Τα capital controls έχουν την προϊστορία τους
0Μια μεγάλη ευρωπαϊκή οικονομική κρίση, που συνοδεύτηκε από την «Ανοιξη των Εθνών», των νέων ιδεών και των εθνικών επαναστάσεων, έφερε το 1848 στην Ελλάδα τα πρώτα… capital controls!
Του Σταύρου Μαλαγκονιάρη
Με νόμο που θεσμοθετήθηκε με διαδικασίες-εξπρές, απαγορεύτηκε για ορισμένο διάστημα η μετατροπή των χαρτονομισμάτων της τράπεζας σε μεταλλικό, επίσημο νόμισμα.
Πρώτος στόχος ήταν να προστατευτεί η μοναδική μεγάλη τράπεζα της εποχής, η Εθνική Τράπεζα, από κερδοσκοπικές επιθέσεις (τότε δεν υπήρχαν funds, υπήρχαν κεφαλαιούχοι τοκογλύφοι), αθρόες αναλήψεις και εξαγωγές νομισμάτων.
Δευτερευόντως θα ερχόταν η σωτηρία εμπόρων και κτηματιών, που πιέστηκαν ασφυκτικά από την τράπεζα για να πληρώσουν οφειλές τους, με ορατό τον κίνδυνο κατάρρευσής τους.
Αξιοσημείωτη είναι η κριτική που ασκήθηκε στην τράπεζα για κακές πρακτικές σχετικά με τα δάνεια που είχε χορηγήσει.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή και αν βρούμε ομοιότητες με το σήμερα, θα είναι (;) συμπτωματικές.
Στην Ευρώπη, μια μεγάλη οικονομική κρίση εμφανίστηκε από το 1847.
Ο Καρλ Μαρξ, σε άρθρα που έγραψε αργότερα, αναφέρθηκε εκτενώς στις αιτίες της.
«Η γενική εμπορική κρίση που εμφανίστηκε στην Ευρώπη περίπου το φθινόπωρο του 1847 και διήρκεσε μέχρι την άνοιξη του 1848 ξεκίνησε με έναν πανικό στην αγορά χρήματος του Λονδίνου, που άρχισε τις τελευταίες μέρες του Απρίλη και κορυφώθηκε στις 4.5.1847. Αυτές τις τελευταίες μέρες πάγωσαν όλες οι χρηματικές συναλλαγές, από τις 4 Μάη όμως η πίεση υποχώρησε και οι έμποροι και οι δημοσιογράφοι αλληλοσυγχαίρονταν για τον εντελώς τυχαίο και προσωρινό χαρακτήρα του πανικού. Λίγους μήνες μετά, ξέσπασε η εμπορική και βιομηχανική κρίση της οποίας ο χρηματικός πανικός δεν ήταν παρά η ένδειξη και ο προάγγελος», έγραφε ο Μαρξ σε άρθρο που δημοσιεύτηκε, στις 15.10.1856, στην εφημερίδα New York Daily Tribune (Πηγή: Μαρξ-Ενγκελς «Κείμενα για την οικονομική κρίση», «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2011).
Τον Οκτώβριο του 1847, όπως αναλύει σε άλλο άρθρο του ο Καρλ Μαρξ, η Αγγλία πλήττεται και από νομισματική κρίση.
Όπως είχε ειπωθεί χαρακτηριστικά σε συζήτηση στη Βουλή, «πλείσται εν Ευρώπη τράπεζαι και έμποροι κατεστράφησαν».
Τα… απόνερα αυτής της κρίσης δεν άργησαν να φτάσουν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Καθώς στην Ευρώπη είχε μειωθεί σχεδόν σε μηδενικά επίπεδα η ζήτηση των ελληνικών προϊόντων, έπεσαν οι τιμές τους, ιδιαίτερα της σταφίδας, που ήταν το βασικότερο εξαγωγικό προϊόν της χώρας.
Οι ντόπιοι έμποροι, βλέποντας να σταματούν οι πιστώσεις τους στο εξωτερικό, ταυτόχρονα καλούνται να επιστρέψουν κεφάλαια σε εμπόρους του εξωτερικού.
Εφημερίδες της εποχής έγραφαν ότι περισσότερα από 3.000.000 δραχμές σε νομίσματα «εξήχθησαν από τον τόπον και καθημερινώς εξάγονται με κάθε διά την Ευρώπην ατμόπλοιον» (εφ. «Ελπίς» φ. 23.5.1848).
Καθώς οι διεθνείς συναλλαγές γίνονταν μόνο με μεταλλικό νόμισμα, οι έμποροι άρχισαν να εξαργυρώνουν τραπεζικά γραμμάτια (χαρτονομίσματα) με νομίσματα.
Επειδή η Εθνική Τράπεζα, που ιδρύθηκε το 1841, είχε εκδώσει μόνο μεγάλης αξίας χαρτονομίσματα (των 50 και των 25 δραχμών), η εξαργύρωση μπορούσε να γίνει, εκτός από την τράπεζα, μόνο από μεγάλους κεφαλαιούχους οι οποίοι συγκέντρωσαν στα χέρια τους τα περισσότερα από τα κυκλοφορούντα χαρτονομίσματα, όπως είχε επισημανθεί σε συζήτηση στη Βουλή.
«Αμεσος τούτων συνέπεια υπήρξε να διακοπή η κανονική εκπλήρωσις των προς την Τράπεζαν υποχρεώσεων, ενώ συνάμα η κερδοσκοπία επωφελουμένη εκ της δεινότητας των περιστάσεων και του εξ αυτών πανικού εξετράπη επιζητούσα την εκ της αγοραπωλησίας των περιζητήτων γενομένων μεταλλικών νομισμάτων ωφέλειαν» (Πηγή: Ιωάννης Α. Βαλαωρίτης, υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας, «Η ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος», Α’ Τόμος, Μέρος Πρώτον 1842-1902, Αθήνα 1902, σελ. 19-20).
Η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, υπό τον Γεώργιο Σταύρου, συγκαλεί στις 6 Δεκεμβρίου 1847 Γενική Συνέλευση των μετόχων, στην οποία αποφασίζονται ορισμένα πρώτα μέτρα, μεταξύ των οποίων ήταν:
Η αύξηση των κεφαλαίων της τράπεζας κατά ένα εκατομμύριο δραχμές, η δυνατότητα να εισπράττει «δικαίωμα» δύο δραχμών για κάθε μετοχή της που μετατρεπόταν από ονομαστική σε ανώνυμη ή το αντίθετο κ.ά.
Τα παραπάνω εγκρίθηκαν με Βασιλικό Διάταγμα που δημοσιεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου 1848 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 2/31-1-1848).
Στο μεταξύ, οι επαναστάσεις που ξέσπασαν αρχικά στη Σικελία και στη συνέχεια στη Γαλλία εναντίον του Λουδοβίκου πυροδότησαν σειρά εξεγέρσεων με τα ίδια χαρακτηριστικά σε όλη την Ευρώπη, με σημαντικότερες αυτές στα γερμανικά κρατίδια, στην Ουγγαρία και στη Δανία.
Ηταν τέτοιο το μέγεθος της αναταραχής που η χρονιά αυτή έμεινε στην ιστορία ως η «Ανοιξη των Εθνών».
Σημειώνεται ότι και στην Ελλάδα εμφανίστηκε ένα κύμα τοπικών εξεγέρσεων στη Μεσσηνία, τη Φθιώτιδα, την Κόρινθο κ.α., με σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά, οι οποίες καταπνίγηκαν πολύ σύντομα.
Ενδεικτικό είναι το υπόμνημα του αρχηγού της εξέγερσης στη Μεσσηνία, Γ. Ι. Περρωτή, προς τον λαό της περιοχής, με ημερομηνία 24 Απριλίου 1848, στο οποίο αναφερόταν μεταξύ άλλων:
«(…) Νέα εποχή ιστορίας μετέβαλε την φάσιν του κόσμου. Τα έθνη εγείρονται προς ανάκτησιν και υπεράσπισιν των καταπατηθέντων δικαιωμάτων και ελευθεριών των. Τα παλαιά άθλια συστήματα κατέπεσον ως ιστός αράχνης (…) Μια φωνή εγείρεται πανταχόθεν, η φωνή της απελευθερώσεως, η φωνή της χειραφετίας των λαών, η φωνή της ενώσεως των εθνικοτήτων» (εφ. «Ελπίς», 30.4.1848).
Ωστόσο, οι διαδοχικές εξεγέρσεις στο εξωτερικό και στην ελληνική επαρχία δημιουργούν φόβο στην αυλή του Οθωνα.
Μάλιστα, όπως ανέφεραν εφημερίδες της εποχής, κάποια στιγμή διαδόθηκε ότι επίκειται γενικευμένη εξέγερση ανήμερα της 25ης Μαρτίου.
Γι’ αυτό, δίνεται εντολή και μεταφέρονται στα ανάκτορα (τη σημερινή Βουλή) επιπλέον φρουρά και κανόνια. Αυτό δημιουργεί έντονη ανησυχία στους κατοίκους της Αθήνας.
Παράλληλα, χρεοκοπούν δύο μεγάλοι έμποροι της εποχής, οι Λαζαρής και Περιδός, και αρχίζουν να κυκλοφορούν φήμες ότι η τράπεζα χάνει πολλά χρήματα που τους είχε δανείσει.
Η ανησυχία των Αθηναίων γίνεται πανικός
«Ο τρόμος, όστις κατέλαβε τους πολίτας όσοι εκράτουν χαρτί της Τραπέζης, ήτο εντελώς ανυπόστατος, (…) επολιόρκησαν καθ’ εκάστην το κατάστημα ζητούντες εξαργύρωσιν των γραμματίων», έγραφε, χαρακτηριστικά, στις 10 Απριλίου 1848, η εφημερίδα «Ελπίς», δίνοντας παραστατική εικόνα του κόσμου που συγκεντρωνόταν καθημερινά στην τράπεζα για να πάρει νομίσματα.
Καθώς, δε, οι κερδοσκόποι κεφαλαιούχοι είχαν συγκεντρώσει μεγάλα ποσά σε χαρτονομίσματα, άρχισαν και αυτοί να σπεύδουν να τα εξαργυρώσουν, φέρνοντας την τράπεζα ένα βήμα πριν από τη στάση πληρωμών.
Σημειώνεται ότι τα μεταλλικά νομίσματα της τράπεζας, ενώ στο τέλος Φεβρουαρίου ανέρχονταν σε 616.000 δραχμές, με τα κυκλοφορούντα χαρτονομίσματα να ανέρχονται σε 1.870.000 δραχμές, στο τέλος Μαρτίου περιορίστηκαν σε 215.000 δραχμές, ενώ τα κυκλοφορούντα χαρτονομίσματα ήταν αξίας 1.564.000 δραχμών (Πηγή: Ιωάννης Α. Βαλαωρίτης, ό.π.).
Ετσι, αποφασίζεται από κυβέρνηση και τράπεζα να ληφθούν μέτρα.
Το μεσημέρι της 4ης Απριλίου 1848 συγκαλείται έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής με μοναδικό θέμα την ψήφιση «λίαν σπουδαίου και κατεπείγοντος νομοσχεδίου περί εξαργυρώσεως τραπεζικών γραμματίων» (Συνεδρίαση ΡΒ’ της 4ης Απριλίου 1848, Πρακτικά, σελ. 628, 629, 630, 631).
Το νομοσχέδιο εισηγείται ο υπουργός Εσωτερικών Λυκούργος Ι. Κρεστενίτης, ο οποίος ζήτησε «να μην γίνωσι επί της συζητήσεως ταύτης λόγοι μακροί» και πραγματικά μετά από σύντομη συζήτηση εγκρίθηκε ομόφωνα ο νόμος ΠΑ’ «Περί εξαργυρώσεως των τραπεζικών γραμματίων».
Ο νόμος δημοσιεύτηκε αυθημερόν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και προέβλεπε τα εξής:
1. Για 5 μήνες η Εθνική Ελληνική Τράπεζα απαλλάχθηκε της υποχρέωσης εξαργύρωσης των χαρτονομισμάτων.
2. Σε αυτό το διάστημα τα τραπεζογραμμάτια (χαρτονομίσματα) θα εξακολουθούσαν να γίνονται δεκτά από τα ταμεία του κράτους με υπερτίμηση 2% σε βάρος της τράπεζας.
Αυτό το μέτρο ελήφθη ακολουθώντας αντίστοιχη γαλλική ρύθμιση, με στόχο να μην κλονιστεί η εμπιστοσύνη του λαού στην τράπεζα.
3. Οι κάτοχοι των χαρτονομισμάτων μετά την παρέλευση του 5μηνου, εφόσον τα παρέδιδαν στην τράπεζα, θα ελάμβαναν τόκο 10%.
Αυτό το μέτρο εφαρμόστηκε τελικά πολύ περιορισμένα, διότι με μεταγενέστερη ρύθμιση, στις 9 Αυγούστου, οι κάτοχοι των χαρτονομισμάτων που ήθελαν να τα καταθέσουν για να εισπράξουν τον τόκο έπρεπε να τα πάνε εντός 15 ημερών.
Μέσα σε αυτή την προθεσμία κατατέθηκαν χαρτονομίσματα αξίας μόνο 387.850 δραχμών.
Για τα υπόλοιπα η τράπεζα απαλλάχθηκε από την υποχρέωση να καταβάλει τόκο.
Τα μέτρα δεν βοήθησαν τόσο ώστε να «χαλαρώσουν» οι πιέσεις προς τους μεγαλύτερους οφειλέτες της, εμπόρους και κτηματίες.
Ο μετέπειτα υποδιοικητής της τράπεζας, Ιωάννης Α. Βαλαωρίτης, θεωρεί ότι το πεντάμηνο ήταν πολύ σύντομος χρόνος ώστε «η τράπεζα να δυνηθή άνευ εκτάκτων μέτρων κατά των οφειλετών αυτής να επανέλθη εις ομαλωτέρας περιστάσεις (…)».
Οι εφημερίδες της εποχής γράφουν πιο παραστατικά ότι «το εμπόριον, η γεωργία και εν γένει η βιομηχανία, αντί να βοηθησώσιν εις τας παρούσας δυσχερείς περιστάσεις από την Τράπεζαν, απεναντίας καταπιέζονται μέχρις αμηχανίας» (εφ. «Ελπίς», 23.5.1848).
Ετσι, Εμπορικοί Σύλλογοι και Επιμελητήρια στέλνουν υπομνήματα προς την κυβέρνηση ζητώντας να δοθεί το δικαίωμα στην τράπεζα να θέσει σε κυκλοφορία τραπεζογραμμάτια (χαρτονομίσματα) μέχρι τριών εκατομμυρίων δραχμών ή τουλάχιστον να ανασταλεί για πολύ καιρό η υποχρεωτική εξαργύρωση των οφειλομένων…
Επίσης, ζητούν να δοθούν νέες χορηγήσεις για να βοηθηθούν το εμπόριο και οι συναλλασσόμενοι.
Η κυβέρνηση ενημερώνει την τράπεζα και συντάσσεται νέο νομοσχέδιο.
Ομως, στο μεταξύ ο Οθωνας αλλάζει την κυβέρνηση και όπως προκύπτει από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής ανακύπτουν νέα «αγκάθια».
Η νέα κυβέρνηση, που έχει εξαπολύσει άγριο φοροκυνηγητό για να γεμίσει το άδειο Δημόσιο Ταμείο, ζητάει από την τράπεζα να της χορηγήσει άτοκα 500.000 δραχμές προκειμένου να κατατεθεί το νομοσχέδιο για την παράταση του «παγώματος» εξαργύρωσης των χαρτονομισμάτων.
Η τράπεζα αρνείται και στις 2 Ιουλίου εκδίδει την υπ’ αριθμόν 801 εγκύκλιο «Προς τους οφειλέτας αυτής», αναφέροντας ότι καθώς η κυβέρνηση απέσυρε το νομοσχέδιο, καλεί τους οφειλέτες να σπεύσουν να πληρώσουν το επόμενο δίμηνο τα δάνειά τους, απειλώντας μάλιστα με τη λήψη μέτρων, «την νόμιμον εκβίασιν», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά (εφ. «Ελπίς» 8.7.1848).
Τελικά, επέρχεται συμφωνία και στις 2 Αυγούστου προωθείται στη Βουλή νέο νομοσχέδιο το οποίο θα ψηφιστεί ομόφωνα.
Με τον νόμο ΡΑ’ (ΦΕΚ 21/10-8-1848) παρατείνεται μέχρι τις 4 Απριλίου 1849 το «πάγωμα» εξαργύρωσης χαρτονομισμάτων.
Παράλληλα, με άλλο νόμο (Νόμος ΡΣΤ’ ΦΕΚ 22/25.8.1848), το Δημόσιο εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση που επιζητούσε, δημιουργώντας ανοιχτό λογαριασμό ύψους 500.000 δραχμών, με τόκο 3%, αφού κατέθεσε 500 μετοχές της τράπεζας.
Ωστόσο, από τον Αύγουστο είχαν αρχίσει να φαίνονται τα πρώτα αποτελέσματα, καθώς η κυκλοφορία των τραπεζικών γραμματίων είχε περιοριστεί σε 414.000 δραχμές έναντι μεταλλικού αποταμιεύματος 253.000 δραχμών.
Τον Δεκέμβριο η αναλογία των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων και του μεταλλικού αποταμιεύματος είχε βελτιωθεί ακόμα περισσότερο και η τράπεζα μπόρεσε στις 8 Δεκεμβρίου 1848 να αρχίσει να εξαργυρώνει ξανά τραπεζογραμμάτια.
Η κριτική προς την τράπεζα
Στις συζητήσεις στη Βουλή και στον Τύπο της εποχής διατυπώθηκε κριτική στις πρακτικές της Εθνικής Τράπεζας που την οδήγησαν σε οριακό σημείο.
Στη σύντομη συζήτηση που έγινε στις 4 Απριλίου 1848, ένας βουλευτής, που δεν κατονομάζεται στα Πρακτικά, αφού σημείωσε ότι «το έθνος αυτό την έλαβεν (σ.σ. την τράπεζα) υπό την προστασίαν του», έκανε εμμέσως σύντομη κριτική στη διοίκηση της τράπεζας αναφέροντας «(…) διότι παρ’ αυτής ελπίζει χρηστότερον (= ηθικότερο, εντιμότερο) μέλλον».
Το ίδιο διάστημα η εφημερίδα «Ελπίς» (φ. της 10ης Απριλίου 1848) καλεί ουσιαστικά τον διοικητή Γ. Σταύρο να σχηματίσει γύρω του ένα συμβούλιο από ικανούς και έμπειρους ανθρώπους και «όχι εξ ανθρώπων αγαθών μεν, αλλ’ ανίδεων των τραπεζικών πραγμάτων».
Σε επόμενη συζήτηση στη Βουλή στις 2 Αυγούστου 1848 επισημάνθηκε ότι η τράπεζα μπορούσε να εκδίδει όσα χαρτονομίσματα επιθυμεί, αρκεί να έχει το ένα τρίτο αυτών σε νόμισμα.
Από εκεί και πέρα, για να αντιμετωπιστεί το θέμα της συγκέντρωσης των χαρτονομισμάτων σε λίγα χέρια, αποφασίστηκε να επιτραπεί η έκδοση και δεκάδραχμων.
Αλλοι βουλευτές, που δεν κατονομάζονται, καταλόγισαν στην τράπεζα «κακή χρήση των δανείων και παράβαση του καταστατικού της».
Ειδικότερα επισήμαναν τα εξής:
1. Εδωσε μεγάλα δάνεια με υποθήκες (ακινήτων) και όχι σε αξιόχρεους (= αξιόπιστους οφειλέτες).
Αυτό ήταν πολύ ουσιαστικό, καθώς η τράπεζα βρέθηκε να ελέγχει μέσω υποθηκών μεγάλες εκτάσεις αλλά να μην εισπράττει από τα οφειλόμενα…
2. Εξέδωσε χαρτονομίσματα τριπλάσιας αξίας από τα νομίσματα που κατείχε.
Σύμφωνα με έναν βουλευτή, η πρόβλεψη για τον περιορισμό της έκδοσης των χαρτονομισμάτων (στο τριπλάσιο των νομισμάτων) έγινε «διά να δύναται να δανείζη με μικρόν τόκον».
Ομως, πλέον η τράπεζα «εκδίδουσα επί 1.000 π.χ. δραχμές, τας οποίας έχει, 3.000 δρχ. γραμμάτια, δανείζει όχι επί 8, αλλ’ επί 24% και ούτω φορολογεί αισχρώς το έθνος»(Πρακτικά συνεδριάσεων της Βουλής, Συνεδρίαση ΡΝΓ’ της 2ας Αυγούστου 1848, σελ. 685).
Πηγή: http://www.efsyn.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου