Σελίδες

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Αντέχει η οικονομία αύξηση 11% του κατώτατου μισθού;

Αντέχει η οικονομία αύξηση 11% του κατώτατου μισθού;

ΚΩΣΤΑΣ ΜΗΛΑΣ*
Ο κ. Τσίπρας ανακοίνωσε γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,92%, από τα 586 στα 650 ευρώ. Σημειώνω ότι η επιτροπή εργασίας παρέδωσε πόρισμα στην κυβέρνηση (το οποίο όσοι ασχολούμαστε με τα χρηματοοικονομικά δεν είδαμε ποτέ!) το οποίο, σύμφωνα με την «Καθημερινή», δικαιολογούσε αύξηση μεταξύ 5% και 10%.
Τίθεται επιτακτικά το ερώτημα: Μπορεί η οικονομία να αντέξει αύξηση της τάξης του 10,92%; Σύμφωνα με την βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ (τελευταία στοιχεία για το 2017), o κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο 33% του μέσου μισθού, σε σχέση με το 43% στην περίπτωση της Πορτογαλίας και το 34% στην περίπτωση της Ισπανίας. . Ακόμα και στη Ρουμανία, ο κατώτατος μισθός αντιστοιχεί στο 44% του μέσου μισθού. Στο σύνολο του ΟΟΣΑ, ο κατώτατος μισθός αντιστοιχεί στο 47% του μέσου μισθού. Συνεπώς, μία αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα ήταν δικαιολογημένη βάσει διεθνών συγκρίσεων.
Η όποια αύξηση, όμως, θα πρέπει να συμβαδίζει με τις οικονομικές μας αντοχές. Πράγματι, ο κατώτατος μισθός επηρεάζεται θετικά από το γενικό επίπεδο μισθών και την ανταγωνιστικότητα τιμών και αρνητικά από την αύξηση της ανεργίας. Στο Γράφημα 1, καταγράφω την (ιστορική) απόκλιση του κατώτατου μισθού από τις αντοχές της οικονομίας μας (%) από το 1971 μέχρι σήμερα μαζί με τις μεταβολές του ποσοστού ανεργίας. Τι παρατηρούμε;

Γράφημα 1: Απόκλιση κατώτατου μισθού από αντοχές της ελληνικής οικονομίας (%) και μεταβολές στο ποσοστό ανεργίας (%), 1971-2018
Σημείωση: Στις ποσοτικές μου εκτιμήσεις χρησιμοποιώ τον μέσο όρο εκτιμήσεων από τρία μοντέλα (βάσει της οικονομετρικής μεθόδου Fully Modified Ordinary Least Squares για μακροχρόνιες σχέσεις), στα οποία ο κατώτατος μισθός είναι συνάρτηση του γενικού μισθού, της ανταγωνιστικότητας τιμών και του ποσοστού ανεργίας. Για την ανταγωνιστικότητα, χρησιμοποιώ τρεις διαφορετικούς ορισμούς (μεταβλητές): τις τιμές εισαγωγών/εγχώριες τιμές, τον δείκτη ανταγωνιστικότητας βάσει του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή σε 49 οικονομίες σε σχέση με την Ελλάδα (από την βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ) και τον δείκτη πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας για 27 χώρες (από την βάση δεδομένων της Bank of International Settlements).
Tην τριετία 2009-2011, ο κατώτατος μισθός βρέθηκε μέχρι και 12,6% υπεράνω των αντοχών μας. Αυτό συνέβαλε σε μεγάλη αύξηση της ανεργίας.
Την τριετία 2012-2014 καταγράφηκε «βίαια» προσαρμογή του κατώτατου μισθού προς τα κάτω, σε μία προσπάθεια να διορθωθούν οι ανισορροπίες του παρελθόντος.
Το 2018, έκλεισε με τον κατώτατο μισθό να κινείται κατά 1% κάτω από τις οικονομικές μας δυνατότητες. Οι δε αθροιστικές απώλειες την διετία 2017-2018 κινούνται στο 1,2%.
Συνεπώς, θα περίμενε κανείς το οικονομικό επιτελείο να αποφασίσει, για το 2019, μία «προσεκτική» αύξηση κοντά στο 1,2% αντί του 10,92% που επέλεξε να ανακοινώσει ο πρωθυπουργός. Το 10,92%, βέβαια, έχει μεγάλη εκλογική απήχηση - το 1,2% καμία!
Εκείνο που όμως είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό έχει να κάνει με το ιστορικό του κατώτατου μισθού. Πράγματι, η αύξηση του 10,92% δεν απέχει πολύ από την αύξηση του κατώτατου μισθού μέχρι και 13,5% υπεράνω των δυνατοτήτων της οικονομίας που ανακοίνωσε το 1982 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Εκείνη η αύξηση, όπως φαίνεται και από το Γράφημα 1, οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της ανεργίας και ανάγκασε το οικονομικό επιτελείο της εποχής να προχωρήσει σε υποτίμηση της δραχμής κατά 15,5% τον Ιανουάριο του 1983. Επειδή όμως δεν διαθέτουμε πλέον το όπλο της υποτίμησης, πολύ φοβάμαι ότι η εξαγγελία Τσίπρα αφενός μεν θα ανακόψει την πτωτική πορεία της ανεργίας, αφετέρου δε, θα οδηγήσει σύντομα σε αύξηση του κόστους δανεισμού της χώρα μας, σε μία περίοδο κατά την οποία θα θέλαμε να επιστρέψουμε στις αγορές όσο πιο ομαλά γίνεται. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις θα δυσκολευτούν σε μέγιστο βαθμό να αντιμετωπίσουν την διπλή πρόκληση του αυξημένου μισθολογικού κόστους και του αυξημένου κόστους δανεισμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για επενδύσεις και διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη.
*Ο κ. Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής και Πρόεδρος του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Οικονομικών, Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου