Σελίδες

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Αυτές είναι οι υποχρεώσεις λογιστών και φορολογουμένων για την ορθή υποβολή της φορολογικής δήλωσης

Αυτές είναι οι υποχρεώσεις λογιστών και φορολογουμένων για την ορθή υποβολή της φορολογικής δήλωσης

  •  Print
Αυτές είναι οι υποχρεώσεις λογιστών και φορολογουμένων για την ορθή υποβολή της φορολογικής δήλωσης
Προσθήκη σχολίου
Του Απόστολου Αλωνιάτη*
Θα ήθελα να γράψω σήμερα ένα θέμα σε σχέση με τις φορολογικές δηλώσεις, αλλά φοβάμαι ότι θα παραπληροφορήσω τους αναγνώστες μας, μιας και ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί η έκδοση των αποφάσεων για την υποβολή τους, αλλά και γιατί το taxis net δεν είναι ακόμη έτοιμο να λειτουργήσει για την υποβολή των δηλώσεων.
Περιμένουμε ακόμη αποφάσεις και εγκυκλίους για την υποβολή των δηλώσεων, οδηγίες για την εκχώρηση των ενοικίων στο Δημόσιο, ώστε να μην φορολογηθούν οι πολίτες που δεν τα εισέπραξαν, αλλά και το μεγάλο αγκάθι, δηλαδή την εγκύκλιο για τη φορολογική αναμόρφωση και τις εκπιπτόμενες και μη δαπάνες των επιχειρήσεων.
Όσον αφορά το taxis net ακόμη δεν έχει στρώσει. Πρέπει αν περιμένουμε να κάνει μερικά χιλιόμετρα να του αλλάξουν λάδια και μετά να αρχίσουμε να στέλνουμε δηλώσεις. Η μέχρι σήμερα εμπειρία κάποιων που προσπάθησαν να στείλουν δηλώσεις δείχνει ότι δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η εκκαθάριση με αποτέλεσμα το σύστημα να μην λαμβάνει υπόψη του ακόμη τους νόμους του ελληνικού κράτους.
Συμπερασματικά, το σύστημα άνοιξε, αλλά καλό είναι να μην στέλνουμε ακόμη δηλώσεις.
Η σωστή υποβολή των φορολογικών δηλώσεων μας γλυτώνει από πρόστιμα και προσαυξήσεις.
Έχουμε παρουσιάσει τις αλλαγές που υπάρχουν στο νέο έντυπο φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων (Ε1). Θέλουμε να τονίσουμε για μια ακόμη φορά ότι στο έντυπο αυτό φορολογούνται όλα τα εισοδήματα και πιστώνεται ο φόρος που έχει παρακρατηθεί. Να το εξηγήσουμε αυτό περαιτέρω:
Παραδείγματος χάριν έχουμε το εισόδημα από τους τόκους τραπεζών. Ως γνωστόν ο φόρος έχει παρακρατηθεί από τις τράπεζες (15%). Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει το ποσό των τόκων να αναγραφεί στους κωδικούς 667 και 668 το μικτό ποσό και το ποσό του τόκου που παρακρατήθηκε στους κωδικούς 677 και 678.
Η μη αναγραφή των τόκων καθιστά την δήλωση ανακριβή, με όλες τις συνέπειες που υπάρχουν για υποβολή ανακριβούς δήλωσης και τις οποίες θα δούμε παρακάτω.
Το ίδιο ισχύει για όλα τα εισοδήματα που έχει λάβει ο φορολογούμενος, είτε είναι φορολογούμενα στη δήλωση, κατά την έννοια που δώσαμε παραπάνω, είτε έχουν φορολογηθεί και έχει εξαντληθεί η φορολογική υποχρέωση, είτε είναι αφορολόγητα. (τα ποσά που συμπληρώνονται στον πίνακα 6 του εντύπου Ε1.)
Ιδιόχρηση επαγγελματικών χώρων
Σύμφωνα με το άρθρο 39 του νόμου 4172/2013, εισόδημα από εκμετάλλευση ακινήτων θεωρείται:
«Άρθρο 39
Εισόδημα από ακίνητη περιουσία
1. Ο όρος «εισόδημα από ακίνητη περιουσία» σημαίνει το εισόδημα, σε χρήμα ή σε είδος, που προκύπτει από την εκμίσθωση ή την ιδιοχρησιμοποίηση ή τη δωρεάν παραχώρηση χρήσης γης και ακινήτων. Ειδικότερα το εισόδημα αυτό προκύπτει από:
α) Εκμίσθωση ή υπεκμίσθωση ή παραχώρηση χρήσης γης ή ακινήτων συμπεριλαμβανομένων των κτιρίων, κατασκευών και κάθε είδους εγκαταστάσεων και εξοπλισμού τους.
β) Εκμίσθωση ή υπεκμίσθωση ή παραχώρηση χρήσης μεταλλείων, λατομείων, δασικών και αγροτικών εκτάσεων στις οποίες περιλαμβάνονται λιβάδια, καλλιεργήσιμες γαίες, βοσκήσιμες γαίες, καθώς και κάθε είδους κατασκευές ή εγκαταστάσεις που είναι στην επιφάνεια του εδάφους ή κάτω από αυτή, όπως τα ιχθυοτροφεία, οι λίμνες, οι δεξαμενές, οι πηγές και τα φρέατα.
γ) Εκμίσθωση ή υπεκμίσθωση ή παραχώρηση χρήσης από την παραχώρηση χώρου για την τοποθέτηση κάθε είδους διαφημιστικών επιγραφών.
δ) Εκμίσθωση ή υπεκμίσθωση ή παραχώρηση χρήσης κοινόχρηστων χώρων σε ακίνητα.
2. Το εισόδημα σε είδος αποτιμάται στην αγοραία αξία. Το εισόδημα από ιδιοχρησιμοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση τεκμαίρεται ότι συνίσταται στο τρία τοις εκατό (3%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Κατ' εξαίρεση το τεκμαρτό εισόδημα του προηγούμενου εδαφίου που αφορά δωρεάν παραχώρηση κατοικίας μέχρι διακόσια τετραγωνικά μέτρα (200 τ.μ.) προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία προς ανιόντες ή κατιόντες απαλλάσσεται από το φόρο.»
Προσοχή: Η διάταξη αναφέρει ως τεκμαρτό εισόδημα το 3% της αντικειμενικής αξίας. Όχι μέχρι το 3% ή παραπάνω από το 3%.
Όταν αναφερόμαστε για το 3% της αντικειμενικής αξίας , εννοούμε την αξία που βγαίνει από τα έντυπα που υπολογισμού της αντικειμενικής αξίας για τα εντός αντικειμενικού συστήματος, τα έντυπα (Κ) για τα εκτός αντικειμενικού συστήματος και τα έντυπα του ΑΑΓΗΣ για τα αγροτεμάχια. Δεν μπορούμε να πάρουμε την αξία που αναγράφεται στα εκκαθαριστικά του ΕΝΦΙΑ, γιατί είναι διαφορετικός ο τρόπος υπολογισμού της αντικειμενικής αξίας και διαφορετικός ο τρόπος υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ.
Αυτό σημαίνει ότι στα φυσικά πρόσωπα φορολογείται ως εισόδημα με 11% για τα πρώτα 12.000 ευρώ και 33% για τα υπόλοιπα , και εκπίπτει σαν δαπάνη με 26%.
Στα νομικά πρόσωπα που όλα τα εισοδήματα τους φορολογούνται με 26% ουσιαστικά δεν έχει καμία επίδραση στο αποτέλεσμα αφού σαν έσοδα πάει με 26% και σαν έξοδο πάει πάλι με 26%.
Τα παραπάνω ποσά πρέπει να εγγραφούν στα βιβλία των επιχειρήσεων.
Στα ταξίδια μας για την ενημέρωση των συναδέλφων πολλές φορές ακούμε συναδέλφους να λένε ότι δεν θα παρουσιάσουν κάποια ποσά στη δήλωση, όπως για παράδειγμα τα ποσά από την ιδιόχρηση και κύρια των αγροτεμαχίων.
Θα θέλαμε να απογοητεύσουμε τους συναδέλφους αυτούς, διότι η μη αναγραφή οποιουδήποτε ποσού στα βιβλία των επιχειρήσεων ή στις δηλώσεις των φυσικών προσώπων, καθιστούν την δήλωση ανακριβή και επισύρουν ποινές και για τον φορολογούμενο και για τον λογιστή – φοροτεχνικό.
Η ευθύνη του λογιστή – φοροτεχνικού
Είναι γνωστό ότι οι λογιστές – φοροτεχνικοί είναι υπεύθυνοι για την ορθή φορολογική αναμόρφωση των μη εκπιπτόμενων δαπανών.
Να θυμίσουμε ότι με βάση το άρθρο 17 του 3842/2010:
Αρθρο 17. Υποχρεώσεις υπηρεσιών, νομικών προσώπων και οργανώσεων γενικά για ηλεκτρονική υποβολή πληροφοριών και στοιχείων, θέματα λογιστών φοροτεχνικών και πιστοποιητικό νόμιμων ελεγκτών
«9. Η παράγραφος 3 του άρθρου 38 του ν. 2873/2000 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Ο λογιστής φοροτεχνικός είναι υπεύθυνος για την ορθή μεταφορά των οικονομικών δεδομένων από τα στοιχεία στα βιβλία, για την ακρίβεια των δηλώσεων ως προς τη συμφωνία αυτών με τα φορολογικά και οικονο­μικά δεδομένα που προκύπτουν από τα τηρούμενα βιβλία. Επίσης, είναι υπεύθυνος για την ορθή φορολογική αναμόρφωση των αποτελεσμάτων με τις δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται και τις οποίες παραθέτει αναλυτικά σε κατάσταση που συνυποβάλλεται με τη δήλωση φορο­λογίας εισοδήματος. Το περιεχόμενο της κατάστασης αυτής υπόκειται σε έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κ.Φ.Ε.. Τέλος, με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος δηλώνεται ότι κατά τη διαρρεύσασα διαχειριστική περίοδο έχουν υποβληθεί ορθά όλες οι δηλώσεις παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος και απόδοσης των έμμεσων φόρων.
Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, ο λογιστής φοροτεχνικός υπογράφει τις δηλώσεις της παραγράφου 2, καθώς και τα συνυποβαλλόμενα έντυπα ή καταστάσεις, όπως αυτά καθορίζονται κάθε φορά με τις οικείες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών. Επίσης, κατά την υποβολή των δηλώσεων οι λογιστές φοροτεχνικοί αναγράφουν υποχρεωτικά το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση κατοικίας τους ή της έδρας του επαγγέλματός τους, κατά περίπτωση, τον Α.Φ.Μ., την αρμόδια Δ.Ο.Υ για τη φορολογία τους, τον αριθμό μητρώου της άδειας άσκησης επαγγέλματός τους και την κατηγορία της άδειάς τους.».
Πέρα από την ευθύνη για την σωστή φορολογική αναμόρφωση , υπάρχουν και οι ποινές για τις παραβάσεις με βάση τον νόμο 4172/2013, παραβάσεις που δεν αφορούν μόνο εταιρίες αλλά και φυσικά πρόσωπα, αφού αναφέρονται στην απόκρυψη φόρου χωρίς να προσδιορίζει αν αφορά νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα οποιασδήποτε μορφής. (επιτηδευματίες , με την παλιά έννοια ή μισθωτούς και συνταξιούχους).
Τα παραπάνω, λοιπόν, σε συνδυασμό με το άρθρο 60 του ν.4172/2013 (Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας)
«Κάθε πρόσωπο που παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει τις ενέργειες και την εκτέλεση καθηκόντων της Φορολογικής Διοίκησης κατά την άσκηση των εξουσιών της σύμφωνα με τον Κώδικα ή υποθάλπει ή υποκινεί άλλο πρόσωπο ή συνεργεί με άλλο πρόσωπο για τη διάπραξη παράβασης του Κώδικα υπόκειται στα ίδια πρόστιμα που υπόκειται ο φορολογούμενος.»
Είναι φανερό ότι το σχετικό άρθρο αφορά πρώτα και κύρια τους λογιστές- φοροτεχνικούς διότι ως γνωστών «για όλα φταίει ο λογιστής». Πρέπει να τονίσουμε ακόμη ότι με βάση το άρθρο 58 του ίδιου νόμου, που αφορά «Πρόστιμο ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολής δήλωσης»
«1. Αν το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάσει φορολογική δήλωση υπολείπεται του ποσού του φόρου που προκύπτει με βάση το διορθωτικό προσδιορισμό φόρου που πραγματοποιήθηκε από τη Φορολογική Διοίκηση, ο φορολογούμενος υπόκειται σε πρόστιμο επί της διαφοράς ως εξής:
α) δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού της διαφοράς, εάν το εν λόγω ποσό ανέρχεται σε ποσοστό από πέντε (5%) έως είκοσι (20%) τοις εκατό του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,
β) τριάντα τοις εκατό (30%) του ποσού της διαφοράς, αν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει σε ποσοστό το είκοσι τοις εκατό (20%) του φόρου που προκύπτει βάσει της φορολογικής δήλωσης,
γ) εκατό τοις εκατό (100%) του ποσού της διαφοράς, αν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει σε ποσοστό το πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση και αποδεικνύεται ότι η ανακρίβεια οφείλεται σε πρόθεση του φορολογουμένου.
2. Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης από την οποία θα προέκυπτε υποχρέωση καταβολής φόρου επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το ποσό του φόρου που αναλογεί στην μη υποβληθείσα δήλωση. Επί εκτιμώμενου προσδιορισμού φόρου το πρόστιμο του προηγούμενου εδαφίου ανέρχεται σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του φόρου.» .
Δεν σταματούν όμως εδώ οι επιπτώσεις από την μη υποβολή δήλωσης ή την ανακριβή υποβολή αυτής.
Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με το άρθρο 55 «Παραβάσεις φοροδιαφυγής» παράγραφος 1.
«1. Για τους σκοπούς του Κώδικα, ως «φοροδιαφυγή» νοείται:
α) η απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή με μη υποβολή δήλωσης ή με υποβολή ανακριβούς δήλωσης και με σκοπό τη μη πληρωμή φόρου εισοδήματος. Ως απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων νοείται και η περίπτωση κατά την οποία καταχωρούνται στα βιβλία ανύπαρκτες ή εικονικές ολικά ή μερικά δαπάνες ή γίνεται επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζονται καθαρά εισοδήματα ή να εμφανίζονται αυτά μειωμένα. Για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης, ως απόκρυψη εισοδημάτων θεωρείται η μη υποβολή δήλωσης ή η υποβολή ανακριβούς δήλωσης που έχει ως αποτέλεσμα τη μη καταβολή ποσού φόρου τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ανά φορολογικό έτος, εφόσον πρόκειται για φυσικά πρόσωπα ή υπόχρεους τήρησης απλογραφικών βιβλίων και τουλάχιστον εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ ανά φορολογικό έτος εφόσον πρόκειται για υπόχρεους τήρησης διπλογραφικών βιβλίων.
β) η μη απόδοση, ανακριβής απόδοση, συμψηφισμός, έκπτωση ή διακράτηση φόρου προστιθέμενης αξίας και παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, καθώς και η μη υποβολή δήλωσης ή η υποβολή ανακριβούς δήλωσης με σκοπό τη μη πληρωμή των παραπάνω φόρων τελών ή εισφορών, εφόσον προβλέπεται από τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας που αφορά φόρους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα. Για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης, ως μη απόδοση, ανακριβής απόδοση, συμψηφισμός, έκπτωση ή διακράτηση θεωρείται η μη απόδοση, ανακριβής απόδοση, συμψηφισμός, έκπτωση ή διακράτηση, για κάθε φορολογικό έτος ή διαχειριστική περίοδο και για καθεμία φορολογία, τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, εφόσον πρόκειται για φυσικά πρόσωπα ή υπόχρεους τήρησης απλογραφικών βιβλίων και τουλάχιστον εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, εφόσον πρόκειται για υπόχρεους τήρησης διπλογραφικών βιβλίων.
γ) η είσπραξη επιστροφής των παραπάνω φόρων από τη Φορολογική Διοίκηση μετά από παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων,
δ) η έκδοση πλαστών φορολογικών στοιχείων, καθώς και η νόθευση φορολογικών στοιχείων. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωριστεί στα οικεία βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώριση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο και όταν οι αξίες που αναγράφονται στο πρωτότυπο και στο αντίτυπο αυτού, το οποίο χρησιμοποιείται για φορολογικούς σκοπούς είναι διαφορετικές,
ε) η έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων και η αποδοχή αυτών. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην Φορολογική Διοίκηση. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται, ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας.
στ) η μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση παραστατικών στοιχείων, εφόσον η συνολική αποκρυβείσα αξία ανέρχεται τουλάχιστον σε πέντε χιλιάδες (5.000,00) ευρώ,
ζ) η απόκρυψη στοιχείων που αποτελούν αντικείμενο ή συνθέτουν το αντικείμενο του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων με μη υποβολή δήλωσης ή με υποβολή ανακριβούς δήλωσης και με σκοπό τη μη πληρωμή του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων. Για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης, ως απόκρυψη θεωρείται η μη απόδοση για κάθε φορολογικό έτος ποσού φόρου τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ,
η) η απόκρυψη στοιχείων που αποτελούν αντικείμενο ή συνθέτουν το αντικείμενο του ειδικού φόρου ακινήτων (ν. 3091/2002) με μη υποβολή δήλωσης ή με υποβολή ανακριβούς δήλωσης και με σκοπό τη μη πληρωμή του ειδικού φόρου ακινήτων,
θ) η απόκρυψη οποιασδήποτε φορολογητέας ύλης με μη υποβολή δήλωσης ή με υποβολή ανακριβούς δήλωσης και με σκοπό τη μη πληρωμή οποιουδήποτε άλλου φόρου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα. Για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης, ως απόκρυψη θεωρείται η μη απόδοση για κάθε φορολογικό έτος ή κάθε φορολογική υπόθεση ποσού φόρου τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ.»
Γίνεται φανερό ότι τόσο ο λογιστής φοροτεχνικός , όσο και οι φορολογούμενοι, επιβάλλεται πλέον να κάνουν σωστή εφαρμογή των νόμων, δηλώνοντας όλα τα έσοδα και έξοδα του φορολογούμενου ή της επιχείρησης και συντάσσοντας ορθά την φορολογική αναμόρφωση, διότι μπορεί να βρεθούν όχι μόνο με ένα τεράστιο πρόστιμο, που για τους λογιστές φοροτεχνικούς θα είναι πολλαπλάσιο από τα χρήματα που εισπράττει από τον πελάτη του , αλλά να μπλέξουν σε δικαστικούς αγώνες.
Δικαστικούς αγώνες που μπορούν να στοιχίσουν και την ίδια την άδεια επαγγέλματος, των συναδέλφων λογιστών φοροτεχνικών.
Ο Απόστολος Αλωνιάτης είναι οικονομολόγος - φοροτεχνικός, Α. Αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών & Φορολογικών Μελετών (Ι.Ο.ΦΟ.Μ), οικονομικός διευθυντής της PROSVASIS AEBE, συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου