Σελίδες

Τρίτη 9 Μαΐου 2017

Ειδικότερα θέματα λειτουργίας και άσκησης των αρμοδιοτήτων της Α.Α.Δ.Ε. - Κανονισμός Λειτουργίας της

Ειδικότερα θέματα λειτουργίας και άσκησης των αρμοδιοτήτων της Α.Α.Δ.Ε. - Κανονισμός Λειτουργίας της




Δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ η απόφαση για τον Κανονισμό Λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.).

Με τον Κανονισμό, καθορίζονται ειδικότερα θέματα λειτουργίας και άσκησης των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4389/2016, όπως η μορφή, η αποστολή και η λειτουργική ανεξαρτησία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, οι αρμοδιότητες, το προσωπικό και η οργάνωση της Αρχής, τα όργανα Διοίκησης της Αρχής κ.ά.

Σχετικά με τη λειτουργική ανεξαρτησία της Α.Α.Δ.Ε. και τις σχέσεις της με τη Βουλή, τον Υπουργό Οικονομικών, τις Διοικητικές Αρχές και τους λοιπούς Κυβερνητικούς Φορείς, ορίζονται τα ακόλουθα:

"Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Διοικητής και ο Εμπειρογνώμονας απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους δεσμεύονται μόνο από τον νόμο και τη συνείδησή τους και δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε σε διοικητική εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές ή άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό.

Τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, καθώς και ο Διοικητής της Αρχής, μετά από αίτημα διαρκούς ή άλλης Επιτροπής της Βουλής, ή κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας, καταθέτουν ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 138Α σε συνδυασμό με το άρθρο 41Α του Κανονισμού αυτής, σχετικά με θέματα που αφορούν στις αρμοδιότητες της Αρχής, κατά λόγο αρμοδιότητας.

Η Αρχή:
αα) δεν υπόκειται σε ιεραρχικό έλεγχο ή εποπτεία από τον Υπουργό Οικονομικών,
ββ) υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 138Α του Κανονισμού της Βουλής, το στρατηγικό σχέδιό της, με το οποίο αποτυπώνεται η μακροπρόθεσμη στρατηγική κατεύθυνση αυτής και το οποίο περιλαμβάνει τους στρατηγικούς στόχους της, το όραμα, την αποστολή και τις βασικές αξίες της,
γγ) σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον της ζητηθεί, υποχρεούται να υποβάλλει στον Πρωθυπουργό, στον Υπουργό Οικονομικών και στον Πρόεδρο της Βουλής, ειδικές εκθέσεις κατά τη διάρκεια του έτους για θέματα της αρμοδιότητάς της,
δδ) συντάσσει αναλυτική ετήσια έκθεση απολογισμού των δραστηριοτήτων της για το προηγούμενο έτος και προγραμματισμού για το επόμενο έτος. Στην έκθεση απολογισμού παρουσιάζεται το έργο που επιτελέστηκε και τα αποτελέσματα στους κρίσιμους τομείς δράσης της, ενώ στον προγραμματισμό δραστηριοτήτων της παρουσιάζονται οι σημαντικότεροι στόχοι και δράσεις παρέμβασης, οι οποίες εξειδικεύονται στο ετήσιο επιχειρησιακό σχέδιο. Δεν περιλαμβάνονται εξειδικευμένα στοιχεία, η γνωστοποίηση των οποίων μπορεί να παρεμποδίσει την υλοποίηση του προγράμματος και την επίτευξη των στόχων είσπραξης, ούτε στοιχεία που καλύπτονται από το φορολογικό απόρρητο,
εε) παρέχει, υποχρεωτικά, στον Υπουργό Οικονομικών, συγκεντρωτικά και αναλυτικά στοιχεία σε επίπεδο Α.Φ.Μ. (μικροδεδομένα), στα πλαίσια της άσκησης των αρμοδιοτήτων του, μετά από διαδικασία ψευδωνυμοποίησής τους,
στστ) ενημερώνει περιοδικά τον Υπουργό Οικονομικών, δια της υποβολής τριμηνιαίων εκθέσεων για τις δραστηριότητές της και για θέματα που τυχόν ανακύπτουν κατά τη λειτουργία και τη δράση της,
ζζ) διατυπώνει γνώμη, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεσμευτική για τον Υπουργό Οικονομικών, επί νομοθετικών διατάξεων για ζητήματα φορολογικής και τελωνειακής πολιτικής, τις οποίες της γνωστοποιεί ο Υπουργός πριν από την υποβολή τους προς ψήφιση στη Βουλή και πριν από την εφαρμογή τους. Η ως άνω γνώμη διατυπώνεται εντός της προθεσμίας που προβλέπεται, κατά περίπτωση, στο δεύτερο ή στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 4389/2016, όπως εκάστοτε ισχύουν, αρχομένης από τον χρόνο που έλαβε γνώση η Αρχή. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας θεωρείται ότι η Αρχή έχει διατυπώσει γνώμη σύμφωνη προς το περιεχόμενο των νομοθετικών διατάξεων.
Τα ως άνω εδάφια της παρούσας υποπερίπτωσης εφαρμόζονται και για τη νομοθετική πρωτοβουλία λοιπών Υπουργείων, όταν αυτή αφορά σε ζητήματα εμπίπτοντα στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Αρχής. Στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις υποβάλλονται προς την Αρχή για τη διατύπωση γνώμης μέσω του Υπουργού Οικονομικών, τηρουμένης της ως άνω διαδικασίας,
ηη) πριν από την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων και εγκυκλίων, που αφορούν εν γένει στην ερμηνεία και στην εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας και της νομοθεσίας που άπτεται των αρμοδιοτήτων της Γενικής Διεύθυνσης του Γενικού Χημείου του Κράτους, τις γνωστοποιεί στον Υπουργό Οικονομικών για παροχή απόψεων, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεσμευτικές για την Αρχή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 6 και 8 του άρθρου 5 του ν. 4389/2016,
θθ) για τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις της, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 77 και της περίπτωσης ιβ' του άρθρου 20 του ν. 4270/2014 (Α' 143), δεν χρειάζεται την σύμπραξη του Υπουργού Οικονομικών, εφόσον η δαπάνη που προκαλείται από αυτές είναι εντός των ανώτατων ορίων δαπανών του προϋπολογισμού της ή του εκάστοτε ΜΠΔΣ. Σε αντίθετη περίπτωση η παράλειψη σύμπραξης του Υπουργού Οικονομικών συνιστά παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσης της πράξης και λόγο ακυρότητας αυτής,
ιι) δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της: i) το στρατηγικό σχέδιο, το ετήσιο επιχειρησιακό σχέδιο και τις τυχόν αναθεωρήσεις τους, τους στόχους των Υπηρεσιών και τους κρίσιμους δείκτες απόδοσης της φορολογικής διοίκησης, καθώς και τη μηνιαία εξέλιξη τους,
ii)    τις μηνιαίες εκθέσεις για την εξέλιξη και τη διακύμανση των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων,
iii)    τις μηνιαίες οικονομικές αναφορές δαπανών, στα πλαίσια εκτέλεσης του προϋπολογισμού της και
ιαια) συνεργάζεται με τις διοικητικές αρχές που ασκούν αρμοδιότητες σε συγκεκριμένους τομείς της εθνικής οικονομίας και παρέχει τη συνδρομή της, εφόσον της ζητηθεί, στις εν λόγω αρχές, στα πλαίσια άσκησης των αρμοδιοτήτων της.

Το Συμβούλιο Διοίκησης της Αρχής:
α) κατατάσσει τους δύο (2) επικρατέστερους υποψηφίους για τη θέση του Διοικητή αυτής με σειρά προτεραιότητας, κατά την διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15 του ν. 4389/2016 και υποβάλλει σχετική πρόταση στον Υπουργό Οικονομικών και
β) κατά τα λοιπά, οι σχέσεις του Συμβουλίου Διοίκησης με τη Βουλή, τον Υπουργό Οικονομικών, τις Διοικητικές Αρχές και τους λοιπούς Κυβερνητικούς Φορείς ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 9 του ν. 4389/2016, καθώς και από τις διατάξεις άλλων άρθρων του ίδιου νόμου.

Ο Διοικητής της Αρχής :
α) υποβάλει στη Βουλή, για πληροφοριακούς λόγους, το σχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής που είχε υποβληθεί στο Γ.Λ.Κ.,
β) εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών νομοθετικές διατάξεις για ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της Αρχής,
γ) κατά τα λοιπά, οι σχέσεις του Διοικητή με τη Βουλή, τον Υπουργό Οικονομικών, τις Διοικητικές Αρχές και τους λοιπούς Κυβερνητικούς Φορείς ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 14 του ν. 4389/2016, καθώς και από τις διατάξεις άλλων άρθρων του ίδιου νόμου.

Ο Υπουργός Οικονομικών:
α) Μπορεί να υποβάλει στρατηγικές προτάσεις και να παρέχει στρατηγικές οδηγίες στην Αρχή σχετικά με τον στρατηγικό σχεδιασμό για την υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής σε ζητήματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Αρχής και σε εξαιρετικές περιστάσεις. Οι στρατηγικές οδηγίες και οι προτάσεις δεν μπορούν να επεκταθούν σε οργανωτικά και λειτουργικά ζητήματα της Αρχής ή σε θέματα του προσωπικού αυτής,
β) κατά τα λοιπά, οι σχέσεις του Υπουργού Οικονομικών με την Αρχή ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 4389/2016, καθώς και από τις διατάξεις άλλων άρθρων του ίδιου νόμου.

Οι σχέσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, των Διοικητικών Αρχών και των λοιπών Κυβερνητικών Φορέων με την Αρχή ρυθμίζονται από τις διατάξεις του ν. 4389/2016.

Η εν γένει νομική και δικαστική υποστήριξη των υποθέσεων της Αρχής και το γνωμοδοτικό έργο διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), σύμφωνα με τις διατάξεις του Οργανισμού του (ν. 3086/2002, Α' 324), κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της παρ. 2 έως 5 του άρθρου 36 του ν. 4389/2016."

Δείτε την απόφαση Δ.ΟΡΓ.Α 1063470 ΕΞ 2017/27.4.2017 από το φορολογικό αρχείο του κόμβου

https://www.taxheaven.gr

Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1063470 ΕΞ 2017
Κανονισμός Λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)

Αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1063470 ΕΞ 2017

(ΦΕΚ Β' 1579/09-05-2017)

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1.    -    Τις διατάξεις:
α) Του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους Πρώτου του ν. 4389/2016 (Α' 94) και ειδικότερα της περίπτωσης γγ' της υποπαραγράφου θ' της παρ. 4 του άρθρου 14, της υποπαραγράφου α' της παρ. 2 και της παρ. 3 του άρθρου 6, της υποπαραγράφου α' της παρ. 3 του άρθρου 9, των παρ. 2 και 5 του άρθρου 12, της παρ. 4 του άρθρου 35, της παρ. 6 και του πρώτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 41, καθώς και των άρθρων 2 και 7 αυτού.
β) Της αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10-3-2017 (Β' 968 και 1238) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».

2.    -    Τις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών:
α) αριθμ. 2/77928/0004/27-9-2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 507) «Διορισμός μελών του Συμβουλίου Διοίκησης της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» και
β) αριθμ. 2/77929/0004/27-9-2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 507) «Ορισμός Εμπειρογνώμονα για την παροχή εξειδικευμένων συμβουλευτικών υπηρεσιών στο Συμβούλιο Διοίκησης της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων».

3.    -    Την από 12/4/2017 συνεδρίαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, κατά την οποία παρείχε τη σύμφωνη γνώμη του για τον Κανονισμό Λειτουργίας αυτής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 6 και στην υποπαράγραφο α' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ν. 4389/2016.

4.    -    Την αριθ. 1 της 20-1-2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.

5.    -    Την ανάγκη έκδοσης του Κανονισμού Λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), με τον οποίο καθορίζονται ειδικότερα θέματα λειτουργίας και άσκησης των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4389/2016.

6.    -    Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται πρόσθετη δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1
Μορφή, αποστολή και λειτουργική ανεξαρτησία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων


1.    -    Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), στο εξής, Α.Α.Δ.Ε. ή Αρχή, η οποία συστάθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α' του Μέρους πρώτου του ν. 4389/2016 (Α' 94) «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις», με έδρα στην Αθήνα, αποτελεί Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα.

2.    -    Η Αρχή απολαμβάνει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα, κρατικούς φορείς ή άλλες διοικητικές αρχές, παρά μόνο σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής και με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 4 του ν. 4389/2016.

3.    -    Αποστολή της Αρχής είναι ο προσδιορισμός, η βεβαίωση και η είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της.

4.    -    Η Αρχή, κατά την εκπλήρωση της αποστολής της, αποβλέπει στην επίτευξη των στόχων είσπραξης των εσόδων, στην ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου.

5.    -    Η Αρχή, κατά τη λειτουργία της, ενεργεί με προσήλωση στις αρχές και στις αξίες, από τις οποίες διέπεται, όπως είναι η ακεραιότητα, η λογοδοσία, η διαφάνεια, η αντικειμενικότητα, η αμεροληψία και η δικαιοσύνη και καταβάλλει συνεχή προσπάθεια για την αναβάθμιση του επιπέδου του προσωπικού της και για τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων εκ μέρους της υπηρεσιών.

Άρθρο 2
Αρμοδιότητες, Προσωπικό και Οργάνωση της Αρχής


1.    -    Η Αρχή διέπεται από τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους πρώτου του ν. 4389/2016 και ασκεί, για την εκπλήρωση της αποστολής της, τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με τις διατάξεις αυτές, όλες τις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) του Υπουργείου Οικονομικών, που προβλέπονται, κατά την 1/1/2017, ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Αρχής, στις διατάξεις της υποπαραγράφου Ε2 της παραγράφου Ε' του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α' 222), σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της κείμενης νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων και των κανονιστικών πράξεων του Υπουργού Οικονομικών, του Αναπληρωτή Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών, καθώς και τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με οποιαδήποτε άλλη γενική ή ειδική διάταξη και ιδίως όσες, ενδεικτικά, αναφέρονται στο άρθρο 2 του συστατικού της νόμου και εξειδικεύονται στα υπόλοιπα άρθρα του Κεφαλαίου Α' αυτού, καθώς και με τις διατάξεις του Οργανισμού της, των Εσωτερικών Κανονισμών επιμέρους υπηρεσιών της και του παρόντος Κανονισμού Λειτουργίας αυτής.

2.    -    Οι αρμοδιότητες που περιέρχονται στην Αρχή ή στα όργανα αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 4389/2016, καθώς και αυτές που έχουν ήδη μεταβιβασθεί στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και κείνται εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων της Αρχής, δεν μπορούν να αναμεταβιβασθούν στον Υπουργό Οικονομικών ή στον Αναπληρωτή Υπουργό ή στον Υφυπουργό Οικονομικών ή σε άλλα κυβερνητικά όργανα με μεταγενέστερη κανονιστική διοικητική πράξη.

3.    -    α) Γενικές και ειδικές διατάξεις που ισχύουν για τη Γ.Γ.Δ.Ε., τις υπηρεσίες και το προσωπικό αυτής, κατά την 1/1/2017, ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Α.Α.Δ.Ε., ισχύουν και για τις υπηρεσίες και το προσωπικό της Αρχής, ανάλογα, κατά το μέρος που δεν έχουν τροποποιηθεί με νεώτερες διατάξεις.
β) Η Αρχή συγκροτείται από όλες τις οργανικές μονάδες, Κεντρικές, Ειδικές Αποκεντρωμένες και Περιφερειακές, που καθορίζονται από τον Οργανισμό αυτής.

4.    -    α) Η Αρχή στελεχώνεται από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους και υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ισχύει, από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί προσωπικού ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, από τις διατάξεις του ν. 4389/2016 και από τυχόν ειδικές διατάξεις που αφορούν στο προσωπικό της Αρχής, καθώς και από τις διατάξεις του Οργανισμού αυτής.
Οι θέσεις των Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους (Ελεγκτές) καλύπτονται από υπαλλήλους της Αρχής με απόφαση του Διοικητή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 24 του ν. 4389/2016.
β) Το προσωπικό της Αρχής, ανεξάρτητα από τη σχέση εργασίας που έχει με την Αρχή, καταλαμβάνεται από τις διατάξεις του φορολογικού απορρήτου, όπως εκάστοτε ισχύουν.
γ) Οι υπάλληλοι της Αρχής που παραβαίνουν εκ δόλου τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που καθορίζονται από τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α' του Μέρους πρώτου του ν. 4389/2016 και από λοιπές γενικές και ειδικές κείμενες διατάξεις, υπέχουν, ανεξάρτητα από την ποινική και πειθαρχική ευθύνη. Για κάθε υπαίτια πράξη ή παράλειψη των υπαλλήλων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 103 επόμενα του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως εκάστοτε ισχύουν.
δ) Η πειθαρχική δίωξη υπαλλήλων που υπηρετούν στην Αρχή ασκείται από τα όργανα που προβλέπονται στην υποπαράγραφο δ' της παραγράφου 2 και στην παράγραφο 3 του άρθρου 33 του ν. 4389/2016.
ε) Κατά τα λοιπά, τα θέματα που αφορούν στο προσωπικό της Αρχής ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α' του Μέρους πρώτου του ν. 4389/2016.

5.- Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 4389/2016:
α) Η οργάνωση, η δομή και οι αρμοδιότητες των υπηρεσιών της Αρχής ρυθμίζονται με τον Οργανισμό αυτής (παρ. 1).
β) Η λειτουργία της Αρχής (παρ. 2) ρυθμίζεται από Εσωτερικούς Κανονισμούς, ως ακολούθως:
αα) τον παρόντα Κανονισμό Λειτουργίας αυτής, με τον οποίο καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα λειτουργίας και άσκησης των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και
ββ) τους επιμέρους Εσωτερικούς Κανονισμούς:
i)    των υπηρεσιών της Αρχής, στις περιπτώσεις που προβλέπεται ρητά από διατάξεις, καθώς και στις περιπτώσεις που απαιτείται, όπως, κυρίως, των Περιφερειακών και Ειδικών Αποκεντρωμένων Υπηρεσιών, λόγω της φύσεως του αντικειμένου τους, με τους οποίους καθορίζονται τα καθήκοντα του προσωπικού, οι κανόνες λειτουργίας των υπηρεσιών και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα, που σχετίζεται με την λειτουργία τους και
ii)    επιμέρους τομέων και λειτουργιών υπηρεσιών της Αρχής, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, όπως ενδεικτικά, Κανονισμός για τη λειτουργία του Κέντρου Εξυπηρέτησης Φορολογουμένων (Κ.Ε.Φ.).

Άρθρο 3
Όργανα Διοίκησης της Αρχής 


Α.- 1.- Τα όργανα Διοίκησης της Αρχής είναι το Συμβούλιο Διοίκησης και ο Διοικητής αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 4389/2016.
2.- Κατά τα πρώτα πέντε (5) έτη λειτουργίας της Αρχής, με δυνατότητα πενταετούς παράτασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του παραπάνω νόμου, στο Συμβούλιο Διοίκησης θα παρέχει εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες, σε ζητήματα βέλτιστων διεθνών πρακτικών, Εμπειρογνώμονας με εμπειρία σε ζητήματα φορολογικής διοίκησης που έχει αποκτηθεί στο εξωτερικό.

Β.- Ι.- Συμβούλιο Διοίκησης
1.- α) Το Συμβούλιο Διοίκησης είναι πενταμελές, αποτελούμενο από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) τακτικά μέλη. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης συμμετέχει ο Διοικητής της Αρχής, ως εκ της ιδιότητάς του, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
β) Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης (Σ.Δ.) ορίζεται πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία φορά. Ως προς την πρώτη θητεία των μελών του πρώτου Σ.Δ. της Αρχής εφαρμόζονται τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 4389/2016.
γ) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και δεν αναστέλλεται η άσκηση οποιουδήποτε δημοσίου λειτουργήματος, καθώς και η άσκηση καθηκόντων σε οποιαδήποτε θέση του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και των επιχειρήσεων τους, των Ν.Π.Δ.Δ. και των κρατικών Ν.Π.Ι.Δ. ή δημοσίων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων, τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος. Επίσης, δεν συνιστά γι' αυτούς ασυμβίβαστο η άσκηση καθηκόντων μέλους Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, με καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης και η άσκηση καθηκόντων μέλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
δ) Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε έμμισθο ή άμισθο λειτούργημα ή οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα που δεν συμβιβάζεται με την ιδιότητα ή τα καθήκοντα μέλους του Σ.Δ. της Αρχής. Ιδίως, δεν επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσίες ή να έχουν οποιαδήποτε έννομη σχέση με εταιρεία ή επιχείρηση, εκ της οποίας μπορεί να προκληθεί σύγκρουση συμφερόντων.
ε) Μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, που προτίθεται να παραιτηθεί από το αξίωμά του, ενημερώνει σχετικά τον Υπουργό Οικονομικών και το Συμβούλιο Διοίκησης, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την παραίτησή του.
2.    -    α) Το Συμβούλιο Διοίκησης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, έχει την υποχρέωση να υπηρετεί με συνέπεια τους σκοπούς της Αρχής και να ασκεί τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται από τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 4389/2016, καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο άρθρο του Κεφαλαίου Α' του Μέρους πρώτου του ίδιου νόμου και από την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία, με γνώμονα την επίτευξη των στόχων αυτής και την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία και δράση της.
β) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας.
3.    -    Το Συμβούλιο Διοίκησης δεν δύναται να ζητά και να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες, που αφορούν σε συγκεκριμένες υποθέσεις ή περιπτώσεις φορολογουμένων.
4.    -    Με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης ορίζεται ως αναπληρωτής του Διοικητή ένας από τους Προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης της Αρχής για το χρονικό διάστημα από τη λήξη της θητείας του μέχρι τον διορισμό του διαδόχου του ή για όσο διάστημα ο Διοικητής τελεί σε προσωρινή αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων του, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 16 του ν. 4389/2016. Σε περίπτωση κατά την οποία και ο ορισθείς ως αναπληρωτής αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του ή για οποιονδήποτε λόγο παύσει να εκτελεί αυτά, με όμοια απόφαση ορίζεται ως αναπληρωτής ένας από τους Προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης της Αρχής, μέχρι τον διορισμό του νέου Διοικητή της Αρχής ή την ανάληψη των καθηκόντων του υφισταμένου. Τα ενδιάμεσα αυτά διαστήματα δεν επιτρέπεται κατά κανόνα να υπερβαίνουν τους δύο (2) μήνες.
II.- Διοικητής
1.    -    α) Ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων τελεί σε καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.
β) Η θητεία του Διοικητή ορίζεται πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης, με πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των μελών του.
γ) Εξαιρετικά, κατά την πρώτη λειτουργία της Αρχής, Διοικητής αυτής ορίζεται ο υπηρετών, κατά την 1/1/2017, Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, για το υπόλοιπο της θητείας του, η οποία ανανεώνεται για δύο ακόμη έτη, με μόνη απόφασή του Συμβουλίου Διοίκησης, που λαμβάνεται δύο μήνες πριν από τη λήξη της. Σε περίπτωση μη ανανέωσης, το Συμβούλιο Διοίκησης εκδίδει ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, με πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των μελών του. Σε κάθε περίπτωση, μετά από την κατά το πρώτο εδάφιο της παρούσας υποπερίπτωσης ανανέωση, η θητεία του Διοικητή μπορεί να ανανεωθεί με τη διάρκεια και τις λοιπές προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν. 4389/2016.
δ) Κατά τη διάρκεια της θητείας του Διοικητή αναστέλλεται η άσκηση έμμισθου ή άμισθου δημόσιου λειτουργήματος, η άσκηση καθηκόντων σε οποιαδήποτε θέση του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και των επιχειρήσεών τους, των Ν.Π.Δ.Δ. και των κρατικών Ν.Π.Ι.Δ. ή δημοσίων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων, τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος, καθώς και οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα. Ο Διοικητής οφείλει, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, να παύσει οποιαδήποτε έννομη σχέση με επιχείρηση/εταιρεία/νομική οντότητα, από την οποία μπορεί να προκληθεί σύγκρουση συμφερόντων.
ε) Ο χρόνος της θητείας του Διοικητή λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για κάθε έννομη συνέπεια.
στ) Ο Διοικητής όταν προτίθεται να παραιτηθεί από το αξίωμά του, ενημερώνει σχετικά τον Υπουργό Οικονομικών και το Συμβούλιο Διοίκησης, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την παραίτησή του.
2.    -    α) Ο Διοικητής ασκεί όλες τις αρμοδιότητες της Αρχής, που προβλέπονται στις διατάξεις του Κεφαλαίου Α' του Μέρους πρώτου του ν. 4389/2016 ή σε άλλες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, πλην αυτών που ρητώς ορίζεται ότι ασκούνται από το Συμβούλιο Διοίκησης και ιδίως ασκεί όσες, ενδεικτικά, αναφέρονται στο άρθρο 14 του ν. 4389/2016 και σε οποιοδήποτε άλλο άρθρο του ίδιου νόμου, τις οποίες μπορεί να μεταβιβάζει σε υφιστάμενα όργανα της Αρχής ή να εξουσιοδοτεί αυτά, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο προαναφερθέν άρθρο.
β) Είναι Διατάκτης των πιστώσεων του προϋπολογισμού δαπανών της Αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4270/2014 (Α' 143), όπως εκάστοτε ισχύουν.
γ) Εκπροσωπεί την Αρχή δικαστικώς και εξωδίκως και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Ειδικότερα, σχετικά θέματα ρυθμίζονται με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του ν. 4389/2016.
III.- Εμπειρογνώμονας
Ο Εμπειρογνώμονας:
α) Δύναται να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου.
β) Έχει τα ίδια δικαιώματα πρόσβασης στα έγγραφα και στα στοιχεία της Αρχής με τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, καθώς και τις ίδιες υποχρεώσεις.
γ) Έχει την υποχρέωση, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να τηρεί της αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας.
δ) Αν προτίθεται να παραιτηθεί από το αξίωμά του, ενημερώνει σχετικά τον Υπουργό Οικονομικών και το Συμβούλιο Διοίκησης, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την παραίτησή του.

Γ.- 1.- Το Συμβούλιο Διοίκησης, ο Διοικητής της Αρχής και ο Εμπειρογνώμονας δεσμεύονται από τις διατάξεις περί φορολογικού απορρήτου, όπως εκάστοτε ισχύουν.
2.    -    α) Ο Διοικητής, ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και ο Εμπειρογνώμονας, που παραβαίνουν εκ δόλου τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους, που καθορίζονται από τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α' του Μέρους πρώτου του ν. 4389/2016 και από λοιπές, γενικές και ειδικές κείμενες διατάξεις, υπέχουν, ανεξάρτητα από την ποινική, και πειθαρχική ευθύνη. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται από τον Υπουργό Οικονομικών.
β) Η παράβαση από τα ως άνω πρόσωπα των διατάξεων του άρθρου 35 «Σύγκρουση συμφερόντων» του ν. 4389/2016 και των σχετικών διατάξεων του παρόντος Κανονισμού συνιστά σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 4 του προαναφερθέντος άρθρου.
3.    -    α) Ο Διοικητής, ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και ο Εμπειρογνώμονας:
αα) Πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Ιδιαίτερα οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης, εφόσον:
i)    η ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντός τους συνδέεται με την έκβαση της υπόθεσης ή
ii)    είναι σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ' ευθεία μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε έως και τέταρτου βαθμού, με κάποιον από τους ενδιαφερομένους ή
iii)    έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους.
ββ) Οφείλουν να υπογράψουν σύμφωνο εμπιστευτικότητας και δήλωση για τη μη ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων προτού αναλάβουν τα καθήκοντά τους.
γγ) Εφόσον είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδος, υποχρεούνται σε δήλωση και έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3213/2003 (Α' 309), όπως εκάστοτε ισχύει, τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας τους όσο και για δύο (2) έτη μετά από τη λήξη της θητείας τους και υπόκεινται σε κατά προτεραιότητα έλεγχο από τη Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.
β) Οι διατάξεις των περιπτώσεων ε' και η' της παραγράφου 2 του άρθρου 61 του ν. 4342/2015 (Α' 143), που ισχύουν για τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., εφαρμόζονται αναλόγως και για τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και τον Εμπειρογνώμονα.
Μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους εκπροσωπεί το μέλος του Συμβουλίου, εφόσον εξετάζεται, διώκεται ή ενάγεται, κατόπιν έγγραφου αιτήματος αυτού, χωρίς να αποκλείεται η εκπροσώπηση του διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου.

Άρθρο 4
Λειτουργική Ανεξαρτησία - Σχέσεις της Αρχής με τη Βουλή, τον Υπουργό Οικονομικών, Διοικητικές Αρχές και λοιπούς Κυβερνητικούς Φορείς 


Α.- 1.- α) Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Διοικητής και ο Εμπειρογνώμονας απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους δεσμεύονται μόνο από τον νόμο και τη συνείδησή τους και δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε σε διοικητική εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές ή άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό.
β) Τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, καθώς και ο Διοικητής της Αρχής, μετά από αίτημα διαρκούς ή άλλης Επιτροπής της Βουλής, ή κατόπιν δικής τους πρωτοβουλίας, καταθέτουν ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 138Α σε συνδυασμό με το άρθρο 41Α του Κανονισμού αυτής, σχετικά με θέματα που αφορούν στις αρμοδιότητες της Αρχής, κατά λόγο αρμοδιότητας.
2.- α) Η Αρχή:
αα) δεν υπόκειται σε ιεραρχικό έλεγχο ή εποπτεία από τον Υπουργό Οικονομικών,
ββ) υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 138Α του Κανονισμού της Βουλής, το στρατηγικό σχέδιό της, με το οποίο αποτυπώνεται η μακροπρόθεσμη στρατηγική κατεύθυνση αυτής και το οποίο περιλαμβάνει τους στρατηγικούς στόχους της, το όραμα, την αποστολή και τις βασικές αξίες της,
γγ) σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον της ζητηθεί, υποχρεούται να υποβάλλει στον Πρωθυπουργό, στον Υπουργό Οικονομικών και στον Πρόεδρο της Βουλής, ειδικές εκθέσεις κατά τη διάρκεια του έτους για θέματα της αρμοδιότητάς της,
δδ) συντάσσει αναλυτική ετήσια έκθεση απολογισμού των δραστηριοτήτων της για το προηγούμενο έτος και προγραμματισμού για το επόμενο έτος. Στην έκθεση απολογισμού παρουσιάζεται το έργο που επιτελέστηκε και τα αποτελέσματα στους κρίσιμους τομείς δράσης της, ενώ στον προγραμματισμό δραστηριοτήτων της παρουσιάζονται οι σημαντικότεροι στόχοι και δράσεις παρέμβασης, οι οποίες εξειδικεύονται στο ετήσιο επιχειρησιακό σχέδιο. Δεν περιλαμβάνονται εξειδικευμένα στοιχεία, η γνωστοποίηση των οποίων μπορεί να παρεμποδίσει την υλοποίηση του προγράμματος και την επίτευξη των στόχων είσπραξης, ούτε στοιχεία που καλύπτονται από το φορολογικό απόρρητο,
εε) παρέχει, υποχρεωτικά, στον Υπουργό Οικονομικών, συγκεντρωτικά και αναλυτικά στοιχεία σε επίπεδο Α.Φ.Μ. (μικροδεδομένα), στα πλαίσια της άσκησης των αρμοδιοτήτων του, μετά από διαδικασία ψευδωνυμοποίησής τους,
στστ) ενημερώνει περιοδικά τον Υπουργό Οικονομικών, δια της υποβολής τριμηνιαίων εκθέσεων για τις δραστηριότητές της και για θέματα που τυχόν ανακύπτουν κατά τη λειτουργία και τη δράση της,
ζζ) διατυπώνει γνώμη, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεσμευτική για τον Υπουργό Οικονομικών, επί νομοθετικών διατάξεων για ζητήματα φορολογικής και τελωνειακής πολιτικής, τις οποίες της γνωστοποιεί ο Υπουργός πριν από την υποβολή τους προς ψήφιση στη Βουλή και πριν από την εφαρμογή τους. Η ως άνω γνώμη διατυπώνεται εντός της προθεσμίας που προβλέπεται, κατά περίπτωση, στο δεύτερο ή στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 4389/2016, όπως εκάστοτε ισχύουν, αρχομένης από τον χρόνο που έλαβε γνώση η Αρχή. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας θεωρείται ότι η Αρχή έχει διατυπώσει γνώμη σύμφωνη προς το περιεχόμενο των νομοθετικών διατάξεων.
Τα ως άνω εδάφια της παρούσας υποπερίπτωσης εφαρμόζονται και για τη νομοθετική πρωτοβουλία λοιπών Υπουργείων, όταν αυτή αφορά σε ζητήματα εμπίπτοντα στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Αρχής. Στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις υποβάλλονται προς την Αρχή για τη διατύπωση γνώμης μέσω του Υπουργού Οικονομικών, τηρουμένης της ως άνω διαδικασίας,
ηη) πριν από την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων και εγκυκλίων, που αφορούν εν γένει στην ερμηνεία και στην εφαρμογή των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας και της νομοθεσίας που άπτεται των αρμοδιοτήτων της Γενικής Διεύθυνσης του Γενικού Χημείου του Κράτους, τις γνωστοποιεί στον Υπουργό Οικονομικών για παροχή απόψεων, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεσμευτικές για την Αρχή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 6 και 8 του άρθρου 5 του ν. 4389/2016,
θθ) για τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις της, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 77 και της περίπτωσης ιβ' του άρθρου 20 του ν. 4270/2014 (Α' 143), δεν χρειάζεται την σύμπραξη του Υπουργού Οικονομικών, εφόσον η δαπάνη που προκαλείται από αυτές είναι εντός των ανώτατων ορίων δαπανών του προϋπολογισμού της ή του εκάστοτε ΜΠΔΣ. Σε αντίθετη περίπτωση η παράλειψη σύμπραξης του Υπουργού Οικονομικών συνιστά παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσης της πράξης και λόγο ακυρότητας αυτής,
ιι) δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της: i) το στρατηγικό σχέδιο, το ετήσιο επιχειρησιακό σχέδιο και τις τυχόν αναθεωρήσεις τους, τους στόχους των Υπηρεσιών και τους κρίσιμους δείκτες απόδοσης της φορολογικής διοίκησης, καθώς και τη μηνιαία εξέλιξη τους,
ii)    τις μηνιαίες εκθέσεις για την εξέλιξη και τη διακύμανση των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων,
iii)    τις μηνιαίες οικονομικές αναφορές δαπανών, στα πλαίσια εκτέλεσης του προϋπολογισμού της και
ιαια) συνεργάζεται με τις διοικητικές αρχές που ασκούν αρμοδιότητες σε συγκεκριμένους τομείς της εθνικής οικονομίας και παρέχει τη συνδρομή της, εφόσον της ζητηθεί, στις εν λόγω αρχές, στα πλαίσια άσκησης των αρμοδιοτήτων της.
3.-    Το Συμβούλιο Διοίκησης της Αρχής:
α) κατατάσσει τους δύο (2) επικρατέστερους υποψηφίους για τη θέση του Διοικητή αυτής με σειρά προτεραιότητας, κατά την διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15 του ν. 4389/2016 και υποβάλλει σχετική πρόταση στον Υπουργό Οικονομικών και
β) κατά τα λοιπά, οι σχέσεις του Συμβουλίου Διοίκησης με τη Βουλή, τον Υπουργό Οικονομικών, τις Διοικητικές Αρχές και τους λοιπούς Κυβερνητικούς Φορείς ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 9 του ν. 4389/2016, καθώς και από τις διατάξεις άλλων άρθρων του ίδιου νόμου.
4.-    Ο Διοικητής της Αρχής :
α) υποβάλει στη Βουλή, για πληροφοριακούς λόγους, το σχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής που είχε υποβληθεί στο Γ.Λ.Κ.,
β) εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών νομοθετικές διατάξεις για ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της Αρχής,
γ) κατά τα λοιπά, οι σχέσεις του Διοικητή με τη Βουλή, τον Υπουργό Οικονομικών, τις Διοικητικές Αρχές και τους λοιπούς Κυβερνητικούς Φορείς ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 14 του ν. 4389/2016, καθώς και από τις διατάξεις άλλων άρθρων του ίδιου νόμου.

Β.- 1.- Ο Υπουργός Οικονομικών:
α) Μπορεί να υποβάλει στρατηγικές προτάσεις και να παρέχει στρατηγικές οδηγίες στην Αρχή σχετικά με τον στρατηγικό σχεδιασμό για την υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής σε ζητήματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Αρχής και σε εξαιρετικές περιστάσεις. Οι στρατηγικές οδηγίες και οι προτάσεις δεν μπορούν να επεκταθούν σε οργανωτικά και λειτουργικά ζητήματα της Αρχής ή σε θέματα του προσωπικού αυτής,
β) κατά τα λοιπά, οι σχέσεις του Υπουργού Οικονομικών με την Αρχή ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 4389/2016, καθώς και από τις διατάξεις άλλων άρθρων του ίδιου νόμου.
2.- Οι σχέσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, των Διοικητικών Αρχών και των λοιπών Κυβερνητικών Φορέων με την Αρχή ρυθμίζονται από τις διατάξεις του ν. 4389/2016.

Γ.- Η εν γένει νομική και δικαστική υποστήριξη των υποθέσεων της Αρχής και το γνωμοδοτικό έργο διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), σύμφωνα με τις διατάξεις του Οργανισμού του (ν. 3086/2002, Α' 324), κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της παρ. 2 έως 5 του άρθρου 36 του ν. 4389/2016.

Άρθρο 5
Συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης και εκλογή Προέδρου


1.    -    Σε κεντρικό κτίριο της Αρχής διατίθεται από τον Διοικητή αυτής διακεκριμένος χώρος γραφείου στο Συμβούλιο Διοίκησης, με την απαραίτητη υλικοτεχνική και ηλεκτρονική υποδομή, στον οποίο έχουν διαρκή και ακώλυτη πρόσβαση και στεγάζονται αποκλειστικά ο Πρόεδρος και τα μέλη αυτού. Στον ίδιο χώρο τηρούνται τα πρακτικά των συνεδριάσεων, φυλάσσεται οποιοδήποτε άλλο έγγραφο ή φάκελος ή στοιχείο σχετίζεται με τη λειτουργία και την άσκηση αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Διοίκησης και μελετάται και φυλάσσεται οποιοδήποτε έγγραφο ή φάκελος ή στοιχείο κρίνονται από τον Πρόεδρο ή μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης απαραίτητα προς ενημέρωσή τους κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

2.    -    Το Συμβούλιο Διοίκησης συνεδριάζει, μετά από πρόσκληση του Προέδρου του, στο γραφείο του Συμβουλίου Διοίκησης και, εφόσον αυτό δεν είναι διαθέσιμο, σε χώρο συνεδριάσεως σε κεντρικό κτίριο της Αρχής, τουλάχιστον μία (1) φορά τον μήνα τακτικώς και, εκτάκτως, όποτε απαιτείται. Στην ως άνω πρόσκληση ορίζεται ο τόπος, η ημέρα και ο χρόνος της συνεδρίασης και περιλαμβάνονται τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Διοίκησης υποχρεούται να συγκαλέσει συνεδρίαση, εκτάκτως, όποτε το ζητήσουν δύο (2) μέλη.

3.    -    α) Το Συμβούλιο Διοίκησης (Σ.Δ.), κατά την πρώτη συνεδρίασή του, καθώς και σε κάθε περίπτωση αλλαγής μέλους του, συγκροτείται σε σώμα, εκλέγει τον Πρόεδρό του και ορίζει το μέλος το οποίο αναπληρώνει τον Πρόεδρο, σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του. Ο αναπληρωτής Πρόεδρος ασκεί τις αρμοδιότητες και έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Προέδρου.
β) Σε περίπτωση κένωσης της θέσης του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης, κατά τα ορισθέντα στις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 11 του ν. 4389/2016, διορίζεται νέος Πρόεδρος ή μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 10 του ίδιου νόμου, εντός δύο μηνών από την κένωση της θέσης, για το υπόλοιπο της θητείας.
Μέχρι τον διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους, η λειτουργία του Συμβουλίου Διοίκησης δεν διακόπτεται. Για το διάστημα μέχρι τον διορισμό νέου Προέδρου ορίζεται αναπληρωτής αυτού από τα υπολειπόμενα μέλη με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης.
Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας για το διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους, κατά τα ορισθέντα στις διατάξεις των παρ. 5 και 6 του άρθρου 11 του ν. 4389/2016, η θητεία του απερχόμενου Προέδρου ή μελών παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι τον διορισμό νέων.
Για τις συνεδριάσεις της υποπαραγράφου α' της παρούσας παραγράφου απαιτείται πλήρης απαρτία. Οι σχετικές με τις υποπαραγράφους α' και β' της παρούσας παραγράφου ανωτέρω αποφάσεις αναρτώνται στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 3861/2010 (Α' 112).
γ) Το Συμβούλιο Διοίκησης συνεδριάζει νόμιμα εφόσον παρίστανται τέσσερα (4) τουλάχιστον μέλη του. Σε κάθε περίπτωση για την ύπαρξη απαρτίας απαιτείται η παρουσία του Προέδρου ή, σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας αυτού, του αναπληρωτή του.
δ) Η απαρτία πρέπει να υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης. Αν, κατά την πρώτη συνεδρίαση, διαπιστωθεί έλλειψη απαρτίας, το Συμβούλιο Διοίκησης καλείται εκ νέου σε συνεδρίαση, η οποία πραγματοποιείται το νωρίτερο σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες, στον ίδιο τόπο και με την ίδια ημερήσια διάταξη.
ε) Η νομιμότητα της σύνθεσης του Συμβουλίου Διοίκησης δεν επηρεάζεται από την τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών σε διαδοχικές συνεδριάσεις.

4.    -    Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης:
α) Συμμετέχει ως εκ της ιδιότητός του, ο Διοικητής της Αρχής, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο οποίος εισηγείται στο Συμβούλιο για όλα τα θέματα αρμοδιότητάς του.
Ο Διοικητής μπορεί, ανά συνεδρίαση, κατά την κρίση του, να συνοδεύεται από Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης ή/και Διεύθυνσης, και Τμήματος, καθώς και από Υπεύθυνο Γραφείου ή/και από οποιοδήποτε άλλο μέλος του προσωπικού της Αρχής, κατά το λόγο της αρμοδιότητας εκάστου και ανάλογα με το θέμα συζήτησης, οι οποίοι συνδράμουν αυτόν κατά την ανάπτυξη της εισήγησής του. Την παρουσία προσώπων του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να ζητά και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Διοίκησης.
Ο Διοικητής ορίζει, ανά συνεδρίαση, Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης, ανάλογα με το θέμα συζήτησης, ο οποίος θα τον αναπληρώνει στα καθήκοντα του εισηγητή, σε περίπτωση απουσίας του ή κωλύματός του. Στις περιπτώσεις των υποπαραγράφων β' και γ' της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου τον Διοικητή αναπληρώνει στα καθήκοντα του εισηγητή Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους, ανάλογα με το θέμα συζήτησης.
β) Δύναται να συμμετέχει ο Εμπειρογνώμονας, χωρίς δικαίωμα ψήφου, κατά τα οριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 8 του ν.4389/2016.

5.    -    α) Η ημερήσια διάταξη συντάσσεται από τον Πρόεδρο, ο οποίος λαμβάνει προς τούτο υπόψη του τις απόψεις που τυχόν διατυπώνονται από τον Διοικητή και από τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης.
β) Αντικείμενο των συνεδριάσεων (τακτικών ή έκτακτων) είναι μόνο τα θέματα που περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη. Κατ εξαίρεση, μπορούν να συζητηθούν και θέματα που δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη, εφ' όσον είναι παρόντα όλα τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και συμφωνούν για τη συζήτησή τους.
γ) Η πρόσκληση, με την ημερήσια διάταξη, γνωστοποιείται, τέσσερις (4) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, εγγράφως, από τον γραμματέα στα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και στον Διοικητή, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου. Η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να συντμηθεί, σε περίπτωση κατεπείγοντος, με απόφαση του Προέδρου, εφ' όσον έχουν συναινέσει, με τηλεγράφημα, τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικό μήνυμά τους προς τον γραμματέα του Συμβουλίου, τρία (3) τουλάχιστον μέλη του, κατόπιν αιτήματος ή συναίνεσης του Διοικητή.
Η πρόσκληση μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο και ιδίως, διαζευκτικά ή σωρευτικά, με τηλεγράφημα, τηλεομοιοτυπία, ηλεκτρονικό μήνυμα ή άλλο μέσο.
Ο Πρόεδρος μεριμνά, μέσω του γραμματέα, ώστε πριν από την αποστολή της ημερήσιας διάταξης τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης να έχουν ενημερωθεί για οποιοδήποτε εισηγητικό σημείωμα, στοιχείο ή φάκελο αφορά στα θέματα της εν λόγω ημερήσιας διάταξης.
Η πρόσκληση κοινοποιείται και στον Εμπειρογνώμονα εντός των αναφερομένων ανωτέρω προθεσμιών.
Πρόσκληση των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης και του Διοικητή δεν απαιτείται, όταν:
αα) Οι συνεδριάσεις γίνονται σε τακτές ημερομηνίες, που έχουν οριστεί με απόφαση του Προέδρου, και έχουν γνωστοποιηθεί στα μέλη και στον Διοικητή.
ββ) Η συνεδρίαση έχει προσδιοριστεί για συγκεκριμένη ημερομηνία, μετά από ομόφωνη απόφαση των παρόντων μελών του Συμβουλίου Διοίκησης, η οποία λαμβάνεται στην αμέσως προηγούμενη συνεδρίαση, παρουσία και του Διοικητή, κατά την οποία καθορίζεται και η ημερήσια διάταξη. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται, όμως, η πρόσκληση των απόντων μελών και είναι αναγκαία η τήρηση προθεσμίας τουλάχιστον εικοσιτεσσάρων (24) ωρών.
γγ) Μέλος αυτού έχει δηλώσει, πριν από τη συνεδρίαση, κώλυμα συμμετοχής του σε αυτήν ή σε συνεδριάσεις που θα διεξαχθούν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.
δ) Τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης οφείλουν να ενημερώνουν εγκαίρως τον γραμματέα αυτού για τυχόν κώλυμά τους να παρασταθούν στην εκάστοτε συνεδρίαση.
ε) Αν δεν έγινε πρόσκληση ή αυτή είχε πλημμέλειες, το Συμβούλιο Διοίκησης συνεδριάζει νομίμως αν το μέλος ή τα μέλη στα οποία αφορά η έλλειψη πρόσκλησης ή η πλημμέλεια αυτής είναι παρόντα και δεν αντιλέγουν για την πραγματοποίηση της συνεδρίασης.
στ) Αν κατά τη συνεδρίαση απουσιάσει μέλος, το οποίο δεν είχε προσκληθεί ή δεν είχε προσκληθεί νόμιμα, χωρίς να συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις για τις οποίες δεν απαιτείται πρόσκληση, η συνεδρίαση ματαιώνεται.
ζ) Ο Πρόεδρος, κατά τη συζήτηση ειδικών θεμάτων, εκτός από μέλη του προσωπικού της Αρχής, δύναται να καλεί να παραστούν σε συνεδρίαση ή σε μέρος αυτής και τρίτοι, εκπρόσωποι του Δημοσίου ή αλλοδαπών αρχών, δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων και επαγγελματικών οργανώσεων, καθώς και εμπειρογνώμονες, οι οποίοι αποχωρούν πριν από την έναρξη της συζήτησης του θέματος μεταξύ των μελών. Στην περίπτωση κατά την οποία ο Διοικητής συνοδεύεται από μέλη του προσωπικού της Αρχής, τα πρόσωπα αυτά αποχωρούν πριν από την έναρξη της συζήτησης του θέματος μεταξύ των μελών.
η) Η συζήτηση αρχίζει με την εισήγηση του Διοικητή επί των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης. Στη συνέχεια, τα τυχόν παριστάμενα πρόσωπα αφού απαντήσουν στις ερωτήσεις τις οποίες απευθύνουν σ' αυτά ο Πρόεδρος και τα μέλη, αποχωρούν από τη συνεδρίαση. Ακολουθεί η συζήτηση, η οποία διεξάγεται μόνο μεταξύ των μελών, του Διοικητή και του Εμπειρογνώμονα, εφ' όσον παρίσταται, κατά τη σειρά που δίνει σ' αυτούς το λόγο ο Πρόεδρος.
θ) Οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης είναι μυστικές, εκτός αν άλλως αποφασιστεί από το Συμβούλιο Διοίκησης για συγκεκριμένο ζήτημα με αιτιολογημένη απόφαση. Η κατά τη συζήτηση παρουσία άλλων προσώπων, πλην των μελών, του Διοικητή και του γραμματέα του Συμβουλίου Διοίκησης, καθώς και του Εμπειρογνώμονα δεν επιτρέπεται.
ι) Ο Πρόεδρος του Σ.Δ. κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη των συνεδριάσεων, διευθύνει αυτές και φροντίζει για την εφαρμογή του νόμου και την εύρυθμη λειτουργία του Συμβουλίου Διοίκησης.
ια) Το Συμβούλιο Διοίκησης είναι δυνατό να συνεδριάζει και με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων (τηλεδιάσκεψη), για την οποία γίνεται μνεία στα οικεία πρακτικά, εφαρμοζομένων των προβλεπομένων στην εκάστοτε σχετική απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης.

6.    -    α) Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου Διοίκησης ασκεί μέλος του προσωπικού της Αρχής, το οποίο ορίζεται με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Συμβουλίου, ενώ με όμοια απόφαση τα ανωτέρω πρόσωπα αντικαθίστανται, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Το Συμβούλιο Διοίκησης δύναται να ζητά τη γνώμη του Διοικητή για το πρόσωπο του γραμματέα και του αναπληρωτή αυτού, οι οποίοι αποδέχονται με δήλωσή τους τα συγκεκριμένα καθήκοντα.
β) Ο γραμματέας είναι υπεύθυνος για τη λήψη και τη διαχείριση των εγγράφων, των φακέλων και στοιχείων, που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και για τη διάθεσή τους στον Πρόεδρο και στα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης.

7.    -    α) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής, ο Διοικητής αυτής και ο Εμπειρογνώμονας οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης, εφόσον συντρέχουν οι λόγοι που αναφέρονται στην υποπερίπτωση αα' της περ. α' της υποπαρ. 3 της παρ. Γ' του άρθρου 3 της παρούσας απόφασης.
β) Όταν θέμα συζήτησης, ενώπιον του Συμβουλίου Διοίκησης, άπτεται των ιδιωτικών ή προσωπικών συμφερόντων του Διοικητή, του Προέδρου ή άλλου μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης ή του Εμπειρογνώμονα, το πρόσωπο αυτό υποχρεούται να προβεί σε δήλωση, σχετικά με το λόγο που επιβάλλει την αποχή του κατά την έναρξη της συζήτησης, να μη συμμετάσχει στη συζήτηση και στη σχετική απόφαση και δεν προσμετράται για τον υπολογισμό απαρτίας.
Η δήλωση αποχής υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Διοίκησης, εγγράφως ή προφορικά, καταχωρείται στα πρακτικά και πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τον λόγο που επιβάλλει την αποχή.
Στις περιπτώσεις αυτές το Συμβούλιο Διοίκησης αποφαίνεται άμεσα, κατά το δυνατόν κατά την ίδια συνεδρίαση, εάν πράγματι συντρέχει τέτοια περίπτωση, χωρίς τη συμμετοχή εκείνου ο οποίος υπέβαλε τη δήλωση.
Σε περίπτωση κατά την οποία κρίνεται ότι υπάρχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο περισσότερων μελών, το Συμβούλιο Διοίκησης βρίσκεται σε απαρτία και αποφασίζει νόμιμα μετά λοιπά, μη κωλυόμενα, μέλη. 
γ) Αίτηση εξαίρεσης του Διοικητή, του Προέδρου ή άλλου μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης ή του Εμπειρογνώμονα μπορούν να υποβάλουν οι ενδιαφερόμενοι σε όλα τα στάδια της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου Διοίκησης. Η αίτηση εξαίρεσης είναι έγγραφη, υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Διοίκησης και το Σ.Δ. αποφαίνεται, άμεσα, κατά το δυνατόν κατά την πρώτη συνεδρίαση.
Η αίτηση εξαίρεσης υποβάλλεται από το ενδιαφερόμενο μέρος, αυτοπροσώπως ή από πληρεξούσιο με ειδική πληρεξουσιότητα, πρέπει δε να περιέχει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τους λόγους εξαίρεσης που τη θεμελιώνουν ή τους τυχόν συγκεκριμένους πραγματικούς λόγους που δημιουργούν αμφιβολία ως προς την αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης ή του Διοικητή ή του Εμπειρογνώμονα.
Η εξαίρεση των προσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας υποπαραγράφου μπορεί να διατάσσεται από το Συμβούλιο Διοίκησης και αυτεπαγγέλτως. Η διαδικασία της αυτεπάγγελτης εξαίρεσης αναστέλλεται, εφόσον υποβληθεί στο Συμβούλιο Διοίκησης δήλωση αποχής ή αίτηση εξαίρεσης από το ίδιο ως άνω πρόσωπο και ληφθεί επ' αυτών απόφαση.
δ) Αν συμπέσει δήλωση αποχής και αίτηση εξαίρεσης για το ίδιο πρόσωπο, πρώτη εξετάζεται η δήλωση αποχής. Αν η δήλωση αποχής γίνει δεκτή, η αίτηση εξαίρεσης τίθεται στο αρχείο με πράξη του Προέδρου. Αν η δήλωση αποχής δεν γίνει δεκτή, εξετάζεται και η αίτηση εξαίρεσης.
ε) Η εξαίρεση λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μπορεί να αφορά μέχρι δύο (2) μόνο μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης. Σε περίπτωση που η εξαίρεση αφορά στον Πρόεδρο και στον αναπληρωτή του, ορίζεται με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης αναπληρωτής του Προέδρου από τα υπολειπόμενα μέλη του Συμβουλίου, σύμφωνα με τη διαδικασία του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4389/2016.

8.- Κατά τα λοιπά, σε ότι αφορά στη σύγκρουση συμφερόντων και στην αμεροληψία του Προέδρου και των μελών του Σ.Δ. της Αρχής, του Διοικητή αυτής και του Εμπειρογνώμονα, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2690/1999.

Άρθρο 6
Λήψη αποφάσεων και πρακτικά συνεδριάσεων του Συμβουλίου Διοίκησης


1.    -    Η διάσκεψη για τη λήψη απόφασης ή τη διατύπωση γνώμης ή πρότασης γίνεται, είτε αμέσως μετά από τη συζήτηση, είτε σε χρόνο που ορίζει ο Πρόεδρος και λαμβάνεται ή διατυπώνεται, αντίστοιχα, με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών και σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας αυτού η ψήφος του αναπληρωτή του. Το μέλος που απέχει από την ψηφοφορία ή δίδει λευκή ψήφο θεωρείται απόν.

2.    -    Αν η συζήτηση της υπόθεσης διαρκεί περισσότερες από μία συνεδριάσεις, η απόφαση λαμβάνεται από τα μέλη που μετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση.

3.    -    Η ψηφοφορία είναι φανερή, εκτός από περιπτώσεις αποφάσεων που αφορούν σε κωλύματα ή σε ασυμβίβαστα μελών της Αρχής, που είναι μυστική. Η ψηφοφορία αρχίζει κατά σειρά από το νεότερο στο αρχαιότερο μέλος. Τη σειρά στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου καθορίζει η πράξη διορισμού των μελών. Ο Πρόεδρος ψηφίζει πάντοτε τελευταίος.

4.    -    Για κάθε μία από τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης συντάσσεται πρακτικό, στο οποίο μνημονεύονται, ιδίως, η βεβαίωση ότι υπήρξε κλήτευση, τα ονόματα και η ιδιότητα των παριστάμενων μελών του Συμβουλίου Διοίκησης και ο τρόπος της συμμετοχής σε αυτή, τα ονόματα των λοιπών παρισταμένων, ο τόπος και ο χρόνος της συνεδρίασης, το σημείο κατά το οποίο αποχώρησαν οι λοιποί παριστάμενοι, τα θέματα που συζητήθηκαν, συνοπτική, αλλά περιεκτική αναφορά στο περιεχόμενο της εισήγησης, το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και η απόφαση που λήφθηκε ή η γνώμη που διατυπώθηκε.

5.    -    Στο πρακτικό καταχωρίζονται οι γνώμες και τα ονόματα των μελών που μειοψήφησαν. Αν πρόκειται για συνεδρίαση του Συμβουλίου Διοίκησης προς διατύπωση απλής γνώμης ή πρότασης στο οικείο πρακτικό καταχωρίζονται υποχρεωτικώς όλες οι επί μέρους γνώμες ή προτάσεις που διατυπώθηκαν και τέθηκαν σε ψηφοφορία.

6.    -    α) Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Συμβουλίου Διοίκησης τηρούνται από τον γραμματέα, υπογράφονται από τον Πρόεδρο και από όλα τα συμμετέχοντα σε αυτές μέλη, το συντομότερο δυνατόν και όχι πέραν του τριμήνου από την ημερομηνία συνεδρίασης κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση.
β) Έως την καθαρογραφή των πρακτικών μπορεί να χορηγείται στην οικεία υπηρεσία βεβαίωση για τις γνώμες - αποφάσεις, προτάσεις, η οποία υπογράφεται από τον Πρόεδρο. Βάσει της βεβαίωσης αυτής μπορεί να πραγματοποιούνται από τον Διοικητή και τα όργανα της Αρχής οι απαιτούμενες περαιτέρω ενέργειες για την εκτέλεση των αποφάσεων του Συμβουλίου Διοίκησης.
γ) Με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης μπορεί να χαρακτηρίζονται ως απόρρητα πρακτικά ή εισηγήσεις, εφόσον, κατά την αιτιολογημένη κρίση αυτού, συντρέχουν λόγοι οι οποίοι το επιβάλλουν.

Άρθρο 7

Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του Κεφαλαίου Α' «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημόσιων Εσόδων» του Μέρους πρώτου του ν. 4389/2016, κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, που αφορά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και ο Οργανισμός αυτής και ως προς τη λειτουργία του Συμβουλίου Διοίκησης εφαρμόζονται συμπληρωματικά των διατάξεων της παρούσας απόφασης, κατά το μέρος που δεν αντίκεινται στον ν. 4389/2016, οι διατάξεις του ν. 2690/1999 (Α' 45), όπως ισχύει.

Άρθρο 8


Η παρούσα απόφαση ισχύει από της δημοσιεύσεώς της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 27 Απριλίου 2017

Ο Διοικητής
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
https://www.taxheaven.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου