Σελίδες

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Δέκα χρόνια μετά το κραχ: Στο ίδιο... λάθος θεατές

Δέκα χρόνια μετά το κραχ: Στο ίδιο... λάθος θεατές

Γιατί η στρατηγική της επιστροφής σε μια καλύτερη έκδοση του… παρελθόντος απλά «δεν φτάνει». Τα κυρίαρχα συμφέροντα, ο εφησυχασμός του κένττου και η αναπόφευκτη άνοδος των λαϊκιστικών δυνάμεων. Ποια πρέπει να είναι η αντίδραση των φιλελεύθερων δημοκρατών.
Δέκα χρόνια μετά το κραχ: Στο ίδιο... λάθος θεατές

«Είμαι πάλι εδώ στο υπουργείο Οικονομικών… αλλά με μια μεγάλη διαφορά. Το 1918 η μόνη ιδέα των περισσότερων ανθρώπων ήταν να επιστρέψουμε προ του 1914. Κανείς σήμερα δεν αισθάνεται έτσι για το 1939. Αυτό θα κάνει μια τεράστια διαφορά» έγραψε ο John Maynard Keynes το 1942. Εκανε διαφορά. Μετά τη Μεγάλη Υφεση και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι άνθρωποι ήθελαν αλλαγή. Την είχαν. Η Γαλλία αποκαλεί αυτό που ακολούθησε «les trentes glorieuses» (σ.σ. Τα Ενδοξα Τριάντα).
Ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 έφερε με αντεπανάσταση: τη δεκαετία του 1980 υπήρξε μια ριζική αλλαγή ιδεών για το ρόλο του κράτους και των αγορών, τους στόχους της μακροοικονομικής πολιτικής και τη δουλειά των κεντρικών τραπεζών. Για μια ακόμα φορά ο στόχος ήταν ένας δομικός μετασχηματισμός.
Τι συνέβη λοιπόν μετά την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση; Προσπάθησαν οι πολιτικοί και οι χαράκτες πολιτικών να μας γυρίσουν στο παρελθόν ή να μας οδηγήσουν σε ένα διαφορετικό μέλλον; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: το πρώτο.
Για να είμαστε δίκαιοι προσπάθησαν να επιστρέψουν σε ένα καλύτερο παρελθόν. Αυτό έγινε το 1918. Τότε είχαν μόλις βγει από ένα καταστροφικό πόλεμο. Ετσι οι νέες ιδέες ήταν για την ειρήνη, την «συλλογική ασφάλεια» και μια Κοινωνία των Εθνών. Ηθελαν όμως να επιστρέψουν στην προπολεμική οικονομία, ειδικά στον χρυσό κανόνα. Το 1918, λοιπόν, περισσότερο ήθελαν να επιστρέψουν σε μια καλύτερη εκδοχή των προηγούμενων διεθνών σχέσεων.
Μετά την κρίση του 2008, ήθελαν επίσης να επιστρέψουν σε μια καλύτερη εκδοχή των προηγούμενων οικονομικών κανονισμών. Και στις δυο περιπτώσεις όλα τα άλλα θα έμεναν όπως ήταν.
Ο βασικός στόχος της μετά την κρίση πολιτικής ήταν η διάσωση: σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αποκατάσταση της ζήτησης. Αυτό έγινε βάζοντας τους κρατικούς προϋπολογισμούς πίσω από το καταρρέον χρηματοπιστωτικό σύστημα, κόβοντας τα επιτόκια, επιτρέποντας βραχυπρόθεσμα στα δημοσιονομικά ελλείμματα να εκτιναχθούν ενώ περιορίζονταν η διαθέσιμη δημοσιονομική επέκταση και εισάγοντας νέους περίπλοκους χρηματοοικονομικούς κανόνες. Αυτό απέτρεψε την οικονομική κατάρρευση, σε αντίθεση με το 1930, και έφερε (αδύναμη) ανάκαμψη.
Σημειώστε πόσο κοντά ακολουθούσαν αυτές οι πράξεις την προ κρίσης επικρατούσα άποψη. Οι κεντρικές τράπεζες λειτούργησαν ως δανειστές τελευταίου καταφυγίου, όπως έπρεπε. Επαιξαν επίσης κυρίαρχο ρόλο στην μακροοικονομική σταθεροποίηση, όπως πρότεινε η προ κρίσης σκέψη. Το βασικό τους εργαλείο παρέμειναν τα επιτόκια που, όμως, περιελάμβαναν αυτή τη φορά τα μακροπρόθεσμα, καθώς τα βραχυπρόθεσμα έφτασαν στο μηδέν. Σύντομα αφότου τα χειρότερα της κρίσης πέρασαν η δημοσιονομική πολιτική κινήθηκε προς τη λιτότητα. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι εν πολλοίς όπως πριν, αν και με κάπως χαμηλότερη μόχλευση, υψηλότερες απαιτήσεις ρευστότητας και σφιχτότερη ρύθμιση. Οι προσπάθειες να μειωθεί το χρέος στον ιδιωτικό τομέα ήταν περιορισμένες.
Η χρηματοπιστωτική κρίση ήταν μια ολέθρια αποτυχία της ελεύθερης αγοράς που ακολούθησε μια περίοδο αυξανόμενης ανισότητας εντός πολλών χωρών. Ναι, σε αντίθεση με ότι έγινε τη δεκαετία του 1970, οι χαράκτες πολιτικής ελάχιστα αμφισβήτησαν τον σχετικό ρόλο κυβερνήσεων και αγορών. Η συμβατική σοφία ακόμα θεωρεί τις «δομικές μεταρρυθμίσεις» σε μεγάλο βαθμό συνώνυμο των χαμηλότερων φόρων και της απορρύθμισης των αγορών εργασίας.
Ανησυχίες εκφράστηκαν για την ανισότητα, αλλά λίγα έγιναν στην πραγματικότητα. Οι χαράκτες πολιτικής κυρίως απέτυχαν να παρατηρήσουν την επικίνδυνη εξάρτηση της ζήτησης από την ανάλογη αύξηση του χρέους. Μονοπώλια και δραστηριότητες «μηδενικού αθροίσματος» είναι διαδεδομένα. Λίγοι αμφισβήτησαν την αξία των τεράστιων μεγεθών δραστηριότητας του χρηματοοικονομικού τομέα που εξακολουθούμε να έχουμε ή αναγνώρισαν τους κινδύνους περαιτέρω μεγάλων χρηματοπιστωτικών κρίσεων.
Δεν είναι μεγάλη απορία γιατί οι λαϊκιστές είναι τόσο δημοφιλείς, δεδομένης αυτής της αδράνειας, χωρίς να αναφέρουμε την θλιβερή εμπειρία που είχαν τόσο πολλοί πολίτες μετά την κρίση και, σε σημαντικές περιπτώσεις, πριν από αυτή. Η πολιτική δεν αφήνει κενά. Ο Ντόναλντ Τραμπ ή ο Ματέο Σαλβίνι, ιταλός αναπληρωτής πρωθυπουργός, είναι υποχρεωμένοι να το καλύψουν. Δεν μπορεί κανείς να νικήσει το κάτι με το τίποτα.
Η επίμονη πίστη για τόση πολύ από την προ κρίσης συμβατική σοφία είναι εντυπωσιακή. Η αποτυχία του κευνσιανισμού τη δεκαετία του 1970 ήταν σημαντική, αλλά σίγουρα όχι μεγαλύτερη από τον συνδυασμό της χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης με την μακροοικονομική αστάθεια που παρήχθη από την προ κρίσης ορθοδοξία. Αυτό που το κάνει ακόμα περισσότερο εντυπωσιακό είναι ότι υπάρχει πολύ λίγη πίστη ότι μπορούμε (ή θα μπορούσαμε) να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά μια άλλη Μεγάλη Υφεση, πόσο μάλλον μια ακόμα μεγάλη κρίση.
Τι εξηγεί αυτό τον εφησυχασμό; Ενας λόγος ίσως είναι η απουσία καλών ιδεών. Ο οικονομολόγος Nicholas Gruen υποστηρίζει ακριβώς αυτό σε ένα «προκλητικό» άρθρο υποστηρίζει ακριβώς αυτό. Κι’ όμως υπάρχουν μερικές απόλυτα καλές.
Κάποιοι υποστήριξαν μια στροφή από το χρέος στην χρηματοδότηση με διαμερισμό του ρίσκου στις αγορές κατοικιών (equity finance). Αλλοι ζήτησαν την εξάλειψη της φορολογικής έκπτωσης στους χρεωστικούς τόκους. Κάποιοι επιχειρηματολογούν πειστικά για υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις στις τράπεζες, απορρίπτοντας το επιχείρημα ότι αυτό μπορεί να φρενάρει την ανάπτυξη. Κάποιοι αναρωτιούνται γιατί μόνο οι τράπεζες έχουν λογαριασμούς στην κεντρική τράπεζα. Γιατί δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο και οι πολίτες. Αλλοι αναρωτιούνται γιατί δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι τράπεζες για να ξεφύγουμε από την ανάπτυξη που εξαρτάται/τροφοδοτείται από το χρέος.
Πέρα από τα χρηματοοικονομίκα, φαίνεται ακόμα ποιο ξεκάθαρα ότι παραπήγε η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησία. Επιπλέον γιατί να μην μετατοπιστεί η φορολόγηση στη γη; Γιατί αφήνουμε να καταρρεύσει η φορολόγηση του κεφαλαίου; Και γιατί δεν προσπαθούμε να αναζωογονήσουμε την αντιμονοπωλιακή πολιτική.
Μια ολότελα νέα ιδεολογία μπορεί να μην είναι διαθέσιμη σήμερα. Αυτό είναι πιθανότατα θετικό. Καλές ιδέες όμως υπάρχουν. Μια πιο πιθανή αιτία της αδράνειας είναι η δύναμη των κατοχυρωμένων συμφερόντων. Η σημερινή οικονομία «είσπραξης ενοικίου» (rent-extracting economy), καμουφλαρισμένη ως ελεύθερη αγορά εν τέλει, ανταμείβει εξαιρετικά τους insiders με πολιτική επιρροή.
Ωστόσο ο εφησυχασμός του κέντρου τροφοδοτεί την εξτρεμιστική οργή. Αν αυτοί που πιστεύουν στην οικονομία της αγοράς και την φιλελεύθερη δημοκρατία δεν βρουν καλύτερης ποιότητας πολιτικές οι δημαγωγοί θα τους σαρώσουν.
Μια καλύτερη εκδοχή του προ 2008 κόσμου απλά δεν κάνει. Οι άνθρωποι δεν θέλουν ένα καλύτερο παρελθόν. Θέλουν ένα καλύτερο μέλλον.


Copyright The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου