυσικό πρόσωπο, για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, έχει υποχρέωση να υποβάλλει δήλωση, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά του υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, καθώς και όταν ο υπόχρεος υπόκειται σε φόρο μόνο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 2.(α),(β) Εξαιρείται το φυσικό πρόσωπο, που αποκτά αποκλειστικά ετήσιο εισόδημα με βάση τις διατάξεις του άρθρου 16 μέχρι πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ.(γ)
Υποχρέωση για υποβολή δήλωσης υπάρχει επίσης και όταν το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου είναι μικρότερο από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ, αλλά στο εισόδημα αυτό περιλαμβάνεται και ζημία από εμπορική επιχείρηση ή γεωργική εκμετάλλευση, την οποία δικαιούται κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 να συμψηφίσει με εισοδήματα του ίδιου και των επόμενων ετών.(β) Παράλειψη του υπόχρεου να επιδώσει μέχρι το τέλος του οικείου οικονομικού έτους δήλωση, στην οποία αναγράφεται η ζημία που προέκυψε στο ίδιο οικονομικό έτος, του στερεί το δικαίωμα συμψηφισμού, που ορίζεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 4.(δ) Ειδικά, προκειμένου για τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία αποκτούν αποκλειστικά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, αυτά υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση, αν το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά τους υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, εφόσον έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και δεν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις α', ε', στ', η' και ι' αυτής της παραγράφου.(ε) 
Φυσικά πρόσωπα, κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, που έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα, υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, εφόσον το ετήσιο καθαρό γεωργικό τους εισόδημα υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και δεν συντρέχει για τα πρόσωπα αυτά μία από τις περιπτώσεις α’ έως ια’ αυτής της παραγράφου.
Φυσικά πρόσωπα, τα οποία αποκτούν και γεωργικό εισόδημα, χωρίς να είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, ανεξάρτητα από το ύψος του καθαρού γεωργικού εισοδήματος που αποκτούν ή το ύψος των επιδοτήσεων που λαμβάνουν ή το ύψος του επιστρεφόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας που εισπράττουν.
Αν ο φορολογούμενος κατοικεί στην αλλοδαπή, υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης είναι αλληλεγγύως με αυτόν, οι αντιπρόσωποι ή οι πράκτορές του στην Ελλάδα. Υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης για τα εισοδήματά τους, ανεξάρτητα από το αν υπόκεινται ή όχι σε φόρο κατά τις διατάξεις του παρόντος είναι και:
α) Οι κύριοι ή κάτοχοι επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή ημιφορτηγού, εκτός από αγροτικό ημιφορτηγό, ή αυτοκινήτου μικτής χρήσης ή αυτοκινήτου τύπου jeep ή αεροσκάφους, κότερου ή θαλαμηγού ή ακάτου ή σκαφών αναψυχής, εκτός από αυτοκίνητα ή σκάφη αναψυχής που δεν λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της συνολικής ετήσιας δαπάνης διαβίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18, καθώς και όσοι έχουν στη διάθεσή τους για τις ατομικές ή οικογενειακές τους ανάγκες τέτοιου είδους μεταφορικά μέσα, τα οποία ανήκουν είτε στη σύζυγό τους είτε στα μέλη που τους βαρύνουν είτε σε εταιρίες στις οποίες αυτοί μετέχουν ως εταίροι, διαχειριστές εταίροι ή είναι πρόεδροι ή διοικητές.(στ) 
β) Όσοι ασκούν ατομική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα.(ζ) 
γ) Όσοι μετέχουν σε προσωπική ή περιορισμένης ευθύνης εταιρία ή κοινοπραξία ή κοινωνία ή αστική εταιρία που ασκεί επιχείρηση ή επάγγελμα.
δ) Όσοι έχουν εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτων πάνω από εξακόσια (600) ευρώ το έτος.(η) 
ε) Όσοι αγοράζουν ακίνητα ή ανεγείρουν οικοδομή.
στ) Όσοι διατηρούν μία ή περισσότερες δευτερεύουσες κατοικίες με συνολική επιφάνεια πάνω από εκατόν πενήντα (150) τετραγωνικά μέτρα ή κατοικούν σε οικοδομή με επιφάνεια πάνω από διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα.(θ) 
ζ) Όσοι είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, εφόσον λαμβάνουν επιδοτήσεις ποσού άνω των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, για προϊόντα φυτικής παραγωγής ή δύο χιλιάδων διακοσίων πενήντα (2.250) ευρώ, για προϊόντα ζωικής παραγωγής. Επίσης, όσοι λαμβάνουν καλλιεργητικά δάνεια πάνω από πέντε χιλιάδες εννιακόσια (5.900) ευρώ ή όταν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού τους αυτής της κατηγορίας στην τράπεζα την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες εννιακόσια (5.900) ευρώ.
η) Όσοι έχουν άδεια της αρμόδιας αρχής να πωλούν αγαθά πλανοδίως ή στις λαϊκές αγορές.
θ) Όσοι κατέχουν ή καλλιεργούν ορισμένη έκταση γεωργικής γης, καθώς και όσοι εισπράττουν επιστρεφόμενο φόρο προστιθέμενης αξίας. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η ελάχιστη έκταση, σε σχέση με το είδος της καλλιέργειας, το ύψος του επιστρεφόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή αυτής της περίπτωσης.
ι) Οποιοσδήποτε, εφόσον προσκληθεί γι’ αυτό εγγράφως από τον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτήν ο καλούμενος υποχρεούται να υποβάλει τις οικείες δηλώσεις μέσα στην προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία της επίδοσης σε αυτόν της οικείας πρόσκλησης.
ιβ) .........................................(ι) 
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να αναπροσαρμόζονται τα ποσά που αναφέρονται στο πέμπτο εδάφιο και στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης η’ αυτής της παραγράφου, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.»
(α) Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 η φράση «, καθώς και όταν ο υπόχρεος υπόκειται σε φόρο μόνο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 2.» προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 12 του Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α'/31.3.2011) - Ισχύς: σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 52 του ίδιου νόμου, από τη δημοσίευση, δηλαδή από 31.3.2011 και μετά.
(β) Τα πρώτο και τρίτο εδάφια (πρώτο και δεύτερο αρχικά) της παρ. 1 ισχύουν όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν.3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α’).
(γ) Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με την περ. α' της παρ. 6 του άρθρου 321 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ 86/Α'/11.4.2012) - Ισχύς: σύμφωνα με την περ. γ' της παρ. 6 του ίδιου άρθρου και νόμου, για εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2011 και μετά. Οι αντικατασταθείσες διατάξεις, οι οποίες είχαν προστεθεί με την παρ. 5 του άρθρου 8 του Ν.3842/2010 (ΦΕΚ 58/Α'/23.4.2010) και ίσχυσαν, σύμφωνα με την περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 92 του ίδιου νόμου, από 1.1.2010 έως 31.12.2010, είχαν ως εξής:
«Εξαιρείται το φυσικό πρόσωπο, που αποκτά αποκλειστικά ετήσιο εισόδημα με βάση τις διατάξεις του άρθρου 16 μέχρι έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ.»
(δ) Το εδάφιο αυτό ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν.3522/2006 (ΦΕΚ 276/Α'/22.12.2006) - Ισχύς: σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου, και για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών και των διοικητικών δικαστηρίων. Οι αντικατασταθείσες διατάξεις είχαν ως εξής:
«Παράλειψη του υποχρέου να επιδώσει μέχρι το τέλος του οικείου οικονομικού έτους δήλωση, η οποία αναγράφει τη ζημιά που προέκυψε στο ίδιο ή τα προηγούμενα αυτού οικονομικά έτη, του στερεί το δικαίωμα να τη συμψηφίσει.»
(ε) Το πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με την περ. β' της παρ. 6 του άρθρου 321 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ 86/Α'/11.4.2012) - Ισχύς: σύμφωνα με την περ. γ' της παρ. 6 του ίδιου άρθρου και νόμου, για εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2011 και μετά. Οι αντικατασταθείσες διατάξεις [όπως είχαν τεθεί με την παρ. 6 του άρθρου 5 του Ν.3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α') και είχαν εφαρμογή, σύμφωνα με την περ. γ' του άρθρου 33 του ίδιου νόμου, για εισοδήματα οικον. έτους 2005 και επομένων], είχαν ως εξής:
«Ειδικά προκειμένου για τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία αποκτούν αποκλειστικά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, αυτά υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, αν το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά τους υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, εφόσον έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και δεν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις α’, ε’, στ’, η’ ή ι’ αυτής της παραγράφου.»
- Προηγουμένως, οι αντικατασταθείσες διατάξεις, όπως είχαν τεθεί με την παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν.3091/2002, είχαν ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση, τα φυσικά πρόσωπα τα οποία αποκτούν εισόδημα αποκλειστικά από μισθωτές υπηρεσίες και για τα οποία δεν συντρέχει μία από τις πιο κάτω περιπτώσεις α’, β’, στ’, ζ’ ή ια’ αυτής της παραγράφου δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, εφόσον: α) κατοικούν στην Ελλάδα και το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά τους είναι μέχρι έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ ή β) το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά τους ανεξαρτήτως ποσού προέρχεται από έναν μόνο φορέα, ο οποίος έχει διενεργήσει τελική εκκαθάριση φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 59. Τα πρόσωπα της περίπτωσης β’ του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά τους είναι πάνω από έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ, αντί δήλωσης φορολογίας εισοδήματος υποβάλλουν απλουστευμένη δήλωση εισοδηματικής κατάστασης.»
(στ) Η περ. α' της παρ. 1 ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν.3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α’).
(ζ) Με την παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν.3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α') η προηγούμενη περ. β' της παρ. 1 καταργήθηκε και οι περ. γ' έως και περ. ια' αναριθμήθηκαν σε περ. β' έως περ. ι', αντίστοιχα. Η καταργηθείσα περ. β' είχε ως εξής:
«β) Όσοι διατηρούν στην προσωπική τους υπηρεσία ένα ή και περισσότερα πρόσωπα ως μισθωτούς.»
Η κατάργηση αφορά, σύμφωνα με την περ. γ' του άρθρου 33 του Ν.3296/2004 (ΦΕΚ 253 Α'), εισοδήματα οικον. έτους 2005 και επομένων.
(η) Η περ. δ’ της παρ. 1 ισχύει όπως αντικαταστάθηκε (ως περ. ε') με την παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν.2873/2000.
(θ) Η περ. στ' της παρ. 1 ισχύει όπως αντικαταστάθηκε (ως περ. ζ') με την παρ. 4 του άρθρου 6 του Ν.3091/2002 (ΦΕΚ 330 Α’).
(ι) Η περ. ιβ’ της παρ. 1 καταργήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.2753/1999. 

_____________
Παρ. 7. Το φυσικό πρόσωπο που δηλώνει κάτοικος εξωτερικού και αποκτά πραγματικό εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα, υποχρεούται να υποβάλει μαζί με τη δήλωση φορολογίας του εισοδήματός του, βεβαίωση από την αρμόδια φορολογική αρχή του κράτους στο οποίο δηλώνει κάτοικος από την οποία να προκύπτει ότι είναι φορολογικός κάτοικος αυτού του άλλου κράτους ή αντίγραφο της εκκαθάρισης της φορολογίας εισοδήματος ή, ελλείψει εκκαθάρισης, αντίγραφο της δήλωσης που υπέβαλε στο άλλο κράτος. Η βεβαίωση αυτή χορηγείται από τη φορολογική αρχή ή από οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική ή άλλη αναγνωρισμένη αρχή. Ειδικά το φυσικό πρόσωπο που απασχολείται ως αλλοδαπό προσωπικό σε επιχείρηση που υπάγεται στις διατάξεις του α.ν.89/1967 (Α’ 132) υποχρεούται να υποβάλει μαζί με τη δήλωση φορολογίας του εισοδήματος που προκύπτει στην ημεδαπή: α) αντίγραφο του αλλοδαπού διαβατηρίου, β) τη δημοσιευθείσα στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως απόφαση υπαγωγής της επιχείρησης του α.ν.89/1967 και γ) βεβαίωση της επιχείρησης από την οποία να προκύπτει ότι το εν λόγω φυσικό πρόσωπο απασχολείται σε επιχείρηση του α.ν.89/1967 και ο χρόνος έναρξης αυτής της απασχόλησης.[1]
_____________
(1) Η παρ. 7 [η οποία προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 12 του Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α'/31.3.2011) (Ισχύς: από τη δημοσίευση, δηλαδή από 31.3.2011 και μετά] ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 43 του Ν.4141/2013 (ΦΕΚ 81/Α'/5.4.2013) και έχει εφαρμογή από τότε που ίσχυσε. Οι αντικατασταθείσες διατάξεις είχαν ως εξής:
«7. Το φυσικό πρόσωπο που δηλώνει ότι υπόκειται σε φόρο μόνο για το εισόδημά του που προκύπτει στην Ελλάδα, υποχρεούται να υποβάλλει τα δικαιολογητικά που ορίζονται με την απόφαση που προβλέπεται στην επόμενη παράγραφο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.
Αν τα δικαιολογητικά δεν υποβληθούν ή υποβληθούν εκπρόθεσμα, το φυσικό πρόσωπο θεωρείται ότι έχει την κατοικία του στην Ελλάδα.»

_____________
· Άρθρο 76 του ΚΦΕ
Άρθρο 76
Αλλαγή κατοικίας ή έδρας
1. Αν ο υπόχρεος σε δήλωση μεταβάλει την κατοικία ή τη διαμονή του έχει υποχρέωση να υποβάλλει, μέχρι τη λήξη του οικείου έτους, στον προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας που είναι αρμόδιος πριν από τη μεταβολή, τη δήλωση που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 της 1027411/842/ΔΜ/26.2.1998 (ΦΕΚ 193 Β’) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, για τον τόπο της νέας κατοικίας ή διαμονής του.[1] 
 2. Αν πρόκειται για αλλαγή της έδρας της κύριας επιχείρησης ή του επαγγέλματος εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 29 του ν.1642/1986.
3. Αν δεν υποβληθεί η δήλωση που προβλέπουν οι παράγραφοι 1 και 2, αρμοδίως επιλαμβάνεται για την επιβολή του φόρου ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που είναι αρμόδιος πριν από τη μεταβολή.
4. Η παράλειψη υποβολής της δήλωσης που προβλέπεται από την παράγραφο 1, καθώς και η υποβολή ανακριβούς δήλωσης, συνεπάγεται την επιβολή προστίμου που ορίζεται στο άρθρο 87.
5. Αν ο υπόχρεος σε δήλωση μεταφέρει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος που εμπίπτει στον κατάλογο των κρατών που περιέχεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 51Α, θεωρείται ότι έχει την κατοικία του στην Ελλάδα και υπόκειται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 2.[2] 
6.α. Αν ο υπόχρεος σε δήλωση μεταφέρει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του εκτός Ελλάδας και υπαγόταν σε φόρο στην Ελλάδα για το παγκόσμιο εισόδημά του τα τελευταία πέντε έτη πριν από τη δήλωση μεταβολής της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του, εφόσον:
αα) μεταβάλλει την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του με μεταφορά της σε κράτος στο οποίο το εισόδημά του υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, κατά την έννοια της παραγράφου 7 του άρθρου 51Α, και
ββ) διαθέτει σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην Ελλάδα, όπως αυτά ορίζονται στην περίπτωση β’, θεωρείται ότι υπόκειται σε φόρο στην Ελλάδα, για το παγκόσμιο εισόδημά του για χρονικό διάστημα πέντε ετών, που αρχίζει από την υποβολή της δήλωσης μεταβολής της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του, εκτός εάν αποδείξει ότι έχει την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του στο κράτος αυτό.[3] 
β. Το φυσικό πρόσωπο θεωρείται ότι έχει σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην Ελλάδα, εφόσον κατά τη δήλωση μεταβολής της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του:
αα) συμμετέχει σε ποσοστό τουλάχιστον 25% σε εταιρεία που υπόκειται σε φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 2 ή συμμετέχει σε ποσοστό τουλάχιστον 5% σε νομικό πρόσωπο που υπόκειται σε φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 101, ή
ββ) το εισόδημά του που προκύπτει στην Ελλάδα υπερβαίνει το 30% των συνολικών του εισοδημάτων ή υπερβαίνει το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων ευρώ, ή
γγ) η αξία των περιουσιακών του στοιχείων στην Ελλάδα, από τα οποία προκύπτει εισόδημα, υπερβαίνει το 30% της αξίας των συνολικών περιουσιακών του στοιχείων ή υπερβαίνει σε ύψος το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ.[2]
_____________
(1) Η παρ. 1 ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 8 του Ν.2873/2000.
(2) Οι παρ. 5 και 6 προστέθηκαν με την παρ. 6 του άρθρου 12 του Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α'/31.3.2011) και έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 52 του ίδιου νόμου, από τη δημοσίευση, δηλαδή από 31.3.2011 και μετά.
(3) Στο τέλος της περ. α' της παρ. 6 η φράση «εκτός εάν αποδείξει ότι έχει την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του στο κράτος αυτό.» προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 36 του Ν.4141/2013 (ΦΕΚ 81/Α'/5.4.2013) και έχει εφαρμογή από τη δημοσίευση.

_____________
· Άρθρο 18 του ΚΦΕ
Άρθρο 18[1] 
Μη εφαρμογή αντικειμενικών δαπανών και υπηρεσιών
Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη και η δαπάνη απόκτησης περιουσιακών στοιχείων δεν εφαρμόζονται:
α) Προκειμένου για αντικειμενική δαπάνη η οποία προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης αναπήρου, το οποίο απαλλάσσεται από τα τέλη κυκλοφορίας.
β) Προκειμένου για αλλοδαπό προσωπικό που δεν διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα ή ημεδαπό προσωπικό που διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό και απασχολείται αποκλειστικά σε επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του α.ν.89/1967 (ΦΕΚ 132 Α’), του α.ν.378/1968 (ΦΕΚ 82 Α’) και του άρθρου 25 του ν.27/1975 (ΦΕΚ 77 Α’), για το ποσό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει του επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή της κατοικίας.
γ) Προκειμένου για επιχειρήσεις μεταπώλησης αυτοκινήτων που έχουν υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς φορολογίας του άρθρου 45 του ν.2859/2000, για την αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει βάσει των επιβατικών αυτοκινήτων που έχουν αγορασθεί για μεταπώληση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 45 του ν.2859/2000, εφόσον η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας του μεταβιβαζόμενου αυτοκινήτου οχήματος έχουν παραμείνει στη ΔΟΥ στην οποία έγινε η μεταβίβαση του αυτοκινήτου προς ην επιχείρηση μεταπώλησης μέχρι και την ημερομηνία μεταπώλησης από αυτή σε τρίτο και το αυτοκίνητο κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν κυκλοφόρησε παράνομα. Για τις μεταπωλήσεις αυτής της περίπτωσης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 10 μέχρι και 14 του άρθρου 81. Οι μεταπωλήτριες επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση μαζί με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος να συνυποβάλουν υπεύθυνη δήλωση του ν.1599/1986, στην οποία να αναγράφουν τα πιο πάνω αυτοκίνητα που αγόρασαν ή πώλησαν στο οικείο έτος. Προκειμένου για ατομικές επιχειρήσεις μεταπώλησης αυτοκινήτων της περίπτωσης αυτής, η ετήσια αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει από τα προς πώληση οχήματα, όταν δεν κατατεθούν η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας τους στη Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν μπορεί να υπερβαίνει τη μεγαλύτερη αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει από αυτοκίνητο της επιχείρησης. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή για δαπάνες που προκύπτουν από 1.1.2010 και μετά.[2] Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται κάθε άλλο θέμα για την εφαρμογή αυτής της περίπτωσης.
δ) Προκειμένου για αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει με βάση σκάφη αναψυχής ιδιωτικής χρήσης, κυριότητας ή κατοχής μονίμων κατοίκων εξωτερικού.
ε) Προκειμένου για αγορά πάγιου εξοπλισμού επαγγελματικής χρήσης από πρόσωπα που ασκούν εμπορική ή γεωργική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα.
στ) Προκειμένου για αγορά επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ειδικά διασκευασμένων για πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητικές αναπηρίες που υπερβαίνουν σε ποσοστό το εξήντα επτά τοις εκατό (67%).
Ως επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ειδικά διασκευασμένα για κινητικά αναπήρους θεωρούνται εκείνα που διασκευάστηκαν ύστερα από άδεια της αρμόδιας αρχής για να οδηγούνται από πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητική αναπηρία με ποσοστό πάνω από εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή για να μεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί με τα αντικείμενα που είναι απαραίτητα για τη μετακίνησή τους.
ζ) Οι ετήσιες αντικειμενικές δαπάνες που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 προκειμένου για συνταξιούχους οι οποίοι έχουν υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας τους εφαρμόζονται μειωμένες κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) των όσων προκύπτουν σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις.
η) Προκειμένου για φυσικό πρόσωπο που έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην αλλοδαπή, εφόσον δεν αποκτά εισόδημα στην Ελλάδα.[3]
_____________
(1) Το άρθρο 18 ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 3 του Ν.3842/2010 (ΦΕΚ 58/Α'/23.4.2010) και έχει εφαρμογή, σύμφωνα με την παρ. 1α του άρθρου 92 του ίδιου νόμου, για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1.1.2010 και μετά. Το αντικατασταθέν άρθρο είχε ως εξής:
«Άρθρο 18
Μη εφαρμογή του τεκμηρίου
Το τεκμήριο προσδιορισμού της ετήσιας δαπάνης δεν εφαρμόζεται:
α) ...................................................................... (Καταργήθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν.3091/2002)
β) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει βάσει επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης αναπήρου, το οποίο απαλλάσσεται από τα τέλη κυκλοφορίας.
γ) Προκειμένου για αλλοδαπό προσωπικό που δε διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα ή ημεδαπό προσωπικό που διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό και απασχολείται αποκλειστικά σε επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του α.ν.89/1967 (ΦΕΚ 132 Α’), του α.ν.378/1968 (ΦΕΚ 82 Α’) και του άρθρου 25 του ν.27/1975 (ΦΕΚ 77 Α’), για το ποσό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει του επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή του ενοικίου.
δ) Προκειμένου για αλλοδαπές επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του α.ν.89/1967, του α.ν.378/1968 και του άρθρου 25 του ν.27/1975, για το ποσό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης.
ε) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη, η οποία προκύπτει βάσει ενός επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, ιδιοκτησίας προσώπου που το εισήγαγε με μειωμένους δασμούς, φόρους ή τέλη, λόγω μετοικεσίας του από την αλλοδαπή, για το έτος εκτελωνισμού του αυτοκινήτου και τα δύο (2) επόμενα έτη, εφόσον ο δικαιούχος της απαλλαγής εξακολουθεί και κατά τα έτη αυτά να κατοικεί στην Ελλάδα. (Προστέθηκε με την παρ. 12 του άρθρου 4 του Ν.2579/1998)
στ) ...................................................................... (Καταργήθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν.3091/2002)
ζ) Προκειμένου για επιχειρήσεις μεταπώλησης αυτοκινήτων που έχουν υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς φορολογίας του άρθρου 36α του Ν.1642/1986, για την τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει βάσει των επιβατικών αυτοκινήτων που έχουν αγορασθεί για μεταπώληση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 36α του Ν.1642/1986, εφόσον η άδεια και οι πινακίδες κυκλοφορίας του μεταβιβαζόμενου αυτοκινήτου οχήματος έχουν παραμείνει στη ΔΟΥ στην οποία έγινε η μεταβίβαση του αυτοκινήτου προς την επιχείρηση μεταπώλησης μέχρι και την ημερομηνία μεταπώλησης από αυτή σε τρίτο και το αυτοκίνητο κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν κυκλοφόρησε παράνομα. Κατά τις μεταπωλήσεις αυτής της περίπτωσης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 10 μέχρι και 14 του άρθρου 81. Οι μεταπωλήτριες επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση μαζί με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος να συνυποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση του Ν.1599/1986, στην οποία να αναγράφουν τα πιο πάνω αυτοκίνητα που αγόρασαν ή πούλησαν στο οικείο έτος. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής αυτής της περίπτωσης. (Η περ. ζ’ είχε προστεθεί με την παρ. 14 του άρθρου 4 του Ν.2579/1998)
η. Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν τα οποία έχουν αποκτηθεί μέχρι την 31.12.1992. (Η περ. η’ είχε τεθεί με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν.3230/2004)
θ. Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει με βάση ένα ή περισσότερα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης μέχρι και δεκατέσσερις (14) φορολογήσιμους ίππους, κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου του και προσώπων που τους βαρύνουν, που έχουν αποκτηθεί από 1.1.1993 μέχρι την 31.12.2003. Επίσης, προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης άνω των δεκατεσσάρων (14) φορολογήσιμων ίππων που έχουν αποκτηθεί το ίδιο χρονικό διάστημα, εφόσον η εργοστασιακή τιμολογιακή αξία του έτους πρώτης κυκλοφορίας τους, μειωμένη λόγω παλαιότητας κατά τα ποσοστά της κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 126 του Ν.2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α’) δεν υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. (Η περ. θ’ είχε προστεθεί με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν.3220/2004)
ι. Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων που τους βαρύνουν, τα οποία αποκτώνται από την 1.1.2004 και εφεξής και η εργοστασιακή τιμολογιακή αξία του έτους πρώτης κυκλοφορίας τους μειωμένη λόγω παλαιότητας κατά τα ποσοστά της κλίμακας της παραγράφου 1 του άρθρου 126 του Ν.2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α’) δεν υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. (Η περ. ι’ είχε προστεθεί με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν.3220/2004)
ια. Οι περιπτώσεις η’, θ’ και ι’ του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή και στα εδάφια τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, δέκατο πέμπτο και δέκατο έκτο της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 16. (Προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν.3220/2004)
ιβ) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει με βάση ένα σκάφος αναψυχής ολικού μήκους μέχρι δέκα (10) μέτρα που δεν έχει ναυτολογημένο πλήρωμα για ολόκληρο ή μέρος του έτους, το οποίο ανήκει στην κυριότητα ή κατοχή του υποχρέου ή του άλλου συζύγου ή και στους δύο από κοινού.
Εάν ο υπόχρεος ή η σύζυγός του έχουν στην κυριότητα ή κατοχή τους περισσότερα του ενός τέτοια σκάφη, το τεκμήριο δεν εφαρμόζεται για εκείνο το σκάφος με τη μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη. Σε περίπτωση που ο κάθε σύζυγος έχει στην κυριότητα ή κατοχή του τέτοιο σκάφος και οι τεκμαρτές δαπάνες αυτών των σκαφών είναι ίσες, η απαλλασσόμενη τεκμαρτή δαπάνη του ενός σκάφους επιμερίζεται κατά 50% στον καθένα. (Για την περίπτωση αυτή βλέπε παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν.3220/2004 και παρ. 9 του άρθρου 4 του Ν.3091/2002)
ιγ) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει με βάση σκάφη αναψυχής ιδιωτικής χρήσης, κυριότητας ή κατοχής μόνιμων κατοίκων εξωτερικού. (Είχε προστεθεί με την παρ. 3 του άρθρου 26 του Ν.3427/2005)
ιδ) Προκειμένου για αγορά πάγιου εξοπλισμού επαγγελματικής χρήσης από πρόσωπα που ασκούν εμπορική ή γεωργική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα. (Για την περίπτωση αυτή βλέπε παρ. 3 του άρθρου 26 του Ν.3428/2005 και παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν.3296/2004)
ιε) Προκειμένου για αγορά επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ειδικά διασκευασμένων για πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητικές αναπηρίες που υπερβαίνουν σε ποσοστό το εξήντα επτά τοις εκατό (67%). Ως επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ειδικά διασκευασμένα για κινητικά ανάπηρους θεωρούνται εκείνα που διασκευάστηκαν ύστερα από άδεια της αρμόδιας αρχής για να οδηγούνται από πρόσωπα που παρουσιάζουν κινητική αναπηρία με ποσοστό πάνω από εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή για να μεταφέρουν αυτά τα πρόσωπα μαζί με τα αντικείμενα που είναι απαραίτητα για τη μετακίνησή τους. (Η περ. ιε’ είχε προστεθεί με την παρ. 3 του άρθρου 4 του Ν.3296/2004)
ιστ) Το τεκμήριο με βάση την ετήσια συνολική δαπάνη, που υπολογίζεται, σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17, δεν εφαρμόζεται όταν η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε από το φορολογούμενο, τη σύζυγό του και τα πρόσωπα που τους βαρύνουν, και της συνολικής ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης αυτών είναι μικρότερη από ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του εισοδήματος που δηλώθηκε με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωσή τους το ίδιο έτος.»
(2) Τα τέταρτο και πέμπτο εδάφια της περ. γ' προστέθηκαν με την περ. β' της παρ. 2 του άρθρου 21 του Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α'/31.3.2011).
(3) Η περ. η' προστέθηκε με την περ. α' της παρ. 3 του άρθρου 21 του Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α'/31.3.2011) και έχει εφαρμογή, σύμφωνα με την περ. β' της παρ. 3 του ίδιου άρθρου και νόμου, από 1.1.2011 και μετά.

_____________
· ΕΥΟ ΠΟΛ.1142/31.5.2012
Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α’/31.3.2011), περί κατοικίας και αλλαγής κατοικίας
1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού, αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του ΚΦΕ και προσδιορίζονται τα κριτήρια για την υπαγωγή στη φορολογία των φυσικών προσώπων, κατοίκων ημεδαπής και αλλοδαπής.
Ειδικότερα, σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του υπόκειται κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα. Ως συνήθης θεωρείται η διαμονή στην Ελλάδα, η οποία υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα τρεις (183) ημέρες συνολικά μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Η διαμονή τεκμαίρεται ως συνήθης, εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει διαφορετικά. Επίσης, τα φυσικά πρόσωπα που δεν είναι ούτε κάτοικοι Ελλάδας ούτε συνήθως διαμένοντες στην Ελλάδα, φορολογούνται για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα.
Επομένως, ένας κάτοικος Ελλάδας ή συνήθως διαμένων στην Ελλάδα φορολογείται στη χώρα μας για το σύνολο των εισοδημάτων που αποκτά, τόσο στην ημεδαπή, όσο και στην αλλοδαπή, ενώ ο κάτοικος αλλοδαπής φορολογείται στην Ελλάδα μόνο για το εισόδημα που αποκτά από πηγές Ελλάδας.
Δεδομένου ότι, η έννοια της κατοικίας δεν ορίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις του ΚΦΕ, θα κρίνεται από τις διατάξεις των άρθρων 51 έως 56 του Αστικού Κώδικα, όπου προβλέπεται ότι το πρόσωπο έχει ως κατοικία τον τόπο της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής του. Κανένας δεν μπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερες από μία κατοικίες. Η κατοικία διατηρείται ωσότου αποκτηθεί νέα. Αν δεν μπορεί να αποδειχθεί η τελευταία κατοικία του προσώπου, ως κατοικία θεωρείται ο τόπος της διαμονής του. Συνεπώς, για την απόκτηση κατοικίας απαιτείται πραγματική εγκατάσταση σε ορισμένο τόπο (corpus) και βούληση του ατόμου (animus) να καταστήσει τον εν λόγω τόπο κέντρο της ύπαρξης του, των βιοτικών του σχέσεων, των υλικών του συμφερόντων, του υλικού του βίου και της επαγγελματικής του εγκατάστασης. Η επαγγελματική εγκατάσταση χωρίς τον οικιακό βίο και την κατοικία της οικογένειας του ατόμου, δεν έχει κρίσιμη σημασία ως προς την κατοικία (σχετ. διαταγή ν.5772/ΠΟΛ.175/24.8.1982).
Όσον αφορά στην έννοια της συνήθους διαμονής, αυτή στοιχειοθετείται όταν ένα φυσικό πρόσωπο διαμένει στην Ελλάδα για χρονική περίοδο που υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα τρεις (183) ημέρες μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Ως ημέρα παρουσίας στην Ελλάδα, θα λογίζεται οποιαδήποτε ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας, όσο σύντομη και αν είναι αυτή, ένα φυσικό πρόσωπο βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια (π.χ. τμήμα της ημέρας, ημέρα άφιξης και αναχώρησης, ημέρες εορτών, αργιών, διακοπών κ.λπ.). Από την εν λόγω αρχή συνάγεται ότι οποιαδήποτε πλήρης ημέρα παραμονής εκτός Ελλάδας, δεν θα συνυπολογίζεται στην προαναφερόμενη χρονική περίοδο. Η διαμονή τεκμαίρεται ως συνήθης, εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει διαφορετικά, εάν δηλαδή προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η διαμονή του σε άλλο κράτος [π.χ. πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, στην περίπτωση που διαμένει σε κράτος με το οποίο υφίσταται Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος (ΣΑΔΦΕ)].
Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής ορίζεται ότι κάθε φυσικό πρόσωπο, κάτοικος Ελλάδας, που υπηρετεί στην αλλοδαπή, θεωρείται ότι συνεχίζει να έχει την κατοικία του στην Ελλάδα, εφόσον (βλ. στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ αυτής της εγκυκλίου, τις σχετικές διατάξεις για τους αναφερόμενους στην περίπτωση αυτή δημόσιου φορείς):
α) Είναι λειτουργός ή συνδέεται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου με φορέα της γενικής κυβέρνησης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1Β του Ν.2362/1995, το οποίο έχει προστεθεί με το άρθρο 2 του Ν.3871/2010 ή
β) Συνδέεται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου με θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή διεθνή οργανισμό και είχε κατά το χρόνο της εισόδου του στην υπηρεσία του θεσμικού οργάνου της Ε.Ε. ή του διεθνούς οργανισμού τη φορολογική κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα.
Όσον αφορά στην περίπτωση α’, με το άρθρο 1Β του Ν.2362/1995, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 του Ν.3871/2010, ορίζεται ότι οι κατωτέρω όροι έχουν την εξής έννοια:
1) Δημόσιος τομέας: περιλαμβάνει την γενική κυβέρνηση και τις δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παρ. 1, 2 και 3, καθώς και τους δημόσιους οργανισμούς κατά την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν.3429/2005 (ΦΕΚ 314/Α’).
2) Γενική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Κυβέρνηση, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού (ΟΤΑ) και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), σύμφωνα με τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΟΛ).
3) Κεντρική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Διοίκηση και τα ΝΠΔΔ, καθώς και τα ΝΠΙΔ που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται κυρίως από την Κεντρική Διοίκηση, εκτός ΟΤΑ και ΟΚΑ.
4) Κεντρική Διοίκηση ή Δημόσιο ή κράτος: περιλαμβάνει την Προεδρία της Δημοκρατίας, τα Υπουργεία και τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, καθώς και τις Ανεξάρτητες Αρχές.
5) Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης: περιλαμβάνουν τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και τα νοσοκομεία που είναι ΝΠΔΔ.
6) Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης: περιλαμβάνουν τους Δήμους και τις Περιφέρειες.
7) Κρατικός Προϋπολογισμός: είναι ο προϋπολογισμός της Κεντρικής Διοίκησης.
Η ως άνω ρύθμιση για τα φυσικά πρόσωπα που υπηρετούν στην αλλοδαπή, στοχεύει στο να καθορίσει όλες εκείνες τις περιπτώσεις των προσώπων που συνεχίζουν να υπόκεινται σε φορολογία στην Ελλάδα για το παγκόσμιο εισόδημά τους, ως κάτοικοι Ελλάδας, παρά το γεγονός ότι δεν διαμένουν στην Ελλάδα, ακριβώς λόγω της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, όπως π.χ. οι διπλωμάτες και άλλα πρόσωπα σε κυβερνητικές υπηρεσίες.
Αναφορικά με την περίπτωση β’, αυτή είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 14 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 36) περί των Προνομίων και Ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1965), το οποίο έχει προσαρτηθεί ως άρθρο 13 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των Προνομίων και Ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Επίσημη Εφημερίδα της EE - 2010/C83/01/30.03.2010).
Ομοίως, θεωρούνται ότι έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα και τα μέλη της οικογένειας που το βαρύνουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ΚΦΕ, εκτός αν έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους σε κράτος στο οποίο υπόκεινται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά τους και το κράτος αυτό δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των κρατών που περιέχεται στην παρ. 4 του άρθρου 51Α του ΚΦΕ.
2. Με την παρ. 2 του άρθρου αυτού, στο άρθρο 2 του ΚΦΕ προστίθεται νέα παρ. 5, σύμφωνα με την οποία και κατ’ εξαίρεση από τα οριζόμενα στην παρ. 1, υπόκειται σε φόρο μόνο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα, για τρία (3) διαδοχικά έτη και για μία μόνο φορά, το φυσικό πρόσωπο που έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα και υπόκειται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του σε κράτος το οποίο δεν έχει συνάψει με την ΣΑΔΦ, σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου και εφόσον το κράτος αυτό δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των κρατών που περιέχεται στην παρ. 4 του άρθρου 51Α. Το χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών υπολογίζεται από την έναρξη διαμονής του φυσικού προσώπου στην Ελλάδα. Δηλαδή, προβλέπεται εξαίρεση από την αρχή της φορολόγησης του παγκόσμιου εισοδήματος για τους αλλοδαπούς που αν και έχουν συνήθη διαμονή στην Ελλάδα που υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα τρεις (183) ημέρες, επειδή προέρχονται από χώρες με τις οποίες η Ελλάδα δεν έχει συνάψει και δεν έχει θέσει σε εφαρμογή ΣΑΔΦΕ, η αρμόδια ελληνική φορολογική υπηρεσία δεν μπορεί στην πραγματικότητα να εφαρμόσει τις αρχές που ορίζονται στις ΣΑΔΦΕ για την εξεύρεση παγκόσμιου εισοδήματος (π.χ. ανταλλαγή πληροφοριών, διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού σε περίπτωση ύπαρξης διπλής κατοικίας κ.λπ.). Για το λόγο αυτό προβλέπεται ότι εφόσον φορολογούνται για το παγκόσμιο εισόδημά τους σε κράτος εκτός από αυτά που εμπίπτουν στην κατηγορία του άρθρου 51Α, φορολογείται μόνο το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα και για μία μόνο τριετία.
3. Με την παρ. 3 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της περ. β' της παρ. 10 (όπως αναριθμήθηκε από τον Ν.4024/2011) του άρθρου 9 του ΚΦΕ, σύμφωνα με την οποία πιστώνεται στην Ελλάδα μόνο ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε σε κράτος με το οποίο η χώρα έχει θέσει σε ισχύ ΣΑΔΦ για εισόδημα ή κεφάλαιο που έχει προκύψει σε αυτό και όχι σε κάποιο τρίτο κράτος και μόνο μέχρι του ποσού του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα ή το κεφάλαιο αυτό στην Ελλάδα και με την προϋπόθεση ότι, ο παρακρατηθείς, στο άλλο κράτος φόρος, ορίζεται στις διατάξεις της ΣΑΔΦΕ. Με την διάταξη αυτή καταργείται η ρύθμιση με την οποία το ελληνικό Δημόσιο πίστωνε φόρους χωρών με τις οποίες δεν είχαν τεθεί σε ισχύ συμφωνίες με αποτέλεσμα απώλεια εσόδων στον κρατικό προϋπολογισμό.
4. Με την παρ. 4 του άρθρου αυτού στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 61 του ΚΦΕ προστίθεται η φράση: «καθώς και όταν ο υπόχρεος υπόκειται σε φόρο μόνο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 2». Με την παράγραφο αυτή προβλέπεται ότι υποχρεούται να υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος και το φυσικό πρόσωπο που υπόκειται σε φόρο μόνο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ΚΦΕ.
5. Με την παρ. 5 του άρθρου αυτού, προστίθενται στο άρθρο 61 του ΚΦΕ παρ. 7 και 8, σύμφωνα με τις οποίες επέρχεται μία σημαντική μεταβολή στον ΚΦΕ για τον τρόπο απόδειξης της φορολογικής κατοικίας. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, τα φυσικά πρόσωπα που δηλώνουν ότι υπόκεινται σε φόρο μόνο για το εισόδημά τους που προκύπτει στην Ελλάδα, είναι υποχρεωμένα να προσκομίσουν τα δικαιολογητικά που θα προσδιορίζονται με υπουργική απόφαση. Η μη υποβολή τους ή η εκπρόθεσμη υποβολή τους συνεπάγεται ότι θα θεωρούνται κάτοικοι Ελλάδας και θα φορολογούνται στην Ελλάδα για το παγκόσμιο εισόδημά τους. Στόχος των ρυθμίσεων αυτών είναι να προσδιορισθεί και να αξιολογηθεί σε διαφορετική βάση από αυτή που ίσχυε μέχρι σήμερα η υπαγωγή του φυσικού προσώπου στην γενική κατηγορία των «κατοίκων εξωτερικού» και να διασταυρωθεί η υπαγωγή τους ή μη στη φορολόγηση για το παγκόσμιο εισόδημά τους εφαρμόζοντας τις γενικές αρχές του διεθνούς φορολογικού δικαίου.
6. Με την παρ. 6 του άρθρου αυτού προστίθενται παρ. 5 και 6 στο άρθρο 76 του ΚΦΕ, με τις οποίες προσδιορίζονται ορισμένα κριτήρια που πρέπει να εξετάζονται από την ελληνική φορολογική αρχή, όταν ένα φυσικό πρόσωπο προτίθεται να μεταφέρει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την νέα παρ. 5 του άρθρου 76 του ΚΦΕ, εάν ο υπόχρεος σε δήλωση μεταφέρει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος που εμπίπτει στον κατάλογο των κρατών που περιέχεται στην παρ. 4 του άρθρου 51Α, θεωρείται ότι έχει την κατοικία του στην Ελλάδα και υπόκειται σε φόρο για το παγκόσμιο εισόδημά του, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 2. Σημειώνεται ότι, τα μη συνεργάσιμα κράτη για το έτος 2012 έχουν καθορισθεί με την υπ’ αριθ. 1177722/ΔΟΣ/Α//30.12.2011 ΑΥΟ.
Περαιτέρω, με την νέα παρ. 6 του άρθρου 76 του ΚΦΕ ορίζεται ότι, εάν ο υπόχρεος σε δήλωση μεταφέρει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του εκτός Ελλάδας, θα συνεχίσει να υπόκειται σε φόρο στην Ελλάδα, για το παγκόσμιο εισόδημά του, για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, το οποίο αρχίζει από την υποβολή της δήλωσης μεταβολής της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του, εφόσον ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Υπαγόταν σε φόρο στην Ελλάδα για το παγκόσμιο εισόδημά του τα τελευταία πέντε (5) έτη, πριν από την δήλωση μεταβολής της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του και
β) Μεταφέρει την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος στο οποίο το εισόδημά του υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, κατά την έννοια της παρ. 7 του άρθρου 51Α, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, ως κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς θεωρείται εκείνο στο οποίο το φυσικό πρόσωπο δεν υπόκειται σε φορολογία ή εάν υπόκειται, δεν φορολογείται εν τοις πράγμασι ή υπόκειται σε φόρο επί του εισοδήματος/κεφαλαίου, ο οποίος είναι ίσος ή κατώτερος με τα εξήντα εκατοστά του φορολογικού συντελεστή που θα οφειλόταν, σύμφωνα με τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, εάν ήταν κάτοικος Ελλάδας και
γ) Διαθέτει σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην Ελλάδα, δηλαδή κατά την δήλωση μεταβολής της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του:
αα) συμμετέχει σε ποσοστό τουλάχιστον 25% σε εταιρεία που υπόκειται σε φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 2 ή συμμετέχει σε ποσοστό τουλάχιστον 5% σε νομικό πρόσωπο που υπόκειται σε φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 101 ή
ββ) το εισόδημά του που προκύπτει στην Ελλάδα υπερβαίνει το 30% των συνολικών του εισοδημάτων ή υπερβαίνει το ποσό των 45.000 ευρώ ή
γγ) η αξία των περιουσιακών του στοιχείων στην Ελλάδα, από τα οποία προκύπτει εισόδημα, υπερβαίνει το 30% της αξίας των συνολικών περιουσιακών του στοιχείων ή υπερβαίνει σε ύψος το ποσό των 150.000 ευρώ.
Με τις ως άνω διατάξεις γίνεται φανερό ότι η γνωστοποίηση, στο Τμήμα Μητρώου της ΔΟΥ, της πρόθεσης του φορολογούμενου να προβεί σε αλλαγή κατοικίας, δεν θα πρέπει να συνεπάγεται αυτομάτως και την αλλαγή της κατοικίας του. Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από την διερεύνηση ύπαρξης κατοικίας ή συνήθους διαμονής στην Ελλάδα, όπως οι έννοιες αυτές έχουν αναλυθεί ανωτέρω, θα πρέπει, επιπλέον, να ελέγχεται εάν ο φορολογούμενος πληροί τα προαναφερθέντα κριτήρια, γιατί στην περίπτωση που τα πληροί, υποχρεούται να δηλώνει το παγκόσμιο εισόδημά του στην Ελλάδα, ως κάτοικος Ελλάδας.
Για τον σκοπό αυτό, ο φορολογούμενος θα υποβάλει στο τμήμα Μητρώου της αρμόδιας ΔΟΥ, αίτηση (Έντυπο Μ0) γνωστοποίησης αλλαγής κατοικίας με συνημμένα τα Έντυπα Μ1 και Μ7 συμπληρωμένα όπως ορίζουν οι κείμενες διατάξεις. Στη συνέχεια το εν λόγω τμήμα της ΔΟΥ θα προωθεί την αίτηση με τα συνημμένα Έντυπα στο τμήμα εισοδήματος της ίδιας ΔΟΥ, προκειμένου να αποφανθεί, εάν πληρούνται ή όχι τα ανωτέρω κριτήρια, συντάσσοντας σχετικό προς τούτο σημείωμα. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος πληροί τα κριτήρια, ενημερώνεται εγγράφως ότι, το αίτημά του για μεταφορά της κατοικίας του απορρίπτεται και η αίτηση με τα συνημμένα έντυπα τίθεται στο φάκελο του. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν πληροί τα κριτήρια, το Τμήμα Εισοδήματος προωθεί στο Τμήμα Μητρώου της ΔΟΥ τα Έντυπα Μ1 και Μ7 με συνημμένο το σχετικό σημείωμα, στο οποίο, εκτός των άλλων, θα αναφέρεται και η ημερομηνία μεταβολής της κατοικίας, προκειμένου να ολοκληρωθεί η εν λόγω διαδικασία. Η σχετική βεβαίωση μεταβολής θα αποστέλλεται από την ΔΟΥ ταχυδρομικώς στην διεύθυνση του αντικλήτου. Εάν ο φορολογούμενος, ο οποίος πληροί τα προαναφερθέντα κριτήρια, προτίθεται να μεταβεί σε κράτος με το οποίο υφίσταται ΣΑΔΦΕ και προσκομίσει βεβαίωση από την αλλοδαπή φορολογική αρχή ότι έχει εγγραφεί ως φορολογικός κάτοικος αυτής της άλλης χώρας, τότε τίθεται θέμα διπλής κατοικίας. Σε αυτήν την περίπτωση, η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών (Διεύθυνση Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων) θα έρχεται σε επαφή με την αλλοδαπή φορολογική αρχή, προκειμένου να επιλυθεί η εν λόγω διαφορά.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΤΗΣ ΕΥΟ ΠΟΛ.1142/31.5.2012
Α. Οι διατάξεις του άρθρου 1Β του Ν.2362/1995 (μετά τον Ν.3871/2010, άρθρο 2) και οι σχετικές με το θέμα διατάξεις του Ν.3429/2005
· Άρθρο 1Β (Ν.2362/1995)
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, οι κατωτέρω όροι έχουν την ακόλουθη έννοια:
1. Δημόσιος τομέας: περιλαμβάνει την Γενική Κυβέρνηση και τις δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3, καθώς και τους δημόσιους οργανισμούς κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν.3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α).
2. Γενική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Κυβέρνηση, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού (ΟΤΑ) και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), σύμφωνα με τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΟΛ).
Αναλυτικά τα νομικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην Κεντρική Κυβέρνηση, τους Ο.Τ.Α. και τους Ο.Κ.Α. προσδιορίζονται από το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
3. Κεντρική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Διοίκηση και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται κυρίως από την Κεντρική Διοίκηση, εκτός ΟΤΑ και ΟΚΑ.
4. Κεντρική Διοίκηση ή Δημόσιο ή Κράτος: περιλαμβάνει την Προεδρία της Δημοκρατίας, τα Υπουργεία και τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, καθώς και τις Ανεξάρτητες Αρχές.
Για λόγους στατιστικής ταξινόμησης περιλαμβάνεται και η Βουλή των Ελλήνων, σύμφωνα με τον Κανονισμό της, ως προς τον προϋπολογισμό εξόδων και τον ισολογισμό - απολογισμό αυτής.
5. Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης: περιλαμβάνουν τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και τα νοσοκομεία (που είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου).
6. Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης: περιλαμβάνουν τους Δήμους και τις Περιφέρειες.
7. Κρατικός Προϋπολογισμός: είναι ο προϋπολογισμός της Κεντρικής Διοίκησης.
· Άρθρο 1 (Ν.3429/2005)
1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού, ως «δημόσια επιχείρηση» νοείται κάθε ανώνυμη εταιρεία, στην οποία το ελληνικό δημόσιο δύναται να ασκεί άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή, λόγω της συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο ή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής του ή των κανόνων που την διέπουν.
2. Η άσκηση αποφασιστικής επιρροής από το ελληνικό δημόσιο τεκμαίρεται όταν το ελληνικό δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούμενα από το ελληνικό δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε ποσοστό άνω του πενήντα  τοις εκατό ή άλλες δημόσιες επιχειρήσεις υπό την έννοια του παρόντος νόμου:
α) είναι κύριοι μετοχών που εκπροσωπούν την απόλυτη πλειοψηφία του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της ή
β) ελέγχουν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική της συνέλευση ή
γ) δύνανται να διορίζουν το ήμισυ πλέον ενός των μελών του διοικητικού της συμβουλίου ή
δ) χρηματοδοτούν την ετήσια δραστηριότητά της σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό.
3. Ως «δημόσια επιχείρηση» νοείται και κάθε ανώνυμη εταιρεία συνδεδεμένη με άλλη δημόσια επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 42ε παρ. 5 του Κ.Ν.2190/1920, όπως ισχύει.
4. …
5. …
6. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του εποπτεύοντος Υπουργού, υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α’ του νόμου αυτού, εφαρμοζομένων αναλόγως, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (εκτός των δημοσίων επιχειρήσεων) χρηματοδοτούμενα από το Δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό («Οργανισμοί»), καθώς και δημόσιες επιχειρήσεις που έχουν εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου αυτού.
Β. Οι διατάξεις του άρθρου 51Α του ΚΦΕ μετά τον Ν.4111/2013
Άρθρο 51Α[1]
Ορισμοί
1. Κράτος για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου νοείται το κράτος ή η περιοχή δικαιοδοσίας ή η υπερπόντια χώρα ή το έδαφος που τελεί υπό οιοδήποτε ειδικό καθεστώς σύνδεσης ή εξάρτησης κατά την έννοια του διεθνούς δικαίου.
2. Σύμβαση διοικητικής συνδρομής, για την εφαρμογή του παρόντος Κώδικα νοείται η διεθνής σύμβαση που επιτρέπει την ανταλλαγή όλων των πληροφοριών, που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας των Συμβαλλόμενων Μερών.
3. Νομική οντότητα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κώδικα, θεωρείται κάθε νομικό πρόσωπο, οργανισμός, υπεράκτια ή εξωχώρια εταιρεία (offshore κ.λπ.), κάθε μορφής εταιρεία ιδιωτικών επενδύσεων (private investment company κ.λπ.), κάθε μορφής καταπίστευμα (trust, Anstalt κ.λπ.) ή οποιοδήποτε μόρφωμα παρόμοιας φύσης, κάθε μορφής ίδρυμα (foundation, Stiftung κ.λπ.) ή οποιοδήποτε μόρφωμα παρόμοιας φύσης, κάθε μορφή προσωπικής επιχείρησης ή οποιαδήποτε οντότητα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε μορφής κοινή επιχείρηση, κάθε μορφής εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίου ή περιουσίας ή διαθήκης ή κληρονομίας ή κληροδοσίας ή δωρεάς, κάθε φύσης κοινοπραξία, κάθε μορφής εταιρεία αστικού δικαίου και κάθε άλλο πιθανό μόρφωμα εταιρικής οργάνωσης, ανεξαρτήτως νομικής προσωπικότητας και κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα.
4. Μη συνεργάσιμα κράτη είναι εκείνα που[2] δεν είναι κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κατάστασή τους σχετικά με τη διαφάνεια και την ανταλλαγή των πληροφοριών σε φορολογικά θέματα έχει εξεταστεί από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) και τα οποία[3]:
α) δεν έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής στο φορολογικό τομέα και
β) δεν έχουν υπογράψει τέτοια σύμβαση διοικητικής συνδρομής με τουλάχιστον δώδεκα άλλα κράτη.
Οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά.
5. Τα μη συνεργάσιμα κράτη καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από τη διαπίστωση των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου και περιλαμβάνονται σε κατάλογο που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο κατάλογος δημοσιεύεται τον Ιανουάριο κάθε έτους ως εξής:
α) Αφαιρούνται τα κράτη που μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής.
β) Προστίθενται τα κράτη που:
αα) ενώ έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής, οι διατάξεις της εν λόγω σύμβασης ή η εφαρμογή τους δεν επέτρεψαν στην ελληνική φορολογική διοίκηση να λάβει τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας,
ββ) δεν έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής, αν και η Ελλάδα είχε προτείνει, πριν την 1η Ιανουαρίου του προηγούμενου έτους, τη σύναψη τέτοιας σύμβασης.
γ) Αφαιρούνται ή προστίθενται τα κράτη που δεν έχουν συνάψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής, στα οποία η Ελλάδα δεν είχε προτείνει τη σύναψη τέτοιας σύμβασης πριν την 1η Ιανουαρίου του προηγούμενου έτους και για τα οποία το Παγκόσμιο Φόρουμ για τη Διαφάνεια και την Ανταλλαγή των πληροφοριών σε φορολογικά θέματα που συστήθηκε με απόφαση του Ο.Ο.Σ.Α. της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, θεωρεί ότι αντίστοιχα προβαίνουν ή όχι στην ανταλλαγή όλων των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή των φορολογικών νομοθεσιών των Συμβαλλόμενων Μερών.
Για το έτος 2010 ως μη συνεργάσιμα θεωρούνται τα κράτη που περιλαμβάνονται στην 1108437/2565/ΔΟΣ/15.11.2005 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 1590 Β’). Για το έτος 2011 ως μη συνεργάσιμα θεωρούνται τα κράτη που καθορίζονται ως τέτοια με την 1150236/ΔΟΣ/2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 1805 Β’).[4]
6. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου σχετικά με τα μη συνεργάσιμα κράτη εφαρμόζονται για αυτά που προστίθενται στον κατάλογο της προηγούμενης παραγράφου, από την 1η Ιανουαρίου του επομένου της δημοσίευσης έτους. Γι’ αυτά που αφαιρούνται από τον κατάλογο, η εφαρμογή των διατάξεων παύει από τη δημοσίευσή του.
7. Για την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα θεωρείται ότι υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς στο κράτος εκτός της Ελλάδας, ακόμη και αν η κατοικία ή η καταστατική ή η πραγματική έδρα του ή εγκατάσταση ευρίσκεται σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν σε αυτό το κράτος:
α) δεν υπόκειται σε φορολογία ή, εάν υπόκειται, δεν φορολογείται εν τοις πράγμασι, ή
β) υπόκειται σε φόρο επί των κερδών ή των εισοδημάτων ή του κεφαλαίου, ο οποίος είναι ίσος ή κατώτερος με τα εξήντα εκατοστά του φορολογικού συντελεστή[5] που θα οφειλόταν σύμφωνα με τις διατάξεις της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας, εάν ήταν κάτοικος ή είχε την έδρα του ή διατηρούσε μόνιμη εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 100 του παρόντος Κώδικα στην Ελλάδα.
_____________
(1) Το Κεφάλαιο Ζ' και το άρθρο 51Α προστέθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 78 του Ν.3842/2010 (ΦΕΚ 58/Α'/23.4.2010) και ισχύουν, σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου και νόμου, από 1.1.2010.
(2) Στο σημείο αυτό του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 υπήρχαν οι λέξεις «κατά την 1η Ιανουαρίου 2010 και εφεξής», οι οποίες διαγράφηκαν από 31.3.2011 με την περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 13 του Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α'/31.3.2011).
(3) Στο σημείο αυτό του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 υπήρχαν οι λέξεις «μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2010», οι οποίες διαγράφηκαν από 31.3.2011 με την περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 13 του Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α'/31.3.2011).
(4) Τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 5 προστέθηκαν με την περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 13 του Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α'/31.3.2011) και έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 52 του ίδιου νόμου, από τη δημοσίευση, δηλαδή από 31.3.2011 και μετά.
(5) Στην περ. β' της παρ. 7 οι λέξεις «ίσος ή κατώτερος με τα εξήντα εκατοστά του φορολογικού συντελεστή» τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με την περ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 13 του Ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α'/31.3.2011) και έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 52 του ίδιου νόμου, από τη δημοσίευση, δηλαδή από 31.3.2011 και μετά.
Προηγουμένως οι λέξεις είχαν ως εξής: «κατώτερος σε ποσοστό πάνω από το ήμισυ του φόρου».

_____________
Γ. Πίνακες καθορισμού των μη συνεργάσιμων κρατών
· ΑΥΟ 1053151/ΔΟΣ/Α/26.3.2013
Καθορισμός των μη συνεργάσιμων κρατών, με βάση τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 51Α του ΚΦΕ, για το έτος 2013
[…] 1. Ως μη συνεργάσιμα κράτη, για το έτος 2013, ορίζονται τα αναφερόμενα στην απόφαση 1011408/ΔΟΣ/Α/20.1.2012 (ΦΕΚ 106/Β’/1.2.2012) του Υπουργού Οικονομικών.
· AYO 1011408/ΔΟΣ/Α/20.1.2012
Τροποποίηση της υπ’ αριθ. 1177722/ΔΟΣ/Α/30.12.2011 ΑΥΟ, ως προς τον καθορισμό των μη συνεργάσιμων κρατών με βάση τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 51Α του ΚΦΕ για το έτος 2012
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 78 του Ν.3842/2010 (ΦΕΚ 58/Α’) «Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης και αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής», οι οποίες ενσωματώθηκαν στο νέο άρθρο 51Α στον ΚΦΕ.
2. Τις διατάξεις του Π.Δ.185/2009 (ΦΕΚ 213/Α’) «Ανασύσταση του Υπουργείου Οικονομικών, συγχώνευση του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών με τα Υπουργεία Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και μετονομασία του σε “Υπουργείο Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας”, μετατροπή του Υπουργείου Μακεδονίας - Θράκης σε Γενική Γραμματεία Μακεδονίας - Θράκης και της Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής».
3. Τις διατάξεις του Π.Δ.189/2009 (ΦΕΚ 221/Α’) «Καθορισμός και ανακατανομή αρμοδιοτήτων των Υπουργείων».
4. Τις διατάξεις του Π.Δ.284/1988 (ΦΕΚ 128/Α’) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
5. Τις διατάξεις του Π.Δ.110/2011 (ΦΕΚ 243/Α’) «Διορισμός Αντιπροέδρων της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
6. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
Αποφασίζουμε
Άρθρο 1
1. Καθορίζουμε τα μη συνεργάσιμα κράτη για το έτος 2012 σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 51Α του ΚΦΕ, όπως ισχύει, με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου, ως ακολούθως:
α/α
1.
ΑνδόραAndorra
2.
ΑνγκουίλαAnguilla
3.
Αντίγκουα και ΜπαρμπούνταAntigua & Barbuda
4.
ΑρούμπαAruba
5.
Μπαχάμεςthe Bahamas
6.
ΜπαχρέινBahrain
7.
ΜπαρμπάντοςBarbados
8.
ΒερμούδεςBermuda
9.
ΜπελίζBelize
10.
Βρετανικές Παρθένοι ΝήσοιBritish Virgin Islands
11.
ΜπρουνέιBrunei
12.
Νήσοι ΚέιμανCayman Islands
13.
Νήσοι Κουκthe Cook Islands
14.
Κόστα ΡίκαCosta Rica
15.
ΝτομίνικαDominica
16.
ΓιβραλτάρGibraltar
17.
ΓρενάδαGrenada
18.
ΓουατεμάλαGuatemala
19.
ΓκέρνσεϋGuernsey
20.
Νήσος ΜανIsle of Man
21.
ΤζέρσεϋJersey
22.
ΛίβανοςLebanon
23.
ΛιβερίαLiberia
24.
ΛιχτενστάινLiechtenstein
25.
ΜαλαισίαMalaysia
26.
Νήσοι ΜάρσαλMarshall Islands
27.
ΜοντσεράτMontserrat
28.
ΜαυρίκιοςMauritius
29.
ΜονακόMonaco
30.
ΝαούρουNauru
31.
Ολλανδικές ΑντίλλεςNetherland Antilles
32.
ΠΓΔΜFYROM
33.
ΝιούεNiue
34.
ΠαναμάςPanama
35.
ΦιλιππίνεςPhilippines
36.
Αγία ΛουκίαSt. Lucia
37.
Άγιος Χριστόφορος και ΝέβιςSt. Kitts and Nevis
38.
Άγιος Βικέντιος και ΓρεναδίνεςSt. Vincent and the Grenadines
39.
ΣαμόαSamoa
40.
ΣεϋχέλλεςSeychelles
41.
ΣιγκαπούρηSingapore
42.
Νήσοι Τέρκς και ΚάικοςTurks and Caicos
43.
Παρθένοι νήσοι των Η ΠΑUS Virgin Islands
44.
ΒανουάτουVanuatu
45.
ΟυρουγουάηUruguay
46.
Χόνγκ-Κόνγκ
Hong-Kong




http://logistikoskosmos.blogspot.gr/2012/07/39432011.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου