Σελίδες

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Άρειος Πάγος 436/2015 Δικαιώματα υποθηκοφυλάκων για την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης προς εξασφάλιση ομολογιακού δανείου

Άρειος Πάγος 436/2015
Δικαιώματα υποθηκοφυλάκων για την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης προς εξασφάλιση ομολογιακού δανείου

Αριθμός 436/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Λέκκα, Αθανάσιο Καγκάνη και Αλτάνα Κοκκοβού, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Μαρτίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "...............", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Πασσά και κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσιβλήτου: Μ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Αργυρίου και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/5/2009 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 133/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 12/2011 του Εφετείου Ευβοίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24/9/2014 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Αλτάνα Κοκκοβού ανέγνωσε την από 18/2/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 12/2011 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας κατά της υπ' αριθ. 133/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που είχε κάνει δεκτή, ερήμην της εναγομένης, την από 8-5-2009 αγωγή της αναιρεσείουσας κατ' αυτής και την είχε υποχρεώσει να της καταβάλλει νομιμοτόκως το ποσό των 73.587,53€, διότι, ως άμισθη υποθηκοφύλακας, ζήτησε και έλαβε από αυτή παρανόμως και υπαιτίως όχι πάγια αλλά αναλογικά δικαιώματα για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου της υπέρ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "...............", προς εξασφάλιση των πάσης φύσης απαιτήσεων της από εκδοθέν από την εταιρεία "..............." πρόγραμμα κοινού ομολογιακού δανείου. Η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε την από 13-7-2010 έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε. νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ.. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθ. 577 αρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρ. 1 παρ. 1 εδ α του ν. 3156/2003, ομολογιακό είναι το δάνειο που εκδίδεται από εδρεύουσα στην Ελλάδα ανώνυμη εταιρεία (εκδότρια) και διαιρείται σε ομολογίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν δικαιώματα των ομολογιούχων έναντι της εκδότριας κατά τους όρους του δανείου.

Ο νόμος αυτός προβλέπει στα άρθρ. 6, 7, 8 και 9 περισσότερες κατηγορίες ομολογιακών δανείων που είναι το κοινό ομολογιακό δάνειο, το ομολογιακό δάνειο με ανταλλάξιμες ομολογίες, το ομολογιακό δάνειο με μετατρέψιμες ομολογίες και το ομολογιακό δάνειο με δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, ενώ τα άρθρ. 10 και 11 του ίδιου νόμου αναφέρονται στις ειδικές συμβάσεις τιτλοποίησης επιχειρηματικών απαιτήσεων και απαιτήσεων από ακίνητα. Κατά την παρ. 1 του άρθρ. 14 του ίδιου επίσης νόμου, η έκδοση ομολογιακού δανείου του νόμου αυτού, η παροχή κάθε είδους ασφαλειών, όλες οι συμβάσεις που προβλέπονται στο νόμο αυτό, καθώς και κάθε σχετική ή παρεπόμενη σύμβαση ή πράξη και η καταχώριση αυτών σε δημόσια βιβλία όπου απαιτείται, οι προσωρινοί και οριστικοί τίτλοι ομολογιών, η διάθεση και κυκλοφορία αυτών, η εξόφληση του κεφαλαίου από ομολογίες και από επιχειρηματικές απαιτήσεις που τις καλύπτουν και εν γένει η άσκηση δικαιωμάτων από ομολογίες που εκδίδονται σύμφωνα με το νόμο αυτό και από επιχειρηματικές απαιτήσεις που τις καλύπτουν, καθώς και η μεταβίβαση ομολογιών εντός ή εκτός οργανωμένης αγοράς ή χρηματιστηρίου, απαλλάσσονται από κάθε άμεσο ή έμμεσο φόρο, περιλαμβανομένου και του φόρου υπεραξίας, τέλος, ανταποδοτικό ή μη, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, εισφορά του ν. 128/1975, προμήθεια, δικαίωμα ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων με την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών, ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρ. 14 του ν. 3156/2003, για κάθε εγγραφή σύστασης ή μεταβίβασης ή άρση ή διαγραφή εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή σημειώσεων σε οποιοδήποτε δημόσιο βιβλίο, μητρώο ή κτηματολόγιο και για την καταχώριση των συμβάσεων των άρθρων 10 και 11 του νόμου αυτού καταβάλλονται μόνον πάγια δικαιώματα εμμίσθων ή αμίσθων υποθηκοφυλάκων 100 ευρώ, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης επιβάρυνσης ή τέλους.

Ο περιορισμός αυτός δεν αφορά μόνον τα εισπραττόμενα από τον υποθηκοφύλακα δικαιώματα υπέρ τρίτων, αλλά και τα δικά του δικαιώματα, δηλαδή την αμοιβή του, που αντιδιαστέλλεται από τα υπέρ τρίτων δικαιώματα (ΑΠ 1358/1998), εμπίπτει δε στην παραπάνω ατέλεια και συνεπώς δεν υπόκειται στα οριζόμενα στο ν. 325/1976 αναλογικά δικαιώματα, αλλά σε πάγιο μόνον τέλος 100 ευρώ και η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης όταν μ' αυτές ασφαλίζονται απαιτήσεις από ομολογιακό δάνειο οποιασδήποτε κατηγορίας από τις παραπάνω αναφερόμενες (ΑΠ 2252/2013). Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη, σκοπείται η κατοχύρωση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου, που αποτελεί το κύριο περιεχόμενο της αξιοπρέπειάς του και πραγματώνεται με την ελευθερία του ατόμου για την αδέσμευτη, μέσα στα όρια που διαγράφονται από τη διάταξη, επιχείρηση ενεργειών που αναφέρονται στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική δραστηριότητά του (ΟλΑΠ 2/1997).

Περιορισμό του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς και ο αποκλεισμός του δικαιώματος των υποθηκοφυλάκων να εισπράττουν κατά το ν. 325/1976 αναλογικά τέλη για την εγγραφή, εκτός άλλων, και προσημείωσης υποθήκης, που επιβλήθηκε με το άρθρ. 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003, όταν πρόκειται για την εξασφάλιση απαιτήσεων από ομολογιακό δάνειο. Όμως σκοπός της σχετικής ρύθμισης, όπως αυτός προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του ν. 3156/2003, δεν είναι ο περιορισμός αυτών καθ' εαυτών των δικαιωμάτων των υποθηκοφυλάκων και ειδικότερα της αμοιβής τους σε πάγιο μόνον τέλος 100 ευρώ για κάθε εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, αλλά η αντίστοιχη μείωση των εξόδων εγγραφής, ώστε να καταστεί ευχερέστερη και περισσότερο ευέλικτη η έκδοση ομολογιακών δανείων, προκειμένου, μέσω αυτών, οι επιχειρήσεις να διευκολυνθούν στη χρηματοδότησή τους και να καταστούν ανταγωνιστικότερες σε διεθνές επίπεδο προς όφελος εν τέλει της εθνικής οικονομίας, αφού διαφορετικά, δηλαδή αν τα δικαιώματα αμοιβής των υποθηκοφυλάκων υπολογίζονταν αναλογικά, κατά το ν. 325/1976, τα έξοδα εξασφάλισης και κατ' επέκταση έκδοσης ομολογιακού δανείου θα ήταν σημαντικά αυξημένα και σε ευθεία συνάρτηση με το ύψος των ασφαλιζόμενων κάθε φορά απαιτήσεων.

Το γεγονός, όμως, αυτό θα καθιστούσε οικονομικά ασύμφορη την έκδοση ομολογιακών δανείων στην Ελλάδα, με άμεση συνέπεια τη στροφή των επενδυτών σε άλλες ευνοϊκότερες αγορές, στις οποίες δεν υπάρχουν τέτοια έξοδα, και τη ματαίωση έτσι του επιδιωκόμενου από το ν. 3156/2003 σκοπού που είναι γενικότερα η ενίσχυση της όλης επιχειρηματικής δραστηριότητας και πίστης.

Όπως είναι φανερό, ο σκοπός αυτός, που συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη της Εθνικής Οικονομίας, εξυπηρετεί το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον και υπερτερεί ασφαλώς του ατομικού συμφέροντος των υποθηκοφυλάκων να υπολογίζουν την αμοιβή τους με αναλογική κλίμακα και να εισπράττουν συνεπώς αυξημένα συγκριτικά δικαιώματα για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης προς ασφάλεια ομολογιακού δανείου, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι οι σχετικές εγγραφές αποτελούν μικρό μέγεθος σε σχέση με το συνολικό όγκο των πραγματοποιούμενων στα υποθηκοφυλακεία εγγραφών. Συνάγεται έτσι ότι ο επιβαλλόμενος από το άρθρ. 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003 περιορισμός των δικαιωμάτων των υποθηκοφυλάκων και πρόσφορος είναι και αναγκαίος για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με το νόμο αυτό αναπτυξιακών στόχων της Εθνικής Οικονομίας, ενώ δεν είναι και δυσανάλογος σε σχέση με την αντίστοιχη οικονομική ζημία των υποθηκοφυλάκων, αντιπαραβαλλόμενη προς την αναμενόμενη από την υλοποίηση των στόχων ωφέλεια. Συνακόλουθα ο κρίσιμος περιορισμός, υπαγορευόμενος από το γενικότερο δημόσιο συμφέρον και όντας συμβατός με την αρχή της αναλογικότητας, αποτελεί επιτρεπτό περιορισμό της κατοχυρωμένης με το άρθρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας των υποθηκοφυλάκων και η σχετική ρύθμιση δεν είναι για το λόγο αυτό αντισυνταγματική και μη εφαρμόσιμη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1344 ΑΚ, ο φύλακας υποθηκών ευθύνεται σε αποζημίωση όποιου ζημιώθηκε από πράξεις ή παραλείψεις σχετικές με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που του επιβλήθηκαν, ενώ κατά το άρθρ. 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρ. 297 και 298 ΑΚ. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρων 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι αναγκαίες προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς αποζημίωση είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς που να οφείλεται σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας που προκλήθηκε. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Στην έννοια της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται ο δόλος και η αμέλεια.

Η αμέλεια είναι αόριστη νομική έννοια (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 180/2011, ΑΠ 1167/2004, ΑΠ 1107/2002, ΑΠ 1653/2001, ΑΠ 889/2000), η οποία, κατά το άρθρ. 330 εδ β ΑΚ, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια που μπορούσε να καταβληθεί, με συνέπεια έτσι ο δράστης είτε να μην έχει προβλέψει το ζημιογόνο αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του είτε να το έχει μεν προβλέψει ως δυνατό, να έχει όμως πιστέψει ότι δεν θα επερχόταν. Εξάλλου πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία. Επομένως, και ο υποθηκοφύλακας, ο οποίος ενεργώντας υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) ζήτησε και έλαβε για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στα τηρούμενα από αυτόν οικεία βιβλία αμοιβή μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη στο νόμο, διαπράττει αδικοπραξία και υποχρεούται να αποζημιώσει με το επιπλέον ποσό που έλαβε για αμοιβή του εκείνον που το κατέβαλε (ΑΠ 1666/2014, ΑΠ 410/1988). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, ΑΠ 4/2005), ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 413/1993). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε ως προς την ουσία της υπόθεσης τα ακόλουθα: "Δυνάμει του από 1-12-2008 προγράμματος κοινού ομολογιακού δανείου 7.300.650 € έκδοση της εταιρίας με την επωνυμία "..............." προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "...............", σε συνδυασμό με τη με αυτή ημεροχρονολογία σύμβαση κάλυψης κοινού ομολογιακού δανείου, που συνάφθηκε μεταξύ της ανωτέρω τραπεζικής εταιρίας ως μοναδικής τότε ομολογιούχου δανείστριας και της εκδότριας του ανωτέρω προγράμματος, παραχωρήθηκε από την ενάγουσα, ως εγγυήτριας του εν λόγω ομολογιακού δανείου, προς την τελευταία τραπεζική εταιρία, προς εξασφάλιση των πάσης φύσεως απαιτήσεων των ομολογιούχων κατά της εκδότριας, που θα απορρεύσουν από τις ομολογίες, το δικαίωμα εγγραφής υποθήκης, ύψους 9.490.000 €, επί ενός ακινήτου (αγροτεμαχίου 81.362,14 τ.μ στη Ν. Λάμψακο Ευβοίας), κυριότητας της ενάγουσας. Στη συνέχεια, η ενάγουσα υπέβαλε προς το αρμόδιο υποθηκοφυλακείο Χαλκίδας την από 1-12-2008 αίτηση της περί εγγραφής υποθήκης στο κατά τα ανωτέρω ακίνητο κυριότητας της, σύμφωνα με το υπ' αριθμ. .../12-2008 συμβολαιογραφικό έγγραφο, της Συμβ/φου Αθηνών ..............., προς εξασφάλιση του ως άνω κοινού ομολογιακού δανείου. Η εναγόμενη, που είναι άμισθη υποθ/κας του υποθ/κείου Χαλκίδας, ζήτησε, ως δικαιώματα για την εγγραφή της αιτούμενης υποθήκης, το ποσόν των 73.587,53 €, άλλως αρνήθηκε να προβεί στην εν λόγω εγγραφή, το οποίο ποσό και κατέβαλε τελικά η ενάγουσα, λόγω του ότι επειγόταν για την άμεση λήψη του ομολογιακού δανείου (βλ. την υπ' αριθμ. 004718/2-12-2008 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της εναγόμενης). Το ποσό αυτό, που ζήτησε και έλαβε η εναγόμενη, το υπολόγισε βάσει των οριζόμενων στις γενικές διατάξεις του Ν. 325/1976, όπως ισχύουν, και όχι βάσει της διάταξης του άρθρου 14 του ν. 3156/2003) περί ομολογιακών δανείων. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το αν στην προκείμενη περίπτωση τα τέλη της εγγραφή υποθήκης έπρεπε να υπολογιστούν άλλως, η εναγομένη δεν βαρύνεται με καμία υπαιτιότητα ως προς την είσπραξη του παραπάνω ποσού, - αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν συνάγεται ότι ενήργησε δολίως προς βλάβη της ενάγουσας αλλά ούτε και αμελώς, αφού υποστηρίζεται από μερίδα της νομολογίας η γνώμη της, όπως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την ίδια από 19/4/2010 γνωμοδότηση των καθηγητών του Παν/μίου Θεσ/νίκης Κ. Μ. και. Γ. Δ. περί της αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 14 του ν. 3156/2003, αλλά και τις εκδοθείσες επί παρομοίων θεμάτων αποφάσεις 10/2003 της ΟλΑΠ, και 2621/2006 του Εφ.Αθ., όπως και από την υπ' αριθμ. 514/2006 γνωμοδότηση του Β τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους περί της αντίθεσης με την φύση του ομολογιακού δανείου της περιέλευσης του συνόλου των ομολογιών σε ένα μόνο ομολογιούχο δανειστή, αλλά και από σειρά δικαστικών αποφάσεων πρωτοβαθμίου, δικαστηρίων, που δέχθηκαν ότι η εν λόγω διάταξη αφορά μόνο τιτλοποιήσεις απαιτήσεων και όχι κοινά ομολογιακά δάνεια. Ως εκ τούτου κρίνεται ότι η εναγόμενη επιμελώς ενήργησε...". Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν υπήρχε αδικοπρακτική ευθύνη της αναιρεσίβλητης έναντι της αναιρεσείουσας, υπό την έννοια ότι δεν συνέτρεχε η αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της υπαιτιότητά της, είτε υπό τη μορφή του δόλου, είτε υπό τη μορφή της αμέλειας και αφού εξαφάνισε ως προς την αντίστοιχη κύρια αγωγική βάση την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει διαφορετικά, απέρριψε την αγωγή.

Ειδικότερα, δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη, ανεξαρτήτως του ότι παρανόμως αξίωσε για την εγγραφή της ένδικης προσημείωσης υποθήκης αναλογικά δικαιώματα εγγραφής, ποσού 73.587,53€, όπως επιτάσσει ο ν. 325/1976 και όχι πάγιο μόνον τέλος 100€, όπως η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003 προβλέπει και βάσει αυτής έπρεπε να υπολογισθεί το τέλος για τη συγκεκριμένη εγγραφή, δεν ενήργησε αμελώς, ενόψει του ότι, κατά τα παραπάνω γενόμενα δεκτά, την 1-12- 2008 που ενήργησε η αναιρεσίβλητη, δεν μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένη, κατά την κρατούσα νομολογία η εφαρμογή της επίμαχης διάταξης του άρθ. 14 § 2 του Ν. 3156/2003 και στην κρινόμενη ένδικη περίπτωση, αυτή δε εντεύθεν εύλογα υιοθέτησε την άποψη που ακολουθούσε μερίδα της, κατά τον κρίσιμο χρόνο, υπάρχουσας νομολογίας των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, σύμφωνα με την οποία η διάταξη αυτή (άρθ. 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003), δεν είχε εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, διότι δεν καλύπτει τα κοινά ομολογιακά δάνεια αλλά μόνο τιτλοποιήσεις απαιτήσεων σε συνδυασμό και με την υπ' αριθ. 514/2006 γνωμοδότηση του Β' Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με την οποία δεν πρόκειται περί ομολογιακού δανείου στην περίπτωση περιέλευσης του συνόλου των ομολογιών σε ένα μόνο ομολογιούχο δανειστή, όπως αυτό για το οποίο η αναιρεσείουσα εγγυήθηκε και ζήτησε την εγγραφή της προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου της. Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά περιέλαβε επαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τη μη εφαρμογή της άνω διάταξης και ορθά υπήγαγε τα γενόμενα δεκτά ως άνω πραγματικά περιστατικά στην αόριστη νομική έννοια της αμέλειας, και έκρινε ότι με βάση αυτά αποκλείεται η ύπαρξη αμελούς συμπεριφοράς στο πρόσωπο της αναιρεσίβλητης, αφού αυτή κατέβαλε την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, που μπορούσε να καταβάλλει. Η παράλειψη της αναιρεσίβλητης να ακολουθήσει την αντίθετη νομολογία την οποία μάλιστα η αναιρεσείουσα με βάση το χρόνο ενέργειας της αναιρεσίβλητης υποθηκοφύλακα (1-12-2008) δεν επικαλείται συγκεκριμένα ως στοιχείο της αμέλειας της αναιρεσίβλητης ούτε με το αναιρετήριο ούτε με το κατατεθέν υπόμνημά της, δεν συνιστά σε κάθε περίπτωση αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων της, δεδομένου ότι η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων εκ μέρους των δικαστηρίων της ουσίας επί του αυτού ζητήματος δικαιολογεί την επιλογή από τον ενδιαφερόμενο της γνώμης, που, κατά την κρίση του, είναι η ορθότερη, η οποία εντεύθεν αποκλείει την ύπαρξη αμέλειας. Περαιτέρω, ούτε η επισήμανση από την αναιρεσείουσα της διαφορετικής άποψης της και η παρά ταύτα παράλειψη της αναιρεσίβλητης να ακολουθήσει αυτή συνιστά αμελή συμπεριφορά αυτής. Εξάλλου, ούτε η παράλειψη της αναιρεσίβλητης να ζητήσει γνωμοδότηση του αρμοδίου εισαγγελέα σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της άνω διάταξης στην ένδικη περίπτωση, συνιστά αμέλεια, αφού για το ζήτημα αυτό είχαν ήδη κρίνει τα δικαστήρια και κατά το άρθρο 25 παρ.2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων ο εισαγγελέας γνωμοδοτεί για νομικά ζητήματα, τα οποία όμως δεν έχουν εισαχθεί στα δικαστήρια (ΑΠ 1666/2014). Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αίτησης αναίρεσης με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αναίρεση, να διαταχθεί, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/2012, η εισαγωγή του παραβόλου των τριακοσίων ευρώ (300€), που καταβλήθηκε από την αναιρεσείουσα, στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθεί αυτή, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το περί τούτου αίτημά της (176, 183, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 24-9-2014 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθ. 12/2011 απόφασης του Εφετείου Ευβοίας.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου των τριακοσίων ευρώ (300€), που καταβλήθηκε από την αναιρεσείουσα στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (2700€).

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 21 Απριλίου 2015.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου