Σελίδες

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Ανάλυση όλων των σημαντικών διατάξεων που ψηφίστηκαν με το πολυνομοσχέδιο - νόμος 4281/2014 και μας αφορούν άμεσα

Άρθρα
Ανάλυση όλων των σημαντικών διατάξεων που ψηφίστηκαν με το πολυνομοσχέδιο - νόμος 4281/2014 και μας αφορούν άμεσα


Επιμέλεια : Επιστημονική ομάδα Taxheaven
Περιληπτικά :

ΦΠΑ
  • Κατάργηση Εκκαθαριστικής δήλωσης ΦΠΑ
  • Νέο καθεστώς μη υπόχρεων ΦΠΑ για τζίρο έως 10.000 ευρώ
Κ.Φ.Δ.
  • Απενεργοποίηση ΑΦΜ στις περιπτώσεις φοροδιαφυγής
  • Προέκταση προθεσμίας για την διεκπεραίωση αιτήσεων επιστροφής ΦΠΑ
  • Παραγραφή σε περιπτώσεις πολλών δηλώσεων για το ίδιο αντικείμενο.
  • Αναστολή προθεσμίας για άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής

Δηλώσεις οικ. 2014
  • Γενικές και Ιατρικές δαπάνες υπολογίζονται και σε εκπρόθεσμη δήλωση εισοδήματος.

ΕΝΦΙΑ
  • Ποσά μέχρι 5 ευρώ δεν αναζητούνται από την Φορολογική διοίκηση
Καταχώρηση σήματος
  • Πρόβλεψη για απλούστερη Ηλεκτρονική υποβολή
Δημοσιεύσεις - ΓΕΜΗ
  • Προαιρετικά οι δημοσίευσης σε μέσα
  • Υποχρεωτική δημοσίευση σε ΓΕΜΗ

Οργανωτικά θέματα Γ.Γ.Δ.Ε.
  • Στελέχωση ΓΓΔΕ με 400 θέσεις για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής
Χρηματιστήριο - διατάξεις κεφαλαιαγοράς
Αιγιαλός
  • Οριοθέτηση και χαρτογράφηση αιγιαλού
Πόθεν έσχες
  • Διεύρυνση υπόχρεων πόθεν έσχες
  • Επιτροπή ελέγχου
  • Αυστηρότερες ποινές για παραβάτες


Αναλυτικά οι νέες μεταβολές :

ΦΠΑ
1. Επέρχονται τροποποιήσεις στον Κώδικα ΦΠΑ στα εξής, κατά βάση, σημεία:
2. Προβλέπεται ότι ο φόρος (ΦΠΑ) επιστρέφεται και όταν προκύπτει πιστωτικό υπόλοιπο το οποίο δεν μεταφέρεται σε επόμενη περίοδο (μέχρι σήμερα ο φόρος μεταφέρεται για έκπτωση σε επόμενη περίοδο και μόνο κατ' εξαίρεση προβλέπεται η δυνατότητα επιστροφής του).
3. Καταργείται διάταξη που προέβλεπε δεκαετή διακανονισμό της έκπτωσης του φόρου για τα εμπορικά κέντρα για τα οποία επιλέχθηκε η φορολόγηση (αντί του κανόνα του πενταετούς διακανονισμού που ισχύει για τα αγαθά επένδυσης).
4. Καταργείται η υποχρέωση υποβολής περιοδικής και εκκαθαριστικής δήλωσης ΦΠΑ και πλέον προβλέπεται η υποβολή μίας δήλωσης ΦΠΑ για κάθε φορολογική περίοδο (ουσιαστικά καταργείται η υποχρέωση υποβολής εκκαθαριστικής δήλωσης για τις διαχειριστικές περιόδους που λήγουν μετά την 1.1.2014). Η διάρκεια της φορολογικής περιόδου κυμαίνεται από έναν ημερολογιακό μήνα έως ένα ημερολογιακό έτος, ανάλογα με τον υπόχρεο, η δε δήλωση υποβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη μέρα του μήνα που ακολουθεί τη λήξη της φορολογικής περιόδου.

5. Προστίθεται στις περιπτώσεις του άρθρου 39α, κατά τις οποίες υπόχρεος για την καταβολή του ΦΠΑ είναι ο λήπτης, και η εκτέλεση εργασιών σε ακίνητα προς αναθέτουσες αρχές, κατά την έννοια της νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων. (άρθρο 1)
6. Αντικαθίσται το άρθρου 39 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), όπως έως σήμερα ισχύει, και εντάσσεται η απαλλαγή από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης και καταβολής φόρου για τους υποκείμενους, οι οποίοι κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο, πραγματοποίησαν συνολικά ακαθάριστα έσοδα, χωρίς το φόρο προστιθέμενης αξίας (σύμφωνα με τα περί του προσδιορισμού των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων ισχύοντα στη φορολογία εισοδήματος), μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ. 

Σημειώνεται ότι οι υποκείμενοι διατηρούν σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα επιλογής, ως προς την υπαγωγή τους στο κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου. 

Οι διατάξεις περί απαλλαγής δεν έχουν εφαρμογή στους αγρότες του άρθρου 41, σε υποκείμενους στο φόρο που δεν είναι εγκαταστημένοι στο εσωτερικό της χώρας και κατά την παράδοση καινούργιου μεταφορικού μέσου, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 28. Σημειώνεται ότι οι υποκείμενοι που επιλέγουν την απαλλαγή, εφ' όσον τα ακαθάριστα έσοδά τους -κατά τις περί φορολογίας εισοδήματος διατάξεις- υπερβαίνουν σε μία διαχειριστική περίοδο το όριο των 10.000 ευρώ, από την επόμενη διαχειριστική περίοδο εντάσσονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου. 

Στην περίπτωση που η πρώτη διαχειριστική περίοδος υποκείμενου αφορά χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους, προκειμένου να κριθεί αν ο υποκείμενος αυτός μπορεί να απαλλαγεί κατά την επομένη διαχειριστική περίοδο, γίνεται αναγωγή των ακαθαρίστων εσόδων του και από τις πράξεις παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών που αφορούν την εν λόγω δραστηριότητα, του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, σε ετήσια βάση. 

Θεμελιώδης και απαραίτητη πάντως προϋπόθεση για την μετάταξη υποκειμένου από το κανονικό στο απαλλασσόμενο καθεστώς αλλά και αντίστροφα (πλην αυτονόητα της υποχρεωτικής περίπτωσης, λόγω ακαθαρίστων εσόδων, ένταξης στο κανονικό καθεστώς), είναι η, σύμφωνα με τις διατυπώσεις του άρθρου 10 παρ. 4 του ΚΦΔ και εντός της προθεσμίας που αυτό ορίζει, υποβολή κατά την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου σχετικής δήλωσης μεταβολών. 

Επίσης ορίζεται ότι όταν υποκείμενος μετατάσσεται υποχρεωτικά ή προαιρετικά από το ένα καθεστώς στο άλλο, κατά την έναρξη συγκεκριμένης διαχειριστικής περιόδου, τα αποθέματα των εμπορεύσιμων αγαθών, τα οποία υπάρχουν κατά την λήξη της διαχειριστικής περιόδου, που προηγείται του χρόνου της μετάταξης, απογράφονται υποχρεωτικά, ανά συντελεστή φόρου που ισχύει την τελευταία ημέρα της διαχειριστικής περιόδου που προηγείται της μετάταξης, αποτιμώνται, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και υπάρχει υποχρέωση απόδοσης του φόρου που έχει εκπεσθεί για τα αποθέματα, όταν ο υποκείμενος μετατάσσεται από το κανονικό καθεστώς στο απαλλασσόμενο, και δικαίωμα έκπτωσης, αντίστοιχα, όταν μετατάσσεται από το απαλλασσόμενο στο κανονικό καθεστώς. 

Ακόμα, σε περίπτωση μετάταξης, ο υποκείμενος υποχρεούται να συντάσσει απογραφή των αγαθών επένδυσης, για τα οποία δεν έχει παρέλθει ο χρόνος διακανονισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33. Τα εν λόγω αγαθά αποτιμώνται στην αξία κτήσης αυτών, η οποία προσαυξάνεται με τις δαπάνες βελτίωσης και επέκτασης, εκτός από τις δαπάνες επισκευής και συντήρησης. 

Οι μετατασσόμενοι, για τον εναπομένοντα χρόνο του διακανονισμού, έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου ή, κατά περίπτωση, υποχρέωση διακανονισμού και καταβολής του φόρου, ανάλογα με το εάν πρόκειται για μετάταξη από το απαλλασσόμενο στο κανονικό καθεστώς ή αντίστροφα. Τέλος, ορίζεται ότι υποκείμενοι που υπάγονται στο απαλλασσόμενο καθεστώς στις περιπτώσεις που σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας έχουν υποχρέωση έκδοσης φορολογικών στοιχείων, αναγράφουν σ' αυτά την ένδειξη «χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας- απαλλαγή μικρών επιχειρήσεων» και δεν δικαιούνται να εκπέσουν το φόρο των εισροών τους.
Η ανωτέρω μεταβολή ισχύει από την ψήφιση του νόμου, ουσιαστικά όμως για να ενταχθεί κάποιος φορολογούμενος στο καθεσ΄τως αυτό θα πρέπει όπως προαναφέρθηκε να υποβάλλει δήλωση κατά την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου. (άρθρο 251)
Η διατάξεις του νόμου που ψηφίστηκαν για τις ανωτέρω αλλαγές του ΦΠΑ
Άρθρο 1 
Ρυθμίσεις ΦΠΑ 

1. Η παρ . 3 του άρθρου 32 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000, Α΄ 248) αντικαθίσταται, ως εξής: 
«3. Όταν το ποσό της έκπτωσης είναι μεγαλύτερο από τον οφειλόμενο φόρο στην ίδια περίοδο, η επιπλέον δια­φορά μεταφέρεται για έκπτωση σε επόμενη περίοδο ή ε­πιστρέφεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34, με την επιφύλαξη των περί παραγραφής διατάξεων.» 
2. Η παρ. 1 του άρθρου 33 του Κώδικα ΦΠΑ αντικαθί­σταται, ως εξής: 
«1. Η έκπτωση του φόρου που ενεργείται με βάση τις υποβαλλόμενες δηλώσεις ΦΠΑ, υπόκειται σε τελικό δια­κανονισμό σύμφωνα με τα συνολικά στοιχεία της διαχει­ριστικής περιόδου, εφόσον: 
α) η έκπτωση αυτή είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που είχε δικαίωμα να ενεργήσει ο υποκείμενος στο φόρο, 
β) μετά την υποβολή των ανωτέρω δηλώσεων ΦΠΑ, έ­γιναν μεταβολές που δεν είχαν ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του ποσού των εκπτώσεων, ιδίως στην περί­πτωση έκπτωσης στο τίμημα ή ακύρωσης αγορών. Δεν ε­νεργείται διακανονισμός σε περιπτώσεις καταστροφής, απώλειας ή κλοπής που αποδεικνύονται ή δικαιολογού­νται, καθώς και σε περιπτώσεις χορήγησης δώρων μέ­χρις αξίας 10 ευρώ και δειγμάτων τα οποία διατίθενται για το σκοπό της επιχείρησης.» 
3. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρ­θρου 33 του Κώδικα ΦΠΑ προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής: 
«Ο διακανονισμός ενεργείται κάθε έτος για το ένα πέ­μπτο (1/5) του φόρου που επιβάρυνε το αγαθό, ανάλογα με τις μεταβολές του δικαιώματος έκπτωσης.» 
4. Τα τρία τελευταία εδάφια της παρ. 2 του άρθρου 33 του Κώδικα ΦΠΑ καταργούνται.
5. Η υποπερίπτωση αα΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 33 αντικαθίσταται ως εξής: «αα) για παράδοση η οποία υπάγεται στο φόρο». 
6. Η υποπερίπτωση i της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 34 του Κώδικα ΦΠΑ αντικαθίσταται, ως εξής: 

«i) προκύπτει ως πιστωτικό υπόλοιπο το οποίο δεν με­ταφέρεται σε επόμενη περίοδο για έκπτωση ή σε περί­πτωση μεταφοράς του η έκπτωση δεν κατέστη δυνατή ή,». 

7. Η παρ. 11 του άρθρου 34 του Κώδικα ΦΠΑ καταργείται. 

8. Α. Το άρθρο 38 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000) αντι­καθίσταται ως εξής: 

«Άρθρο 38 
Δήλωση και συναφείς υποχρεώσεις 

1. Οι υπόχρεοι στο φόρο, που ενεργούν φορολογητέ­ες πράξεις ή πράξεις απαλλασσόμενες του φόρου, για τις οποίες έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών με βάση τις διατάξεις του άρθρου 30, οφείλουν να υπο­βάλουν δήλωση ΦΠΑ για κάθε φορολογική περίοδο. 
2. Η φορολογική περίοδος ορίζεται ως εξής: 
α) Ένας ημερολογιακός μήνας προκειμένου για υπό­χρεους οι οποίοι υποχρεούνται σε τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων με βάση πλήρη λογιστικά πρότυπα, καθώς και για το Δημόσιο όταν ασκεί δραστηριότητες για τις οποίες υπόκειται στο φόρο. 

β) Ένα ημερολογιακό τρίμηνο προκειμένου για υπό­χρεους οι οποίοι υποχρεούνται σε τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων με βάση απλοποιημένα λογιστικά πρό­τυπα ή για υπόχρεους, από τους οποίους δεν απαιτείται τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία. 
γ) Ένα ημερολογιακό εξάμηνο προκειμένου για υπό­χρεους οι οποίοι ανήκουν σε ειδικό καθεστώς κατ’ απο­κοπή καταβολής του φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40. 
δ) Ένα ημερολογιακό έτος προκειμένου για υπόχρε­ους οι οποίοι είναι αγρότες φυσικά πρόσωπα που δεν α­σκούν άλλη δραστηριότητα για την οποία υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία. 
3. Δήλωση ΦΠΑ δεν υποβάλλουν οι υπόχρεοι που δη­λώνουν ότι βρίσκονται σε αδράνεια ή αναστολή εργα­σιών, από το χρόνο υποβολής σχετικής δήλωσης μετα­βολής.

4. Η δήλωση ΦΠΑ υποβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τη λήξη της φορολογικής περιόδου. 

Όταν ο υποκείμενος στο φόρο διακόπτει οριστικά τις εργασίες της επιχείρησής του και μεταφέρει εκτός της χώρας την οικονομική του δραστηριότητα, υποχρεούται κατά το χρόνο της διακοπής να υποβάλει τις προβλεπό­μενες δηλώσεις ΦΠΑ και να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να ζητά κάθε αναγκαία πρόσθετη εγγύηση. 

5. Εφημεριδοπώλες, η δραστηριότητα των οποίων διέ­πεται από τις διατάξεις του ν.δ. 2943/1954 (Α΄ 181), μπορούν να μην υποβάλουν δηλώσεις ΦΠΑ, εφόσον ε­πιλέξουν τη μη διενέργεια έκπτωσης του φόρου εισρο­ών. Η σχετική δήλωση επιλογής υποβάλλεται μέσα σε τριάντα ημέρες από την έναρξη της διαχειριστικής πε­ριόδου και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν την παρέλευση πενταετίας. 

6. Η διαφορά φόρου που προκύπτει στη δήλωση ΦΠΑ, αν είναι θετική και άνω των τριάντα (30) ευρώ καταβάλ­λεται στο Δημόσιο, αν είναι θετική μέχρι τριάντα (30) ευρώ μεταφέρεται για καταβολή στην επόμενη φορολο­γική περίοδο, και αν είναι αρνητική μεταφέρεται για έκ­πτωση ή επιστρέφεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34. Η υποχρέωση καταβολής του οφειλόμενου ποσού λήγει την τελευταία εργάσιμηημέ­ρα του μήνα κατά τον οποίο λήγει η προθεσμία υποβο­λής της δήλωσης. Ειδικά για εμπρόθεσμη δήλωση και με την προϋπόθεση ότι το οφειλόμενο ποσό υπερβαίνει το ποσό των εκατό (100) ευρώ, ο υποκείμενος στο φόρο μπορεί να επιλέξει την καταβολή του οφειλόμενου πο­σού σε δύο (2) άτοκες ισόποσες δόσεις. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό της δεύτερης δόσης καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμηημέρα του επόμενου μήνα, από την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης. 

7. Σε περίπτωση εισαγωγής αγαθών, ο υπόχρεος στο φόρο καταθέτει διασάφηση εισαγωγής ή άλλο τελωνεια­κό παραστατικό έγγραφο στο τελωνείο εισαγωγής, σύμ­φωνα με τις τελωνειακές διατάξεις. 

8. Ο υποκείμενος στο φόρο, ο οποίος ενεργεί απο­κλειστικά πράξεις για τις οποίες δεν του παρέχεται δι­καίωμα έκπτωσης, τα νομικά πρόσωπα που δεν υπόκει­νται στο φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγρά­φων 2 και 3 του άρθρου 3, καθώς και οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος του άρθρου 41, που πραγματοποιούν ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών ή λαμβάνουν αγαθά ή υπηρεσίες για τις οποίες είναι υπόχρεοι για την κατα­βολή του φόρου, υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση ΦΠΑ μόνο για τις φορολογικές περιόδους κατά τις οποί­ες πραγματοποιούν τις ως άνω φορολογητέες πράξεις. 
9. Οποιοδήποτε πρόσωπο που πραγματοποιεί ενδο­κοινοτική απόκτηση καινούργιου μεταφορικού μέσου, υ­ποχρεούται να υποβάλει στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή ειδική δήλωση για την καταβολή του φόρου που αναλογεί στην απόκτηση αυτή. 
Η δήλωση αυτή υποβάλλεται το αργότερο μέχρι τη 10η του επόμενου μήνα από εκείνον κατά τον οποίο ο φόρος κατέστη απαιτητός και πάντως πριν από την έκδο­ση άδειας κυκλοφορίας του μεταφορικού μέσου στο ε­σωτερικό της χώρας από την, κατά περίπτωση, αρμόδια αρχή. 
Την υποχρέωση αυτή έχουν και τα πρόσωπα, τα οποία καλύπτονται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 11, στην περίπτωση που αποκτούν αγαθά, τα ο­ποία υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης σε άλλο κράτος - μέλος. 
Προκειμένου περί μεταφορικών μέσων, υπαγόμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, ηημερομηνία υποβολής της ειδικής αυτής δήλωσης είναι εκείνη που προβλέπε­ται για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης. 
10. Τα πρόσωπα που καθίστανται υποκείμενα στο φόρο από περιστασιακή παράδοση καινούργιου μεταφορι­κού μέσου υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση ΦΠΑ, πριν από την άσκηση του δικαιώματος επιστροφής του φόρου, που προβλέπεται από το άρθρο 34. 

11.Η ειδική δήλωση της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 36 ανακαλείται στις περιπτώσεις μα­ταίωσης του συμβολαίου, ύστερα από αίτηση του υπο­κειμένου η οποία υποβάλλεται με την ίδια αίτηση για α­κύρωση της πράξης προσδιορισμού του φόρου σύμφω­να με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 56. 
12. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων μπορεί: 
α) να ορίζεται μεγαλύτερη ή μικρότερη φορολογική περίοδος η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός μηνός, ούτε μεγαλύτερη του ενός έ­τους για την υποβολή της δήλωσης ΦΠΑ, 
β) σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας που επηρεάζουν τη Φορολογική Διοίκηση ή σε περιπτώσεις φυσικών κατα­στροφών ή άλλων αντίστοιχων εξαιρετικών και δυσμε­νών συμβάντων που επηρεάζουν φορολογούμενους, να χορηγείται διαφορετική προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης ΦΠΑ, ή παράταση της προθεσμίας για την υπο­βολή της δήλωσης αυτής και των ανακεφαλαιωτικών πι­νάκων των περιπτώσεων α΄ και δ΄ της παραγράφου 5 και των παραγράφων 5α και 5β του άρθρου 36, καθώς και διαφορετική προθεσμία καταβολής του φόρου. Η απόφαση παράτασης υπογράφεται το αργότερο μέχρι τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας και ισχύει από το χρόνο υπογραφής της. 
γ) να ορίζεται η διαδικασία υποβολής των δηλώσεων ΦΠΑ και της καταβολής του φόρου σύμφωνα με την πα­ράγραφο 4, το ύψος της εγγύησης, οι προϋποθέσεις επι­στροφής της, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέ­ρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. 
δ) να καθορίζεται ο τρόπος άσκησης της επιλογής που αναφέρεται στην παράγραφο 5.» 

Β. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν για πράξεις που πραγματοποιούνται από 1.1.2015 και εφεξής, εκτός από την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 και την παράγραφο 12 του άρθρου 38 του Κώδικα ΦΠΑ, όπως αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο. Ειδικά η υποχρέωση υποβολής εκκαθαριστικής δήλωσης ΦΠΑ καταργείται για διαχειριστικές περιόδους που λήγουν μετά την 1 Ιανουαρίου 2014. 
9. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 37 του ν. 3182/2003 καταργείται.

10. Στο άρθρο 39α του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000) προστίθεται παράγραφος 4, ως εξής: 

«4. Στις περιπτώσεις εκτέλεσης εργασιών σε ακίνητα κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2β, προς αναθέ­τουσες αρχές κατά την έννοια των προεδρικών διαταγ­μάτων 59/2007 (Α΄ 63) και 60/2007 (Α΄ 64), υπό την προ­ϋπόθεση ότι οι ως άνω αρχές είναι κύριοι των έργων και υποκείμενοι στο φόρο με δικαίωμα έκπτωσης, ο φόρος καταβάλλεται από τον λήπτη. Ο υποκείμενος που εκτε­λεί τις εργασίες του προηγούμενου εδαφίου έχει δικαίω­μα έκπτωσης του φόρου εισροών που αντιστοιχεί στις εν λόγω πράξεις, δεν χρεώνει φόρο στα εκδιδόμενα φορολογικά στοιχεία και υποχρεούται να αναγράφει σε αυτά «Άρθρο 39α, υπόχρεος για την καταβολή του φόρου εί­ναι ο λήπτης.» 

Άρθρο 251
Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών


Το άρθρο 39 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: 
«1. Απαλλάσσονται από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης και καταβολής φόρου υποκείμενοι, οι οποίοι, κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο, πραγματο­ποίησαν ακαθάριστα έσοδα, χωρίς το φόρο προστιθέμενης αξίας, μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ. Ως ακαθάριστα έσοδα νοούνται όλα τα έσοδα, τα οποία λαμβάνο­νται υπόψη στη φορολογία εισοδήματος. 
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν έχουν εφαρμογή, α)στους αγρότες τοο άρθρου 41, β) στους υποκείμενους στο φόρο που δεν είναι εγκα­ταστημένοι στο εσωτερικό της χώρας, 

γ) στην παράδοση καινούργιου μεταφορικού μέσου, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 28. 

3.Οι υποκείμενοι της παραγράφου 1, τα ακαθάριστα έσοδα των οποίων υπερβαίνουν σε μία διαχειριστική περίοδο το όριο που προβλέπεται στην παράγραφο 1, εντάσσονται υποχρεωτικά από την επόμενη διαχειριστική περίοδο στο κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου. 

4.Στην περίπτωση που η πρώτη διαχειριστική περίοδος αφορά χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους, προκειμένου να κριθεί αν ο υποκείμενος μπορεί να απαλλα­γεί κατά την επομένη διαχειριστική περίοδο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, γίνεται αναγωγή των ακαθαρίστων εσόδων του, του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, σε ετήσια βάση. 

5.Για την μετάταξη υποκείμενου από το κανονικό καθεστώς στο απαλλασσόμενο και αντίστροφα, υποβάλλεται κατά την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου δήλωση μεταβολών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ. 4 του ΚΦΔ (ν. 4174/2013). Όταν από τον υποκείμενο επιλεγεί ένταξη στο απαλλασσόμενο καθεστώς, η σχετική δήλωση δεν μπορεί να ανακληθεί πριν την πάροδο διετίας. Η μη υποβολή της δήλωσης του εδαφίου 1, δεν επηρεάζει την υποχρεωτική μετάταξη στο κανονικό καθεστώς. 
6. Αν υποκείμενος μετατάσσεται υποχρεωτικά ή προαιρετικά από το ένα καθεστώς στο άλλο, κατά την έναρ­ξη συγκεκριμένης διαχειριστικής περιόδου, τα αποθέμα­τατων εμπορεύσιμων αγαθών, τα οποία υπάρχουν κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, που προηγείται του χρόνου της μετάταξης, απογράφονται υποχρεωτικά ανά συντελεστή φόρου που ισχύει την τελευταία ημέρα της διαχειριστικής περιόδου που προηγείται της μετάταξης αποτιμώνται, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και υ­πάρχει υποχρέωση απόδοσης του φόρου που έχει εκπε­σθεί για τα αποθέματα, όταν ο υποκείμενος μετατάσσε­ται από το κανονικό καθεστώς στο απαλλασσόμενο και δικαίωμα έκπτωσης, αντίστοιχα, όταν μετατάσσεται από το απαλλασσόμενο στο κανονικό καθεστώς. 

7. Σε κάθε περίπτωση μετάταξης, ο υποκείμενος υπο­χρεούται να συντάσσει απογραφή των αγαθών επένδυσης, για τα οποία δεν έχει παρέλθει ο χρόνος διακανονι­σμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33. Τα εν λόγω αγαθά αποτιμώνται στην αξία κτήσης αυτών, ηοποία προσαυξάνεται με τις δαπάνες βελτίωσης και επέκτασης, εκτός από τις δαπάνες επισκευής και συντήρησης. Οι μετατασσόμενοι υποκείμενοι, για τον εναπομένοντα χρόνο του διακανονισμού, έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου ή, κατά περίπτωση, υποχρέωση διακανονισμού και καταβολής του φόρου, ανάλογα με το εάν πρόκειται για μετάταξη από το απαλλασσόμενο στο κανονικό καθεστώς ή αντίστροφα. 
8. Για τα απογραφόμενα αγαθά, που προβλέπουν οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 6 και 7, υποβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του δεύτερου μήνα από τη μετάταξη, δήλωση που περιλαμβάνει την αξία των αποθεμάτων κατά συντελεστή φόρου και το φόρο που αναλογεί. 
Ο φόρος αυτός καταβάλλεται ή εκπίπτεται, κατά περίπτωση, με την προβλεπόμενη από το άρθρο 38 δήλωση ΦΠΑ της φορολογικής περιόδου κατά την οποία πραγμα­τοποιήθηκε η μετάταξη. Για τους υποκείμενους που με­τατάσσονται στο απαλλασσόμενο καθεστώς, η δήλωση για την απόδοση του φόρου υποβάλλεται εντός ενός μή­να από την υποβολή της δήλωσης του πρώτου εδαφίου. 
9. Οι υποκείμενοι της παραγράφου 1, στις περιπτώσεις που σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας έχουν υποχρέωση έκδοσης φορολογικών στοιχείων, α­ναγράφουν σε αυτά την ένδειξη «χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας-απαλλαγή μικρών επιχειρήσεων» και δεν δι­καιούνται να εκπέσουν το φόρο των εισροών τους.»

ΚΦΔ - Απενεργοποίηση ΑΦΜ
1. Προστίθεται διάταξη στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ, ν. 4174/2013), σύμφωνα με την οποία, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να αναστέλλει τη χρήση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) ή να προβαίνει σε απενεργοποίηση αυτού, εάν υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο φορολογούμενος έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα ή ότι διαπράττει φοροδιαφυγή ή ότι έχει δηλώσει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία για την απόκτησή του. Ο φορολογούμενος έχει σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα να αποδείξει ότι δεν συντρέχουν τα ανωτέρω.
2. Προβλέπεται ειδική μεγαλύτερη από την γενικώς ισχύουσα- 4 μήνες από την αίτηση και σε περίπτωση προσκόμισης συμπληρωματικών στοιχείων η προθεσμία παρατείνεται μέχρι οκτώ (8) μήνες) για την επιστροφή ΦΠΑ, προκειμένου περί υποκείμενων μη εγκατεστημένων στο εσωτερικό της χώρας.
3. Συμπληρώνεται το άρθρο 36 του ΚΦΔ, σχετικά με την παραγραφή και ορίζεται ότι, στις περιπτώσεις που για κάποια φορολογία προβλέπεται η υποβολή περισσοτέρων δηλώσεων, η έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου μπορεί να γίνει εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής της τελευταίας δήλωσης.
Δηλώσεις οικ. 2014 - Δαπάνες κωδικού 049 και ιατρικές
1. Προβλέπεται ότι οι δαπάνες αγοράς και λήψης υπηρεσιών, καθώς και τα έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του οικονομικού έτους 2014 (χρήση 2013) λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του φόρου (ουσιαστικά για τη μείωση αυτού για όσους φορολογούνται με την κλίμακα μισθωτών - συνταξιούχων), ακόμα και εάν συμπεριληφθούν σε εκπρόθεσμες αρχικές ή τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. (άρθρο 2)
Η διάταξη νόμου που ψηφίστηκε :
 
Άρθρο 2 
Ρυθμίσεις σχετικά με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας 

1. Στο άρθρο 11 του Κ.Φ.Δ. (ν. 4174/2013, Α΄ 170), όπως ισχύει, οι υφιστάμενες παράγραφοι 4 και 5 αναριθμούνται ως παράγραφοι 5 και 6 και προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής: 
«4. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να αναστέλλει τη χρήση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου ή να προβαίνει σε απενεργοποίηση αυτού εάν υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα ή ότι διαπράττει φοροδιαφυγή ή ότι έχει δηλώσει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία για την απόκτησή του. Ο φορολογούμενος έχει σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα να αποδείξει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου.» 
2. Στην υφιστάμενη παράγραφο 4 του άρθρου 11, η οποία αναριθμείται ως παράγραφος 5, προστίθεται περίπτωση δ΄ ως εξής: 

«δ) περιπτώσεις αναστολής ή απενεργοποίησης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου, τις συνέπειες της αναστολής και της απενεργοποίησης, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου 4.» 

3.Στην παράγραφο 2 του άρθρου 42 προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής: 

«Ειδικά για αιτήματα επιστροφής ΦΠΑ από υποκειμένους μη εγκατεστημένους στο εσωτερικό της χώρας, η Φορολογική Διοίκηση αποφαίνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη λήψη του σχετικού αιτήματος, εκτός εάν απαιτείται η προσκόμιση συμπληρωματικών στοιχείων οπότε η ως άνω προθεσμία παρατείνεται μέχρι οκτώ (8) μήνες.» 

4.Στην παράγραφο 1 του άρθρου 36 προστίθεται εδάφιο ως εξής: 

«Στις περιπτώσεις που για κάποια φορολογία προβλέπεται η υποβολή περισσότερων δηλώσεων, η έκδοση της πράξης του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να γίνει εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους εντός του ο­ποίου λήγει η προθεσμία υποβολής της τελευταίας δήλωσης.»

5. Στην παράγραφο 27 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ. (ν. 4174/2013 – Α΄ 170) και μετά τη λέξη «2013» προστίθενται οι λέξεις «κατά το μέρος που οι διατάξεις αυτές έχουν καταργηθεί με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα». 

6. Οι δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2238/1994, καθώς και τα έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ίδιου νόμου, που αφορούν το οικονομικό έτος 2014, λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του φόρου σύμφωνα με την κλίμακα της παραγράφου 1α του ίδιου άρθρου και νόμου, ακόμη και στην περίπτωση που συμπεριληφθούν σε εκπρόθεσμες αρχικές ή τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος.

Ενδικοφανής προσφυγή- Διεύθυνση επίλυσης διαφορών
Αναστέλλεται η προθεσμία για την άσκηση της προβλεπόμενης από το άρθρο 63 του ΚΦΔ ενδικοφανούς προσφυγής, ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης, αλλά και της 60νθήμερης προθεσμίας προς έκδοση αποφάσεων από την ως άνω Υπηρεσία, κατά το διάστημα από την 1η έως την 31η Αυγούστου
Η διάταξη νόμου που ψηφίστηκε :
 
Άρθρο 232 
Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών 

1β) Στο άρθρο 63 του ν. 4174/2013, όπως ισχύει, γίνονται οι ακόλουθες αλλαγές: 
Α) Στο τέλος της παρ. 1 προστίθεται νέο εδάφιο, ως ­ξής: 
«Η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου αναστέλλε­ται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου.» 
Β) Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής: 
«Η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου.» 
Γ) Οι διατάξεις της παρούσας υποπαραγράφου 1β τίθενται σε ισχύ από 31 Ιουλίου 2014. 

ΕΝ.Φ.Ι.Α.
Ποσά φόρου μέχρι 5 (πέντε) ευρώ, δεν είναι απαιτητά από τη Φορολογική Διοίκηση. Τα ποσά αυτά είτε θα συμψηφιστούν αυτεπαγγέλτως από τη Φορολογική Διοίκηση έναντι απαιτήσεων του φορολογούμενου κατά αυτής είτε θα συνυπολογιστούν σε μελλοντικές οφειλές του φορολογουμένου από την εκκαθάριση του ιδίου φόρου επόμενων ετών. Αυτονόητα, εφ' όσον οι οφειλές μέχρι του ως άνω ποσού δεν είναι απαιτητές, δεν υπόκεινται (μέχρι την εξόφληση ή τον συμψηφισμό τους) σε τόκους και πρόστιμα ούτε συνδέονται με άρνηση χορήγησης ενημερότητας.
Η διάταξη νόμου που ψηφίστηκε :
 
1γ) Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287), προστίθεται εδάφιο ως εξής: 
«Ποσά φόρου μέχρι πέντε (5) ευρώ δεν είναι απαιτητά και είτε συμψηφίζονται έναντι απαιτήσεων του φορολογούμενου κατά της Φορολογικής Διοίκησης είτε συνυπολογίζονται κατά τον υπολογισμό οφειλών αυτού από την εκκαθάριση του ιδίου φόρου επόμενων ετών.»
Καταχώρηση σήματος
Για την Ηλεκτρονική καταχώρηση σήματος εισάγεται η δυνατότητα χρήσης ηλεκτρονικής υπογραφής μόνον και όχι προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής (ψηφιακή υπογραφή), μέχρι να καταστεί τεχνικά εφικτή η χρήση της τελευταίας.

Η διάταξη νόμου που ψηφίστηκε :
 
Άρθρο 233 
Διατάξεις του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστι­κότητας 

3) Στην παράγραφο 3 του άρθρου 136 του ν. 4072/2012 (Α' 86) προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής: 
«Μέχρι την εγκατάσταση της τεχνικής δυνατότητας για χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής, η δή­λωση κατάθεσης μπορεί να υποβάλλεται και εξ αποστά­σεως με τη χρήση ηλεκτρονικής υπογραφής, κατά την έννοια και σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 του άρ­θρου 2 και τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του π.δ. 150/2001 (Α' 125), οπότε η δήλωση κατάθεσης και η αποτύπωση του σήματος θεωρείται ότι κατατέθηκαν ε­φόσον επιστραφεί στον αποστολέα από την υπηρεσία του άρθρου 134 ηλεκτρονική απόδειξη που φέρει ηλε­κτρονική υπογραφή κατά την παραπάνω έννοια και πε­ριέχει τα στοιχεία που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 135.»

Δημοσιεύσεις - ΓΕΜΗ

1. Με τις νέες διατάξεις η δημοσίευση των μεταβολών και γενικά των πράξεων των εταιριών σε έντυπα ή άλλα μέσα είναι προαιρετική

2. Ρυθμίζεται το ζήτημα της δημοσίευσης των εταιρικών πράξεων και στοιχείων. Το Γ.Ε.ΜΗ καθίσταται πλέον ο μοναδικός εθνικός τόπος εμπορικής δημοσιότητας, ενώ η δημοσίευση στις οικονομικές εφημερίδες διατηρείται ως προαιρετική και το Φ.Ε.Κ διατηρείται έως και το τέλος του 2015 ατελώς. Επιπρόσθετα, η δημοσίευση στο Γ.Ε.ΜΗ συνεπάγεται τη δραματική μείωση του κόστους που βάρυνε τις επιχειρήσεις για τη δημοσίευση στο Φ.Ε.Κ. (άρθρο 202)

3. Επιτρέπεται σε όλες τις επιχειρήσεις που είναι γραμμένες στο ΓΕΜΗ να υποβάλουν εξ' αποστάσεως με ηλεκτρονικό τρόπο κάθε εταιρική τους πράξη, στοιχείο και ανακοίνωση στο Γ.Ε.ΜΗ. (άρθρο 203-208) Με τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται η καταχώρηση στο Γ.Ε.ΜΗ. όλων των πράξεων και στοιχείων που από το νόμο απαιτείται να καταχωρηθούν σε αυτό, με μειωμένο κόστος και χρόνο για τις επιχειρήσεις, αλλά και για τη δημόσια διοίκηση δεδομένου ότι μειώνεται ο όγκος των εξυπηρετούμενων πολιτών ενώπιον των Υπηρεσιών Γ.Ε.ΜΗ στα Επιμελητήρια και δεν απαιτείται πια η ψηφιοποίηση να γίνεται από τις Υπηρεσίες.
Τέλος, με τον ηλεκτρονικό τρόπο υποβολής, η επιχείρηση απαλλάσσεται και από το κόστος μετάβασης για την πληρωμή των σχετικών τελών σε κάποια ΔΟΥ ή τράπεζα, καθώς το σύστημα επιτρέπει και την εξ΄αποστάσεως ηλεκτρονική πληρωμή. 
Η διάταξη νόμου που ψηφίστηκε :
 
Άρθρο 202 

Το άρθρο 232 του ν. 4072/2012 (Α΄ 86) αντικαθίσταται ως εξής: 
«Άρθρο 232 
1. Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων περί εταιριών που οι μετοχές τους είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο, όπου στον κ.ν. 2190/1920 και στο ν. 3190/1955 προβλέπεται δημοσίευση σε λοιπά έντυπα ή μέσα με επιμέλεια της εταιρίας (εκτός από το διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ. κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 4250/ 2014), η δημοσίευση αυτή καθίσταται απολύτως προαιρετική. Η ανάρτηση οποιασδήποτε δημοσίευσης στην ιστοσελίδα της εταιρίας είναι επίσης προαιρετική. Προθεσμίες που συνδέονται και έχουν ως αφετηρία τη δημοσίευση σε έντυπα μέσα δεν ισχύουν πλέον για τις προαιρετικές δημοσιεύσεις σε αυτά, ισχύουν όμως για τη δημοσίευση στο διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ.. 
2. Όπου στις διατάξεις του κ. ν. 2190/1920 και του ν. 3190/1955 προβλέπεται δημοσίευση με επιμέλεια της εταιρίας στο ΦΕΚ/ΤΑΕ-ΕΠΕ και Γ.Ε.ΜΗ. και σε λοιπά έντυπα μέσα, η πράξη ή το στοιχείο δημοσιεύεται μόνο στο διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ. κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 4250/2014, εντός των προθεσμιών που ορίζονται για τις δημοσιεύσεις στα λοιπά έντυπα μέσα. 

3. Η ισχύς της παρούσας διάταξης άρχεται την 31.12.2015.» 


Άρθρο 203 
Στην παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3419/2005 (Α΄ 297) προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως ακολούθως: 
«Η προσκόμιση των ανωτέρω εγγράφων δεν απαιτεί­ται όταν αυτά περιλαμβάνονται ήδη στο φάκελο του υ­πόχρεου ως πρωτότυπα ή επικυρωμένα αντίγραφα ή έ­χουν υποβληθεί ηλεκτρονικά κατά τα οριζόμενα στο νό­μο. Κατά παρέκκλιση οποιασδήποτε άλλης αντίθετης διάταξης στο νόμο, οι υπόχρεοι δεν υποχρεούνται να προσκομίζουν σε υλική (έγχαρτη) μορφή οποιοδήποτε έγγραφο και στοιχείο, το οποίο οι υπόχρεοι υποβάλλουν στο Γ.Ε.ΜΗ. με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων.» 
Άρθρο 204 
Η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 3419/2005 αντικαθίσταται ως εξής: 
«3. Η αίτηση του υπόχρεου και τα έγγραφα που ανα­φέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, όπως και κάθε έγγραφο και στοιχείο που υποβάλλει προς καταχώρηση ή δημοσιεύει με επιμέλειά του ο υπόχρεος στο Γ.Ε.ΜΗ., υποβάλλεται κατ’ επιλογή του υπόχρεου σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή. Στην τελευταία περίπτωση η αίτηση, τα δικαιολογητικά και συνοδευτικά έγγραφα υποβάλλο­νται με ηλεκτρονικά μέσα και με χρήση ηλεκτρονικής υ­πογραφής της περίπτωσης 1 του άρθρου 2 του π.δ. 150/2001 (Α΄ 125) ή ψηφιακής υπογραφής, η οποία πρέ­πει να πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στις διατά­ξεις της περίπτωσης 2 του άρθρου 2 και της παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ. 150/2001 (Α΄ 125). Για τη διαβίβαση των εγγράφων και των στοιχείων οι υπόχρεοι υποχρεού­νται να χρησιμοποιούν το ζεύγος κωδικού χρήστη και κωδικού πρόσβασης (username και password) που χορη­γείτο Γ.Ε.ΜΗ. για την πρόσβαση στο διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ. και το οποίο δίδεται στους υπόχρεους των οποίων η ταυτοποίηση και επιβεβαίωση ταυτότητας έχει λάβει χώρα προηγουμένως μέσω του συστήματος ΤΑΧΙS ή άλλης διαδικτυακής πύλης του Δημοσίου. Όλοι οι υπό­χρεοι, που είναι ανώνυμες εταιρίες ή εταιρίες περιορι­σμένης ευθύνης, καθώς και οι υπόχρεοι των περιπτώσε­ων γ΄, δ΄, ε΄, ζ΄ και η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 υποχρεούνται να λάβουν το ζεύγος κωδικού χρήστη και κωδικού πρόσβασης (username και password) από το Γ.Ε.ΜΗ., έως την 1.1.2015.» 
Άρθρο 205 
Η παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3419/2005 αντικαθίσταται ως εξής: 
«1. Η καταχώρηση και οποιαδήποτε μεταβολή αυτής στο Γ.Ε.ΜΗ., καθώς και η χορήγηση αντιγράφων, απο­σπασμάτων των πράξεων και στοιχείων που εμφανίζο­νται στη Μερίδα ή πιστοποιητικών, προϋποθέτει την προηγούμενη καταβολή σχετικού τέλους, όπως περιγρά­φεται στην παράγραφο 4, η οποία λαμβάνει χώρα και με ηλεκτρονικά μέσα. Στην τελευταία περίπτωση ο ενδια­φερόμενος δεν υποχρεούται να προσκομίζει το αποδει­κτικό πληρωμής σε υλική (έγχαρτη) μορφή στο Γ.Ε.ΜΗ.. Το Γ.Ε.ΜΗ. δύναται να εισπράττει κάθε ποσό (ενδεικτικά φόρο ή τέλος κ.λπ.) υπέρ τρίτων, σχετικά με την κατα­χώρηση και οποιαδήποτε μεταβολή αυτής στο Γ.Ε.ΜΗ., καθώς και για τη χορήγηση αντιγράφων, αποσπασμάτων και πιστοποιητικών. Με κοινή υπουργική απόφαση του Υ­πουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και κάθε άλλου συναρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, καθορί­ζονται οι λεπτομέρειες και η διαδικασία είσπραξης και α­πόδοσης των άνω ποσών.» 

Άρθρο 206 
Στην παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 3419/2005 προστίθε­ται τελευταίο εδάφιο που έχει ως εξής: 
«Κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα δω­ρεάν πρόσβασης, ψηφιακής αποθήκευσης σε δικά του η­λεκτρονικά μέσα, εκτύπωσης και εν γένει αναπαραγω­γής κάθε πράξης, στοιχείου ή ανακοίνωσης που αναρτά­ται δημόσια στο διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ. είτε από την Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. είτε με επιμέλεια των υπόχρεων προσώπων.» 
Άρθρο 207 
Στην παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4250/2014 προστίθε­ται τελευταίο εδάφιο που έχει ως εξής: 
«Η δημοσίευση με ηλεκτρονικά μέσα λαμβάνει χώρα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 3419/2005, οι οποίες εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή. Οι δημοσιεύσεις που εμπίπτουν στο παρόν άρθρο λαμβάνουν χώρα ατελώς.» 
Άρθρο 208 
Το πρώτο εδάφιο της παρ.2 του άρθρου 9 του ν. 3419/2005 αντικαθίσταται ως εξής: 
«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 11, η διόρθωση και η μεταβολή κατά την προηγούμενη παρά­γραφο, πραγματοποιούνται,μετά από αίτηση του υπό­χρεου, των καθολικών διαδόχων του ή οποιουδήποτε τρίτου που δικαιολογεί ειδικό έννομο συμφέρον. Η αίτη­ση του υπόχρεου υποβάλλεται και με ηλεκτρονικά μέσα στις υπηρεσίες καταχώρησης στο Γ.Ε.ΜΗ..»

Οργανωτικά θέματα Γ.Γ.Δ.Ε.
1. Συνιστώνται στον κλάδο Εφοριακών τετρακόσιες (400) θέσεις μόνιμου προσωπικού, κατηγορίας ΠΕ, οι οποίες προστίθενται και προσαυξάνουν τις οργανικές θέσεις προσωπικού της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) του Υπουργείου Οικονομικών.
2. Επαναφέρεται σε ισχύ, και για τους υπαλλήλους των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΓΛΚ, η διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 10 του ν.3051/2002, η οποία προβλέπει την απαγόρευση απόσπασης, μετάθεσης, μετάταξης ή μεταφοράς των υπαλλήλων πριν από την παρέλευση δεκαετίας, όταν αυτοί διορίζονται, μετατάσσονται ή μεταφέρονται σε παραμεθόριο ή προβληματική περιοχή.
3. Αποσαφηνίζεται ότι στην ΓΓΔΕ του Υπουργείου Οικονομικών υπάγονται, εκτός από την Γενική Διεύθυνση του Γενικού Χημείου του Κράτους, και οι Περιφερειακές Υπηρεσίες αυτού. 
Η διάταξη νόμου που ψηφίστηκε :
 
Άρθρο 3 Οργανωτικές ρυθμίσεις Υπουργείου Οικονομικών 
1. Συστήνονται τετρακόσιες (400) οργανικές θέσεις μόνιμου προσωπικού στον υφιστάμενο κλάδο Εφορια­κών της κατηγορίας ΠΕ (άρθρου 129 του π.δ. 284/1988­Α΄ 128, όπως ισχύει), οι οποίες προστίθενται και προσαυξάνουν τις οργανικές θέσεις προσωπικού της Γενι­κής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών. 

2.Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 4 της υποπαραγράφου Γ.2 της παραγράφου Γ΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α΄ 85) καταργείται. 

3.H αληθής έννοια της υποπερίπτωσης ε΄ της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Ε.2 της παραγράφου Ε΄ του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 (Α΄ 222) είναι: «ε. Γενική Διεύθυνση Γενικού Χημείου του Κράτους και Πε­ριφερειακές Υπηρεσίες αυτού.» 

Χρηματιστήριο - διατάξεις κεφαλαιογοράς

1. Επανακαθορίζεται η αντικειμενική υπόσταση του ποινικού αδικήματος της δημόσιας προσφοράς ή διενέργειας διαφημίσεων, γνωστοποιήσεων κ.λπ. με σκοπό την προσέλκυση του κοινού για επένδυση χρηματικών ποσών σε κινητές αξίες, χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
2. Συμπληρώνεται το άρθρο 8 του ν. 3461/2006, σχετικά με τις εξαιρέσεις από την υποχρέωση υποβολής δημόσιας πρότασης για την αγορά κινητών αξιών και διευκρινίζεται ότι ως διαδικασία αποκρατικοποίησης νοείται και η πώληση κινητών αξιών κατά τις διατάξεις του ν. 3049/2002 (περί αποκρατικοποιήσεων επιχειρήσεων του Δημοσίου) ή του ν.3986/2011 (περί του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου). (άρθρο 7)
3. Στις δυνατότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όταν υποβάλλει αίτηση για την έγκριση ενημερωτικού δελτίου, προστίθεται και ο επιτόπιος έλεγχος για την διαπίστωση συμμόρφωσης του εκδότη με το εκάστοτε ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.
4. Επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις σχετικά με τους εκδότες κινητών αξιών που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, καθώς και τους Διαχειριστές Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΔΟΕΕ).(άρθρο 9)
5. Δίνεται αναδρομική ισχύς στην οριζόμενη κ.υ.α., με την οποία καθορίστηκε η αποζημίωση της διαρκούς τριμελούς επιτροπής εξετάσεων για την πιστοποίηση της επαγγελματικής επάρκειας υπαλλήλων και στελεχών πιστωτικών ιδρυμάτων, αναφορικά με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Η ισχύς της ανωτέρω κ.υ.α. ανατρέχει στις 17.2.2012 (από 30.5.2013 που προέβλεπε η ίδια η κ.υ.α.) και βαραίνει τον προϋπολογισμό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έτους 2014.
6. Δίνεται επίσης, αναδρομική ισχύς στις δύο οριζόμενες κοινές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου (ΔΣ) της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, περί συγκρότησης της ανωτέρω διαρκούς τριμελούς επιτροπής εξετάσεων, από τον χρόνο υπογραφής αυτών, γ. Παρέχεται εξουσιοδότηση στο Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος να συγκροτούν, με κοινή τους απόφαση, τριμελή Επιτροπή Εξετάσεων για την πιστοποίηση τηςκαταλληλότητας των υπαλλήλων και στελεχών πιστωτικών ιδρυμάτων και να ορίζουν αμοιβή της εν λόγω Επιτροπής Εξετάσεων, που βαρύνει τους προϋπολογισμούς της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος. (άρθρο 10)
Η διάταξη νόμου που ψηφίστηκε :
 
Άρθρο 7 
Δημόσια Προσφορά και Ενημερωτικό Δελτίο 

1. Στο άρθρο 24 του ν. 3401/2005 (Α΄ 257), προστίθενται παράγραφοι 3 και 4, που έχουν ως εξής: 
«3. Απαγορεύεται η από φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημόσια προσφορά ή διενέργεια, με οποιονδήποτε τρό­πο, διαφημίσεων, γνωστοποιήσεων, δηλώσεων ή ανακοι­νώσεων, προς σκοπό την προσέλκυση του κοινού για ε­πένδυση χρηματικών ποσών σε κάθε είδους κινητές αξίες, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, εκτός εάν προηγουμένως, στις μεν περιπτώσεις που οι δημόσιες προσφορές για κινητές αξίες υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, έχει χορηγηθεί έγκριση ενημερωτικού δελτίου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όπου απαιτείται, σύμφω­να με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, όπως κάθε φορά ισχύει, σε κάθε δε άλλη περίπτωση με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 του παρόντος νόμου έχει καταρτισθεί και δημοσιοποιηθεί πληροφοριακό δελ­τίο, το οποίο να περιέχει τα προβλεπόμενα από την απόφαση της παραγράφου 5 άρθρου 1 του παρόντος νόμου, όπως αυτή κάθε φορά ισχύει, στοιχεία και πληροφορίες. Το πληροφοριακό δελτίο εγκρίνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εκτός των περιπτώσεων που οι κινητές αξίες εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή εντάσσονται σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης που λειτουργούν στην Ελλάδα, οπότε το πλη­ροφοριακό δελτίο εγκρίνεται από το διαχειριστή της ορ­γανωμένη αγοράς ή του πολυμερούς μηχανισμού δια­πραγμάτευσης, κατά περίπτωση. 

4. Όποιος με πρόθεση παραβιάζει την απαγόρευση του άρθρου 3 και της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Από την έναρξη ισχύος της ανωτέρω διάταξης καταργείται το άρθρο 10 του ν. 876/1979 (Α΄ 48).» 
2. Στο τέλος της περίπτωσης ζ΄ του άρθρου 8 του ν. 3461/2006 (Α΄ 106) προστίθεται εδάφιο ως εξής: 
«Ως διαδικασία αποκρατικοποίησης για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοείται και η πώληση κινητών αξιών κατά τις διατάξεις του ν. 3049/2002 ή του ν. 3986/2011.» 


Άρθρο 9 
Ρυθμίσεις για την ενσωμάτωση των Οδηγιών 2010/73/ΕΕ και 2011/61/ΕΕ 

1. Στην παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 3401/2005 (Α΄ 257) προστίθεται περίπτωση ι΄ ως εξής: 

«ι) διενεργεί επιτόπιους ελέγχους, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, για να διαπιστώσει τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ΄ εξουσιοδότησή του.» 
2.Το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης αα΄ της περί­πτωσης η΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/ 2007 (Α΄ 91), τροποποιείται ως εξής: 
«όταν ο εκδότης έχει συσταθεί στην Ένωση, το κρά­τος - μέλος στο οποίο έχει την καταστατική του έδρα.» 

3. Η παρ. 2 του άρθρου 109 του ν. 4209/2013 (Α΄ 253) αντικαθίσταται ως εξής: 

«2. Το άρθρο 35 και τα άρθρα 37 έως 40 ισχύουν μετά την έναρξη ισχύος της πράξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 67 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ.»

Άρθρο 10 
1. Η ισχύς της Αριθ/Γ.Δ.Ο.Π . 0000584 ΕΞ2014/ 12.5.2014 κοινής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και του αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, (ΦΕΚ τεύχος υπαλλήλων ειδικών θέσεων και οργάνων διοίκησης φορέων του δημοσίου και ευρύτερου δημοσίου τομέα 304), αρχίζει από τις 17.2.2012 και βαρύνει τον προϋπολογισμό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έτους 2014. 

2. Η ισχύς της κοινής απόφασης 23/674/14.2.2014 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, (Β΄ 1617/ 19.6.2014), ανατρέχει στο χρόνο λήψης της , δηλαδή στις 14.2.2014. Πράξεις και ενέργειες της επιτροπής εξετάσεων που διενεργήθηκαν από τις 14.2.2014 μέχρι και τις 17.4.2014 θεωρούνται νόμιμες. 

3.Η ισχύς της κοινής απόφασης 5/679/17.4.2014 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος , (Β΄ 1617/19.6.2014), ανατρέχει στο χρόνο λήψης της, δηλαδή στις 17.4.2014. Πράξεις και ενέργειες της επιτροπής εξετάσεων που διενεργήθηκαν από τις 17.4.2014 μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, θεωρούνται νόμιμες. 

4.Στο τέλος της παρ . 1 του άρθρου 14 του ν. 3606/2007, (Α΄ 195), προστίθενται δύο εδάφια που έχουν ως εξής: 

«Με κοινή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος συγκροτείται τριμελής Επιτροπή Εξε­τάσεων που είναι αρμόδια για τη διατύπωση των θεμά­των των εξετάσεων και την εποπτεία της διενέργειας αυτών. Με την ίδια Απόφαση ορίζεται και η αμοιβή της Επιτροπής Εξετάσεων που βαρύνει τους προϋπολογισμούς της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος.» 

 
Οριοθέτηση αιγιαλού .
Τροποποιούνται - συμπληρώνονται διατάξεις του ν.2971/2001, σχετικά με την οριοθέτηση του αιγιαλού- παραλίας. Ειδικότερα:
α. Επανακαθορίζεται ο τρόπος χάραξης της οριογραμμής του αιγιαλού. Συγκεκριμένα χαράσσεται με κόκκινο χρώμα στους έγχρωμους ορθοφωτοχάρτες ακριβείας με υψομετρική πληροφορία κλίμακας τουλάχιστον 1:1000 και φωτοληψίας ετών 2008 - 2009, που απεικονίζουν παράκτια ζώνη εύρους τουλάχιστον 300 μέτρων από την ακτογραμμή (εφεξής «υπόβαθρα»).
β. Περιγράφεται η διαδικασία οριστικοποίησης της οριογραμμής του αιγιαλού.
γ. Στις περιπτώσεις που δεν επιτρέπεται, για λόγους εθνικής ασφάλειας, η ανάρτηση υποβάθρων ή όταν δεν περιλαμβάνονται τμήματα της ακτογραμμής σε υπόβαθρα, η οριστική οριογραμμή αιγιαλού καθορίζεται, από την αρμόδια Επιτροπή με βάση τα οριζόμενα κριτήρια επί κτηματογραφικού υψομετρικού διαγράμματος κλίμακας τουλάχιστον 1:1000, εξαρτημένου από το Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς 1987, στο οποίο αποτυπώνονται τα όρια των ιδιοκτησιών και αναγράφονται οι εικαζόμενοι ιδιοκτήτες. Το διάγραμμα περιλαμβάνει μήκος ακτής τουλάχιστον πεντακοσίων (500) μέτρων ή και μεγαλύτερο αν το τμήμα που απομένει μέχρι το επόμενο καθορισμένο τμήμα δεν υπερβαίνει τα διακόσια (200) μέτρα, εκτός αν τούτο προσκρούει σε τεχνικούς και φυσικούς περιορισμούς.
δ. Αν μετά την παρέλευση δεκαοκτώ (18) μηνών, από τη λήψη των σχετικών στοιχείων από την αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία, δεν έχει εκδοθεί απόφαση για την οριστική οριογραμμή αιγιαλού, τότε η προκαταρκτική οριογραμμή θεωρείται οριστική.
ε. Αιτήματα καθορισμού οριογραμμής αιγιαλού από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατατίθενται στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία, η οποία υποχρεούται να τα εισάγει στη σχετική Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση. Σε αυτή την περίπτωση καθορίζεται κατά προτεραιότητα οριστική οριογραμμή αιγιαλού σε μήκος ακτής τουλάχιστον πεντακοσίων (500) μέτρων είτε επί υποβάθρου ορθοφωτοχάρτη είτε επί τοπογραφικού διαγράμματος. Η σχετική απόφαση εκδίδεται το αργότερο σε τρεις μήνες από την υποβολή τους. Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, η προκαταρκτική γραμμή αιγιαλού, για την περιοχή που αφορά η αίτηση, θεωρείται οριστική.
στ. Οι παλαιοί αιγιαλοί καθορίζονται με χάραξη οριογραμμής γαλάζιου χρώματος στα οριζόμενα υπόβαθρα. Η ύπαρξη παλαιού αιγιαλού εξετάζεται από τη σχετική Επιτροπή είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αίτησης προς την Κτηματική Υπηρεσία για καθορισμό παραλίας.
ζ. Επανακαθορίζεται, επίσης, ο τρόπος χάραξης της ζώνης παραλίας κατά όμοιο τρόπο που προβλέπεται για τον αιγιαλό. Αιτήματα καθορισμού οριογραμμής παραλίας εισάγονται από την Κτηματική Υπηρεσία στην αρμόδια Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση και η σχετική έκθεση συντάσσεται το αργότερο J σε δύο μήνες από την υποβολή τους.
η. Επιτρέπεται, σε περίπτωση εσφαλμένου καθορισμού της οριογραμμής αιγιαλού, παραλίας ή παλαιού αιγιαλού, καθώς και μεταβολής της ακτογραμμής λόγω νόμιμων τεχνικών έργων ή φυσικών αιτιών,επανακαθορισμός από την προαναφερόμενη Επιτροπή, είτε αυτεπαγγέλτως - είτε μετά από αίτηση στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία κάθε ενδιαφερόμενου και την προσκόμιση εκ μέρους του φακέλου με πλήρη| στοιχεία που να αποδεικνύουν το σφάλμα του πρώτου καθορισμού.
Ο επανακαθορισμός της παραλίας, εφόσον συνεπάγεται μείωση τηςι ζώνης παραλίας που είχε αρχικώς καθορισθεί επιτρέπεται μόνο αν δεν έχεισυντελεσθεί η σχετική αναγκαστική απαλλοτρίωση. (άρθρο 11)
Η διάταξη νόμου που ψηφίστηκε :
 
Άρθρο 11 
Χάραξη αιγιαλού – παραλίας 

1.α. Το άρθρο 4 του ν. 2971/2001 (Α΄ 285) αντικαθίσταται ως εξής: 
«Άρθρο 4 Καθορισμός αιγιαλού 
1. Η οριογραμμή του αιγιαλού χαράσσεται με κόκκινο χρώμα στους έγχρωμους ορθοφωτοχάρτες ακριβείας με υψομετρική πληροφορία, κλίμακας τουλάχιστον 1:1000 και φωτοληψίας ετών 2008-2009, που απεικονίζουν πα­ράκτια ζώνη εύρους τουλάχιστον 300 μέτρων από την α­κτογραμμή (εφεξής «υπόβαθρα»). Τα υπόβαθρα παρή­χθησαν για την εταιρεία Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση Α.Ε. (ΕΚΧΑ Α.Ε.), δυνάμει του έργου με τίτ­λο «Παραγωγή Ψηφιακών Ορθοφωτοχαρτών και ψηφια­κών μοντέλων εδάφους (Digital Terrain Model) για χάρα­ξη αιγιαλού», είναι εξαρτημένα από το Ελληνικό Γεωδαι­τικό Σύστημα Αναφοράς 1987 και φέρουν χαραγμένη επ΄αυτών «προκαταρκτική οριογραμμή αιγιαλού», βάσει φωτοερμηνείας. 
2. Τα υπόβαθρα παραδίδονται από την αρμόδια Υπη­ρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής που εποπτεύει την ΕΚΧΑ Α.Ε. στη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικο­νομικών, συνοδευόμενα από τεχνική έκθεση για τις προ­διαγραφές και τα κριτήρια που εφαρμόστηκαν κατά τον καθορισμό, επί των υποβάθρων, της προκαταρκτικής ο­ριογραμμής του αιγιαλού από την ΕΚΧΑ Α.Ε.. Εν συνε­χεία, τα υπόβαθρα με την επ΄αυτών προκαταρκτική οριο­γραμμή αιγιαλού, η τεχνική έκθεση και το ψηφιακό μο­ντέλο εδάφους διαβιβάζονται στις αρμόδιες κατά τόπο Κτηματικές Υπηρεσίες, καθώς και στο Γ.Ε.ΕΘ.Α., με την υποχρέωση: 
α) Μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη λήψη τους, το Γ.Ε.ΕΘ.Α. υποδεικνύει στις Κτηματικές Υπηρε­σίες τα τμήματα της οριογραμμής που εμπίπτουν στο πε­δίο εφαρμογής του άρθρου 17 και τα υπόβαθρα των ο­ποίων πρέπει να εξαιρεθούν από την ανάρτηση για λό­γους εθνικής ασφάλειας. 
β) Εντός της ίδιας προθεσμίας, οι Κτηματικές Υπηρε­σίες υποχρεούνται: 
Να διαγράψουν την προκαταρκτική οριογραμμή αιγια­λού στις περιοχές που υφίσταται εγκεκριμένη οριογραμ­μή αιγιαλού και να αποτυπώσουν την τελευταία ως ορι­στική αποτυπώνοντας ταυτόχρονα και τις εγκεκριμένες οριογραμμές παραλίας και παλαιού αιγιαλού, εφόσον υ­πάρχουν. Αν η εγκεκριμένη οριογραμμή αιγιαλού εντοπίζε­ται στο υδάτινο στοιχείο, δεν αποτυπώνεται ως οριστική. 
γ) Εντός προθεσμίας δώδεκα (12) μηνών από τη λήψη τους, οι Κτηματικές Υπηρεσίες υποχρεούνται να ελέγ­ξουν την υπόλοιπη προκαταρκτική οριογραμμή και να υ­ποβάλουν πρόταση για την τελική οριογραμμή σε περι­πτώσεις εμφανώς εσφαλμένης προκαταρκτικής οριο ­γραμμής και για να αντιμετωπισθούν ασυνέχειες μεταξύ της ήδη εγκεκριμένης και της προκαταρκτικής οριογραμ­μής. 
Μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου της περίπτωσης β΄, τα υπόβαθρα με την επ΄αυτών γραμμή αιγιαλού, προ­καταρκτική και οριστική, και η τεχνική έκθεση αναρτώ­νται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομικών για ενημέρωση του κοινού , εξαιρουμένων των τμημάτων που έχει υποδείξει το Γ.Ε.ΕΘ.Α.. Ο έλεγχος των Κτημα­τικών Υπηρεσιών διενεργείται βάσει των κριτηρίων του άρθρου 9. 
3. Οι προτάσεις των Κτηματικών Υπηρεσιών υποβάλ­λονται στις κατά τόπον αρμόδιες Επιτροπές του άρθρου 3, οι οποίες αποφαίνονται για την αποδοχή τους. Τα υπόβαθρα με την προτεινόμενη οριογραμμή, η τεχνι­κή έκθεση και οι εκθέσεις των Επιτροπών αποστέλλονται απευθείας στους αρμόδιους κατά τόπον Γενικούς Γραμματείς των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, για την έκδοση απόφασης επικύρωσης της οριστικής οριογραμμής αι­γιαλού στην περιφέρεια αρμοδιότητάς τους. Μετά το πέ­ρας της ως άνω διαδικασίας ο φάκελος επιστρέφεται στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία. Η απόφαση καθορι­σμού της οριστικής οριογραμμής αιγιαλού, στην οποία γίνεται μνεία της ιστοσελίδας στην οποία αναρτώνται τα συνοδευτικά της στοιχεία κατά την παράγραφο 5, δημο­σιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και επέχει θέση μεταγραφής στα βιβλία μεταγραφών. 

4. Οι αποφάσεις καθορισμού της οριστικής οριογραμμής αιγιαλού, τα τεχνικά στοιχεία και τα υπόβαθρα αναρτώνται μόνιμα στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οι­κονομικών για ενημέρωση του κοινού. Σχετική ανακοί­νωση για την ανάρτηση τοιχοκολλάται στους χώρους ανακοινώσεων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, των Περιφερειών και των παράκτιων Δήμων. Αν εξαιρεθούν από την ανάρτηση, για λόγους εθνικής ασφάλειας, συ­γκεκριμένα υπόβαθρα , οι έχοντες έννομο συμφέρον μπορούν να λαμβάνουν γνώση της οριστικής οριογραμ­μής από την αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία. Μνεία για την εξαίρεση υποβάθρων από την ανάρτηση γίνεται στην α­πόφαση καθορισμού της οριστικής οριογραμμής αιγιαλού και στην ανακοίνωση της ανάρτησης. 

5.Με την τήρηση των όρων δημοσιότητας των παρα­γράφων 3 και 4 ολοκληρώνεται η διαδικασία καθορισμού του αιγιαλού και συνάγεται τεκμήριο ότι οι ενδιαφερό­μενοι έλαβαν γνώση σχετικά με τη χάραξη και την ακρι­βή θέση της οριογραμμής του αιγιαλού, μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομικών. Τυχόν πλημμέλειες των διαδι­κασιών δημοσιότητας δεν επηρεάζουν το κύρος της δια­δικασίας οριοθέτησης του αιγιαλού. Για την οριστικοποί­ηση της οριογραμμής ενημερώνεται η εταιρεία ΕΚΧΑ Α.Ε.. Οι έχοντες έννομο συμφέρον μπορούν να ζητή­σουν τον επανακαθορισμό του αιγιαλού κατά τις διατά­ξεις του άρθρου 7Α. 

6. Στις περιπτώσεις που δεν επιτρέπεται, για λόγους ε­θνικής ασφάλειας, η ανάρτηση υποβάθρων ή όταν δεν περιλαμβάνονται τμήματα της ακτογραμμής σε υπόβα­θρα, η οριστική οριογραμμή αιγιαλού καθορίζεται από την Επιτροπή, με βάση τα κριτήρια του άρθρου 9, επί κτηματογραφικού υψομετρικού διαγράμματος κλίμακας τουλάχιστον 1:1000, εξαρτημένου από το Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς 1987, στο οποίο αποτυπώνο­νται τα όρια των ιδιοκτησιών και αναγράφονται οι εικα­ζόμενοι ιδιοκτήτες. Το διάγραμμα περιλαμβάνει μήκος α­κτής τουλάχιστον πεντακοσίων (500) μέτρων ή και μεγα­λύτερο αν το τμήμα που απομένει μέχρι το επόμενο κα­θορισμένο τμήμα δεν υπερβαίνει τα διακόσια (200) μέ­τρα, εκτός αν τούτο προσκρούει σε τεχνικούς και φυσι­κούς περιορισμούς, ειδικώς αιτιολογημένους. Όταν το διάγραμμα συντάσσεται από ιδιώτη, θεωρείται από μη­χανικό της Κτηματικής Υπηρεσίας ή της Διεύθυνσης Τε­χνικών Έργων της Περιφερειακής Ενότητας. 

Η έκθεση της Επιτροπής και το διάγραμμα καθορισμού της οριστικής οριογραμμής του αιγιαλού επικυρώνονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυ­βερνήσεως και αποστέλλονται για ενημέρωση στην εται­ρεία Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση Α.Ε. ή στο οικείο Υποθηκοφυλακείο κατά περίπτωση. 

7. Αν μετά την παρέλευση δεκαοκτώ (18) μηνών από τη λήψη των σχετικών στοιχείων από την αρμόδια Κτη­ματική Υπηρεσία κατά την παράγραφο 2, δεν έχει εκδοθεί απόφαση για την οριστική οριογραμμή αιγιαλού από την αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 3, η προκαταρκτική ο­ριογραμμή θεωρείται οριστική και εκδίδεται περί τούτου διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου Γενικού Γραμματέα Α­ποκεντρωμένης Διοίκησης μέσα σε ένα μήνα από την εκ­πνοή της προθεσμίας. Η διαπιστωτική πράξη, η τεχνική έκθεση και τα σχετικά υπόβαθρα υποβάλλονται στους ό­ρους δημοσιότητας των παραγράφων 3 και 4. Οι παρά­γραφοι 5 και 6 εφαρμόζονται αναλόγως. 
8. Αιτήματα καθορισμού οριογραμμής αιγιαλού από ο­ποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατατίθενται στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία, η οποία υποχρεούται να τα εισάγει στην Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση. Σε αυτήν την περίπτωση καθορίζεται κατά προτεραιότητα οριστι­κή οριογραμμή αιγιαλού σε μήκος ακτής τουλάχιστον πεντακοσίων (500) μέτρων είτε επί υποβάθρου ορθοφωτοχάρτη της παραγράφου 1 του άρθρου 4 είτε επί τοπογραφικού διαγράμματος της παραγράφου 6. Η σχετική απόφαση εκδίδεται το αργότερο σε τρεις μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης. Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, η προκαταρκτική γραμμή αιγιαλού, για την πε­ριοχή που αφορά η αίτηση, θεωρείται οριστική και εκδί­δεται περί τούτου διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου Γε­νικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης μέσα σε έ­να μήνα από την εκπνοή της προθεσμίας. Η διαπιστωτική πράξη, η τεχνική έκθεση και τα σχετικά υπόβαθρα υπο­βάλλονται στη δημοσιότητα των παραγράφων 3 και 4. Οι παράγραφοι 5 και 6 εφαρμόζονται αναλόγως.» 
β. Η παράδοση των υποβάθρων και της τεχνικής έκθεσης από την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Περι­βάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής που επο­πτεύει την ΕΚΧΑ Α.Ε. στη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρε­σιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και στο ΓΕΕΘΑ πραγματοποιείται εντός ενός μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. 
2. Το άρθρο 6 του ν. 2971/2001 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 6 
Καθορισμός παλαιού αιγιαλού 

1. Οι παλαιοί αιγιαλοί καθορίζονται με χάραξη οριο­γραμμής γαλάζιου χρώματος στα υπόβαθρα της παρα­γράφου 1 του άρθρου 4 από την Επιτροπή της παραγρά­φου 1 του άρθρου 3. Η ύπαρξη παλαιού αιγιαλού εξετά­ζεται από την Επιτροπή είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατό­πιν αίτησης προς την Κτηματική Υπηρεσία για καθορισμό παραλίας σύμφωνα με το άρθρο 7. 

2. Η Επιτροπή καθορίζει την παλαιά θέση του αιγιαλού που υπήρχε μέχρι το έτος 1884, αν υφίστανται κατοχές ιδιωτών, αλλά και προγενέστερα, αν δεν υπάρχουν τέ­τοιες κατοχές, εφόσον η θέση του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από ενδείξεις επί του εδάφους ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία, εξαιρουμένων των μαρτυρικών κατα­θέσεων. 

3.Η Επιτροπή επίσης αναζητά και συνεκτιμά όλα τα α­παιτούμενα για την ακριβή οριοθέτηση του παλαιού αι­γιαλού στοιχεία τα οποία και παραθέτει στην έκθεσή της, ιδίως φυσικές ενδείξεις (όπως το αμμώδες, ελώδες ή βαλτώδες εκτάσεων συνεχόμενων του αιγιαλού), αεροφωτογραφίες, χάρτες και διαγράμματα διαφόρων ε­τών γεωλογικές μελέτες. 

4. Τα υπόβαθρα με την οριοθετημένη από την Επιτρο­πή γραμμή του παλαιού αιγιαλού, συνοδευόμενα από τη σχετική τεχνική έκθεση, δημοσιεύονται σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του παρόντος.» 
3. Στο άρθρο 7 του ν. 2971/2001 επέρχονται οι κάτωθι τροποποιήσεις: α. Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής: 
«1. Η Επιτροπή του άρθρου 3 καθορίζει τη ζώνη παρα­λίας, εφόσον κρίνεται απαραίτητο για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της παραγράφου 2 του άρθρου 1. Η ζώνη παρα­λίας καθορίζεται από την Επιτροπή με χάραξη οριογραμ­μής κίτρινου χρώματος στα υπόβαθρα της παραγράφου 1 του άρθρου 4, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αίτησης κάθε ενδιαφερομένου στην Κτηματική Υπηρεσία . Αιτήματα καθορισμού οριογραμμής παραλίας εισάγονται από την Κτηματική Υπηρεσία στην Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση και η σχετική έκθεση συντάσσεται το αργότερο σε δύο μήνες από την υποβολή τους. Η έκθεση περιέχει ειδική αιτιολογία για την ανάγκη καθορισμού ζώνης παραλίας, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 1, και επικυ­ρώνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκε ­ντρωμένης Διοίκησης. Η απόφαση, η έκθεση και τα υπό­βαθρα υποβάλλονται στους όρους δημοσιότητας των παραγράφων 3, 4 και 6 του άρθρου 4.»
β. Στην παράγραφο 2, οι λέξεις «της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών που επικυρώνει την έκθεση και το διάγραμμα του αιγιαλού και παραλίας κατά την παράγρα­φο 5 του άρθρου 5» αντικαθίστανται από τις λέξεις «της απόφασης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Δι­οίκησης που επικυρώνει την έκθεση της Επιτροπής». 
γ. Στην παράγραφο 4, οι λέξεις «Από τη δημοσίευση της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών» αντικαθί­στανται από τις λέξεις «Από τη δημοσίευση της απόφα­σης του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκη ­σης».

4. Μετά το άρθρο 7 του ν. 2971/2001 προστίθεται άρθρο 7Α ως εξής:

«Άρθρο 7Α Επανακαθορισμός αιγιαλού, παραλίας και παλαιού αιγιαλού 

1.Σε περίπτωση εσφαλμένου καθορισμού της οριο­γραμμής αιγιαλού, παραλίας ή παλαιού αιγιαλού, καθώς και μεταβολής της ακτογραμμής λόγω νόμιμων τεχνικών έργων ή φυσικών αιτίων, επιτρέπεται ο επανακαθορισμός από την Επιτροπή είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά α­πό αίτηση κάθε ενδιαφερόμενου και προσκόμισης εκ μέ­ρους του φακέλου με πλήρη στοιχεία που να αποδεικνύουν το σφάλμα του πρώτου καθορισμού στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία. Για τον επανακαθορισμό εφαρμό­ζονται οι διατάξεις των παραγράφων 3 έως 6 του άρθρου 4, του άρθρου 6, του άρθρου 7 και του άρθρου 9. 

2.Ο επανακαθορισμός της παραλίας, εφόσον συνεπά­γεται μείωση της ζώνης παραλίας που είχε αρχικώς κα­θορισθεί επιτρέπεται μόνο αν δεν έχει συντελεσθεί η σχετική αναγκαστική απαλλοτρίωση.» 

5. Το άρθρο 5 του ν. 2971/2001 καταργείται πλην της παραγράφου 4 και του τελευταίου εδαφίου της παρα­γράφου 9, το οποίο προστίθεται ως παράγραφος 3 στο νέο άρθρο 7Α. 

6.Από την ανάρτηση των υποβάθρων κατά το τελευ­ταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2971/2001, όπου, κατά τις διατάξεις του ν. 2971/2001, απαιτείται υποβολή τοπογραφικού διαγράμματος ή διαγράμματος αι­γιαλού ή διαγράμματος καθορισμού του αιγιαλού ή γίνε­ται αναφορά σε τέτοιο διάγραμμα, αυτό αντικαθίσταται από τα οικεία υπόβαθρα ορθοφωτοχαρτών της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2971/2001.

7. Εκκρεμείς διαδικασίες καθορισμού αιγιαλού, παραλίας, όχθης και παρόχθιας ζώνης, που έχουν ξεκινήσει μετά από αίτημα ενδιαφερομένου και για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νό­μου, πράξη της Επιτροπής του άρθρου 3 του ν. 2971/2001 με την οποία καθορίζεται η οριογραμμή αιγια­λού, παραλίας, όχθης και παρόχθιας ζώνης, μπορούν, με­τά από γραπτή δήλωση του αιτούντος, υποβαλλόμενη στην οικεία Κτηματική Υπηρεσία εντός ενός μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος, να ολοκληρώνονται εί­τε κατά τις διατάξεις του ν. 2971/2001, όπως αυτός ί­σχυε μέχρι την τροποποίησή του με το παρόν άρθρο, εί­τε κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του πα­ρόντος άρθρου . Αν επιλεγεί η διαδικασία του ν. 2971/2001, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το παρόν άρθρο, και ο καθορισμός της οριογραμμής αιγια­λού, παραλίας, όχθης, και παρόχθιας ζώνης δεν έχει ο­λοκληρωθεί εντός δώδεκα (12) μηνών από την υποβολή της δήλωσης του αιτούντος κατά το προηγούμενο εδά­φιο, εφαρμόζονται αναλογικά τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 8 του άρθρου 4 του ν. 2971/2001, όπως το άρθρο αυτό αντικαθίσταται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. 
Οι λοιπές εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, διαδικασίες καθορισμού αιγιαλού, παρα­λίας, όχθης και παρόχθιας ζώνης ολοκληρώνονται κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του παρόντος άρθρου.

Τράπεζες Οφειλέτες- Δανειολήπτες
1. Διευκρινίζεται ότι για την εξέταση των αιτημάτων των οφειλετών,| προκειμένου να υπαχθούν στον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, δενπροβλέπεται επιβάρυνσή τους με οποιαδήποτε χρέωση.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται υπεύθυνη για την παρακολούθηση και τον έλεγχο εφαρμογής του εν λόγω Κώδικα, καθώς και για τη θέσπιση συστημάτων. Δύναται, επίσης, να επιβάλει κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβάσεων που σχετίζονται με τα ανωτέρω. Δεν επιλαμβάνεται της επίλυσης των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ δανειστών και οφειλετών από την | εφαρμογή του Κώδικα.
3. Ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την εκτέλεση τραπεζικών εργασιών του| εμπορικού κλάδου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. (άρθρο 12)

Η διάταξη νόμου που ψηφίστηκε :
 
Άρθρο 12 
Τροποποίηση του ν.4224/2013, θέματα Ταμείου 
Παρακαταθηκών και Δανείων 

1. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής: 

«Οι οφειλέτες δεν επιβαρύνονται από τους δανειστές με οποιαδήποτε χρέωση σε σχέση με την εξέταση των αιτημάτων τους για υπαγωγή στις διατάξεις του Κώδικα, τη διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής των ρυθμίσεων και εν γένει τις υπηρεσίες που αφορούν στην εφαρμογή του Κώδικα. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου κα­ταλαμβάνουν τα υποκαταστήματα αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα του άρ­θρου 3 παρ . 1 σημείο 22 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107/5.5.2014).» 

2.Στο άρθρο 1 του ν. 4224/2013 προστίθεται παρά­γραφος 4 ως εξής: 


«4. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθεί και ελέγχει: α) τον τρόπο εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας και β) την πλήρη και αποτελεσματική θέσπιση συστημά­των. Στο πλαίσιο αυτό δύναται να απαιτεί από τους δα­νειστές τη λήψη των απαραίτητων κατά την κρίση της διορθωτικών μέτρων και να επιβάλει τις κατά το νόμο και το Καταστατικό της (άρθρο 55Α) κυρώσεις: α) σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα Δεοντο­λογίας και β) στις περιπτώσεις διαπίστωσης αδυναμιών των συστημάτων. 
Σε κάθε περίπτωση η Τράπεζα της Ελλάδος δεν επιλαμβάνεται της επίλυσης των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ δανειστών και οφειλετών από την εφαρ­μογή του Κώδικα Δεοντολογίας.» 

3. Κατά την εκτέλεση τραπεζικών εργασιών του εμπορικού κλάδου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων δύναται ο υπόλογος διαχειριστής να εκδίδει και τα παραστατικά δοσοληψιών των τραπεζικών εργασιών. Οι όροι, οι διαδικασίες ελέγχου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την ασφαλή εκτέλεση των εργασιών αυ­τών θα καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. 
Κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις ρυθ­μίσεις του παρόντος καταργείται. 

Πόθεν εσχες
Τροποποιείται - συμπληρώνεται το υφιστάμενο πλαίσιο (ν.3213/2003) σχετικά με τη δήλωση και τον έλεγχο περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων και άλλων κατηγοριών προσώπων. Οι σημαντικότερες μεταβολές εστιάζονται στα ακόλουθα σημεία:
1. Διευρύνεται ο κατάλογος των υπόχρεων προς δήλωση περιουσιακής κατάστασης προσώπων και επανακαθορίζονται τα θέματα σχετικά με τη διαδικασία υποβολής της δήλωσης, το περιεχόμενο και τις διατυπώσεις δημοσιότητας αυτής. (άρθρα 222 - 223)
2. Επανακαθορίζονται τα όργανα που επιφορτίζονται με τον έλεγχο των δηλώσεων ανάλογα με τις ειδικότερες κατηγορίες στις οποίες εντάσσονται τα υπόχρεα πρόσωπα, καθώς και η διαδικασία και το περιεχόμενο του ελέγχου. Έτσι, οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ελέγχονται κατά περίπτωση από την αρμόδια Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, το Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και τους οριζόμενους εισαγγελικούς λειτουργούς. (Σήμερα, ο έλεγχος αυτός διενεργείται κατά περίπτωση από την Επιτροπή της Βουλής που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων (άρθρο 21 του ν. 3023/2002) και την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης).
3. Συνιστάται Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (Επιτροπή) και ρυθμίζονται όλα τα θέματα σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία της. Η Επιτροπή διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από πέντε (5) μέλη, με ισάριθμους αναπληρωτές. (άρθρα 224 - 226)
4. Επανακαθορίζονται, οι ποινές που επιβάλλονται σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης.(άρθρο 227 - 228)
5. Οι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης οφείλουν να υποβάλλουν και δήλωση οικονομικών συμφερόντων, με το οριζόμενο περιεχόμενο και την προβλεπόμενη διαδικασία, γ. Η ισχύς των ρυθμίσεων του Μέρους ΣΤ' αρχίζει από 1-1-2015. (άρθρα 229)

Η διάταξη νόμου που ψηφίστηκε :

ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄ 
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ 
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ 
ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ 

Τροποποιήσεις του ν. 3213/2003 και άλλες διατάξεις 

Άρθρο 222 

Το άρθρο 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 1 Υπόχρεοι σε δήλωση 
1. Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους και των ανήλικων τέκνων τους υποβάλ­λουν: 
α. Ο Πρωθυπουργός. 
β. Οι Αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσω­πούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και όσων λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση. 
γ. Οι Υπουργοί, οι αναπληρωτές Υπουργοί και οι Υφυ­πουργοί. 
δ. Οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές. 
ε. Όσοι διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων της περίπτωσης β΄. 
στ. Οι γενικοί και ειδικοί γραμματείς της Βουλής και της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και οι υπάλληλοι ή σύμ­βουλοι ειδικών θέσεων και οι μετακλητοί υπάλληλοι, οι οποίοι τοποθετούνται από μονομελές ή συλλογικό κυ­βερνητικό όργανο. 
ζ. Ο διοικητής και οι υποδιοικητές της Εθνικής Υπηρε­σίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) και της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ). 
η. Οι Γενικοί Γραμματείς των αποκεντρωμένων διοική­σεων, οι Περιφερειάρχες , οι Αντιπεριφερειάρχες, οι Πρόεδροι και τα μέλη των περιφερειακών συμβουλίων, καθώς και οι προϊστάμενοι των γενικών διευθύνσεων και διευθύνσεων των περιφερειών. 
θ. Οι Δήμαρχοι, οι Αντιδήμαρχοι, οι Πρόεδροι και τα μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, των επιτροπών των Δήμων, οι Πρόεδροι και τα μέλη, των δημοτικών συμβου­λίων, οι Πρόεδροι, οι διευθύνοντες σύμβουλοι και τα μέ­λη των διοικητικών συμβουλίων και οι Γενικοί Διευθυντές των δημοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των αμιγών ή μεικτών δημοτικών επιχειρήσεων των ανω­τέρω Ο.Τ.Α . και των συνδέσμων δήμων, καθώς και οι προϊστάμενοι των γενικών διευθύνσεων και διευθύνσε­ων των Δήμων. 
ι. Οι Πρόεδροι, οι Αντιπρόεδροι, οι Διοικητές, οι Υποδι­οικητές, τα εκτελεστικά μέλη, οι διευθύνοντες ή εντε­ταλμένοι σύμβουλοι και οι Γενικοί Διευθυντές νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων, δημοσίων οργανισμών, καθώς και νομικών προσώπων ι­διωτικού δικαίου, που ανήκουν στο κράτος ή επιχορη­γούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά 50% του­λάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή τη διοίκη­ση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με δι­οικητική πράξη ή ως μέτοχος. 
ια. Οι Πρόεδροι, τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη όλων των επιτροπών διαγωνισμών προμηθειών και παρο­χής υπηρεσιών των κρατικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβα­νομένων και των ενόπλων δυνάμεων, των νομικών προ­σώπων δημοσίου δικαίου, των νομικών προσώπων ιδιωτι­κού δικαίου, που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή τη διοίκηση των ο­ποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος, των δημόσιων επιχειρήσεων και των δημόσιων οργανισμών, εφόσον υπερβαίνουν το πο­σό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ ανά διαγωνισμό, καθώς επίσης ο Γενικός Διευθυντής και Δι­ευθυντές της Γενικής Διεύθυνσης Κρατικών Προμηθειών και οι κατέχοντες θέσεις προϊσταμένων οποιουδήποτε οργανωτικού επιπέδου οργανικών μονάδων προμηθειών στο Δημόσιο και στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα δημοσί­ου και ιδιωτικού δικαίου, στις δημόσιες επιχειρήσεις και τους δημόσιους οργανισμούς. Την ίδια υποχρέωση υπέ­χουν ο πρόεδρος και τα μέλη όλων των επιτροπών δια­γωνισμού έργων των ανωτέρω φορέων, οι οποίοι διέπο­νται από τις διατάξεις του ν. 1418/1984 (Α΄ 23) και του π.δ. 609/1985 (Α΄ 223), εφόσον ο προϋπολογισμός του έργου υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευ­ρώ. 
ιβ. Οι Δικαστικοί και οι Εισαγγελικοί λειτουργοί και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. 
ιγ. Ο Διοικητής, οι Υποδιοικητές, οι εντεταλμένοι σύμ­βουλοι και οι διευθυντές της Τράπεζας της Ελλάδος. 
ιδ. Οι Πρόεδροι, οι Αντιπρόεδροι, οι Διευθύνοντες σύμ­βουλοι, οι Διοικητές, οι Υποδιοικητές, τα εκτελεστικά μέ­λη Δ.Σ. και οι γενικοί διευθυντές πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, καθώς και επιχειρή­σεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. 
ιε. Ο Πρόεδρος και τα εκτελεστικά μέλη του Διοικητι­κού Συμβουλίου της Ελληνικά Χρηματιστήρια ΑΕ (ΕΧΑΕ) και οι κατέχοντες διευθυντική θέση στην εταιρία αυτή σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα οργανισμό της ή σύμφωνα με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου. 
ιστ. Ο Πρόεδρος και τα εκτελεστικά μέλη του Διοικητι­κού Συμβουλίου των ελεγχόμενων από της Ελληνικά Χρηματιστήρια ΑΕ (ΕΧΑΕ) ανωνύμων εταιριών και οι κα­τέχοντες διευθυντική θέση στις εταιρίες αυτές σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα κανονισμό της εταιρίας ή σύμ­φωνα με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου. 
ιζ. Ο Πρόεδρος και τα εκτελεστικά μέλη του Διοικητι­κού Συμβουλίου κάθε άλλου φορέα οργανωμένης χρη­ματιστηριακής αγοράς που λειτουργεί νόμιμα στην Ελ­λάδα και οι κατέχοντες διευθυντική θέση σε αυτόν σύμ­φωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα κανονισμό του ή σύμ­φωνα με απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου. 

ιη. Οι ιδιοκτήτες, οι μέτοχοι, οι εταίροι, οι πρόεδροι, οι διευθύνοντες σύμβουλοι και τα εκτελεστικά μέλη του Δ.Σ., οι διαχειριστές, καθώς και οι γενικοί διευθυντές και οι διευθυντές ειδήσεων και ενημέρωσης κάθε μορφής ε­πιχειρήσεων ή εταιρειών, που κατέχουν άδεια λειτουρ­γίας ή εν γένει έχουν την εκμετάλλευση τηλεοπτικών σταθμών, ελεύθερης λήψης ή παροχής κάθε μορφής συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών, καθώς και ρα­διοφωνικών σταθμών, όπως και των βασικών μετόχων αυτών. 
ιθ. Οι ιδιοκτήτες, οι μέτοχοι, οι εταίροι, οι πρόεδροι, οι διευθύνοντες σύμβουλοι και τα εκτελεστικά μέλη του Δ.Σ., οι διαχειριστές, καθώς και οι γενικοί διευθυντές και οι διευθυντές ειδήσεων και ενημέρωσης κάθε μορφής ε­πιχειρήσεων ή εταιρειών, που εκμεταλλεύονται διαδι­κτυακά ενημερωτικά μέσα ή εκδίδουν ημερήσια ή περιο­δικά έντυπα πανελλήνιας ή τοπικής κυκλοφορίας, όπως και των βασικών μετόχων αυτών. 
κ. Οι δημοσιογράφοι μέλη των οικείων ενώσεων συ­ντακτών, καθώς και όσοι παρέχουν δημοσιογραφικές υ­πηρεσίες σε επιχειρήσεις έκδοσης εντύπων και σε ρα­διοτηλεοπτικά ή διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης με σύμ­βαση εργασίας ή έργου. 
κα. Οι ιατροί Διευθυντές και Συντονιστές Διευθυντές που υπηρετούν στα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), στα στρατιωτικά νοσοκομεία, σε πανεπιστημιακά νοσοκομεία, κλινικές και εργαστήρια, καθώς και στο Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δί­κτυο Υγείας (ΠΕΔΥ).
κβ. Οι πρόεδροι, τα μέλη και οι προϊστάμενοι υπηρε­σιακών μονάδων επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης και Διεύ­θυνσης όλων των Ανεξάρτητων Αρχών, συμπεριλαμβα­νομένων των ανεξάρτητων διοικητικών και ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Επιτροπής Κε­φαλαιαγοράς, καθώς και ο Γενικός Επιθεωρητής Δημό­σιας Διοίκησης και οι βοηθοί του. 
κγ. Οι Αρχηγοί, Υπαρχηγοί, διευθυντές κλάδων του Γε­νικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, των Γενικών Επιτελεί­ων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, οι δικαστικοί λει­τουργοί του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμε­ων, καθώς και ο Γενικός Διευθυντής και ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. 
κδ. Οι αρχηγοί και οι υπαρχηγοί της Ελληνικής Αστυ­νομίας, του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος. 
κε. Το αστυνομικό προσωπικό, οι συνοριακοί φύλακες, οι ειδικοί φρουροί και το πολιτικό προσωπικό που υπηρε­τούν στην Ελληνική Αστυνομία, καθώς και το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος. 
κστ. Το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος -Ελληνι­κής Ακτοφυλακής, καθώς και το πολιτικό προσωπικό του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και Αιγαίου. 
κζ. Το προσωπικό της υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέ­σεων της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώ­ματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής. 
κη. Οι Σωφρονιστικοί υπάλληλοι και οι εξωτερικοί φρουροί των καταστημάτων κράτησης. 
κθ. Οι προϊστάμενοι των Δασαρχείων και των Δασονο­μείων. 
λ. Τα μέλη όλων των Σωμάτων Επιθεώρησης και Ελέγ­χου του Δημοσίου, οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων οποιασδήποτε Υπηρεσίας Επιθεώρησης, Εσωτερικού Ε­λέγχου ή Εσωτερικών Υποθέσεων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ βαθμού, καθώς και οι υπάλληλοι των φορέων αυτών που ασκούν οποιαδήποτε ελεγκτικά καθήκοντα. 
λα. Οι Γενικοί Διευθυντές του Υπουργείου Οικονομι­κών, οι Προϊστάμενοι Διευθύνσεων των Δημοσίων Οικο­νομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.),των Διαπεριφερειακών Ε­λεγκτικών Κέντρων (Δ.Ε.Κ.) του Κέντρου Ελέγχου Φο­ρολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕ.ΦΟ.ΜΕ.Π.), του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.), οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων Ελέγχου και όλοι οι υπάλληλοι που υπηρετούν στα Τμήματα Έ­λεγχου των παραπάνω υπηρεσιών, καθώς και όλοι οι υ­πάλληλοι που ασκούν ελεγκτικά καθήκοντα και υπηρε­τούν στις υπηρεσίες αυτές, ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης, οι Προϊστάμε­νοι Διευθύνσεων των Τελωνείων, οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων Γενικών Θεμάτων και Τελωνειακών Διαδικα­σιών των Τελωνείων, όλοι οι υπάλληλοι των Τελωνείων που ασκούν ελεγκτικά καθήκοντα, οι Προϊστάμενοι Διευ­θύνσεων και Τμημάτων, καθώς και οι υπάλληλοι των Ελε­γκτικών Υπηρεσιών Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.) και της Διεύ­θυνσης Παρακολούθησης και Ελέγχου Ανασταλτικών Καθεστώτων (ΔΙ.Π.Ε.Α.Κ). καθώς και οι Προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων των Κτηματικών Υπηρεσιών του Δημοσίου. 
λβ. Οι Προϊστάμενοι των Επιχειρησιακών Διευθύνσε­ων Ειδικών Υποθέσεων του Σώματος Δίωξης Οικονομι­κού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ), οι Προϊστάμενοι των Περιφε­ρειακών Διευθύνσεων και Τμημάτων ελέγχου-δράσης αυτών, καθώς και οι υπάλληλοι –ελεγκτές που υπηρε­τούν στις παραπάνω υπηρεσίες. 
λγ. Οι προϊστάμενοι και οι υπάλληλοι των οργανικών μονάδων δόμησης οποιουδήποτε οργανωτικού επιπέδου των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. 
λδ. Το προσωπικό της Ειδικής Γραμματείας Συμπράξε­ων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα, καθώς και οι Πρόε­δροι, Διευθύνοντες Σύμβουλοι ή διαχειριστές των εται­ριών του ιδιωτικού τομέα που μετέχουν σε τέτοιου εί­δους συμπράξεις. 
λε. Ο Πρόεδρος και τα μέλη ΔΣ Αθλητικών Ομοσπον­διών και τα πρόσωπα που είναι μέλη Διοίκησης Αθλητι­κών Ανωνύμων Εταιριών (Α.Α.Ε.) ήΤμημάτων Αμειβόμε­νων Αθλητών (Τ.Α.Α.) ή τους έχει ανατεθεί η διαχείριση Τ.Α.Α. ή είναι μέτοχοι Α.Α.Ε. με συνολικό ποσοστό μεγα­λύτερο του 1% του μετοχικού της κεφαλαίου. Σε περί­πτωση που το εν λόγω ποσοστό συμμετοχής ανήκει σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ή εταιρία, η υποχρέω­ση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης βαρύ­νει τον πρόεδρο και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτών. 
λστ. Οι αξιολογημένοι διαιτητές, βοηθοί διαιτητές και παρατηρητές διαιτησίας πρωταθλημάτων επαγγελματι­κού αθλητισμού και όσοι μετέχουν στα αντίστοιχα όργα­να ή τις επιτροπές διαιτησίας, καθώς και ο Πρόεδρος, τα μέλη της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού και οι αναπληρωτές αυτών. 
λζ. Οι Πρόεδροι, Διευθύνοντες Σύμβουλοι, οι εντεταλ­μένοι σύμβουλοι και Γενικοί Διευθυντές των αναφερόμε­νων στις περιπτώσεις ε΄ και στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 280 Α') όπως αυτές ισχύουν, νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, εφόσον τα νομικά αυτά πρόσωπα είναι φορείς ανάθεσης και εκτέλεσης δη­μόσιων έργων ή ανάθεσης και εκπόνησης μελετών δημό­σιων έργων. 
λη. Οι Προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύν­σεων και Τμημάτων της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Έργων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δι­κτύων ως και οι σύμφωνα με τα άρθρα 28 του π.δ. 609/1985 (Α΄ 223) και 15 του ν. 716/1977 (Α΄ 205) α­σκούντες καθήκοντα επιβλεπόντων μηχανικών δημό ­σιων έργων και μελετών δημοσίων έργων. Οι κατέχοντες αντίστοιχες θέσεις στο Δημόσιο, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δι­καίου, εφόσον κατά το νόμο ή τον οργανισμό του οικείου Υπουργείου ή του νομικού προσώπου έχουν αρμοδιότη­τες σχετικές με την ανάθεση δημόσιων έργων ή μελε­τών δημόσιων έργων ή ασκούν καθήκοντα επιβλεπόντων μηχανικών δημόσιων έργων ή μελετών. 
λθ. Ο Ιδιοκτήτης, οι Εταίροι, οι Βασικοί Μέτοχοι, τα ε­κτελεστικά μέλη οργάνου διοίκησης και τα διευθυντικά στελέχη ελληνικών επιχειρήσεων που συνάπτουν δημό­σιες συμβάσεις, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στην Ελλάδα και φέρουν οποιαδήποτε από τις ανωτέρω ιδιότητες σε αλλοδαπές επιχειρήσεις που συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις, εφό­σον το αντικείμενό τους υπερβαίνει τα αναφερόμενα στην περίπτωση ια΄ ποσά ανά περίπτωση. 
λι. Τα μέλη και οι εισηγητές των γνωμοδοτικών επιτρο­πών, τα μέλη των οργάνων ελέγχου τα επιφορτισμένα με την εκταμίευση των ενισχύσεων όργανα, τα μέλη των οργάνων αξιολόγησης και εξέτασης των επενδυτικών σχεδίων, ελέγχου επενδύσεων και εκταμίευσης των πα­ρεχόμενων ενισχύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. 
μ. Οι προϊστάμενοι των Διευθύνσεων Αλλοδαπών των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. 
μα. Τα μέλη των Επιτροπών Εξετάσεων Υποψηφίων Ο­δηγών. 
μβ. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλί­ου της Κοινωνίας της Πληροφορίας, οι Διευθυντές και οι Αναπληρωτές Διευθυντές των Επιχειρησιακών Μονά­δων. Τα μέλη του Μητρώου Αξιολογητών Δράσεων Κρα­τικών Ενισχύσεων και άλλοι εξωτερικοί συνεργάτες που έχουν συμμετάσχει σε αξιολογήσεις, Γνωμοδοτικές Επι­τροπές και Επιτροπές Προσφυγών Δράσεων Κρατικών Ενισχύσεων, οι Πρόεδροι και τα Μέλη Επιτροπών Αξιο­λόγησης Προσφορών κάθε βαθμού, καθώς και Επιτρο­πών Προσφυγών έργων Δημοσίου Τομέα, οι Πρόεδροι και τα Μέλη των επιτροπών Παρακολούθησης και Παρα­λαβής Έργων Δημοσίου Τομέα, οι Υπεύθυνοι Έργων Δη­μοσίου Τομέα και Δράσεων Κρατικών Ενισχύσεων. Οι Προϊστάμενοι, οι αναπληρωτές Προϊστάμενοι και οι Προϊστάμενοι Μονάδων όλων των Ειδικών Υπηρεσιών και των λοιπών φορέων που ασκούν καθήκοντα ή και αρ­μοδιότητες διαχείρισης, εφαρμογής, συντονισμού καιε­λέγχου, στο πλαίσιο των συγχρηματοδοτούμενων δρά­σεων της Προγραμματικής Περιόδου 2007 -2013 και 2014 - 2020. 
μγ. Οι προϊστάμενοι των Υπηρεσιών Επιτρόπου του Ε­λεγκτικού Συνεδρίου. 
μδ. Οι προϊστάμενοι Διευθύνσεων των Υπηρεσιών Δη­μοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. 
με. Ο πρόεδρος, τα μέλη και οι υπάλληλοι της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκλη­ματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσια­κής Κατάστασης. 
μστ. Ο πρόεδρος και οι διαχειριστές Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο.) που επιχορηγούνται από το κρά­τος. 
μζ. Το προσωπικό του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ), του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ) και του Ορ­γανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσε­ων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ) που ασκεί καθήκοντα ελεγκτικής μορφής ή χορήγησης αδει­ών κάθε μορφής και οι προϊστάμενοι των παραπάνω υπη­ρεσιών. 
μη. Κάθε άλλο πρόσωπο για το οποίο προβλέπεται υ­ποχρέωση υποβολής δήλωσης από ειδική διάταξη νόμου. 
2. Η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την απόκτηση της ιδιότητάς τους (αρχική δήλωση). Τα μετέ­πειτα έτη, η δήλωση υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και για έ­να (1) έτος, ειδικά δε για τους υπόχρεους των περιπτώ­σεων α΄ έως ε΄ της παραγράφου 1 για τρία (3) έτη, μετά από την απώλεια ή τη λήξη της, και το αργότερο τρεις 
(3) μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. 
3. Το μήνα Φεβρουάριο κάθε έτους διαβιβάζεται, κατά περίπτωση, στα αρμόδια όργανα ελέγχου κατάλογος των ελεγχόμενων προσώπων. Ο κατάλογος συντάσσε­ται από τον Πρόεδρο της Βουλής για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παρα­γράφου 1 του παρόντος άρθρου και από τον αρμόδιο Υ­πουργό, τον γενικό γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκη­σης ή το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου για τα πρόσωπα που υπάγονται στο φορέα αυτόν ή από τον ο­ποίο εποπτεύονται και σε κάθε άλλη περίπτωση από τα όργανα διοίκησης του οικείου φορέα. Το αρμόδιο όργα­νο ελέγχου μπορεί να ζητά από οποιαδήποτε υπηρεσία, φορέα ή νομικό ή φυσικό πρόσωπο που διαθέτει στοιχεία για πρόσωπα που υπάγονται στις περιπτώσεις της παρα­γράφου 1, κατάλογο των οικείων προσώπων. 

4. Αμφισβητήσεις ως προς την ιδιότητα του υπόχρεου επιλύονται με πράξη των κατά περίπτωση αρμοδίων ορ­γάνων ελέγχου, η οποία εκδίδεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή σχετικής αίτησης του ενδιαφερομένου ή των οργάνων, που είναι αρμόδια να υποβάλλουν την κατά την προηγούμενη παράγραφο, του παρόντος άρ­θρου, κατάσταση υπόχρεων.» 


Άρθρο 223 
Το άρθρο 2 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως ακο­λούθως: 
«Άρθρο 2 
Περιεχόμενο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης 

1. α. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα κατά τις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους περιουσιακά στοιχεία στην ημεδα­πή και την αλλοδαπή. Ειδικώς, η αρχική δήλωση περι­λαμβάνει τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. 

Ως περιουσιακά στοιχεία, θεωρούνται, ιδίως: 
i. Τα έσοδα, από κάθε πηγή. 
ii. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους. 
iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαί­ων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοι­κονομικά προϊόντα κάθε είδους. 
iv. Οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτή­ρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε εί­δους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτι­κών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts). 

v.Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα. 


vi. Η συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρία ή επιχείρηση. 
β. i. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοι­χείου ή επαύξησης υφιστάμενου, στη δήλωση περιλαμ­βάνεται, υποχρεωτικώς, το ύψος της σχετικής δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης μνημο­νεύεται το εισπραχθέν τίμημα. 
ii. Στη δήλωση αναφέρονται τα προσωπικά, υπηρεσια­κά και φορολογικά στοιχεία των υπόχρεων. Οι υπόχρεοι προσκομίζουν στο αρμόδιο όργανο ελέγχου αντίγραφα των οικείων παραστατικών εφόσον τους ζητηθεί. 
γ. Μετά την αρχική δήλωση, στην ετήσια δήλωση τους οι υπόχρεοι δηλώνουν μόνον τις μεταβολές που ε­πήλθαν στην περιουσιακή τους κατάσταση κατά το χρο­νικό διάστημα που αφορά η δήλωση. 
Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογρά­φεται από τον ίδιο, για τα δικά του περιουσιακά στοιχεία, τη σύζυγό του, για τα δικά της στοιχεία, και από αμφότε­ρους τους συζύγους, για τα περιουσιακά στοιχεία των α­νήλικων τέκνων τους. Η δήλωση συνοδεύεται από αντί­γραφο της φορολογικής δήλωσης του υπόχρεου για το προηγούμενο έτος και αντίγραφο του τελευταίου Εντύ­που Ε9 που υποβλήθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ. 
δ. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στον Πρόεδρο της Επιτροπής του άρθρου 3Α αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου, που συντάσσεται από αυτούς, με το οποίο αναλαμβάνεται η υποχρέωση ή μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λει­τουργό, σύζυγο ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα. Το αυτό ισχύει και για την αποδοχή κληρονομιάς. 
2. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης συντάσσο­νται σε ειδικό έντυπο, το περιεχόμενο του οποίου καθο­ρίζεται, για μεν τους υπόχρεους των περιπτώσεων του άρθρου 3 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ με απόφαση του Προέδρου της Βουλής και για τους άλλους υπόχρεους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαι­οσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με ό­μοιες αποφάσεις, μπορεί να ορίζεται ότι η δήλωση υπο­βάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής, οπότε προσδιορίζεται ο κατά περίπτωση υπεύθυνος δια­χείρισης και καθορίζεται κάθε αναγκαία προς τούτο λε­πτομέρεια, οι αναγκαίες διασφαλίσεις για τα πρόσωπα και τους όρους πρόσβασης στα στοιχεία τους και τυχόν ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα. 
Οι δηλώσεις υπόκεινται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων, μετά την οποία πρέπει να προκύπτει ευκρινώς το σύνολο των περιουσια­κών στοιχείων και η αξία τους ανά κατηγορία περιουσια­κών στοιχείων, καθώς και η χρονολογία κτήσης. Για την επεξεργασία λαμβάνεται υπόψη, εφόσον είναι διαθέσι­μη, η αξία κτήσης. 
3. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώ­πων των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ του άρθρου 1 παρά­γραφος 1, καθώς και των Γενικών Γραμματέων των Απο­κεντρωμένων Διοικήσεων, των Περιφερειαρχών και των Δημάρχων, υπόκεινται σε δημοσιοποίηση στο διαδικτυα­κό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επι­τροπής του άρθρου 3A, ο οποίος καθορίζει το αντικείμε­νο της δημοσιοποίησης και ιδίως τη μορφή, τον τύπο, τα προς δημοσίευση συγκεντρωτικά ή μη στοιχεία, τη χρο­νική διάρκεια της ανάρτησης και κάθε άλλη αναγκαία λε­πτομέρεια. Από τη δημοσιοποίηση εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση εκείνα τα στοιχεία που είναι ικανά να προκα­λέσουν βλάβη στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειας του (όπως διεύθυνση κατοικίας, α­ριθμοί κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων, φορολογικά στοιχεία κ.λπ.). Η δημοσίευση των δημοσιοποιούμενων στοιχείων στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το πε­ριεχόμενό τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτή η επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομαστικών στοιχείων. Κά­θε παράβαση της διάταξης αυτής τιμωρείται πέραν της προβλεπόμενης ποινής φυλάκισης από το άρθρο 7 παρά­γραφος 2 και με χρηματική ποινή από 5.000 μέχρι100.000 ευρώ. 
4. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης μπορούν να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως προ της έναρξης ελέγχου της δήλωσης από το αρμόδιο όργανο ελέγχου.» 
Άρθρο 224 
Το άρθρο 3 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως ακολούθως: 
«Άρθρο 3 
Όργανα και διαδικασία ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης 

1. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 υπο­βάλλονται και ελέγχονται ως ακολούθως: 
α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και κδ΄, κζ΄, λα΄ έως και μγ΄, με΄, μστ΄ και μζ΄ στην Επιτροπή του άρθρου 3A, 
β) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις λ΄ και μδ΄ στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, 
γ) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις κε΄, κη΄ και κθ΄ στον εποπτεύοντα την Υπηρεσία Εσωτε­ρικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας εισαγγελι­κό λειτουργό της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, ο οποίος επικουρείται προς τούτο από την οικεία υπηρεσία, 
δ) των προσώπων που αναφέρονται στην περίπτωση κστ΄ σε εισαγγελικό λειτουργό της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιά, ο οποίος ορίζεται από τον Προϊστάμενο της οι­κείας Εισαγγελίας, και επικουρείται προς τούτο από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Λιμενικού Σώμα­τος -Ελληνικής Ακτοφυλακής. 
2. Ο έλεγχος της αρχικής δήλωσης αφορά στη διαπί­στωση του αληθούς περιεχομένου για τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Για τα μετέπειτα έτη ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, τη διακρίβωση, εάν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δι­καιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων. Η δήλωση δεν θεωρείται ανακρι­βής ή ελλιπής σε περίπτωση επουσιώδους ανακρίβειας ή έλλειψης ή εφόσον, ύστερα από πρόσκληση του οργά­νου ελέγχου , αποδεικνύεται η νομιμότητα της πηγής προέλευσης του ανακριβώς δηλωθέντος στοιχείου. 

3. Σε περιπτώσεις δειγματοληπτικού ή στοχευμένου ελέγχου, το αρμόδιο όργανο ελέγχου λαμβάνει υπόψη του και τεχνικές ανάλυσης επικινδυνότητας με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων. Το όργανο ελέγχου μπο­ρεί να καταρτίζει πρόγραμμα συνοπτικών ή/ και ειδικών ­θεματικών ελέγχων, δίχως να θίγεται η δυνατότητα επέ­κτασής τους σε τακτικούς (κατά την παράγραφο 2 εδά­φια α΄ και β΄εφόσον συντρέξει προς τούτο περίσταση). 

4. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν δι­ευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παρα­στατικά στοιχεία, εντός προθεσμίας, η οποία μπορεί να παραταθεί. 

5. Τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 του ν. 3691/2008 πρόσωπα έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν αμελλητί τα αρμόδια όργανα ελέγχου της παραγράφου 1, όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπρα­χθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί οποιαδήποτε παράβα­ση των υποχρεώσεων των ελεγχόμενων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο ή τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού υπουργικές αποφάσεις. 


Άρθρο 225 
Μετά το άρθρο 3 του ν. 3213/2003 προστίθεται άρθρο 3A ως ακολούθως: 
«Άρθρο 3Α Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης 

1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των ανα­φερομένων στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 προσώπων ανατίθεται σε επιτροπή ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανε­ξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από επτά (7) μέλη με ισάριθμους ανα­πληρωτές. Η έδρα της καθορίζεται με απόφαση του Προ­έδρου της Βουλής. 
2. Η Επιτροπή συγκροτείται από: 
α) Αντιπρόεδρο της Βουλής, ως Πρόεδρο, με τον ανα­πληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, 
β) τον Δ΄ Αντιπρόεδρο της Βουλής, ως μέλος, με τον αναπληρωτή του, εκ των Ε΄, ΣΤ΄ και Ζ΄ Αντιπροέδρων, ο οποίος ορίζεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέ­δρων της Βουλής, 
γ) Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, και 
δ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφα­ση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύ­νης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 
ε) Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφα­ση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής. 
στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομι­μοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του. 
ζ) Τον Πρόεδρο της Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ως τακτικό μέλος με τον ανα­πληρωτή του. 
Οι δικαστές τακτικά μέλη της Επιτροπής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. 
Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος που υ­πηρετεί στην υπηρεσία της παραγράφου 4 με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής. 
Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής που δημοσιεύ­εται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η α­ποζημίωση των μελών που δεν είναι πλήρους και απο­κλειστικής απασχόλησης, καθώς και του Γραμματέα της Επιτροπής, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει το όριο που προβλέπεται από την παρ . 2 του άρθρου 21 του ν. 4024/ 2011 (Α΄ 226). Οι πιστώσεις για τη λειτουργία της Επιτροπής και της υπηρεσίας της παραγράφου 4 εγ­γράφονται στον προϋπολογισμό της Βουλής υπό ίδιο φορέα. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο κύριος διατά­κτης των οικείων δαπανών. Θέματα οικονομικής διαχείρι­σης ρυθμίζονται με ειδικό κανονισμό οικονομικής διαχεί­ρισης που καταρτίζεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από τον Πρόεδρο της Βουλής.

3. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Προέ­δρου της Βουλής. Οι δικαστές μέλη της Επιτροπής ορί­ζονται για θητεία δύο (2) ετών, που δύναται να ανανεω­θεί έως δύο (2) ακόμη έτη. Κατά την πρώτη εφαρμογή, ο Αρεοπαγίτης τακτικό μέλος και ο αναπληρωτής του ο­ρίζονται για θητεία τριών (3) ετών. Ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζεται για θητεία τεσσάρων (4) ετών. Σε περίπτωση γενικών βουλευτικών εκλογών, ηΕ­πιτροπή ανασυγκροτείται ως προς τα κοινοβουλευτικά μέλη εντός μηνός από την εκλογή του Προεδρείου της νέας Βουλής. Τυχόν προαγωγή των δικαστών μελών δεν επηρεάζει τη συμμετοχή τους. Σε περίπτωση κενώσεως θέσης τακτικού μέλους, ο αναπληρωτής ασκεί τα καθή­κοντα του τακτικού μέλους έως τον ορισμό νέου τακτι­κού μέλους. 

4. Την Επιτροπή υποστηρίζει ειδική υπηρεσία επιπέδου διεύθυνσης υπαγόμενη στον Πρόεδρο της Επιτροπής. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής καθορίζεται η διάρθρωσή της και το επιστημονικό, διοικητικό και βοη­θητικό προσωπικό που το στελεχώνει, οι θέσεις, ο αριθ­μόςκαι οι αρμοδιότητες. Οι θέσεις τους πληρούνται και με αποσπάσεις από το δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δη­μοσίου δικαίου και την Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίες διενεργούνται, σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 4024/ 2011, με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, ύστερα α­πό πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής και, στην τε­λευταία περίπτωση, του Διοικητή της Τραπέζης. Η διάρ­κεια της απόσπασης είναι τριετής, μπορεί να ανανεώνε­ται για ισάριθμα χρονικά διαστήματα, και είναι υποχρεω­τική για την υπηρεσία προέλευσης του υπαλλήλου. Οι υ­πηρετούντες λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών και επιδομάτων της οργανικής τους θέσης που δεν συνδέο­νται άμεσα με την ενεργό άσκηση των καθηκόντων τους.

5. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, που δημο­σιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε θέμα που αφορά στην οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της ειδικής υπηρεσίας.» 
Άρθρο 226 
Μετά το άρθρο 3A του ν. 3213/2003 προστίθεται άρθρο 3B, ως ακολούθως: 
«Άρθρο 3B 
Λειτουργία της Επιτροπής 

1. Στο πλαίσιο του ελέγχου των δηλώσεων περιουσια­κής κατάστασης, η Επιτροπή του άρθρου 3A μπορεί να ζητά από τα υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, στις οποίες περιλαμβάνονται και ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συ­ναλλαγών ή δραστηριοτήτων φυσικών ή νομικών προσώ­πων ή οντοτήτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, τις κρατικές χρηματοδοτήσεις τους, τις ιδιωτικές και τις πα­ντός είδους εισφορές ή προσφορές. Η Επιτροπή αξιολο­γεί και διερευνά τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο περιέρχονται σε αυτήν σχετικά με την υποβολή των δηλώσεων, τις ανακρίβειες ή ελλεί­ψεις αυτών. Η Επιτροπή έχει πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής, υπηρεσίας ή Οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, καθώς και στο σύ­στημα «Τειρεσίας» και μπορεί να ζητά, στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών, τη συνεργασία και την παρο­χή στοιχείων κάθε είδους από φυσικά πρόσωπα, δικαστι­κές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπη­ρεσίες, νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής, υποχρεουμέ­νων όλων στην άμεση παροχή των ανωτέρω στοιχείων, ενημερώνουν δε τις αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις ελ­λιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσής τους προς τις υ­ποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Ένα­ντι της Επιτροπής δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγ­χων και ερευνών της, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματι­στηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σε κάθε περίπτωση και εφόσον κρί­νεται αναγκαίο, η Επιτροπή συνεπικουρείται στο έργο της από επίκουρο Εισαγγελέα Διαφθοράς του ν. 4139/2013, τον οποίο προτείνει ο Εισαγγελέας Δια­φθοράς μετά από αίτημα της Επιτροπής. 

2. Η Επιτροπή ελέγχει όλες τις δηλώσεις των προσώ­πων των κατηγοριών α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1, των Γενικών Γραμματέων των Αποκεντρω­μένων Διοικήσεων, των περιφερειαρχών και των δημάρ­χων των πόλεων άνω των 50.000 κατοίκων και διενεργεί δειγματοληπτικούς ή στοχευμένους ελέγχους για τις υ­πόλοιπες κατηγορίες της αρμοδιότητάς της, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 3. Κατά την επιλογή του δείγματος, η Επιτροπή μπορεί να αποδίδει προτεραι­ότητα σε ειδικότερες υποκατηγορίες προσώπων με βάση τεχνικές ανάλυσης επικινδυνότητας. 

3.Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομι­κής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές και ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα στοιχεία των δηλώσε­ων και των αντίστοιχων δικαιολογητικών και συντάσ­σουν αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στην Επιτροπή για την υποβοήθηση του έργου της. Προς τον ίδιο σκο­πό, η Επιτροπή μπορεί να ζητά τη συνδρομή οποιασδή­ποτε δημόσιας ελεγκτικής αρχής προσδιορίζοντας το α­ντικείμενό της. 
4.Με το πέρας κάθε ελέγχου, η Επιτροπή αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να διαβιβα­στεί με αιτιολογημένο και εμπεριστατωμένο πόρισμά της στον αρμόδιο Εισαγγελέα, εφόσον τα στοιχεία κρίνο­νται βάσιμα και επαρκή. Αν συντρέχει περίπτωση κατα­λογισμού, το πόρισμα αποστέλλεται και στον Γενικό Επί­τροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και εφό­σον κρίνεται ανάγκη διερεύνησης επί θεμάτων φορολο­γικής ή άλλης αρχής ή υπηρεσίας, το πόρισμα αποστέλ­λεται και σε αυτές. Σε περίπτωση υποθέσεως που τέθηκε στο αρχείο, αυτή δύναται να ανασυρθεί μόνο όταν γίνε­ται επίκληση ή αναφαίνονται νέα πραγματικά στοιχεία που δικαιολογούν την επανεξέταση ή καθίσταται ανα­γκαίος ο συσχετισμός της υποθέσεως με άλλη έρευνα της Επιτροπής. 

5. Η διαδικασία ελέγχου είναι εμπιστευτική. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος, τα Μέλη, το προσωπικό της Επιτροπής, καθώς και τα πρόσωπα της παραγράφου 3 έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας και να απέ­χουν από την εξέταση υποθέσεων για τις οποίες υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων ή στις οποίες ε­μπλέκονται πρόσωπα συγγενικά ή οικεία. Έχουν καθή­κον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά από την α­ποχώρησή τους από την Επιτροπή ή την εκετέλεση των καθηκόντων τους όσον αφορά τα πρόσωπα της παρα­γράφου 3. Οι παραβαίνοντες το ανωτέρω καθήκον εχε­μύθειας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. 

6. Όποιος παρεμποδίζει, με οποιονδήποτε τρόπο, το ελεγκτικό έργο και ιδίως αρνείται την παροχή στοιχείων στην Επιτροπή ή στους ορκωτούς ελεγκτές τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών. 

7.Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, που δημο­σιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα που αφορά στο αντικείμενο, στη διαδικασία ελέγχου, καθώς επίσης στην οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής για την εξέλεγξη των δη­λώσεων περιουσιακής κατάστασης των ανωτέρω προ­σώπων.» 


Άρθρο 227 
Το άρθρο 6 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως ακο­λούθως: 
«Άρθρο 6 
Μη υποβολή ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης 

1. Υπόχρεος σε δήλωση που παραλείπει να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση τιμω­ρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Σε περίπτωση που ο υπόχρεος τελεί το αδίκημα με σκοπό την απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου που απέκτησε επωφελούμενος της ιδιότητάς του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. 

2. Ο υπαίτιος του δεύτερου εδαφίου της προηγούμε­νης παραγράφου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα 
(10) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες 
(20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, αν η συνολική αξία της αποκρυπτόμενης περιουσίας του ιδίου και των λοιπών προσώπων για τα οποία αυτός ο­φείλει να υποβάλει δήλωση υπερβαίνει συνολικά το πο­σό των τριακοσίων (300.000) χιλιάδων ευρώ, ανεξαρτή­τως αν η απόκρυψη επιχειρείται με τη μη υποβολή δήλω­σης ή την υποβολή ελλιπούς ή ανακριβούς δήλωσης. 
3. Αν οι πράξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 τελέστηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται χρηματική ποι­νή. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πρά­ξεις αυτές ατιμώρητες. 

4. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υ­ποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκι­ση και με χρηματική ποινή. 

5. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιά­ζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.» 


Άρθρο 228 
Το άρθρο 12 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως ακο­λούθως: 
«Άρθρο 12 Καταλογισμός 
Σε βάρος του ελεγχόμενου καταλογίζεται χρηματικό ποσό μέχρι της αξίας περιουσιακού αποκτήματος, το ο­ποίο απέκτησε ο ίδιος, ο/η σύζυγός του ή το ανήλικο τέ­κνο του, εφόσον η προέλευση του περιουσιακού οφέ­λους δεν δικαιολογείται. Ο καταλογισμός γίνεται υπέρ του Δημοσίου από το αρμόδιο τμήμα του Ελεγκτικού Συ­νεδρίου σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Ο καταλο­γισμός αποκλείεται εάν το περιουσιακό στοιχείο έχει δη­μευθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 9.» 
Άρθρο 229 
Δήλωση οικονομικών συμφερόντων 

1. Οι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης κατά το ν. 3213/2003, εκτός από την ετήσια δήλωση, υ­ποβάλουν, στην ίδια προθεσμία, δήλωση οικονομικών συμφερόντων των ιδίων και των συζύγων τους, η οποία περιλαμβάνει: 
α) τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, 
β) τη συμμετοχή τους στη διοίκηση πάσης φύσεως νο­μικών προσώπων και εταιριών, ενώσεων προσώπων και μη κυβερνητικών οργανώσεων, 
γ) οποιαδήποτε αμειβόμενη τακτική δραστηριότητα που αναλαμβάνουν παράλληλα, με την άσκηση των κα­θηκόντων τους είτε ως υπάλληλοι είτε ως αυτοαπασχο­λούμενοι, 
δ) οποιαδήποτε αμειβόμενη περιστασιακή δραστηριό­τητα (περιλαμβανομένων της συγγραφικής δραστηριό­τητας, του διδακτικού έργου ή της παροχής συμβουλών) που αναλαμβάνουν παράλληλα με την άσκηση των καθη­κόντων τους, εάν η συνολική αμοιβή υπερβαίνει τις πέ­ντε χιλιάδες (5.000) ευρώ ανά ημερολογιακό έτος, 
ε) τη συμμετοχή σε εταιρεία ή κοινοπραξία, όταν αυτή η συμμετοχή ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη δημόσια πολιτική ή όταν δίνει στον υπόχρεο τη δυνατότητα ση­μαντικής επιρροής επί υποθέσεων της εν λόγω εταιρείας ή σύμπραξης, 
στ) για την περίπτωση προσώπων που υπηρετούν σε αιρετή δημόσια θέση, οποιαδήποτε οικονομική υποστήρι­ξη από τρίτους, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους, που χορηγείται σε συνάρτηση με τη δημόσια δραστηριότητά τους, με ένδειξη της ταυτότητας των τρίτων αυτών, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευ­ρώ. 
ζ) οποιαδήποτε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα που προκάλεσαν άμεση ή δυνητική σύγκρουση συμφε­ρόντων σε σχέση με τα καθήκοντά τους. Ως σύγκρουση συμφερόντων νοείται η περίπτωση κατά την οποία υπό­χρεος έχει προσωπικό συμφέρον που θα μπορούσε να ε­πηρεάσει αθέμιτα την εκτέλεση των καθηκόντων του. Σύγκρουση συμφερόντων δεν υπάρχει στην περίπτωση που ο υπόχρεος αντλεί κάποιο όφελος μόνο ως μέλος του γενικότερου κοινού ή μίας ευρύτερης κατηγορίας α­τόμων. 
2. Η δήλωση περιλαμβάνει τα συμφέροντα και δραστη­ριότητες των ανωτέρω περιπτώσεων που αφορούν στο προηγούμενο της υποβολής οικονομικό έτος. Η δήλωση υπογράφεται χωριστά από τον υπόχρεο ή τη σύζυγο για τα στοιχεία εκάστου. 

3. Η δήλωση συντάσσεται σε ειδικό έντυπο, το περιε­χόμενο του οποίου καθορίζεται με την απόφαση της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003.

4. Στις περιπτώσεις που προβλέπεται κατά το νόμο δη­μοσιοποίηση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, μπορεί, υπό τους ίδιους όρους, να δημοσιοποιηθούν και στοιχεία των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων. 


Άρθρο 230 Μεταβατικές διατάξεις 
1. Κάθε διάταξη νόμου που αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 222 έως και 229 του νόμου αυτού καταργείται. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου