Σελίδες

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Σε ...βαθύ κόκκινο όλοι οι δείκτες της πραγματικής οικονομίας

Σε ...βαθύ κόκκινο όλοι οι δείκτες της πραγματικής οικονομίας

Πέρα πάντως από το λιανεμπόριο, οι επίσημοι δείκτες και τα στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί μέχρι τώρα, εντείνουν την ανησυχία.
se-bathu-kokkino-oloi-oi-deiktes-tis-pragmatikis-oikonomias
 
Με δεδομένη την αβεβαιότητα όσον αφορά στην κατάληξη των διαπραγματεύσεων ­­με τους δανειστές, ολοκληρώνεται το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς. Ενώ η κυβέρνηση αναζητά την επόμενη ημερομηνία «ορόσημο» τοποθετώντας την κάπου ανάμεσα στο Eurogroup της 7ης Απριλίου, στην Εαρινή Σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου της 21ης Απριλίου και τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της 22ας Μαίου, κλείνει ο Μάρτιος κλείνει υπό τις χειρότερες συνθήκες.
Το... όνειρο της επιστροφής στην ανάπτυξη από τις αρχές του 2017 έχει «θολώσει» καθώς ήδη οι δείκτες που έρχονται στο προσκήνιο ο ένας μετά τον άλλον δείχνουν σαφή σημάδια επιβράδυνσης. Μόνο ένα... παρήγορο στοιχείο υπάρχει στο προσκήνιο: η χαμηλή «βάση σύγκρισης» καθώς και το πρώτο τρίμηνο του 2016 ήταν βυθισμένο στην ύφεση.
Ο ετήσιος στόχος για ανάπτυξη 2,7% μέσα στο 2017 (σ.σ ήδη το οικονομικό επιτελείο φέρεται έτοιμο να αναθεωρήσει τον στόχο προς τα κάτω και συγκεκριμένα προς το 2,5%) θα απομακρυνθεί αν το πρώτο τρίμηνο αποδειχθεί ότι κλείνει με αρνητικό πρόσημο.  Για να επιτευχθεί αυτός ο ρυθμός, το ΑΕΠ του τρέχοντος έτους θα πρέπει να αυξηθεί κατά περίπου 4,7 δις. ευρώ σε τρέχουσες τιμές. Ωστόσο, η αβεβαιότητα για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές έχει ήδη αποτυπωθεί αρνητικά σε βασικούς δείκτες που επηρεάζουν το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν.
Η χρονιά ξεκίνησε με σημαντική αύξηση στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, πτώση των καταθέσεων, αύξηση των κόκκινων δανείων αλλά και αρνητική εικόνα σε βασικούς δείκτες όπως ο PMI αλλά και οι προβλέψεις του ΙΟΒΕ. Το ερώτημα αν αυτές οι αρνητικές ενδείξεις θα μεταφραστούν σε ύφεση για ένα ακόμη τρίμηνο –μετά και την υποχώρηση του ΑΕΠ κατά 1,1% στο 4ο τρίμηνο του 2016- δεν μπορεί να απαντηθεί ακόμη. Και αυτό διότι ο πήχης του ΑΕΠ είναι πλέον πολύ χαμηλά:   στο πρώτο τρίμηνο του 2016, το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές έφτασε μόλις στα 42,48 δις. ευρώ επίδοση αντίστοιχη με αυτή του μακρινού 1999.
Αν αναλυθεί και η σύνθεση του ΑΕΠ κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου, τότε προκύπτει ότι η σύγκριση των φετινών επιδόσεων, θα γίνει με τα πολυετή αρνητικά ρεκόρ που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια του 1ου τριμήνου του 2016. Ενδεικτικά:
1.      Οι επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) στο πρώτο τρίμηνο του 2016, ήταν οι μικρότερες από το 1995 (σε τρέχουσες τιμές και με βάση τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία)
2.      Η δαπάνη γενικής κυβέρνησης, είχε επιστρέψει στα επίπεδα του 2003 ενώ η δαπάνη των νοικοκυριών, στα επίπεδα του 2004.
3.      Μόνο το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών ήταν σαφώς μικρότερο στο πρώτο τρίμηνο του 2016 συγκριτικά με προηγούμενα έτη. Έτσι, το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών ήταν το μικρότερο από το 1998 ενώ το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών  κινείται στα μικρότερα επίπεδα της τελευταίας 25ετίας.
Είναι σαφές ότι ο δείκτης που θα καθορίσει την τελική εικόνα του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του 2017, είναι η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών οι οποίες εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν μερίδιο άνω του 70% στο συνολικό ΑΕΠ της χώρας. Τα πρώτα επίσημα στοιχεία για την πορεία των πωλήσεων στο λιανεμπόριο μέσα στο 2017, θα γίνουν γνωστά στο τέλος Μαρτίου καθώς στις 31 του μήνα είναι προγραμματισμένο να ανακοινωθεί ο δείκτης κύκλου εργασιών για τον μήνα Ιανουάριο. Προς το παρόν, υπάρχει μόνο η έντονη ανησυχία εκπροσώπων του λιανεμπορίου για την μέχρι τώρα πορεία των πωλήσεων ειδικά κατά την περίοδο των εκπτώσεων. Αρνητικές είναι οι εκτιμήσεις και από τους εκπροσώπους των supermarket. Μένει να φανεί αν αυτή η ανησυχία θα αποτυπωθεί αρνητικά στα τελικά στοιχεία και αν η φετινή εικόνα θα είναι χειρότερη από την αντίστοιχη περυσινή.
            Πέρα πάντως από το λιανεμπόριο, οι επίσημοι δείκτες και τα στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί μέχρι τώρα, εντείνουν την ανησυχία:
Εμπορικό ισοζύγιο: Τα στοιχεία για τον Ιανουάριο, έδειξαν πολύ σοβαρή επιδείνωση στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου καθώς ανήλθε στα 2,336 δις. ευρώ έναντι 1,218 δις. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2016. Η αύξηση σε ποσοστό 91,7% αποδίδεται κυρίως στις εισαγωγές πλοίων. Και χωρίς αυτές όμως, το εμπορικό ισοζύγιο του Ιανουαρίου, λειτουργεί ως «βαρίδι» για το ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου καθώς:
1.      Το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου αν εξαιρεθούν από τη μέτρηση τα πετρελαιοειδή, είναι αυξημένο κατά 988,5 εκατ. ευρώ συγκριτικά με τον Ιανουάριο του 2016. Διαμορφώθηκε στα 2,073 δις. ευρώ έναντι 1,084 δις. ευρώ τον Ιανουάριο του 2016. 
2.      Αν από τη μέτρηση εξαιρεθούν μόνο τα πλοία, το έλλειμμα διαμορφώνεται για τον Ιανουάριο του 2017 στα 2,097 δις. ευρώ αυξημένο κατά 385 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Ιανουάριοι του 2016.
3.      Αν εξαιρεθούν από τη μέτρηση τόσο τα πετρελαιοειδή όσο και τα πλοία, το έλλειμμα παρουσιάζεται αυξημένο κατά 204,3 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2016 κλείνοντας στα 1,191 δις. ευρώ έναντι 987 εκατ. ευρώ τον αντίστοιχο περυσινό μήνα.
Ληξιπρόθεσμες οφειλές δημοσίου: Αντιστροφή της πτωτικής τάσης που είχε παρατηρηθεί τους τελευταίους μήνες στο υπόλοιπο των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τους ιδιώτες κατέγραψε το υπουργείο Οικονομικών κατά τον μήνα Ιανουάριο. Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις ανήλθαν στα 3,602 δις. ευρώ έναντι 3,31 δις. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2016. Η αύξηση, οφείλεται στο γεγονός ότι ήδη από τον Δεκέμβριο, είχαν εξαντληθεί τα κεφάλαια που είχε στη διάθεσή του το υπουργείο Οικονομικών από τη δόση που είχε εκταμιευτεί τον περασμένο Οκτώβριο. Επίσης, οφείλεται στη διαδικασία «παγώματος» των δημοσίων δαπανών πρακτική στην οποία καταφεύγει και πάλι το υπουργείο Οικονομικών για να διατηρήσει ρευστότητα στα κρατικά ταμεία. Αν στα 3,602 δις. ευρώ των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, προστεθούν και τα 1,206 δις. ευρώ που είναι οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων, τότε οι συνολικές οφειλές ανέρχονται τον Ιανουάριο στα 4,808 δις. ευρώ έναντι 4,536 δις. ευρώ τον Δεκέμβριο. Η αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου επηρεάζει με δύο τρόπους το ΑΕΠ καθώς και μειώνεται η δαπάνη των φορέων της γενικής κυβέρνησης, και επηρεάζεται η αγοραστική δύναμη του ιδιωτικού τομέα λόγω αύξησης των οφειλών.
Δείκτης PMI: Η εταιρεία Markit που παρακολουθεί τον δείκτη PMI, κατέγραψε τον Φεβρουάριο συνεχή υποχώρηση των παραγγελιών, μείωση της παραγωγής για έκτο διαδοχικό μήνα και περιορισμό στον αριθμό των εργαζομένων, έστω και με ασθενέστερο ρυθμό. Ο δείκτης, κατέγραψε τον Φεβρουάριο τιμή 47,7 μονάδων (επίδοση που υποδηλώνει ύφεση καθώς είναι χαμηλότερη από την τιμή μηδενικής μεταβολής που είναι το 50) ενώ και τον Ιανουάριο είχε σημειωθεί τιμή 46,6 μονάδων.
Αγορά εργασίας: Με βάση τα στοιχεία της Εργάνης, το ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων ήταν αρνητικό στο πρώτο δίμηνο του 2017 ενώ και τα πρώτα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι έχει ανακοπεί ο ρυθμός μείωσης της ανεργίας. Αυτό που επηρεάζει αρνητικά το ΑΕΠ πάντως –λόγω της επίπτωσης που έχουν τα εισοδήματα στη διαμόρφωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος- είναι η συνεχιζόμενη αύξηση μεριδίου της μερικής απασχόλησης και της εκ περιτροπής εργασίας στη συνολική απασχόληση η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των μέσων αποδοχών.
Καταθέσεις: Μπορεί από τον Δεκέμβριο να άλλαξε ο τρόπος αποτύπωσης των καταθέσεων και να μην συμπεριλαμβάνονται στα στοιχεία που ανακοινώνει η ΕΛΣΤΑΤ οι καταθέσεις του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ωστόσο η πτωτική τάση στις καταθέσεις είναι εμφανής στο πρώτο δίμηνο. Συνολικά, εκτιμάται ότι έχουν χαθεί τουλάχιστον δύο δις. ευρώ από τις αρχές του χρόνου. Οι απώλειες σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης είναι ακόμη μεγαλύτερες και φτάνουν στα 4 δις. ευρώ. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου