Σελίδες

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Η Ελλάδα έγινε «Δανία του Νότου» αλλά μόνο στον ΦΠΑ στα τρόφιμα

Η Ελλάδα έγινε «Δανία του Νότου» αλλά μόνο στον ΦΠΑ στα τρόφιμα

ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΝΙΦΑΒΑ
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
«Δανία του Νότου», αλλά μόνο σε ό,τι αφορά τον ΦΠΑ στα τρόφιμα κινδυνεύει να γίνει η Ελλάδα, εάν τελικώς υλοποιηθεί το μέτρο που έχει συζητήσει η ελληνική κυβέρνηση με τους δανειστές και προβλέπει την αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ από 23% σε 24% με προτεινόμενη έναρξη εφαρμογής την 1η Ιουλίου 2016. Σε αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα θα έχει τον τρίτο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ στα τρόφιμα, μετά την Ουγγαρία με ΦΠΑ 27% που στα βασικά όμως τρόφιμα διατηρεί συντελεστές ΦΠΑ 5% και 18% και τη Δανία, όπου εφαρμόζει έναν μόνο συντελεστή ΦΠΑ, 25%.

Το παραπάνω σημαίνει νέα επιβάρυνση για τα νοικοκυριά, η οποία μόνο μέσα από την αύξηση του ΦΠΑ στα τρόφιμα υπολογίζεται συνολικά σε 103 εκατ. ευρώ ετησίως. Η εκτίμηση αυτή έχει γίνει με την παραδοχή ότι δεν θα υπάρξει και αύξηση του μειωμένου συντελεστή, από το 13% στο 14%, καθώς αυτό θα σήμαινε πολύ μεγαλύτερη απώλεια για τα οικογενειακά εισοδήματα, δεδομένου ότι το 55% των τροφίμων και εν γένει ειδών παντοπωλείου επιβαρύνεται σήμερα με ΦΠΑ 13%.

Αξίζει, άλλωστε, να υπενθυμίσουμε ότι η απόφαση του περυσινού Ιουλίου για υπαγωγή σειράς τροφίμων από τον μειωμένο συντελεστή 13% στον κανονικό συντελεστή 23% εκτιμάται ότι επέφερε ετήσια συνολική επιβάρυνση στα νοικοκυριά 650 εκατ. ευρώ ή 157 ευρώ ανά νοικοκυριό.

Η επιβάρυνση των 103 εκατ. ευρώ ετησίως από την αύξηση του ΦΠΑ στα είδη παντοπωλείου από 23% σε 24% μεταφράζεται σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) σε πρόσθετη επιβάρυνση ύψους 2,1 ευρώ τον μήνα. Το ποσό μπορεί να φαίνεται μικρό, όμως δεν είναι. Πρώτον, διότι η προτεινόμενη αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ από το 23% στο 24% θα αφορά και σειρά άλλων προϊόντων και υπηρεσιών. Δεύτερον, κάθε αύξηση, μικρή ή μεγάλη στις τιμές των τροφίμων επηρεάζει το βαλάντιο του Ελληνα καταναλωτή πολύ περισσότερο σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, ακριβώς διότι έχει μειωθεί το διαθέσιμο εισόδημα και επομένως οι δαπάνες για την αγορά τροφίμων, δαπάνες με ανελαστικό χαρακτήρα, αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό στο σύνολο των εξόδων που κάνει.

Τα διαχρονικά στοιχεία από τις έρευνες οικογενειακών προϋπολογισμών είναι εξόχως αποκαλυπτικά: το 2008, βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, τα ελληνικά νοικοκυριά ξόδευαν κατά μέσο όρο τον μήνα το 16,4% του συνολικού εισοδήματός τους για την αγορά ειδών διατροφής, ποσοστό που αντιστοιχούσε σε 347,40 ευρώ. Το 2014, οπότε υπάρχουν και τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τα ελληνικά νοικοκυριά ξόδευαν κατά μέσο όρο το 20,5% του συνολικού μηνιαίου εισοδήματός τους για την αγορά ειδών διατροφής, ποσό που αντιστοιχούσε σε 299 ευρώ.

Στα νοικοκυριά των χαμηλών εισοδημάτων το ποσοστό που δαπανάται για την αγορά τροφίμων είναι πολύ υψηλότερο. Για ένα νοικοκυριό με 750 ευρώ μηνιαίο εισόδημα, η δαπάνη για τρόφιμα ανέρχεται σε 22,5% επί του συνολικού εισοδήματος, ενώ για ένα νοικοκυριό με μηνιαίο εισόδημα 1.800 ευρώ,η δαπάνη αντιστοιχεί σε 19% του εισοδήματος. Με άλλα λόγια, κάθε αύξηση έμμεσων φόρων και δη του ΦΠΑ πυροδοτεί το φαινόμενο του «πληθωρισμού των φτωχών».

Οι επιπτώσεις

Το πόσο επηρεάζεται ο δείκτης τιμών καταναλωτή μόνο από τις αυξήσεις του ΦΠΑ φαίνεται καθαρά από τα στοιχεία της Eurostat. Η παρουσίαση των στοιχείων του 2011 και του 2015 (βλέπε γράφημα) κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Από την 1/1/2011 ο μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ στην Ελλάδα αυξήθηκε από 11% σε 13% (από τον Ιούλιο του 2010 είχε αυξηθεί και ο κανονικός από 21% σε 23%). Από τις 20 Ιουλίου 2015, εξάλλου, σειρά ειδών διατροφής αποφασίστηκε να υπαχθούν στον συντελεστή 23% από 13% που ήταν έως τότε.

Ετσι, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή στην ομάδα των τροφίμων εμφανίζεται ιδιαιτέρως υψηλός καθ’ όλη τη διάρκεια του 2011, από 1,9% έως 4%, ενώ τα στοιχεία σε σταθερές τιμές, χωρίς δηλαδή την επίδραση του ΦΠΑ, δείχνουν ακόμη και αποπληθωρισμό. Ανάλογη είναι η εικόνα και το 2015. Από τον Αύγουστο και μετά η επίδραση της αύξησης του ΦΠΑ έχει ως συνέπεια αύξηση των τιμών των τροφίμων έως και 4,2% (τον Αύγουστο του 2015 σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2014), ενώ χωρίς την επίδραση των φόρων, οι τιμές των τροφίμων τον ίδιο μήνα σημείωσαν αύξηση σε ετήσια βάση κατά 1,6%.

Οι αλλεπάλληλες αυξήσεις στον ΦΠΑ οι οποίες ξεκίνησαν από το 2010 με στόχο την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού, προκάλεσαν απώλεια εσόδων, καθώς οδήγησαν στη μείωση της κατανάλωσης, στη μη έκδοση αποδείξεων ή –ειδικά στην περίπτωση των τροφίμων μετά τον Ιούλιο του 2015– στη στροφή σε προϊόντα που πωλούνται χύδην. Εάν ισχύσει το σενάριο για αύξηση του ΦΠΑ σε 24%, το ΙΕΛΚΑ εκτιμά ετήσια απώλεια εσόδων για το κράτος 55 εκατ. ευρώ τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του μέτρου. Η μείωση της κατανάλωσης και ως αποτέλεσμα των διαδοχικών αυξήσεων στην έμμεση φορολογία επιδρά αρνητικά, άλλωστε, τόσο στη βιομηχανία όσο και στο λιανεμπόριο τροφίμων, κάτι που αποτυπώνεται στον κύκλο εργασιών τους που βαίνει μειούμενος. Το 2014 σε σύγκριση με το 2009 η ετήσια μέση δαπάνη των νοικοκυριών για τρόφιμα-ποτά υποχώρησε κατά 23,1%.

Το 2016, έχοντας διανύσει το 1/3 του έτους, η υποχώρηση της κατανάλωσης τροφίμων εξακολουθεί να υποχωρεί σχεδόν σε όλες τις βασικές κατηγορίες, τάση που αναμένεται να ενισχυθεί σε περίπτωση περαιτέρω αύξησης του ΦΠΑ.

Έντυπη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου