ΑΡΧΙΚΗΠΟΛΙΤΙΚΗΟΙΚΟΝΟΜΙΑΔΙΕΘΝΗΚΟΙΝΩΝΙΑΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » ΘΕΜΑΤΑ
search...
Συνέντευξη με τον Χάουκε Μπρούνκχορστ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Φλένσμπουργκ
IN ΔΙΕΘΝΗ / BY EPOHI / ON DECEMBER 24, 2018 AT 12:44 AM /
O καπιταλισμός είναι ασυμβίβαστος με τη δημοκρατία
Τη συνέντευξη πήρε
ο Δημήτρης Γκιβίσης
Η Ευρώπη βρίσκεται σε μια βαθιά και πολύπλευρη κρίση. Θεωρείς ότι είναι μια κρίση προσωρινή ή μόνιμη και ενδεχομένως με μη αναστρέψιμα χαρακτηριστικά;
Η κρίση είναι μόνιμη μετά την αποτυχία του Συντάγματος του 2005, κυρίως επειδή η πολιτικά επικρατούσα τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχασε την εμπιστοσύνη της στην ευρωπαϊκή πρόοδο, και εκείνοι (πάντα μειοψηφία) που εξακολουθούσαν να επιδιώκουν το στόχο μιας δημοκρατικής και κοινωνικής Ευρώπης σιώπησαν και παραιτήθηκαν. Στη συνέχεια συνέβη η μεγαλύτερη πρόκληση για την παγκόσμια οικονομία από το 1929. Η Λίμαν Μπράδερ κατέρρευσε, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου ανέλαβαν την πρωτοβουλία, η ΕΚΤ δεσμεύτηκε σε πολιτικά ουδέτερες Συνθήκες, ενώ οι Γερμανοί προσπάθησαν να μπλοκάρουν τα πάντα, και αντέδρασαν μόνο μετά τη συντριβή του βαυαρικού Hypo-Real (σημ: εταιρεία που ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος δανειστής εμπορικών ακινήτων στη Γερμανία, στην οποία το υπουργείο Οικονομικών έδωσε πίστωση 35 δισ. ευρώ επειδή αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες μετά την κρίση ρευστότητας του 2008). Μετά τους Αμερικανούς και τους Κινέζους που είχαν σώσει την παγκόσμια οικονομία, ο ευρωπαϊκός Βορράς σταθεροποίησε την εξουσία του πάνω στο Νότο και κέρδισε, ιδιαίτερα από την επιβολή ισότιμων κανόνων σε ένα άνισο πεδίο μάχης, όπου ο Νότος μπορούσε μόνο να χάσει. Ωστόσο, η ασυνεπής δομή δυο ταχυτήτων της Ευρώπης, η υπερεθνική τεχνοκρατία (ευρωπαϊκή νομοθεσία από το Κοινοβούλιο, την Κομισιόν και το Συμβούλιο Υπουργών) από την μία πλευρά, και ο διακυβερνητικός κανόνας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Πρωθυπουργών, από την άλλη, επέτρεψαν στις κυρίαρχες δυνάμεις του Βορρά, υπό την ηγεσία των Γερμανών, μια και μόνο μία πολιτική στρατηγική, η οποία επιβάλλει τα κριτήρια σύγκλισης, τα προγράμματα λιτότητας και τις αποκαλούμενες διαρθρωτικές νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» με οικονομικό εκβιασμό. Ωστόσο, ο ισχυρός ηγεμόνας ο οποίος ανέτρεψε δημοκρατικές εκλογές και δημοψηφίσματα μέσα σε λίγες μέρες, και υπαγόρευσε ένα σύνολο νομοθετικών προγραμμάτων στις δημοκρατικές κυβερνήσεις του Νότου, δεν είχε τη δύναμη να επιλέξει εναλλακτικές λύσεις, ακόμη και αν όλοι, συμπεριλαμβανομένου του Σόιμπλε, γνώριζαν ότι ένα πρόγραμμα λιτότητας που απέτυχε δύο, τρεις και τέσσερις φορές ήταν ένα πολύ κακό πράγμα. Αυτό συνέβη επειδή η ισχυρή Γερμανία ως ηγεμονική δύναμη είχε μόνο την ικανότητα να επιβάλει τη διακυβερνητική συναίνεση, αλλά δεν μπορούσε να το αλλάξει. Η δύναμη αυτή αντιμετωπίζει τώρα την επόμενη μεγάλη κρίση στην Ιταλία. Η μόνη διέξοδος θα ήταν ένα νέο Σύνταγμα της Ευρώπης που θα είναι δημοκρατικό και πολιτικό, θα αντιπροσωπεύει όλους τους λαούς της Ευρώπης, θα μπορεί να αποφασίσει οικονομικές και κοινωνικές εναλλακτικές λύσεις, και θα προηγείται της διακυβερνητικής εκπροσώπησης των κρατών και των κυβερνήσεων.
Πώς αναδεικνύεται το θέμα της Ευρώπης στο δημόσιο διάλογο που γίνεται στη Γερμανία;
Υπάρχει ένας λόγος της διανόησης που αποσιωπάται, επειδή περιορίζεται στον ακαδημαϊκό χώρο και δεν μπορεί πλέον να φτάσει στο ευρύτερο κοινό, λόγω των διαρθρωτικών αλλαγών της δημόσιας σφαίρας. Σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1970, η δημόσια σφαίρα κυριαρχείται από τους ιδιωτικούς και τους ιδιωτικοποιημένους ομίλους των ΜΜΕ. Δεύτερον, οι διαρθρωτικές αλλαγές ενισχύονται από την ψηφιοποίηση της βιομηχανίας των ΜΜΕ, η οποία τώρα είναι πολύ πιο ανεξάρτητη από τις εξωτερικές (ακαδημαϊκές, πολιτικές) πληροφορίες, επειδή παράγει το μεγαλύτερο μέρος η ίδια και οι πολιτικοί ηγέτες εκφράζονται κυρίως με τη δημόσια προβολή. Στην αρχή της χιλιετίας, ο Μπλερ κέρδισε τον Μπράουν και ο Σρέντερ επικράτησε του Λαφοντέν όχι στα κομματικά όργανα αλλά στην τηλεοπτική οθόνη, και οι κομματικές διαδικασίες ακολούθησαν τα ποσοστά ακροαματικότητας. Τρίτον, η σόουμπιζ έχει καταλάβει ολόκληρο το τηλεοπτικό πρόγραμμα, συμπεριλαμβανομένων και των ειδησεογραφικών ειδήσεων. Ακόμη και οι ξεκάθαρα πολιτικές πληροφορίες και απόψεις είναι πλέον αποπολιτικοποιημένες. Την ίδια στιγμή, ο ποιοτικός Τύπος είναι καλύτερος από ποτέ άλλοτε, αλλά είναι εντελώς περιθωριοποιημένος και έχει καταστεί πολιτικά σχεδόν άνευ σημασίας.
Πίσω στις αρχές του ’30
Στο δημόσιο διάλογο σχετικά με την γερμανική ηγεμονία των τελευταίων χρόνων, πολλοί αναφέρονται σε έναν γερμανικό εθνικισμό, που διαφέρει από τους νέους εθνικισμούς άλλων χωρών επειδή στηρίζεται σε μια συνεκτική σχέση μεταξύ της οικονομίας και του κράτους την οποία δεν έχουν άλλοι εθνικισμοί στην Ευρώπη. Ποια είναι η άποψή σου;
Δεν πιστεύω ότι ο γερμανικός εθνικισμός είναι πολύ ιδιαίτερος. Οι εθνικιστές είναι όλοι ακροδεξιοί, συντηρητικοί και συνήθως νεοφιλελεύθεροι (ιδιαίτερα τελευταία πρόκειται για λευκούς καπιταλιστές με δεξιό διαβατήριο). Οι μεταβάσεις προς στους φασίστες και στους νεοναζί είναι ρευστές. Επομένως, δεν υπάρχει κανένας αξιοπρεπής εθνικισμός και κανένας αξιοπρεπής συντηρητισμός. Όλα τα νέο-εθνικιστικά κόμματα έχουν μόνο δύο στόχους: να σκοτώσουν την Αριστερά και να ενισχύσουν την λευκή υπεροχή στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στη Βραζιλία, και με διαφορετικά χρώματα, στις Φιλιππίνες και την Ινδία. Δυστυχώς, σήμερα είμαστε πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1930 σε όλο τον κόσμο.
Τι σε οδήγησε να υπογράψεις, την προηγούμενη εβδομάδα, το «Μανιφέστο για τον Εκδημοκρατισμό της Ευρώπης»;
Ακριβώς επειδή κάθε πρωτοβουλία που συμβάλλει στην επαναπολιτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας είναι χρήσιμη για την Ευρώπη. Κάποιος πρέπει να το δοκιμάσει αυτό ξανά. Δεν μοιράζομαι το συγκεκριμένο πρόγραμμα σε όλα τα σημεία. Νομίζω ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι κάτι περισσότερο από μια κοινοβουλευτική συνέλευση για την ευρωζώνη. Θα έλεγα ότι χρειαζόμαστε ένα πραγματικό κοινοβούλιο που να εκλέγεται άμεσα από τους πολίτες των κρατών της ευρωζώνης, και μια κυβέρνηση που να εξαρτάται από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Ωστόσο, αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω μιας εντελώς νέας βάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πλεονέκτημα του κοινωνικού και θεσμικού προγράμματος του Μανιφέστου, είναι ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να αλλάξουν οι συνθήκες. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός εντός του παρόντος πλαισίου, αλλά προκαλεί επίσης και μερικούς σοβαρούς κινδύνους. Είναι ένα τεχνοκρατικό πρώτο βήμα για την υπέρβαση της τεχνοκρατίας, αλλά μπορεί εύκολα να ενισχύσει την τεχνοκρατία αντί για τη δημοκρατία. Εάν δεν είναι επιτυχημένη οικονομικά και κοινωνικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χάσει την υπόλοιπη από την αδύναμη δημοκρατική νομιμοποίησή της. Αυτό είναι το ρίσκο, αλλά στη ζωή δεν υπάρχει κέρδος χωρίς ρίσκο.
Ο καπιταλισμός ταιριάζει στα αυταρχικά καθεστώτα
Στο συγγραφικό σου έργο έχεις ασχοληθεί ιδιαίτερα με την έννοια της δημοκρατίας. Με αφορμή την τάση αυταρχικής στροφής του καπιταλισμού που βλέπουμε σε πολλές χώρες (Ουγγαρία, Τουρκία, Βραζιλία, Πολωνία, κλπ), θεωρείς ότι ο καπιταλισμός χρειάζεται σήμερα τη δημοκρατία;
Πάντα πίστευα ότι ο καπιταλισμός είναι ασυμβίβαστος με τη δημοκρατία, αλλά μπορεί να αλλάξει με ριζοσπαστικές, ή και επαναστατικές, δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που οδηγούν τις αγορές σε δημόσιο έλεγχο. Από την άλλη πλευρά, ο καπιταλισμός ταιριάζει πολύ καλύτερα στα αυταρχικά και φασιστικά καθεστώτα παρά στη ριζοσπαστική δημοκρατία, όπου όλες οι κοινωνικές τάξεις, τα φύλα, τα χρώματα (εθνικότητες/φυλές) έχουν ισότιμη συμμετοχή στη νομοθετική διαδικασία και στην εφαρμογή της μέσω κυβερνήσεων, διοικήσεων, δικαστηρίων. Επιπλέον, η ριζοσπαστική δημοκρατία πρέπει να είναι εξαρχής κοσμοπολίτικη, ειδάλλως δεν είναι ούτε δημοκρατική ούτε μπορεί να επιβιώσει από την παγκοσμιοποίηση. Δεν υπάρχει κανένας σοσιαλισμός και καμία δημοκρατία σε μια χώρα, όπως έχει δείξει πάντα η ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου