Σελίδες

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

ΜΕφΚρήτης 19/16 : Εμπράγματη αγωγή - Πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ - Παραδεκτό συζήτησης

ΜΕφΚρήτης 19/16 : Εμπράγματη αγωγή - Πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ - Παραδεκτό συζήτησης


Εμπράγματη αγωγή - Πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ - Παραδεκτό συζήτησης. 
Δεν θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, όπως αυτή του ΕΝΦΙΑ, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Αντισυνταγματική η θέσπιση υποχρέωσης προσκόμισης πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ, ως όρου παραδεκτού της συζήτησης. Απορρίπτει την έφεση.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 19/2016
Δικαστής: Ε. Ψαράκη, Εφέτης

(...) Με το ν. 4223/2013 προβλέφθηκε η επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) και δη στο άρθρο 1 αυτού ορίζεται «1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ε­νιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) στα δικαιώματα της § 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότη­τες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. 2. Ο ΕΝΦΙΑ ε­πιβάλλεται στα εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης και της επιφάνειας επί του ακινήτου. Εξαιρετικά, επιβάλλεται και στο δι­καίωμα της νομής ή οιονεί νομής, της κατοχής», στο άρθρο 2 αυτού «1. Υποκείμενο του ΕΝΦΙΑ εί­ναι κάθε πρόσωπο ή οντότητα του άρθρου 1, ανά­λογα με το δικαίωμα και το ποσοστό του, και ει­δικότερα: α) Αυτός που αποκτά δικαίωμα σε ακί­νητο από οποιαδήποτε αιτία, από την ημερομηνία σύνταξης του οριστικού συμβολαίου κτήσης ή από την ημερομηνία τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται δικαίωμα ή καταδικάζεται ο δικαιοπάροχος σε δήλωση βουλήσεως .... γ) Ο κληρονόμος και ειδικότερα: αα) .... β β) Ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος, εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί διαθήκη μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της φορολογίας έτους .... ζ) Ο νομέας επίδικου ακινήτου. Αν το ακί­νητο εκνικηθεί με τελεσίδικη απόφαση, ο ΕΝΦΙΑ, που καταβλήθηκε, δεν επιστρέφεται 3. Ο πλήρης κύριος υποχρεούται στην καταβολή του συνολι­κού ΕΝΦΙΑ που βαρύνει το ακίνητο κατά το πο­σοστό συνιδιοκτησίας του .... 8. Για την εφαρμογή του ΕΝΦΙΑ ακίνητα που δεν ιδιοχρησιμοποιούνται από το υποκείμενο του ΕΝΦΙΑ θεωρούνται αυτά τα οποία εκμισθώνονται ή παραχωρούνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε τρίτο. Στα ακίνητα που δεν εμπίπτουν στο προηγούμενο εδάφιο θεωρού­νται ιδιοχρησιμοποιούμενα ...», κατά δε τη διάτα­ξη του άρθρου 9 § 2 του ν. 4223/2013, όπως αυτή ήδη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 § γ αριθ. 5 του ν. 4254/2014: «Μετά το άρθρο 54 του ν. 4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής: «Άρ­θρο 54Α. Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων. 1. Είναι αυτοδικαίως άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπρα­ξία με την οποία συστήνονται, μεταβάλλονται, αλλοιώνονται ή μεταβιβάζονται, από οποιαδήπο­τε αιτία, δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται δικαίωμα προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής Διοίκησης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει, ή νόμιμα απαλ­λαγεί από τον ΕΝΦΙΑ για το συγκεκριμένο ακί­νητο και έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, έχει ρυθμίσει ή έχει νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝΦΙΑ για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη. 

Αυ­τοδικαίως άκυρος είναι ο συμβολαιογραφικός τίτλος και για τη σύνταξη κατακυρωτικής έκθεσης επί εκούσιου πλειστηριασμού 2. ... 3. Εάν δεν είναι δυνατή η επισύναψη στο συμβολαιογραφικό έγ­γραφο του πιστοποιητικού του ΕΝΦΙΑ της § 1 του άρθρου αυτού για τα πέντε (5) προηγούμενα της μεταβίβασης έτη, επισυνάπτεται για τα υπόλοιπα έτη το πιστοποιητικό του άρθρου 48 του ν. 3842/ 2010 (Α' 58) με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας (ΦΑΠ), κα­θώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει το ΦΑΠ για το συγκεκριμένο ακίνητο και ότι έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του ΦΑΠ ή έχει ρυθμίσει το ΦΑΠ για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα προηγούμενα έτη. 4. ... 5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προ­σημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝΦΙΑ, το πιστοποιητικό των §§ 1 και 3 του άρθρου αυτού». 

Η τελευταία αυτή διάταξη, περί απαραδέκτου της συζητήσεως εμπράγματης αγωγής, που είναι προ­φανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παρα­βιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάτα­ξη του άρθρου 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώ­που και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Ειδικότερα, στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμε­λιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμε­λιώδη αρχή του κράτους δικαίου. 

Οι δικονομικές λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την ά­σκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλ­λου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΥΕΚ 256) ο­ρίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προ­βλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρ­χών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα πα­ντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθε­λε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».

Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυ­ρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώ­που, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδι­ορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεώς τους κατ’ εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφό­σον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μετα­ξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλο­γίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επι­διωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της, κα­τά το χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συ­γκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών). Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατά­ξεις, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της α­πλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο. Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει, δεν συ­νιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η παραπάνω διάταξη ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ε­μπράγματης αγωγής. Ενώ, δεν φαίνεται να υπάρ­χει καμία αναλογία, που επιβάλλεται να τηρείται, μεταξύ του νομοθετικά προστατευόμενου δικαιώ­ματος του ατόμου και του σκοπού που το νομοθέ­τημα εξυπηρετεί. Επομένως, η παραπάνω ρύθμιση συντελεί απλά σε άνιση μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε πλεονε­κτική θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρω­ταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό οι­κονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του σε εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών.

Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιου­σίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φό­ρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώ­ματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συ­γκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις. Δια­φορετικά θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμέ­νος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομί­σει το ως άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του, με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρα 973 και 1000 του ΑΚ), θα πρέπει να μην εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ου­σία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμέ­νος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή. 

Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρα­κτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προ­κειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Άλ­λωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικα­στικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορ­θής δικαστικής απόφασης (βλ. ΟλΣτΕ 601/2012 NοB 2012. 376, ΟλΣτΕ 3087/2011, ΟλΕλΣυν 2006/ 2008, ΑΠ 293/2014, ΑΠ 1164/2009, ΑΠ 205/2006 Α΄ δημοσίευση ΣΝΠ Νόμος, ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985, S. κατά Σουηδίας, αριθ. 11036/ 84, απόφαση της 14.12.1988, W. κατά Σουηδίας, αριθ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995, R. κατά Ιταλίας, αριθ. 15117/89, Ν…….Πολιτική Δικονομία Ι σ. 415).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται ότι η αγωγή έπρεπε να απορ­ριφθεί ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 54Α § 5 του ν. 4174/2013, επειδή δεν προσκομίστηκε από τον ενάγοντα το πιστοποιητικό καταβολής ΕΝΦΙΑ, για το παραδεκτό της συζήτησης. Η διά­ταξη του προαναφερόμενου άρθρου, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη αναφέρθηκαν, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 17, 20 και 25 του Συντάγματος, καθώς και με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ και επομένως δεν πρέπει να εφαρμοστεί.

Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το ο­ποίο όμοια έκρινε και δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, δεν έσφαλε και για το λόγο αυτό ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου