Σελίδες

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

ΣτΕ 835/2013 Φ.Π.Α. - PRORATA - Διαμόρφωση του κλάσματος, από το οποίο προκύπτει η αναλογία εκπτώσεως του φόρου των κοινών εισροών

ΣτΕ 835/2013
Φ.Π.Α. - PRORATA - Διαμόρφωση του κλάσματος, από το οποίο προκύπτει η αναλογία εκπτώσεως του φόρου των κοινών εισροών

Περίλιψη
Από τις διατάξεις του νόμου 1642/1986 (νυν 2859/2000) προκύπτει ότι για την διαμόρφωση του κλάσματος, από το οποίο προκύπτει η αναλογία εκπτώσεως του φόρου των κοινών εισροών (prorata) , στο μεν αριθμητή περιλαμβάνονται έσοδα από πράξεις για τις οποίες παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, είτε αυτές φορολογούνται, είτε απαλλάσσονται του φόρου, στο δε παρονομαστή περιλαμβάνονται τόσο τα έσοδα αυτά όσο και τα έσοδα από πράξεις για τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης. Εσοδα, όμως, εξαιρούμενα του φόρου, δηλαδή, έσοδα από πράξεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του φόρου προστιθεμένης αξίας, δεν περιλαμβάνονται ούτε στον αριθμητή ούτε στον παρονομαστή του κλάσματος (βλ. σκέψεις 10-13 στην Δ.Ε.Κ. C-333/91, απόφαση της 22.6.1993, SOFITAM, Συλλ. 1993, Ι-3542). Περαιτέρω, δεν περιλαμβάνονται στον παρονομαστή του κλάσματος έσοδα από πράξεις σε ακίνητα ή πράξεις προβλεπόμενες στις περιπτώσεις κα΄, κβ΄, κγ΄, κδ΄, κε΄ και κστ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 1642/1986, όταν οι πράξεις αυτές είναι παρεπόμενες, και όχι συμπτωματικές όπως, κατά κακή προσαρμογή της αντίστοιχης διατάξεως της Έκτης Οδηγίας, όριζε η περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του ν. 1642/1986 πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 11 παρ. 9 του ν. 2386/1996. Οπως δε κρίθηκε από το ΣτΕ με την αναιρετική απόφαση 404/2004, ο παρεπόμενος χαρακτήρας ερευνάται σε σχέση με πράξεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αποκλείεται ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως παρεπόμενης όταν αυτή συνιστά την άμεση, διαρκή και αναγκαία προέκταση της φορολογουμένης δραστηριότητας (ΣτΕ 2403/2010, ΣτΕ 2544/2006, ΣτΕ 3824/2005, ΣτΕ 2943/2005).


ΣτΕ 835/2013

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Νοεμβρίου 2012 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 3 Μαΐου 2005 αίτηση:
του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ......... , ο οποίος παρέστη με τον Παναγιώτη Πανάγο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία ............................. που εδρεύει στην Αθήνα ..........., η οποία παρέστη με το δικηγόρο .............................., που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 4359/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου A.-Γ. Βώρου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρίας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά το νόμο η καταβολή παραβόλου, ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 4359/2004 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσίβλητης εταιρίας, ήδη μετονομασθείσας από....................... σε ..................... (βλ. την υπ’ αριθ. 8236/12.5.2010 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, ΦΕΚ 3366/2010, Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), κατά της 1187/1997 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και, αφού εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης και διατάχθηκε η επιστροφή σε αυτήν ποσού 4.996.593 δρχ., ως πιστωτικού υπολοίπου φόρου προστιθέμενης αξίας χρήσεως 1993. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί ύστερα από αναίρεση προηγουμένης απόφασης του ίδιου Εφετείου (2385/2000) με την 404/2004 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

2. Επειδή, το άρθρο 17 της Εκτης Οδηγίας του Συμβουλίου «περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των Κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση» (Οδηγία 77/388/Ε.Ο.Κ. του Συμβουλίου της 17.5.1977, Ε.Ε. L. 145/13.6.1977), το οποίο ρυθμίζει τα της εκπτώσεως του φόρου εισροών από τον φόρο εκροών, ορίζει στην παράγραφο 5 ότι: «Όσον αφορά τα αγαθά και τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται από υποκείμενο στον φόρο για την ταυτόχρονη πραγματοποίηση τόσο πράξεων αναφερομένων στις παραγράφους 2 και 3, οι οποίες παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση, όσο και πράξεων, οι οποίες δεν παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση, η έκπτωση γίνεται μόνο για το μέρος του φόρου προστιθεμένης αξίας, το οποίο αναλογεί στο ποσό που αντιστοιχεί στις πράξεις της πρώτης κατηγορίας. Η αναλογία αυτή καθορίζεται για το σύνολο των πράξεων που πραγματοποιούνται από τον υποκείμενο στον φόρο, σύμφωνα με το άρθρο 19 (...) », στην δε παράγραφο 1 του άρθρου 19 ορίζονται τα ακόλουθα: «Η αναλογία εκπτώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 17 παράγραφος 5 εδάφιο πρώτο, προκύπτει από το κλάσμα που περιλαμβάνει: - στον αριθμητή το συνολικό ποσό του ετησίου κύκλου εργασιών, άνευ φόρου προστιθεμένης αξίας, που αναφέρεται στις πράξεις, οι οποίες δημιουργούν δικαίωμα προς έκπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφοι 2 και 3, - στον παρονομαστή το συνολικό ποσό του ετησίου κύκλου εργασιών, άνευ φόρου προστιθεμένης αξίας, που αναφέρεται στις πράξεις που περιλαμβάνονται στον αριθμητή, καθώς και στις πράξεις που δεν δημιουργούν δικαίωμα προς έκπτωση. (…) Η αναλογία καθορίζεται επί ετησίας βάσεως, εκφράζεται σε ποσοστό επί τοις εκατό και στρογγυλοποιείται σε αριθμό που δεν υπερβαίνει την ανώτερη μονάδα». Εξάλλου, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 19 της Εκτης Οδηγίας, για τον υπολογισμό της αναλογίας έκπτωσης του φόρου των κοινών δαπανών δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν «το ποσό του κύκλου εργασιών, το οποίο αναφέρεται σε παρεπόμενες πράξεις επί ακινήτων ή χρηματοδοτικές, ή στις πράξεις που προβλέπονται από το άρθρο 13 υπό Β περίπτωση δ, όταν πρόκειται για παρεπόμενες πράξεις».

3. Επειδή, η παράγραφος 1 του άρθρου 23 του ν. 1642/1986 «Για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 125), όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της με το άρθρο 1 παρ. 34 του ν. 2093/1992 (Α΄ 181), ορίζει ότι «Ο υποκείμενος δικαιούται να εκπέσει, από το φόρο που αναλογεί στις ενεργούμενες από αυτόν πράξεις παράδοσης αγαθών, παροχής υπηρεσιών και ενδοκοινοτικής απόκτησης αγαθών, το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών που έγιναν σ’ αυτόν και η εισαγωγή αγαθών, που πραγματοποιήθηκε από αυτόν, καθώς και το φόρο που οφείλεται για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών που πραγματοποιήθηκαν από αυτόν. Η έκπτωση αυτή παρέχεται κατά το μέρος που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση πράξεων που υπάγονται στο φόρο. (.........)», στα δε δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του ως άνω νόμου, μετά την προσθήκη σ’ αυτήν τρίτου εδαφίου με το άρθρο 2 παρ. 19 του ν. 2093/1992, ορίζονται τα ακόλουθα: «Σε περίπτωση που ο υποκείμενος στο φόρο χρησιμοποιεί αγαθά και υπηρεσίες για την πραγματοποίηση πράξεων, για μερικές από τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, ο εκπιπτόμενος φόρος ορίζεται σε ποσοστό στα εκατό του συνολικού ποσού του φόρου. Το ποσοστό αυτό βρίσκεται με βάση κλάσμα που έχει ως αριθμητή το ποσό του ετήσιου κύκλου εργασιών, χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας, που αφορά πράξεις για τις οποίες παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου και ως παρονομαστή το ποσό των πράξεων που αναφέρονται στον αριθμητή, καθώς και των πράξεων για τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης. (…)».

Τέλος, κατά την περίπτωση β της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του ν. 1642/1986, πριν η περίπτωση αυτή αντικατασταθεί με το άρθρο 11 παρ. 9 του ν. 2386/1996 (Α΄ 43), για τον προσδιορισμό του ποσοστού της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού δεν λαμβάνονται υπ’ όψη τα ποσά που προέρχονται «από συμπτωματικές εργασίες σε ακίνητα ή σε χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που προβλέπουν οι διατάξεις των περιπτώσεων κα΄, κβ΄, κγ΄, κδ΄, κε΄ και κστ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 18, εφ’ όσον αυτές είναι συμπτωματικές». Η παράγραφος 1 του άρθρου 18 περιλαμβάνει περιπτώσεις απαλλαγών από τον φόρο, κατά την περίπτωση δε κστ΄, απαλλάσσονται «οι εργασίες, στις οποίες περιλαμβάνεται και η διαπραγμάτευση, που αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές καταθέσεων και εμβάσματα, απαιτήσεις, πιστωτικούς τίτλους, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα, με εξαίρεση την είσπραξη απαιτήσεων τρίτων, καθώς και τις εργασίες που αφορούν την πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων που ενεργείται από τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με τις εργασίες αυτές».

4. Επειδή, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την διαμόρφωση του κλάσματος, από το οποίο προκύπτει η αναλογία εκπτώσεως του φόρου των κοινών εισροών, στο μεν αριθμητή περιλαμβάνονται έσοδα από πράξεις για τις οποίες παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, είτε αυτές φορολογούνται, είτε απαλλάσσονται του φόρου, στο δε παρονομαστή περιλαμβάνονται τόσο τα έσοδα αυτά όσο και τα έσοδα από πράξεις για τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης. Εσοδα, όμως, εξαιρούμενα του φόρου, δηλαδή, έσοδα από πράξεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του φόρου προστιθεμένης αξίας, δεν περιλαμβάνονται ούτε στον αριθμητή ούτε στον παρονομαστή του κλάσματος (βλ. σκέψεις 10-13 στην Δ.Ε.Κ. C-333/91, απόφαση της 22.6.1993, SOFITAM, Συλλ. 1993, Ι-3542). Περαιτέρω, δεν περιλαμβάνονται στον παρονομαστή του κλάσματος έσοδα από πράξεις σε ακίνητα ή πράξεις προβλεπόμενες στις περιπτώσεις κα΄, κβ΄, κγ΄, κδ΄, κε΄ και κστ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 1642/1986, όταν οι πράξεις αυτές είναι παρεπόμενες, και όχι συμπτωματικές όπως, κατά κακή προσαρμογή της αντίστοιχης διατάξεως της Έκτης Οδηγίας, όριζε η περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του ν. 1642/1986 πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 11 παρ. 9 του ν. 2386/1996. Οπως δε κρίθηκε από το ΣτΕ με την αναιρετική απόφαση 404/2004, ο παρεπόμενος χαρακτήρας ερευνάται σε σχέση με πράξεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (C- 306/94, απόφαση της 11.7.1996, Regie dauphinoise, Συλλ. 1996, Ι-3715 και επ., ιδίως σκέψη 22), αποκλείεται ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως παρεπόμενης όταν αυτή συνιστά την άμεση, διαρκή και αναγκαία προέκταση της φορολογουμένης δραστηριότητας (ΣτΕ 2403/2010, ΣτΕ 2544/2006, ΣτΕ 3824/2005, ΣτΕ 2943/2005).

5. Επειδή, η αναιρεσίβλητη εταιρία, η οποία κατά την ένδικη χρήση (1993), είχε ως αντικείμενο εργασιών «τη βιομηχανική παραγωγή και πώληση ζυμαρικών και αμυλωδών προϊόντων», υπέβαλε προς τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. .............. την από 23.5.1995 «Αίτηση επιστροφής - Προσφυγή», με την οποία ζητούσε τη μερική ανάκληση της από 10.5.1994 εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α., έτους 1993, που είχε καταθέσει στην παραπάνω Δ.Ο.Υ. και την επιστροφή φόρου, εκ δραχμών 4.996.593, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, ισχυριζόμενη ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 23 και 24 του ν. 1642/1986, συνυπολογίσθηκε στον παρονομαστή του κλάσματος για τον υπολογισμό της αναλογίας της έκπτωσης φόρου εισροών κονδύλιο 292.699.306 δρχ., το οποίο προερχόταν από είσπραξη τόκων από αποκτηθέντα ομόλογα. Προσφυγή της εταιρείας κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης της ως άνω αίτησης απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 1187/1997 απόφαση ως απαράδεκτη. Με την 2385/2000 απόφασή του, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκανε δεκτή έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της παραπάνω απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και, περαιτέρω, δικάζοντας επί της προσφυγής, μετά τη συμπλήρωση των αποδείξεων εν σχέσει προς την ουσία της διαφοράς με την 1527/1999 προδικαστική απόφασή του, δέχθηκε την προσφυγή αυτή, με την αιτιολογία ότι εφόσον το επίμαχο κονδύλιο προέρχεται από εργασίες από χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες ούτε στην κύρια οικονομική δραστηριότητα της αναιρεσίβλητης περιλαμβάνονται, ούτε συνιστούν την άμεση, διαρκή και αναγκαία προέκταση αυτής, ούτε υπερβαίνουν τον κύκλο των εργασιών της, που σχετίζεται με την κύρια πιο πάνω οικονομική της δραστηριότητα ενόψει του συνόλου των εσόδων χρήσης 1993 από πωλήσεις παραγομένων προϊόντων της ύψους 7.668.234.845 δραχμών, οι πιο πάνω εργασίες από τις οποίες προέρχεται το επίδικο κονδύλιο αποτελούν συμπτωματικές εργασίες σε χρηματοοικονομικές δραστηριότητες της αναιρεσίβλητης κατά την έννοια του άρθρου 24 παρ. 3 περ. β΄ του ν. 1642/1986 και, συνεπώς, ο συνυπολογισμός του εκ των εργασιών αυτών πιο πάνω κονδυλίου στον παρονομαστή του οικείου κλάσματος για τον υπολογισμό της αναλογίας της έκπτωσης του φόρου εισροών, ήταν μη νόμιμος. Με την 404/2004 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν άσκησης αίτησης αναίρεσης κατά της τελευταίας αυτής απόφασης από το αναιρεσείον, αφού κρίθηκε ότι σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των άρθρων 17-19 της Έκτης Οδηγίας, ο παρεπόμενος χαρακτήρας πράξεων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων ερευνάται σε σχέση με πράξεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του φόρου προστιθεμένης αξίας, και όχι σε σχέση με το κύριο αντικείμενο της επιχείρησης, η πιο πάνω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου αναιρέθηκε, η δε υπόθεση παραπέμφθηκε στο ίδιο δικαστήριο για νέα κατ’ ουσίαν κρίση. Ακολούθως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, αφού δέχθηκε την έφεση και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, έκανε εκ νέου δεκτή την προσφυγή της αναιρεσίβλητης με την αιτιολογία ότι: «το ένδικο κονδύλιο των 292.699.306 δρχ., που αφορά εισπραχθέντες τόκους από αποκτηθέντα ομόλογα, αντιπροσωπεύει ελάχιστο ποσοστό (3,81% περίπου) σε σχέση με το συνολικό ύψος των φορολογητέων εκροών που πραγματοποίησε η [αναιρεσίβλητη] από την κύρια δραστηριότητά της (7.668.234.845 δρχ.) και ότι η είσπραξη των τόκων αυτών δεν συνιστά ούτε άμεση αλλά ούτε διαρκή ή αναγκαία προέκταση της φορολογούμενης δραστηριότητας της επιχείρησης, τα δεδομένα δε αυτά δεν αμφισβητήθηκαν από την Φορολογική Αρχή. Συνεπώς, το εν λόγω ποσό των τόκων προέρχεται από πράξεις χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων που έχουν πράγματι παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με τις πράξεις της επιχείρησης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του φόρου προστιθέμενης αξίας και για το λόγο αυτό, μη νόμιμα η Φορολογική Αρχή… πρόσθεσε το κονδύλιο τούτο στον παρονομαστή κατά τη διαμόρφωση του σχετικού κλάσματος για τον υπολογισμό της έκπτωσης του φόρου κοινών δαπανών».

6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερεύνησε τον παρεπόμενο χαρακτήρα του ένδικου κονδυλίου των 292.699.306 δρχ., που προήλθε από πράξεις (εργασίες) σε χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, σε σχέση με τις πράξεις της αναιρεσίβλητης, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του φόρου προστιθέμενης αξίας, δηλαδή σύμφωνα με το κριτήριο που έθεσε η προμνημονευόμενη 404/2004 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και σύμφωνη προς τα κριθέντα με την ως άνω αναιρετική απόφαση. Επομένως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα.

7. Επειδή, το αναιρεσείον Δημόσιο προβάλλει περαιτέρω ότι το δικάσαν εφετείο όφειλε να εξετάσει, αν οι αποφέρουσες τόκους πράξεις της αναιρεσίβλητης συνεπάγονται απλώς πολύ περιορισμένη χρήση αγαθών και υπηρεσιών για τις οποίες οφείλεται ΦΠΑ, προκειμένου ακολούθως να κρίνει αν πρέπει οι εν λόγω τόκοι να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογίας έκπτωσης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι συνδέεται με πραγματικό (την έκταση της χρήσεως, για την είσπραξη τόκων από αποκτηθέντα ομόλογα, αγαθών και υπηρεσιών, για τα οποία ή τις οποίες οφείλεται φόρος προστιθεμένης αξίας) που δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και για το οποίο δεν προβάλλεται ότι είχε τεθεί υπόψη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με σχετικό υπόμνημα του Δημοσίου, ούτε με την έκθεση του άρθρου 82 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, που είχε συνταχθεί από τη φορολογική αρχή προς αντίκρουση της προσφυγής της ήδη αναιρεσίβλητης.

8. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση.

Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρίας, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2012
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας
Ε. Γαλανού Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Φεβρουαρίου 2013.
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Ε. Γαλανού Α. Ζυγουρίτσα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου