Σελίδες

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Σημαντικές αλλαγές στο πόθεν έσχες. Θεσπίζεται πρόστιμο για την καθυστέρηση υποβολής

Σημαντικές αλλαγές στο πόθεν έσχες. Θεσπίζεται πρόστιμο για την καθυστέρηση υποβολής



Σημαντικές τροποποιήσεις στο πόθεν έσχες φέρνει το πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή χθες αργά το βράδυ.

Συγκεκριμένα με το νομοσχέδιο  επέρχονται οι ακόλουθες μεταβολές:

1. Επανακαθορίζεται η κατηγοριοποίηση των υπόχρεων σε δήλωση,

2. Θεσπίζεται η υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να χορηγούν τις απαιτούμενες βεβαιώσεις χωρίς επιβάρυνση.

3. Επανακαθορίζεται το περιεχόμενο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες/πιστωτικά ιδρύματα, κινητά μεγάλης αξίας, δανειακές υποχρεώσεις, οφειλές από πρόστιμα /ποινές/φόρους/ τέλη προς το Δημόσιο, Ο.Τ.Α., εισφορές Ο.Κ.Α. κ.λπ.).

4. Ρυθμίζονται εκ νέου θέματα αναφορικά με τη δημοσίευση στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής στοιχείων των δηλώσεων συγκεκριμένων υπόχρεων, τα οποία καθορίζονται με κ.υ.α.    (άρθρα 172 - 173)

5. Επανακαθορίζονται, επίσης, τα όργανα ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Ειδικότερα, προσδιορίζονται εκ νέου οι υπόχρεοι, οι δηλώσεις των οποίων: ί) εξακολουθούν να εξετάζονται από την Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Βουλής (άρθρο 3Α του ν.3213/2003),οι υπόχρεοι, ίί) ελέγχονται, εφεξής, από τη Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, iii) ελέγχονται από το Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης.

6. Ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα αναφορικά με τη διαδικασία ελέγχου των δηλώσεων από τα αρμόδια όργανα. Μεταξύ άλλων, θεσπίζεται πρόστιμο (από 50-300 ευρώ), για τους υπόχρεους που δεν ανταποκρίνονται στην κλήση των αρμοδίων οργάνων ελέγχου και παρέχεται η εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση, με κ.υ.α., όλων των συναφών θεμάτων.

7. Θεσπίζεται διοικητικό πρόστιμο (από 150 - 400 ευρώ), για τους υπόχρεους που υποβάλλουν τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης μετά την πάροδο της προβλεπόμενης προθεσμίας (90 ημέρες από την απόκτηση της ιδιότητας), ενώ οι ισχύουσες ποινικές κυρώσεις επιβάλλονται μόνο σε όσους παραλείπουν να υποβάλλουν δήλωση μετά την πάροδο 30 ημερών από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας. 

8 . Προσαρμόζονται προς την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία (ν. 4172/2013), οι διατάξεις για την απαγόρευση συγκεκριμένων προσώπων - υπόχρεων σε εταιρείες με έδρα μη συνεργάσιμο φορολογικό κράτος.

9. Η δήλωση οικονομικών συμφερόντων (άρθρο 229 του ν.4281/2014) υποβάλλεται από τους υπόχρεους ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής.    (άρθρα 177 - 180)

10. Εισάγονται μεταβατικής ισχύος διατάξεις ως προς τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης υπόχρεων προσώπων, (άρθρα 181 - 183)


Αναλυτικά οι ρυθμίσεις για το πόθεν έσχες.

Αιτιολογική έκθεση 
Η τροποποίηση της νομοθεσίας αναφορικά με τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων αποσκοπεί στην επίτευξη των εξής βασικών νομοθετικών στόχων:
α) την αποφόρτιση της επιτροπής ελέγχου του άρ. 3 Α του ν. 3213/2003 από το τεράστιο βάρος παραλαβής και επεξεργασίας δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, μέσω της μεταφοράς σημαντικού μέρους της ως άνω αρμοδιότητας στην Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (η οποία υπάγεται στην ανεξάρτητη «Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης»),
β) την ανασύνθεση της επιτροπής του άρ. 3Α του ν. 3213/2003 με παράλληλη αύξηση των ανεξαρτήτων από πολιτική επιρροή μελών της,
γ) την έγκαιρη και πλήρη εφαρμογή των συστάσεων της Ομάδας Κρατών κατά της διαφθοράς (GRECO), η οποία ιδρύθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης,
δ) τον καθορισμό επιπλέον κατηγοριών προσώπων, των οποίων οι δηλώσεις ελέγχονται υποχρεωτικά, με σκοπό την αύξηση των εχέγγυων διαφάνειας,
ε) τον σαφέστερο και πληρέστερο καθορισμό των περιουσιακών στοιχείων που πρέπει να δηλώνονται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, πάντα με σεβασμό στην προστασία των προσωπικών δεδομένων,
στ) την άμεση επιτάχυνση της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής υποβολής δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης,
ζ) τον ορισμό αυστηρότερων προθεσμιών υποβολής συμπληρώσεων, και την καθιέρωση προθεσμίας εντός της οποίας είναι δυνατή (αυστηρά κατ' εξαίρεση και αναγκαστικά με επιβολή διοικητικού προστίμου) η υποβολή εκπρόθεσμης δήλωσης,
η) την πρόβλεψη ειδικών τμημάτων που θα ασχολούνται με τα αδικήματα των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης στις εισαγγελίες Αθηνών και Θεσσαλονίκης,
θ) την προσαρμογή των διατάξεων του νόμου στις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις που έχουν επέλθει κατά τα τελευταία χρόνια, και,
ι) την σημαντική ενίσχυση της Γ' μονάδας της αρχής του άρ. 7 του ν. 3691/2008 σε προσωπικό, ώστε να φέρει σε πέρας αποτελεσματικά το δύσκολο έργο της.
Η ανάλυση για τον τρόπο με τον οποίο προτείνεται η υλοποίηση των παραπάνω στόχων ακολουθεί με την κατ' άρθρο παρουσίαση των προτεινόμενων διατάξεων.
Επί των άρθρων


Άρθρο 172
Με τις παραγράφους 1-3 του άρθρου 172 του σχεδίου νόμου οι Περιφερειάρχες και οι Δήμαρχοι δεν υπάγονται πλέον στις περιπτώσεις η' και θ' της παρ. 1 του άρ. 1 του ν. 3213/2003, αλλά στην περίπτωση ε'.
Η μεταφορά αυτή γίνεται ενόφειτης βασικής τροποποίησης του άρθρου 174 του σχεδίου νόμου, για την οποία θα γίνει λόγος στον οικείο τόπο.
Η προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 4 αποσκοπεί στη διευκρίνιση των υπόχρεων της περίπτωσης λ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014 (Α' 160). Ειδικότερα, αντικαθίστανται οι λέξεις «οι υπάλληλοι των φορέων» με τις λέξεις «οι υπάλληλοι των μονάδων», προκειμένου να μη συγχέονται οι υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης προϊστάμενοι οργανικών μονάδων των Υπηρεσιών Επιθεώρησης, Εσωτερικού Ελέγχου ή Εσωτερικών Υποθέσεων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. καιτωνΟ.Τ.Α. με τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. που ασκούν ελεγκτικά καθήκοντα.

Με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 172 του σχεδίου νόμου θεσπίζεται υποχρέωση των τραπεζικών ιδρυμάτων να υποβάλλουν βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων των υποχρέων την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Η προτεινόμενη ρύθμιση στοχεύει στο να μην επιβαρύνονται οικονομικά οι υπόχρεοι για τη λήψη βεβαιώσεων από τα τραπεζικά και πιστωτικά ιδρύματα σχετικά με τα υπόλοιπα των λογαριασμών τους, προκειμένου να υποβάλουν τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι, κατά τα κοινώς γνωστά, για την έκδοση των βεβαιώσεων αυτών τα ανωτέρω ιδρύματα προβαίνουν σε υψηλές χρεώσεις.
Με το δεύτερο εδάφιο καθιερώνεται αντίστοιχη υποχρέωση των τραπεζικών ιδρυμάτων ως προς τις οφειλές των υπόχρεων υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, ειδικότερα για τους υπόχρεους υποβολής δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις α' έως ε' του άρ. 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003.
Ο λόγος θέσπισης του β' εδαφίου του παρόντος άρθρου θα καταστεί σαφής με τη σύντομη ανάπτυξη αναφορικά με την. παρ. .1 του άρθρου 173 του παρόντος σχεδίου νόμου, αμέσως παρακάτω.


Άρθρο 173
Με την παρ. 1 του άρθρου 173 αναδιατυπώνεται η περίπτωση α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003.
Με την ρύθμιση αυτή, και ειδικότερα βάσει των υποπεριπτώσεων i. έως vii., καθίστανται σαφέστερα και αυξάνονται τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης όλων των υπόχρεων.
Η βασική μεταβολή και προσθήκη εμφανίζεται στις υποπεριπτώσεις ν. και νϊ. της προτεινόμενης διάταξης, και αποσκοπεί στην πληρέστερη αποτύπωση της περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων σε δήλωση.
Η προτεινόμενη επαναδιατύπωσή της καθίσταται αναγκαία για τη σαφέστερη και - πάντως- ενδεικτική απαρίθμηση των περιουσιακών στοιχείων που πρέπει να δηλώνονται.
Επίσης, και εν όψει της τροποποίησης του άρθρου 8 του ν. 3213/2003 με το άρθρο 178 του παρόντος νομοσχεδίου, λαμβάνεται πρόνοια ώστε να μην υπάρχει αντίφαση μεταξύ των διατάξεων των άρθρων 2 και 8 του ν. 3213/2003 ως προς την κτήση και δήλωση περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην αλλοδαπή.
Ως προς την υποπερίπτωση νϊ. είναι αναγκαία μία πρόσθετη διευκρίνιση: η έννοια των κινητών μεγάλης αξίας θα πρέπει να ερμηνευθεί όπως οι αντίστοιχοι όροι χρησιμοποιούνται στην φορολογική νομοθεσία και ειδικότερα στο άρθρο 32 του ν. 4172/2013 (βλ. σχετικά τις χαρακτηριστικές αναφορές της ΠΟΛ.1076/26.3.2015, προσπελάσιμη και ηλεκτρονικά:
http://www.publicrevenue.gr/kpi/public/blog/attach/files/rss/pol_1076.pdf, σελ. 15).

Με την υποπερίπτωση ix. της προτεινόμενης επαναδιατύπωσης της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρ. 2 του ν. 3213/2003 καθιερώνεται, για λόγους αύξησης της αναγκαίας διαφάνειας, μία επιπλέον υποχρέωση για τις κατηγορίες υπόχρεων σε υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις α' έως ε' του άρ. 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003.
Ειδικότερα, και λαμβάνοντας υπ' όψιν την κατά λατινική αρίθμηση σύσταση viii. της GRECO, όπως αυτή αποτυπώθηκε στον τέταρτο κύκλο αξιολόγησης της χώρας και υιοθετήθηκε κατά την 68η Ολομέλεια της GRECO που έλαβε χώρα στις 15-19 Ιουνίου 2015, τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' του άρθρου 1 παράγραφος 1 του νόμου 3213/2003, όπως προτείνεται να τροποποιηθεί, υποχρεώνονται να δηλώνουν, πλην των στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στις (προτεινόμενες) υποπεριπτώσεις ϊ. έως viii. της περ. α' της παρ. 1 του άρ. 2 του ν. 3213/2003, και συγκεκριμένα στοιχεία του παθητικού της περιουσίας τους.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των συγκεκριμένων υπόχρεων θα περιλαμβάνουν και τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα, αλλά και κάθε οφειλή που προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και υπερβαίνει τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.

Με την παράγραφο 2 του άρθρου 173 του σχεδίου νόμου προσαρμόζεται η υποχρέωση των συμβολαιογράφων που καθιερώνεται με την περίπτωση δ' του άρ. 2 παρ. 1 του ν. 3213/2003 στη νέα (προτεινόμενη) ρύθμιση του άρ. 3 του ν. 3213/2003.

Η τρίτη παράγραφος του άρθρου 173 του σχεδίου νόμου αποσκοπεί στην ενίσχυση της διαφάνειας στη διαδικασία υποβολής δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών προσώπων (που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις α-ε της παρ. 1 του άρ. 1 του ν. 3213/2003) με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ότι το κοινό έχει άνετη πρόσβαση σε αυτές για επαρκές χρονικό διάστημα. Η έναρξη της προθεσμίας και ο χρόνος κατά τον οποίο παραμένουν προσπελάσιμες οι ελεγμένες δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών προσώπων δεν προσδιορίζονται στον ισχύοντα ν. 3213/2003, γεγονός που επίσης αναφέρεται αρνητικά στην προαναφερθείσα κατά λατινική αρίθμηση σύσταση viii. της GRECO, την οποία η χώρα έχει αναλάβει την υποχρέωση να εφαρμόσει. . Η προθεσμία που δίδεται για την δημοσιοποίηση των δηλώσεων εξυπηρετεί τις ελεγκτικές υπηρεσίες, προκειμένου να ολοκληρώσουν τον έλεγχο. Επιπλέον, η δημοσιοποίηση των ανωτέρω δηλώσεων είναι απαραίτητη για να υπάρχει εναρμόνιση με την αντίστοιχη υποχρέωση για
δημοσιοποίηση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης στελεχών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ. 4 του ν. 3852/2010.

Με την παράγραφο 4 του άρθρου 173 του σχεδίου καθιερώνεται αυστηρή χρονική προθεσμία ενός μηνός, εντός της οποίας δυνανται να γίνουν συμπληρώσεις επί ελλείψεων ή ανακριβειών της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης.

Στην παράγραφο 5 του άρθρου 173, και με σκοπό την επιτάχυνση των αναγκαίων διοικητικών διαδικασιών, αναφέρεται ότι η απόφαση του Προέδρου της Βουλής και η κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την οποία οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης υποβάλλονται υποχρεωτικώς με ηλεκτρονικό τρόπο θα εκδοθούν εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.


Άρθρο 174
Στο άρθρο 174 του σχεδίου περιλαμβάνεται η βασική διαφοροποίηση σε σχέση με την δομή της ισχύουσας νομοθεσίας.
Συγκεκριμένα, με την παρ. 1 του άρθρου 174 του σχεδίου, με την οποία τροποποιείται η περίπτωση α' της παρ. 1 του άρ. 3 του ν. 3213/2003, η Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, που καθιερώθηκε με το άρ. 3Ατου ν. 3213/2003, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρό 225 του ν. 4281/2014, περιορίζεται στην παραλαβή, επεξεργασία και έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των πέντε πρώτων κατηγοριών του άρ. 1 παρ. 1 του ν. 3213, όπως αυτές διαμορφώνονται με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η περιττή και άσκοπη επιβάρυνση που προέκυψε με το άρ. 224 του ν. 4281/2014 για τη νεοπαγή Επιτροπή περιορίζεται στην εξέταση και την επεξεργασία 1000 (κατά προσέγγιση, ίσως και ολιγότερων) δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, οι οποίες, όμως, αφορούν τα σημαντικότερα πρόσωπα της πολιτικής • ζωής της χώρας. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις παρ. 1 έως 3 του άρθρου 171, στην περίπτωση ε' της παρ. 1 του άρ. 1 προστίθενται και Περιφερειάρχες, οι Δήμαρχοι και οι Γενικοί Γραμματείς Αποκεντρωμένης Διοίκησης.

Με αυτόν τον τρόπο, και σε συνδυασμό με την αλλαγή της σύνθεσης και την ενίσχυση της επιτροπής με την προσθήκη και δύο επιπλέον ανεξαρτήτων μελών, (βλ. παρακάτω υπό άρ. 4), παρέχονται τα εχέγγυα ώστε η Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης να φέρει σε πέρας το πολύ δύσκολο έργο της. Εχέγγυα τα οποία δεν υπάρχουν σήμερα, διότι η απλή παραλαβή των δεκάδων χιλιάδων δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης από τους αρμόδιους υπαλλήλους αποδεικνύεται κοπιώδης, η δε ουσιαστική εφαρμογή των διατάξεων του νόμου καθίσταται πρακτικώς αδύνατη.
Με την προτεινόμενη επαναδιατύπωση της παραγράφου 4 αντανακλάται η άποψη ότι είναι απαραίτητη η διατήρηση της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης που θεσπίστηκε με το άρθρο 3Α του ν. 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρ. 225 του ν. 4281/2014, με σημαντικό, ωστόσο, περιορισμό των δηλώσεων τις οποίες παραλαμβάνει. Ειδικότερα, η εν λόγω Επιτροπή θα παραλαμβάνει μόνο τις δηλώσεις Περιουσιακής Κατάστασης του Πρωθυπουργού, των Αρχηγών των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και όσων λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, τωνΥπουργών, των Αναπληρωτών Υπουργών και των Υφυπουργών, των Βουλευτών και των Ευρωβουλευτών, των Περιφερειαρχών, των Δημάρχων, και, τέλος, όσων διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και όσων λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση.
Με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 174 του σχεδίου, η ευθύνη για την παραλαβή και την επεξεργασία των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ' έως και κδ', κζ', λα' έως και μγ', μστ' και μη' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 μεταφέρεται (και κατ' ουσίαν επιστρέφει) στην Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, που προβλέπεται από το άρ. 7Α τού ν. 3691/2008.
Πρόκειται για ένα σώμα έμπειρο στο συγκεκριμένο θέμα (αφού είχε τη σχετική αρμοδιότητα επί τριετία), με πλήρη γνώση του αντικειμένου και ανεξάρτητο από την κεντρική διοίκηση.

Η προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 2 κρίνεται απαραίτητη, διότι μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4281/2014, με τον οποίο αναδιαρθρώθηκε ριζικά η δομή του ν. 3213/2003, διαπιστώθηκε άμεσα η δυσλειτουργία της καθιέρωσης της Επιτροπής της Βουλής ως αρμόδιας για τον έλεγχο δεκάδων χιλιάδων δηλώσεων απολύτως ετερόκλητων περιπτώσεων υπόχρεων δήλωσης περιουσιακής κατάστασης. Κρίνεται, λοιπόν, απαραίτητη η επαναφορά της παραλαβής και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των περισσοτέρων έκτου Νόμου υπόχρεων προς υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης στην Μονάδα Γ της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.
Η εν λόγω μονάδα ιδρύθηκε με το άρ. 7Α του ν. 3691/2008, το οποίο προστέθηκε με το άρ. 2 παρ. 2 του ν. 3932/2001 (Α' 49) και έχει αποδειχθεί ως η ικανότερη Αρχή για την παραλαβή και τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Η Ανεξαρτησία της Αρχής και η δυνατότητα άμεσης ενεργοποίησής της, καθιστά τη Μονάδα Γ αυτής ως το κατάλληλο σώμα για την επίτευξη του στόχου του ελέγχου των δηλώσεων με βάση τα απροσωπόληπτα και διαυγή κριτήρια που καθορίζει ο νόμος.

Με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 174 του σχεδίου νόμου, προστίθενται στα πρόσωπα των οποίων τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης λαμβάνει και ελέγχει ο Γενικός Ελεγκτής Δημόσιας Διοίκησης και ο Πρόεδρος, τα μέλη και οι υπάλληλοι της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Η αλλαγή αυτή γίνεται για προφανείς λόγους ενίσχυσης της διαφάνειας και της αμεροληφίας.

Με την τέταρτη παράγραφο του άρθρου 174 του σχεδίου νόμου προβλέπεται η αναλυτικότερη διαδικασία, την οποία θα πρέπει να τηρήσουν τα όργανα ελέγχου δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, όταν ζητούνται διευκρινίσεις από ελεγχόμενους αναφορικά με τις δηλώσεις. Καθιερώνονται και διαδικασίες προστίμων όταν οι ελεγχόμενοι δεν ανταποκρίνονται στις σχετικές υποχρεώσεις.


Άρθρο 175
Με την παρ. 1 του άρθρου 175 του σχεδίου νόμου, αυξάνονται τα μέλη της ανεξάρτητης, και έχουσας οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια επιτροπής του άρ. 3Ατου ν. 3213/2003 από επτά σε εννιά. Με την προτεινόμενη διάταξη αντανακλάται η άποψη ότι είναι απαραίτητη η διατήρηση της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης που θεσπίστηκε με το άρθρο 3Α του ν. 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρ. 225 του ν. 4281/2014, με σημαντικό, ωστόσο, περιορισμό των δηλώσεων τις οποίες παραλαμβάνει.
Τα νέα μέλη που προστίθενται είναι ένας Σύμβουλος της Επικράτειας, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ο Συνήγορος του Πολίτη, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του. Τα πρόσωπα αυτά έχουν αυξημένο κύρος και είναι απολύτως ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πολιτική επιρροή, καθιστώντας την ήδη καταξιωμένη σύνθεση της Επιτροπής ακόμη περισσότερη αξιόπιστη ως προς την ανεξαρτησία κάι την αμεροληψία της. Κατ' αυτόν τον τρόπο, τα μη κοινοβουλευτικά μέλη της επιτροπής αυξάνονται σε έξι αυξημένου θεσμικού κύρους, έναντι μόνο τριών μελών του Κοινοβουλίου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η επιτροπή αποκτά ακόμα περισσότερα εχέγγυα για την επιτυχή επιτέλεση του έργου της. Η διατήρηση των μελών του Κοινοβουλίου στη συγκεκριμένη Επιτροπή γίνεται προκειμένου να μην δημιουργείται συνταγματική ανακολουθία με ολόκληρο το πλέγμα των συνταγματικών και λοιπών νομοθετικών διατάξεων που διασφαλίζουν την πλήρη ανεξαρτησία της Βουλής, ως το κορυφαίο δημοκρατικό Όργανο της Πολιτείας.

Περαιτέρω, και για να εξασφαλιστεί ότι η τυχόν επιρροή των βουλευτών θα είναι ακόμη μικρότερη, κρίθηκε σκόπιμη η απεμπλοκή των Αντιπροέδρων της Βουλής από τη σύνθεση της επιτροπής, για τον λόγο ότι ex officio (ήτοι το αυξημένος κύρος που έχουν λόγω του αξιώματος τους) μπορούν να δώσουν την εντύπωση ότι επηρεάζουν την κρίση των ανεξαρτήτων μελών της Επιτροπής. Έτσι, χρέη Προέδρου της Επιτροπής θα εκτελεί ο/η Πρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας. Με βάση την προτεινόμενη ρύθμιση, στην Επιτροπή επίσης θα μετέχουν και δύο βουλευτές, που θα ορίζονται από τους Προέδρους των μεγαλύτερων κοινοβουλευτικών ομάδων που μετέχουν στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση αντίστοιχα.
Με την παρ. 2 του άρθρου 175 του σχεδίοϋ προστίθεται νέα παράγραφος 5 (με την νυν ισχύουσα παρ. 5 να αναριθμείται σε 6), σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή υποχρεούται να υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η έκθεση αναρτάται και στην ιστοσελίδα του κοινοβουλίου. Με αυτό τον τρόπο όλοι οι πολίτες θα είναι σε θέση να ενημερώνονται για το έργο της επιτροπής, πληρούται η ανάγκη λογοδοσίας της επιτροπής, λαμβάνεται δε υπ' όψιν και η συναφής υπό λατινική αρίθμηση ix. σύσταση της Ομάδας κρατών κατά της διαφθοράς (GRECO), όπως αυτή αποτυπώθηκε στην έκθεση επί του τέταρτου κύκλου αξιολόγησης της χώρας και υιοθετήθηκε κατά την 68η Ολομέλεια της GRECO που έλαβε χώρα στις 15-19 Ιουνίου 2015. Αντίστοιχη υποχρέωση καθιερώνεται και για όλα τα όργανα που λαμβάνουν και επεξεργάζονται δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης.

Με την παρ. 3 σκοπείται η ευθυγράμμιση του χρόνου θητείας των δικαστών- μελών της Επιτροπής, ενώ με την παρ. 4 του σχεδίου νόμου προβλέπεται η θέσπιση κανονισμού λειτουργίας της Επιτροπής Ελέγχου.


Άρθρο 176
Με το άρθρο 176 καθίσταται υποχρεωτικός ο έλεγχος όλων των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης όλων των κατηγοριών προσώπων που υπάγονται στον έλεγχο της επιτροπής του άρ. 3 Α του ν. 3213/2003, χωρίς να υπάρχει ο περιορισμός υποχρεωτικού ελέγχου για τις δηλώσεις των Δημάρχων «πόλεων άνω των 50.000 κατοίκων».
Πέρα από το ότι Οι μικροί δήμοι έχουν περιοριστεί σημαντικά ύστερα από τις συνενώσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, και με δεδομένο ότι σήμερα, οι δήμοι συνήθως δεν ταυτίζονται με πόλεις (πλην των μεγάλων αστικών κέντρων), ο περιορισμός των 50 χιλιάδων κατοίκων δεν εμφανίζεται πειστικός, από τη στιγμή μάλιστα που, σύμφωνα με το παρόν σχέδιο, περιορίζεται κατά πολύ ο αριθμός των δηλώσεων που παραλαμβάνει η επιτροπή του άρ. 3Ατου νόμου 3213/2003.


Άρθρο 177
Με το άρθρο 177 του σχεδίου νόμου τελείται μία μικρή αλλά σημαντική τροποποίηση της βασικής ποινικής διάταξης του άρθρου 6 του ν. 3213/2003.
Συγκεκριμένα, επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα όσων απλώς από απρονοησία δεν υποβάλλουν εγκαίρως δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, αλλά διορθώνουν την παράλειψη τους άμεσα μετά την πάροδο μικρού χρονικού διαστήματος.
Για τις περιπτώσεις αυτές, η ενασχόληση των εισαγγελικών αρχών με τέτοιες περιπτώσεις και άσκοπη είναι και περιττή, αφού η ratio της απειλής ποινικής τιμωρίας για τις παραβιάσεις που σχετίζονται με τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης έγκειται στην προσπάθεια αποτροπής παρανόμου πλουτισμού υπαλλήλων και λοιπών υπόχρεων προσώπων, όχι στον στιγματισμό απλώς αμελών πολιτών.

Με βάση αυτό το σκεπτικό, με τις ρυθμίσεις του άρ. 177 του σχεδίου νόμου:
α) η μη υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης παραμένει παράνομη αμέσως μετά την πάροδο της προθεσμίας της παρ. 2 του άρ. Ιτουν. 3213/2003.
Μέχρι, όμως, την πάροδο τριάντα ημερών από τη λήξη της προθεσμίας τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρ. 177 του σχεδίου νόμου,
β) Μετά, όμως, την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας, η μη υποβολή δήλωσης καθίσταται και αξιόποινη πράξη, τιμωρούμενη κατά τις ήδη ισχύουσες προβλέψεις του ν. 3213/2003, σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του άρ. 6 του ν. 3213/2003, όπως προτείνεται να τροποποιηθούν.

Με την παρ. 4 του άρ. 177 του σχεδίου νόμου, προστίθεται παρ. 7 στο άρθρο 6 του ν. 3213/2003, σύμφωνα με την οποία καθίσταται δυνατή η υποχρεωτική (ολική ή μερική) δημοσίευση καταδικαστικών αποφάσεων για τα εγκλήματα που προβλέπονται στον ν. 3213/2003



Άρθρο 178
Με το άρθρο 178 του σχεδίου νόμου αναδιατυπώνεται και αποσαφηνίζεται το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3213/2003, αλλά και τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος που προβλέπεται από την παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Ειδικότερα, η απαγόρευση αναφερόταν στην προηγούμενη διοικητική δομή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, διότι γινόταν μ.ά. αναφορά σε νομάρχες. Το βασικό πρόβλημα, όμως, έγκειτο στο ότι στη διάταξη δεν οριζόταν συγκεκριμένα η έννοια της «εξωχώριας εταιρείας». Το πρόβλημα είχε ήδη εντοπιστεί στην έκθεση της επιστημονικής επιτροπής της Βουλής που δημοσιεύτηκε προ της εκδόσεως του ν. 3869/2010, με τον οποίο τέθηκε σε ισχύ για πρώτη φορά το άρθρο 8 του ν.3213/2003 (άρ. 6 αυτού), η δε άρση της ασάφειας της εν λόγω έννοιας προτείνεται στην σύσταση ν. (ιι) της GRECO, όπως αυτή αποτυπώθηκε στον τέταρτο κύκλο αξιολόγησης της χώρας και υιοθετήθηκε κατά την 68η Ολομέλεια της GRECO που έλαβε χώρα στις 15-19 Ιουνίου 2015.

Προς την κατεύθυνση άρσης της εν λόγω ασάφειας προτείνεται η προσαρμογή του άρ. 8 του ν. 3213/2003 με τη νυν ισχύουσα φορολογική νομοθεσία, και ειδικότερα το άρθρο 65 του ν.4172/2013. Σύμφωνα με την φορολογική νομοθεσία (βλ. και Μπώλου, Εξωχώριες εταιρείες [offshore companies] και ελληνική έννομη τάξη, ΝοΒ 2013 935 επ. [ιδίως 937] σε χρόνο προ της θέσης σε ισχύ του ν. 4172/2013) δεν δίνεται έμφαση στις «εξωχώριες εταιρείες» αλλά σε εταιρείες οι οποίες έχουν έδρα κράτη που δεν χαρακτηρίζονται ως συνεργάσιμα στον φορολογικό τομέα. Τα δε κριτήρια για τον χαρακτηρισμό αυτό είναι συγκεκριμένα, προκύπτουν από τη συνεργασία της χώρας με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) και ανανεώνονται κάθε χρόνο με κατ' έτος εκδιδόμενες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών (βλ. ενδ. την υπ' αριθμ. ΠΟΑ. 1279/29-12- 2015 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, Β' 2905). Η σαφήνεια, με την οποία το ελληνικό φορολογικό δίκαιο έχει προσεγγίσει τα συγκεκριμένα ζητήματα, προτείνεται να αξιοποιηθεί και στο πλαίσιο εφαρμογής του άρ. 8 του ν. 3213/2003. Ως προς την ποινική διάταξη της παρ. 2, είναι προφανές ότι οι αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών συνιστούν νόμους προσωρινής ισχύος κατά την έννοια του άρ. 3 του ΠΚ, οπότε, εάν κάποιος δράστης του εγκλήματος του άρ. 8 παρ. 2 συμμετέχει σε εταιρεία με έδρα μη συνεργαζόμενο κράτος κατά την έννοια του νόμου και της κατά τον χρόνο τέλεσης ισχύουσας απόφασης, το δε (κράτος) «αποχαρακτηρίστηκε» με νεότερη απόφαση, παραμένει αξιόποινος.


Άρθρο 179
Με το άρθρο 179 του σχεδίου νόμου, στις Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και στις Εισαγγελίες Πλημμελειοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης ορίζονται αντίστοιχα από τους διευθύνοντες αυτών τουλάχιστον ένας Αντεισαγγελέας Εφετών και ένας Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών, οι οποίοι χειρίζονται τις δικογραφίες που σχηματίζονται για τις αξιόποινες πράξεις του παρόντος νόμου. Η συγκεκριμένη ρύθμιση προτείνεται ούτως ώστε οι Εισαγγελίες οι οποίες, εκ των πραγμάτων, θα είναι επιφορτισμένες με τον μεγαλύτερο όγκο αδικημάτων που αφορούν στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης να αντιμετωπίζουν με ενιαίο τρόπο τις σχετικές δικογραφίες, να καθίσταται
ευχερέστερη η συσχέτιση τυχόν όμοιων δικογραφιών, η παρακολούθηση παρομοίων περιπτώσεων (είτε σε τοπικό/υπηρεσιακό επίπεδο, είτε κατά τον τρόπο τέλεσης των αδικημάτων) και η ευκολότερη συλλογή των σχετικών στοιχειών.


Άρθρο 180
Όπως είναι γνωστό, η παράγραφος 5 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 έχει καταργηθεί μετά την θέση σε ισχύ του άρθρου 223 του ν. 4281/2014, με το οποίο αντικαταστάθηκε συνολικά το άρ. 2 του νόμου. Συνεπώς η αναφορά σε αυτή την διάταξη στο άρθρο 9 παρ. 3 του ν. 3213/2003 καθίσταται περιττή. Το ίδιο ισχύει και για τις αναφορές στα άρθρα 4 και 5 του ν. 3203/2003, τα οποία καταργήθηκαν ύστερα από την θέση σε ισχύ της υποπαρ. ΙΕ.20 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014. Με το άρθρο 180 διαγράφονται οι αναφορές σε καταργημένες διατάξεις προς άρση αμφισβητήσεων.


Άρθρο 181
Η προτεινόμενη προσθήκη στην παράγραφο 3 του άρθρου 229 του ν. 4281/2014 κρίνεται αναγκαία προκειμένου να αποσαφηνιστεί πλήρως ότι προβλέπεται και η δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων συμφερόντων που προβλέπονται κατά το ως άνω άρθρο.


Άρθρο 182
Με δεδομένο ότι η Μονάδα Γ' της Αρχής του άρ. 7 του ν. 3691/2008 (Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης) θα είναι, σύμφωνα με το άρ. 175 του παρόντος νομοσχεδίου, αρμόδια για την παραλαβή και επεξεργασία των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης δεκάδων χιλιάδων δηλώσεων, κρίθηκε αναγκαία η ενίσχυση της σε στελέχωση, αρχικά της ίδιας και κατόπιν του προσωπικού αυτής.
Με την παράγραφο 1 του άρθρου 182 του σχεδίου νόμου, καθιερώνεται η αύξηση των μελών της Αρχής από 12 σε 14. Με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ενισχύεται η μονάδα Γ' ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης με δύο επιπλέον μέλη, για λόγους αύξησης της διαφάνειας και με σκοπό τη μείωση τόυ βάρους που θα φέρουν ο Πρόεδρος της Αρχής και τα δύο ήδη υπάρχοντα μέλη της μονάδας(υπενθυμίζεται ότι η Μονάδα Γ της Αρχής, με βάση το νομοσχέδιο έχει υποχρέωση λήψης και επεξεργασίας δεκάδων χιλιάδων δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, ορισμένες εκ των οποίων θα προέρχονται από πρόσωπα ιδιαίτερα αυξημένης επιρροής).
Με την παράγραφο 3 του άρ. 182 αυξάνεται το προσωπικό το οποίο πλαισιώνει και υποστηρίζει την Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής του άρ. 7 του ν.3691/2008 από 15 σε 30 άτομα. Και αυτή η αύξηση του προσωπικού κρίνεται αναγκαία, προκειμένου για την επίτευξη του έργου της Αρχής, λαμβάνοντας ιδίως υπ' όψιν το έργο της Μονάδας που αυξάνεται τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά.
Η ποιοτική αύξηση του έργου της Αρχής προκύπτει βάσει της παρ. 4 του άρθρου 182 του σχεδίου νόμου, σύμφωνα με την οποία, πλην των δειγματοληπτικώς ελεγχόμενων δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, οι δηλώσεις 7 κατηγοριών υπόχρεων, θα ελέγχονται υποχρεωτικά. Οι κατηγορίες περιλαμβάνουν τους Γενικούς και Ειδικούς Γραμματείς της Βουλής και της Γενικής Κυβέρνησης, τους Προέδρους, του Αντιπροέδρους, τους Γενικούς Γραμματείς αποκεντρωμένων διοικήσεων, τους Διοικητές και τους διευθύνοντες συμβούλους ΝΠΔΔ, δημοσίων επιχειρήσεων και δημοσίων οργανισμών, τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, τους Προέδρους και τους Αντιπροέδρους του ΝΣΚ, τους ιδιοκτήτες, τους βασικούς μετόχους, τους Προέδρους, και λοιπά πρόσωπα διοίκησης και διεύθυνσης επιχειρήσεων μέσων μαζικής ενημέρωσης, και τους Αρχηγούς και Υπαρχηγούς της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος- Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος.
Με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου καθιερώνεται αυστηρή χρονική προθεσμία, δύο μηνών, εντός της οποίας θα πρέπει να ολοκληρώνονται οι αποσπάσεις του προσωπικού της Μονάδας Γ,
Με την παράγραφο 6 του άρθρου 182 καταργείται, η περιττή πλέον, παρ. 9 του άρ. 7Γ του ν. 3691/2008.


Άρθρο 183
Με το άρθρο 182 ρυθμίζεται το ζήτημα των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, οι οποίες, με βάση το σχέδιο νόμου, μεταφέρονται στην Μονάδα Γ' της Αρχής του άρ. 7 του ν. 3691/2008, αλλά έχουν ήδη παραληφθεί από την επιτροπή του άρ. 3Ατου ν. 3213/2003.



Οι διατάξεις του νόμου για το ΠΟΘΕΝ έσχες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ'
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΡΘΩΠΙΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ


Άρθρο 172
1. Η περ. ε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α' 309), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014 (Α' 160), και ισχύει σήμερα, αντικαθίσταται ως εξής:
«ε. Οι Περιφερειάρχες, οι Δήμαρχοι και όσοι διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων της περίπτωσης β'.».
2. Η περ. η' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«η. Οι Γενικοί Γραμματείς των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και, όταν διοριστούν, οι Συντονιστές Αποκεντρωμένων Διοικήσεων (άρ. 28 του ν. 4325/2015), οι Αντιπεριφερειάρχες, οι Πρόεδροι και τα μέλη των Περιφερειακών Συμβουλίων, καθώς και οι Προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων των Περιφερειών».
3. Η περ. θ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«θ. Οι Αντιδήμαρχοι, οι Πρόεδροι και τα μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, των επιτροπών των Δήμων, οι Πρόεδροι και τα μέλη των Δημοτικών Συμβουλίων, οι Πρόεδροι, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι και τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων και οι Γενικοί Διευθυντές των δημοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των αμιγών ή μεικτών δημοτικών επιχειρήσεων των ανωτέρω Ο.Τ.Α. και των συνδέσμων Δήμων, καθώς και οι Προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων των Δήμων».
4. Η περ. λ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«λ. Τα μέλη όλων των Σωμάτων Επιθεώρησης και Ελέγχου του Δημοσίου, οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων οποιασδήποτε Υπηρεσίας Επιθεώρησης, Εσωτερικού Ελέγχου ή Εσωτερικών Υποθέσεων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού, καθώς και οι υπάλληλοι των μονάδων αυτών που ασκούν οποιαδήποτε ελεγκτικά καθήκοντα».
5. Στο άρθρο 1 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 222 του ν. 4281/2014, προστίθεται παρ. 5 ως εξής:
«5. Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Ειδικά για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α' έως ε' του άρθρου 1 παρ. 1 του παρόντος νόμου, τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, ομοίως χωρίς επιβάρυνση και μέσα στην ίδια προθεσμία, να εκδίδουν αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών των ως άνω υπόχρεων κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους.».


Άρθρο 173
1. Η περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους περιουσιακά στοιχεία στην ημεδαπή και την αλλοδαπή. Ειδικώς, η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία.
Ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως: ΐ. Τα έσοδα από κάθε πηγή.
Η. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους.
iii. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης της παρ. 1 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου), τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους.
iv. Οι κάθε είδους καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστεύματα (trusts).
ν. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv. του παρόντος εδαφίου, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δέκα πέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Τα προαναφερόμενα ποσά αφορούν αθροιστικά τον υπόχρεο, το σύζυγό και τα ανήλικα τέκνα.
νϊ. Τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Αν τα κινητά πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία του συνόλου των πραγμάτων. Η δηλούμενη αξία προκύπτει είτε από σχετικό παραστατικό αγοράς ή από πράξη της φορολογικής αρχής για την επιβολή φόρου αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας κατά το χρόνο κτήσης τους. Στην περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση.
vii. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα.
viii. Η συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση (με την επιφύλαξη της απαγόρευσης του άρθρου 8 παρ. 1 του παρόντος νόμου).
ix. Ειδικά η δήλωση των υπόχρεων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' του άρθρου 1 παράγραφος 1, περιλαμβάνει και τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα. Η δήλωση των


παραπάνω υπόχρεων περιλαμβάνει και κάθε οφειλή που προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Ορνανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και υπερβαίνει τα πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.».
2. Η περ. δ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«δ. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να υποβάλουν στον Πρόεδρο της Γ' Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης αντίγραφο κάθε συμβολαιογραφικού εγγράφου, που συντάσσεται από αυτούς, με το οποίο αναλαμβάνεται η υποχρέωση ή μεταβιβάζεται από ή προς δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, σύζυγο ή τέκνο του, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, ή δικαίωμα, εφόσον οι εν λόγω λειτουργοί είναι εν ενεργεία και μέχρι δύο χρόνια από την παύση της ιδιότητας. Το αυτό ισχύει και για την αποδοχή κληρονομιάς.».
3. Η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων α' έως ε' του άρθρου 1 παρ. 1, δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 3Α. Η δημοσιοποίηση λαμβάνει χώρα μετά τον έλεγχο και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός τριών μηνών από την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου 1. Η δημοσιοποίηση των δηλώσεων διαρκεί όσο η θητεία των υπόχρεων πλέον τριών ετών από την λήξη αυτής. Το αντικείμενο της δημοσιοποίησης και ιδίως η μορφή, ο τύπος, τα προς δημοσίευση συγκεντρωτικά ή μη στοιχεία ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία εκδίδεται το αργότερο δύο μήνες μετά την δημοσίευση του παρόντος νόμου. Από τη δημοσιοποίηση εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση εκείνα τα στοιχεία που είναι ικανά να προκαλέσουν βλάβη στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειας του (όπως διεύθυνση κατοικίας, αριθμοί κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων, αριθμός φορολογικού μητρώου κ.λπ.). Η δημοσίευση των δημοσιοποιούμενων στοιχείων στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το περιεχόμενό τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτή η επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομαστικών στοιχείων. Κάθε παράβαση της διάταξης αυτής τιμωρείται, πέραν της προβλεπόμενης από το άρθρο 7 παράγραφος 2 ποινής φυλάκισης, και με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.».
4. Η παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή της με το άρθρο 223 του ν. 4281/2014 αντικαθίσταται ως εξής: 


«4. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης, μπορούν να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως σε προθεσμία ενός μηνός από την υποβολή της δήλωσης.»,
5. Η απόφαση του Προέδρου της Βουλής και η κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρ. 2 του ν. 3213/2003 και αφορούν στην ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης εκδίδονται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.


Άρθρο 174
1. Το στοιχείο α' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 224 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου στην Επιτροπή του άρθρου 3Α,».
2. Μετά το στοιχείο α' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 224 του ν. 4281/2004, προστίθεται στοιχείο αα', ως εξής:
«αα) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ1 έως και κδ', κζ', λα' έως και μγ' και μστ' έως μη' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, στην Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Για τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των εν λόγω προσώπων εφαρμόζονται όσα ορίζονται στα στοιχεία γ' και δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/2008 (Α' 166), όπως αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν. 3932/2011 (Α1 49). Ειδικά για τα πρόσωπα της περίπτωσης μη', τυχόν ειδικές διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν.».
3. Στο στοιχείο β' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 224 του ν. 4281/2004, η φράση «λ' και μδ'» αντικαθίσταται από τη φράση «λ', μδ' και με'».
4. Η παρ. 4 του άρθρου 3 του νόμου 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 224 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα δέκα (10) το πολύ ημερών. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχομένων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται κατ' εξαίρεση να παρεκτείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση. Σε όσους καλούνται από όργανο ελέγχου και δεν ανταποκρίνονται στην κλήση είτε αυτοπροσώπως είτε δια νόμιμου αντιπροσώπου επιβάλλεται από το όργανο ελέγχου πρόστιμο από πενήντα (50) έως τριακόσια (300) ευρώ, το οποίο
εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Με Κοινή Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ορίζονται οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή του προστίμου όργανα και τη διαδικασία επιβολής και είσπραξής του.».


Άρθρο 175
1. Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 3Α του νόμου 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 225 του ν. 4281/2014 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων στις περιπτώσεις α' έως και ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 προσώπων ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από εννέα (9) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές. Η έδρα της καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής.
2. Η Επιτροπή συγκροτείται από:
α) τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής.
β) Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του,
γ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, και
δ) Σύμβουλο της Επικράτειας, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
ε) Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής.
στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του.
ζ) Το Συνήγορο του Πολίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του. η) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας, θ) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.


Οι δικαστές τακτικά μέλη της Επιτροπής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουρνικής ανεξαρτησίας.
Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος που υπηρετεί στην υπηρεσία της παραγράφου 4 με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής.
Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η αποζημίωση των μελών που δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, καθώς και του Γραμματέα της Επιτροπής, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει το όριο που προβλέπεται από το άρθρο 21 του ν. 4354/2015. Οι πιστώσεις για τη λειτουργία της Επιτροπής και της υπηρεσίας της παρ. 4 εγγράφονται στον προϋπολογισμό της Βουλής υπό ίδιο φορέα και θα καλυφθούν από τις εγγεγραμμένες πιστώσεις εντός των ορίων του ισχύοντος ΜΠΔΣ. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο κύριος διατάκτης των οικείων δαπανών. Θέματα οικονομικής διαχείρισης ρυθμίζονται με ειδικό κανονισμό οικονομικής διαχείρισης που καταρτίζεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από τον Πρόεδρο της Βουλής.».
2. Η παρ. 5 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 225 του ν. 4281/2014 αναριθμείται σε 6. Μετά την παρ. 4 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 προστίθεται νέα παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Μέχρι την τριακοστή πρώτη Μαρτίου κάθε έτους, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της κατά το προηγούμενο έτος στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην ανωτέρω ετήσια έκθεση αναφέρονται κατ' ελάχιστο ο αριθμός των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, ο αριθμός των προσώπων που υπέβαλαν δηλώσεις, τα μέτρα που ελήφθησαν για όσους δεν υπέβαλαν δήλωση και τα αποτελέσματα των ελέγχων, που πραγματοποιήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων της επιτροπής, με στατιστική απεικόνιση αυτών. Η έκθεση αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής στο διαδίκτυο το αργότερο μία (1) εβδομάδα μετά την υποβο?νή της, όπου και παραμένει αναρτημένη για επτά (7) έτη. Την ίδια υποχρέωση υποβολής έκθεσης, με το ίδιο περιεχόμενο και με την ίδια προθεσμία υποβολής και ανάρτησης έχουν όλα τα αρμόδια όργανα τα οποία λαμβάνουν και επεξεργάζονται δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης».
3. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 καταργείται.
4. Η παρ. 6 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 τροποποιείται ως εξής:
«6. Όλα τα θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση και την λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της Ειδικής Υπηρεσίας ρυθμίζονται με Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εκδίδεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής.».


Άρθρο 176
Η παρ. 2 του άρθρου 3Β του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η Επιτροπή ελέγχει όλες τις δηλώσεις της αρμοδιότητάς της.».


Άρθρο 177
Το άρθρου 6 του ν.3213/2003, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 227 του ν. 4281/2014, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 6
Μη υποβολή ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης
1. Διοικητικό πρόστιμο εκατό πενήντα (150) έως τετρακόσια (400) ευρώ, το οποίο εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, επιβάλλεται σε όποιον υποβάλλει δήλωση μετά την πάροδο της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου. Οι λεπτομέρειες αναφορικά με τα αρμόδια για την επιβολή όργανα, την διαδικασία επιβολής και είσπραξης του προστίμου ορίζονται με Κοινή Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που εκδίδεται εντός (3) τριών μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
2. Υπόχρεος που παραλείπει να υποβάλει δήλωση μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Σε περίπτωση που ο υπόχρεος τελεί το αδίκημα με σκοπό την απόκρυφη περιουσιακού στοιχείου που απέκτησε επωφελούμενος της ιδιότητάς του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

3. Ο υπαίτιος του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, αν η συνολική αξία της αποκρυπτόμενης περιουσίας του ίδιου και των λοιπών προσώπων για τα οποία αυτός οφείλει να υποβάλει δήλωση υπερβαίνει συνολικά το ποσό των τριακοσίων (300.000) χιλιάδων ευρώ, ανεξαρτήτως αν η απόκρυφη επιχειρείται με τη μη υποβολή δήλωσης ή την υποβολή ελλιπούς ή ανακριβούς δήλωσης.
4. Αν οι πράξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 τελέστηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται χρηματική ποινή. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες.
5. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή.
6. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
7. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με καταδικαστική απόφαση για εγκλήματα του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένης της ανάρτησης της απόφασης στο διαδίκτυο, καθώς και της πλήρους ή μερικής δημοσίευσής της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης».


Άρθρο 178
Το άρθρο 8 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 3849/2010 (Α' 80) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 8
Συμμετοχή σε εταιρεία με έδρα σε μη συνεργάσιμο φορολογικά κράτος
1. Στα μέλη της Κυβέρνησης, στους Υφυπουργούς, στους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στους βουλευτές και ευρωβουλευτές, στον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης, στους Γενικούς και Ειδικούς Γραμματείς Υπουργείων, στους Γενικούς Γραμματείς των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, στους Περιφερειάρχες και τους Δημάρχους, στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, στους Προέδρους, Διοικητές, Υποδιοικητές και Γενικούς Διευθυντές πιστωτικών ιδρυμάτων, που ελέγχονται από το κράτος, καθώς επίσης στα πρόσωπα των περιπτώσεων θ' και ι' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 απαγορεύεται να συμμετέχουν είτε οι ίδιοι, είτε με παρένθετα πρόσωπα, στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση εταιρειών που έχουν ως πραγματική ή καταστατική έδρα κράτος μη συνεργάσιμο στο φορολογικό τομέα, κατά την έννοια του άρ. 65 του ν. 4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, Α' 167) και των υπουργικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί βάσει της ως άνω διάταξης και ισχύουν κάθε φορά.
2. Η κατά παράβαση της παραγράφου 1 άμεση ή δια παρένθετου προσώπου συμμετοχή σε εταιρεία που έχει ως έδρα κράτος μη συνεργάσιμο στο φορολογικό τομέα κατά την έννοια υπουργικής απόφασης που εκδίδεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 5 του άρ. 65 του ν. 4172/2013 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ».


Άρθρο 179
Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003 αναριθμούνται σε 4 και 5. Μετά την παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 3213/2003 προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Στις Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και στις Εισαγγελίες Πλημμελειοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης ορίζονται αντίστοιχα από τους διευθύνοντες αυτών τουλάχιστον ένας Αντεισαγγελέας Εφετών και ένας Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών, οι οποίοι χειρίζονται τις δικογραφίες που σχηματίζονται για τις αξιόποινες πράξεις του παρόντος νόμου.».


Άρθρο 180
1. Στις παρ. 2 και 4 του άρθρου 9 του ν. 3213/2003 και στην παρ. 1 του άρθρου 11 του ίδιου νόμου, όπου γίνεται αναφορά στα άρθρα 4 και 5 αυτού, διαγράφονται οι σχετικές λέξεις. Στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 10 του ν, 3213/2003 όπως ισχύει, η φράση «άρθρα 4 έως 8» αντικαθίσταται από την φράση «άρθρα 6 έως 8».
2. Η περ. α' της παρ. 3 του άρθρου 9 του νόμου 3213/2003 καταργείται. Στην περ. β' της παρ. 3 του άρθρου 9 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 4(β) του άρθρου 143 του ν. 4251/2014 (Α' 80), διαγράφεται η φράση «, και εφόσον δεν έχει προηγηθεί εφαρμογή της παραγράφου 5 του άρθρου 2,».


Άρθρο 181
Στην παρ. 3 του άρθρου 229 του ν. 4281/2014 (Α' 160) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής για τους υπόχρεους της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 και με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους λοιπούς υπόχρεους, μπορεί να ορίζεται ότι η δήλωση οικονομικών συμφερόντων υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας ειδικής εφαρμογής, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 (Α' 309), όπως ισχύει κάθε φορά και να καθορίζεται κάθε αναγκαία προς τούτο λεπτομέρεια, οι απαραίτητες διασφαλίσεις για τα πρόσωπα και τους όρους πρόσβασης στα στοιχεία τους και τυχόν ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα.».


Άρθρο 182
1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 (Α' 166), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 68 παρ. 5 του ν. 4174/2013 (Α' 170), η φράση «δώδεκα (12) Μέλη» αντικαθίσταται από τη φράση «δεκατέσσερα (14) Μέλη».
2. Η περ. α' της παρ. 3 του άρθρου 7Α του Ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 (Α' 49), αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Η Ρ Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) Μέλη της Αρχής και ειδικότερα: αα) ένα στέλεχος από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό, ββ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος, που προτείνεται από τον Διοικητή της, γγ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο και δδ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με πτυχίο νομικής σχολής, που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό.»
3. Η περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 7Α του Ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011, αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Η Γ Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή τριάντα (30) θέσεις, από τις οποίες οι δέκα (10) είναι θέσεις επιστημονικού προσωπικού. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τους φορείς από όπου προέρχονται τα Μέλη της Μονάδας. Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης.».
4. Η περ. γ' της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011, αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Η Μονάδα δέχεται τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο αα' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, πλην εκείνων του άρθρου 14 του ιδίου νόμου. Διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή περιέρχονται στην Αρχή σχετικά με τη μη υποβολή ή με ανακρίβειες των δηλώσεων αυτών. Προβαίνει σε έλεγχο όλων των δηλώσεων: αα) των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων της Βουλής και της Γενικής Κυβέρνησης, ββ) των Γενικών Γραμματέων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και των Συντονιστών Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, όταν αυτοί διοριστούν (άρθρο 28 του ν. 4325/2015), γγ) των Προέδρων, των Αντιπροέδρων, των Διοικητών και των διευθυνόντων συμβούλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων και δημοσίων οργανισμών, δδ) των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, εε) του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στστ) των ιδιοκτητών, των βασικών μετόχων, των προέδρων, των διευθυνόντων συμβούλων, των διαχειριστών, καθώς και των γενικών διευθυντών και των διευθυντών ειδήσεων και ενημέρωσης κάθε μορφής επιχειρήσεων ή εταιρειών, που κατέχουν άδεια λειτουργίας ή εν γένει έχουν την εκμετάλλευση: i) τηλεοπτικών σταθμών, ελεύθερης λήψης ή παροχής κάθε μορφής συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών, και ii) επιχειρήσεων ή εταιρειών που εκμεταλλεύονται ή εκδίδουν ημερήσια ή περιοδικά έντυπα πανελλήνιας κυκλοφορίας, όπως και των βασικών μετόχων αυτών, ζζ) των Αρχηγών και των Υπαρχηγών της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος- Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος.
Ως προς τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, η Μονάδα προβαίνει σε δειγματοληπτικό, κατά την κρίση της, ή στοχευμένο έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης. Ο έλεγχος, πέραν της διαπίστωσης της υποβολής και του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τη διακρίβωση, κατά πόσον η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης τους. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003όπως ισχύει, εφαρμόζεται αναλόγως.
Η Μονάδα μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρ. 4 του νόμου 3213/2003.».
5. Στην παρ. 1 του άρθρου 7Γ του ν. 3691/2008 (Α’ 166), όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 (Α' 49), προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Η διαδικασία της απόσπασης ολοκληρώνεται υποχρεωτικά εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την πρόταση του Προέδρου της Αρχής».
6. Η παρ. 9 του άρθρου 7Γ του ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 (Α' 49), καταργείται.


Άρθρο 183
Δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων που υποβλήθηκαν, από 01.01.2015 μέχρι και την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος, στην Επιτροπή του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, από υπόχρεους, οι οποίοι, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου υποχρεούνται να υποβάλλουν δηλώσεις σε άλλους φορείς, διαβιβάζονται αρμοδίως. Έλεγχοι δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων που ήδη διενεργούνται με απόφαση της Επιτροπής παραμένουν σε αυτήν μέχρι περατώσεως των ελέγχων και διαβιβάζονται τα σχετικά πορίσματα στην Αρχή, η οποία είναι πλέον αρμόδια.

http://taxheaven.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου