Σελίδες

Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

Είδος υπό εξαφάνιση οι υψηλόμισθοι

Είδος υπό εξαφάνιση οι υψηλόμισθοι

ΘΑΝΟΣ ΤΣΙΡΟΣ
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Σε εταιρείες συμβούλων με το ερώτημα της μείωσης του μισθολογικού κόστους, χωρίς όμως να θιγεί το καθαρό εισόδημα των στελεχών τους, καταφεύγουν ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις.
Με τον φορολογικό συντελεστή για τους υψηλά αμειβόμενους να φτάνει στο 55% και τις ασφαλιστικές εισφορές να υπολογίζονται με 41%, οι συμβάσεις μισθωτής απασχόλησης αποδεικνύονται ασύμφορες και για τους εργοδότες και για τα στελέχη, με αποτέλεσμα να αναζητούνται εναλλακτικές λύσεις.
Μετά την ενεργοποίηση του νέου ασφαλιστικού νόμου, ως «φθηνότερη» εναλλακτική αντιμετωπίζεται από ολοένα και περισσότερους εργοδότες η λεγόμενη λύση του «άρθρου 39».
Το στέλεχος βαφτίζεται «συνεργάτης» κάνοντας έναρξη επαγγέλματος στην εφορία, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές αφενός υπολογίζονται με συντελεστή 26,95% (αντί για 41% που είναι το κόστος για τον μισθωτό), αφετέρου επιμερίζονται ανάμεσα στον εργοδότη και στον εργαζόμενο.
Ακόμη και η έκπτωση φόρου διατηρείται, δεδομένου ότι το στέλεχος εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται φορολογικά ως μισθωτός.
Η μετατροπή ενός στελέχους από μισθωτό σε «μπλοκάκια» μπορεί είτε να αυξήσει τις καθαρές αποδοχές του εργαζομένου έως και κατά 8% (αν ο εργοδότης αποφασίσει να διατηρήσει αμετάβλητο το εργοδοτικό κόστος), είτε να μειώσει το κόστος του εργοδότη κατά 10% (αν η επιχείρηση θελήσει να συρρικνώσει τα έξοδά της, χωρίς όμως να θιγεί το καθαρό εισόδημα του στελέχους). Δεδομένου ότι με τις μετατροπές των συμβάσεων επηρεάζονται εργασιακά δικαιώματα (αποζημίωση απόλυσης, κρατήσεις για επικουρική σύνταξη κ.λπ.), τέτοιου είδους «λύσεις» προωθούνται κατόπιν στενής συνεργασίας με το στέλεχος ώστε το οικονομικό όφελος των δύο πλευρών να μην προκαλέσει απώλειες.
Η Ελλάδα έχει γίνει μία από τις πλέον αφιλόξενες χώρες παγκοσμίως για τα στελέχη, γεγονός που έχει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για τα δημόσια έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Για οποιαδήποτε θέση εργασίας εξασφαλίζει καθαρή αμοιβή άνω των 2.000 ευρώ μηνιαίως, το συνολικό κόστος για φόρους και εισφορές (εργοδότη και εργαζόμενου) ξεπερνά το 50%. Δηλαδή, για να εισπράττει ο μισθωτός 28.000 ευρώ ετησίως (ή 14 μισθούς των 2.000 ευρώ καθαρά), ο εργοδότης πρέπει να πληρώνει 56.000 ευρώ.
Τέτοιοι συντελεστές αποτελούν πολύ ισχυρό κίνητρο για να αναζητήσει η αγορά λύσεις αποφυγής. Επίσης, η αδυναμία εξασφάλισης μιας καλά αμειβόμενης θέσης εργασίας προβάλλεται στις έρευνες ως ο κυριότερος λόγος φυγής στο εξωτερικό (σ.σ. το λεγόμενο brain drain).
Οι συνέπειες έχουν ήδη αποτυπωθεί στα στατιστικά στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων. Το 2012, οι μισθωτοί με αμοιβές άνω των 30.000 ευρώ σε ετήσια βάση ήταν 615.216 και το 2016 είχαν μειωθεί σε 404.753. Το όριο των 50.000 ευρώ ξεπερνούσαν το 2012 178.248 μισθωτοί και περιορίστηκαν σε 87.319 το 2016, ενώ φορολογητέο εισόδημα από μισθούς άνω των 50.000 ευρώ δήλωναν το 2016 μόλις 11.115 άτομα.
Στις φετινές φορολογικές δηλώσεις αναμένεται να αποτυπωθεί νέα αισθητή μείωση στον αριθμό των υψηλότερα αμειβόμενων μισθωτών, καθώς υπήρξε «κινητοποίηση» στην αγορά μετά την ενεργοποίηση της νέας φορολογικής κλίμακας για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων αλλά και της εισφοράς αλληλεγγύης.
Τα λογιστήρια των επιχειρήσεων και οι εταιρείες συμβούλων εξετάζουν συνήθως τρεις εναλλακτικές για να καταλήξουν στην καλύτερη λύση και για τον εργοδότη και για την επιχείρηση. To ακόλουθο παράδειγμα είναι υπαρκτό: Το ετήσιο κόστος απασχόλησης ενός βιολόγου ανερχόταν στις 78.500 ευρώ. Η έρευνα κατέδειξε τα εξής:
1. Με τη σύμβαση μισθωτών υπηρεσιών, ο εργοδότης θα πλήρωνε 78.500 ευρώ και ο εργαζόμενος θα εισέπραττε 35.301,2 ευρώ. Το ασφαλιστικό ταμείο θα εισέπραττε 25.748 από εργοδότη και εργαζόμενο, ενώ στην εφορία θα κατέληγαν 17.450,8 ευρώ.
2. Με τη σύμβαση της παρ. 9 του άρθρου 39 του ασφαλιστικού νόμου, ο εργαζόμενος θα εισέπραττε 38.283 ευρώ (ακόμη και αν χρειαζόταν να πληρώσει τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ), το ασφαλιστικό ταμείο 17.933,66 ευρώ και η εφορία 22.283 ευρώ.
3. Με σύμβαση ελεύθερου επαγγελματία, το εργοδοτικό κόστος θα παρέμενε στις 78.500 ευρώ αλλά ο εργαζόμενος θα εισέπραττε τις 37.808 ευρώ, το ασφαλιστικό ταμείο 18.953 ευρώ και η εφορία 21.737 ευρώ.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι είναι πλέον πολύ ισχυρό το κίνητρο για τις επιχειρήσεις να «εγκαταλείπουν» τις συμβάσεις μισθωτής απασχόλησης. Στην απόφασή τους αυτή, εκτός από το υψηλό εργοδοτικό κόστος, συμβάλλει και η αποφυγή άλλων υποχρεώσεων, όπως η καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, οι ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα κ.λπ., αλλά και τα υψηλά πρόστιμα της εργατικής νομοθεσίας (π.χ. σε περίπτωση παραβίασης ωραρίου κ.λπ.).
Μικρότερα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος
Στην αναθεώρηση προς τα κάτω του πήχυ για τα προσδοκώμενα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων κατά τη φετινή χρονιά προχώρησε ήδη το υπουργείο Οικονομικών. Οι εισπράξεις του 2018 εκτιμώνται πλέον σε 8,579 δισ. έναντι 8,742 δισ. που είχαν εγγραφεί ως πρόβλεψη στον προϋπολογισμό που ψηφίστηκε τον περασμένο Νοέμβριο. Ηδη, τα πρώτα ευρήματα από την επεξεργασία των φετινών φορολογικών δηλώσεων προκαλούν ανησυχία. Μέχρι την Παρασκευή, είχαν υποβληθεί 4,65 εκατ. δηλώσεις, κάτι που σημαίνει ότι υπολείπονται 1,6 εκατ. Προς το παρόν, έχουν βεβαιωθεί μόλις 1,75 δισ., ενώ πέρυσι η εφορία είχε βεβαιώσει 3,87 δισ. Δηλαδή, με τις φορολογικές δηλώσεις που εκκρεμούν θα πρέπει να βεβαιωθούν έσοδα τουλάχιστον 2,1 δισ. (ή περίπου 2.600 ευρώ ανά δήλωση) για να φτάσουμε στα περυσινά επίπεδα. Οι έχοντες τις υψηλότερες αποδοχές προσπαθούν να αποφύγουν τους υψηλούς συντελεστές και οι έχοντες τα χαμηλότερα εισοδήματα, να διασφαλίσουν τα ολοένα και περισσότερα κοινωνικά επιδόματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου