Σελίδες

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

Ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων και τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού Της Μαρίας Μαγδαληνής Τσίπρα*

Ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων και τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού

Στην αυγή του 2019 βρισκόμαστε ξανά ενώπιον νέων ζητημάτων, που αφορούν εκατομμύρια συνταξιούχους όλων των ασφαλιστικών φορέων, καθώς από 1-1-2019 θα εφαρμοστεί ο επανυπολογισμός των συντάξεων βάσει των διατάξεων του νόμου Κατρούγκαλου. Και ενώ είναι αληθές, ότι οι συνταξιούχοι θα συνεχίσουν να λαμβάνουν τις ίδιες συντάξεις, που ελάμβαναν μέχρι και τον Δεκέμβριο 2018 ενώ την ίδια στιγμή στα φύλλα συντάξεων τους, θα παύσουν πλέον να βλέπουν οποιαδήποτε περικοπή, στην πραγματικότητα, θα ήταν καλό να μην σπεύσουν κάποιοι να πανηγυρίσουν ότι οι συντάξεις δεν υπέστησαν περικοπές, αφού το αληθές είναι, ότι οι συντάξεις δεν υπέστησαν νέες περικοπές, μολαταύτα, συνέχισαν να υφίστανται τις ήδη θεσπισθείσες το έτος 2012 περικοπές, οι οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Ας πάρουμε, ωστόσο, τα πράγματα από την αρχή: τον Ιούνιο του 2015 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με σειρά αποφάσεων της έκρινε, ότι οι περικοπές των κύριων και επικουρικών συντάξεων, που έλαβαν χώρα βάσει των ν. 4051/2012 και 4093/2012 ήταν αντίθετες προς το Σύνταγμα. Αντίστοιχα, με απόφαση του το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε αντισυνταγματική την Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων. Άμεση και φυσική συνέπεια μίας τέτοιας κρίσης περί αντισυνταγματικότητας ήταν η υποχρέωση του Δημοσίου να προβεί σε αποκατάσταση των συντάξεων στο ύψος, που θα έπρεπε να καταβάλλονται αφαιρουμένων των αντισυνταγματικών περικοπών. Συμμόρφωση στις αποφάσεις αυτές δεν υπήρξε. Αντίθετα, παρά τα όσα είχαν κριθεί, οι συντάξεις συνέχισαν να καταβάλλονται μέχρι και την 31-12-2018 περικομμένες βάσει των αντισυνταγματικών διατάξεων.
Και εδώ πλέον αρχίζουν τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα. Μετά την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου, οι συντάξεις αποτελούνται πλέον από τρία μέρη: την βασική [εθνική] σύνταξη, την αναλογική σύνταξη και την προσωπική διαφορά, που υπολογίζεται βάσει της καταβαλλόμενης σύνταξης στις 31-12-2014. Το ποσό της προσωπικής διαφοράς εξάγεται από την σύγκριση ανάμεσα στο ποσό, που καταβάλλονταν στις 31-12-2014 και το ποσό συντάξεως, που εξάγεται κατόπιν του νέου υπολογισμού αυτής.
Και βέβαια, μέσω της ρήτρας αυτής, δεν επέρχεται μείωση της συντάξεως, αφού ο συνταξιούχος λαμβάνει, μετά τον επανυπολογισμό όσα χρήματα ελάμβανε και πριν από αυτόν. Το μυστικό, ωστόσο, κρύβεται στην προσωπική διαφορά, αφού εάν υφίστατο συμμόρφωση προς τις αποφάσεις των δικαστηρίων με την κατάργηση των αντισυνταγματικών περικοπών, τότε η προσωπική διαφορά, που θα ελάμβανε κάθε συνταξιούχος θα ήταν εμφανώς μεγαλύτερη από την προσωπική διαφορά, που του καταβάλλεται μετά τον επανυπολογισμό των συντάξεων. Και τούτο διότι η σύνταξη θα έπρεπε κατ’ εφαρμογή των αποφάσεων των δικαστηρίων να έχει πρώτα αυξηθεί μέσω της κατάργησης των αντισυνταγματικών περικοπών και εν συνεχεία να επανυπολογιστεί στην νέα της αυξημένη πλέον με τον τρόπο αυτό μορφή. Μόνο με τον τρόπο αυτό ο επανυπολογισμός θα οδηγούσε σε ένα συνταγματικό αποτέλεσμα ενώ πρακτικά με τον τρόπο αυτό θα επέρχονταν αύξηση του ποσού της προσωπικής διαφοράς, που διατηρείται μέσω του επανυπολογισμού.
Η πρακτική, ωστόσο, που εφαρμόστηκε και στην περίπτωση του νόμου Κατρούγκαλου, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, είναι αυτή της εξαφάνισης του ουσιαστικού ωφέλιμου αποτελέσματος των δικαστικών αποφάσεων, με την εισαγωγή ενός νέου τρόπου υπολογισμού και την ενσωμάτων των περικοπών, που έχουν κριθεί αντισυνταγματικές, σε καλυμμένη πλέον μορφή. Έτσι δεν εισάγονται μεν νέες μειώσεις συντάξεων αλλά στην πραγματικότητα νομιμοποιούνται μειώσεις, που έχουν λάβει χώρα από το έτος 2012 και μάλιστα, μειώσεις, που έχουν κριθεί αντίθετες προς το Σύνταγμα.
Αυτό είναι και το βασικό ερώτημα, που καλείται να απαντήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας, στην απόφαση, που αναμένουμε αναφορικά με τον νόμου Κατρούγκαλου: μπορεί ο νομοθέτης εισάγοντας έναν νέο τρόπο υπολογισμού να ενσωματώνει περικοπές, που έχουν ήδη κριθεί αντισυνταγματικές; Μπορεί ο νομοθέτης με τον τρόπο αυτό να μην εφαρμόζει δικαστικές αποφάσεις και μάλιστα των ανωτάτων Δικαστηρίων; Και εάν ναι, ποια είναι η ουσιαστική αντίδραση της Δικαιοσύνης σε μία τέτοιου είδους φαλκίδευση;
Πολλές διαρροές, έχουν δει το φως της δημοσιότητας αναφορικά με την επικείμενη κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε μία εποχή μάλιστα, που η Δικαιοσύνη κατηγορείται ευθέως από μερικούς, ότι ασκεί οικονομική πολιτική, διαταράσσοντας την πολιτική της Κυβέρνησης.
Φοβάμαι, ότι στην Χώρα αυτή, έχουμε ένα πολύ σοβαρό θέμα με τον τρόπο, που αντιμετωπίζουμε τους θεσμούς. Και εξηγούμαι: Σε κάθε ευνομούμενη Πολιτεία, δουλειά της Κυβέρνησης είναι να ασκεί την οικονομική πολιτική και δουλειά της Δικαιοσύνης είναι να κρίνει εάν η οικονομική πολιτική, που ασκείται από την Κυβέρνηση είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση είναι εξόχως προβληματική και διαταράσσει αφενός την διάκριση των εξουσιών και αφετέρου την αναγκαία για την οργάνωση της Κοινωνίας εμπιστοσύνη του πολίτη στα όργανα απονομής δικαίου.
Όπως εξόχως προβληματική, με βάση τα ανωτέρω δεδομένα θα ήταν και μία ενδεχόμενη κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί συνταγματικότητας του Νόμου Κατρούγκαλου, αφού μια τέτοια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα συνεπάγονταν την αναγνώριση, ότι ο Έλληνας Νομοθέτη [του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος] δικαιούται μέσω διατάξεων νόμου, να καταργεί δικαστικές αποφάσεις και να εμμένει στην εφαρμογή αντισυνταγματικών διατάξεων.
Και πάνω απ’ όλα θα συνεπάγονταν μια έμμεση αλλά εκκωφαντικά ηχηρή αναγνώριση, ότι η Δικαιοσύνη σε αυτήν την χώρα αδυνατεί να προστατεύσει το κύρος των αποφάσεων της άρα και τους ίδιους τους Πολίτες, που προσβλέπουν σε αυτήν. Και εάν οι πολίτες χάσουν την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς, τι πραγματικά πλέον διαχωρίζει μία πολιτισμένη κοινωνία από μία ζούγκλα, όπου ο ισχυρότερος κατασπαράζει τον πιο αδύναμο;
Πρωτίστως, λοιπόν, γι’ αυτούς τους κορυφαίους θεσμικούς λόγους και δευτερευόντως για την σημασία, που έχει η απόφαση του ΣτΕ στην αποκατάσταση των αποδοχών των συνταξιούχων, ανήκω σε αυτούς, που πιστεύω, ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας θα σταθεί στο ύψος του για μία ακόμα φορά και έτσι θα διαγνώσει την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του νόμου Κατρούγκαλου, όσον αφορά στον επανυπολογισμό των συντάξεων, διασώζοντας το κύρος του και βάζοντας ουσιαστικούς φραγμούς στη νομοθετική εξουσία.
  • Η Μαρία-Μαγδαληνή Τσίπρα είναι δικηγόρος – εργατολόγος. Ειδικεύεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Ως νομικός σύμβουλος της ΑΔΕΔΥ, έχει αντιπροσωπεύσει πολλάκις την Ομοσπονδία των Δημοσίων Υπαλλήλων στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια και στους Διεθνείς Οργανισμούς.
Διαβάστε από την ίδια:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου