Ήδη, από το 2013, ο φορολογικός νόμος (συγκεκριμένα τα αρ.28 ν.4172/2013 και αρ.27 ν.4174/2013) προέβλεπε τις περιπτώσεις και τον τρόπο, με τον οποίο η Εφορία μπορούσε να εφαρμόσει εναλλακτικές, έμμεσες μεθόδους για τον προσδιορισμό των πραγματικών εσόδων και φορολογητέων εισοδημάτων φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων.
Οι νέες εγκύκλιοι
Με τις πρόσφατες εγκυκλίους, 2015/2020 και 2016/2020, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων παρείχε διευκρινίσεις για τον τρόπο εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες έχουν εφαρμογή για τις χρήσεις από το 2014 και έπειτα, και οι οποίες φαίνεται να προτιμώνται πλέον για τον εντοπισμό μη δηλωθέντων εισοδημάτων, αφού οι φορολογούμενοι από το 2014 και μετά ήταν υποψιασμένοι για τους ελέγχους με άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών και ιδιαίτερα προσεκτικοί με τα ποσά, που κατέθεταν σε αυτούς.
Ποια μεγέθη αξιοποιούνται
Οι εγκύκλιοι, που εκδόθηκαν στις 31.1.2020, προβλέπουν ότι ο έλεγχος μπορεί να αξιοποιεί μεγέθη, όπως τα ακαθάριστα έσοδα, το κόστος πωληθέντων ή τα κέρδη, που προκύπτουν από τα λογιστικά βιβλία κάθε επιχείρησης, για να διαπιστώσει αν συγκεκριμένοι δείκτες "αποδοτικότητας" της οντότητας (περιθώριο μικτού κέρδους, αναλογία μικτού κέρδους προς πωλήσεις, σχέση τιμής πώλησης με συνολικό κύκλο εργασιών κλπ) κυμαίνονται εντός αποδεκτών ορίων.
Τι προβλέπεται για τη διαφορά πραγματικών και δηλωθέντων κερδών
Σε περίπτωση, που διαπιστωθεί ότι τα πραγματικά κέρδη είναι μεγαλύτερα από τα δηλωθέντα, προβλέπεται η επανεκκαθάριση δηλώσεων εισοδήματος και ΦΠΑ και η βεβαίωση της διαφοράς φόρου, πλέον προστίμων και προσαυξήσεων.
Πληροφορίες από τρίτες πηγές
Το σημαντικότερο, ωστόσο, που αναφέρεται τόσο στο νόμο, όσο και στις ερμηνευτικές εγκυκλίους, είναι ότι, κατά τον προσδιορισμό των εισοδημάτων φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων, η Εφορία μπορεί να χρησιμοποιεί, εκτός από πληροφορίες, που προέρχονται από τον ίδιο τον ελεγχόμενο, στοιχεία και πληροφορίες από τρίτες πηγές.
Για το λόγο αυτό, ήδη προωθείται η επέκταση των πληροφοριών, που αποστέλλονται αυτόματα στην ΑΑΔΕ και μέχρι σήμερα αφορούν κυρίως δαπάνες, που αποτελούν τεκμήρια των φυσικών προσώπων (δίδακτρα, αποπληρωμή δανείων κλπ) σε περισσότερες δαπάνες, προσωπικές ή επαγγελματικές. Σε πρώτη φάση, εξετάζεται η συγκέντρωση πληροφοριών, που αφορούν δαπάνες ΔΕΚΟ (τηλεφωνία, ηλεκτρική ενέργεια, φυσικό αέριο, ύδρευση κλπ) και πληρωμές πιστωτικών καρτών, οι οποίες είναι εύκολο να ταυτοποιηθούν, δεδομένου ότι οι εταιρείες κοινής ωφελείας και οι τράπεζες, που εμπλέκονται, μπορούν να ταυτοποιήσουν εύκολα τον λήπτη των υπηρεσιών, χρησιμοποιώντας τον ΑΦΜ, στον οποίο εκδίδεται κάθε λογαριασμός και να αποφύγουν περιπτώσεις συνωνυμίας ή "ανώνυμων" συναλλαγών.
Διαμόρφωση καταναλωτικού προφίλ
Τέλος, παρότι οι επιπλέον συναλλαγές που θα περιέλθουν σε γνώση της Εφορίας δεν αποτελούν τεκμήρια, σχηματίζουν μια εικόνα για το μέγεθος των συναλλαγών και το καταναλωτικό προφίλ του φορολογούμενου και διευκολύνουν την στοχοποίηση εκείνων που χρήζουν περαιτέρω ελέγχου.
Ανοίγει ο δρόμος για κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης
Περαιτέρω, αξιοποιώντας στοιχεία, που αφορούν την τρέχουσα καταναλωτική πρακτική των φορολογουμένων και όχι παράγοντες του παρελθόντος (όπως πχ το αυτοκίνητο που απέκτησε, όταν τα εισοδήματά του ήταν μεγαλύτερα ή το σπίτι, που κληρονόμησε και στο οποίο μένει, χωρίς να έχει τα εισοδήματα να καλύψει το τεκμήριο, που αυτό επιφέρει), ανοίγει το δρόμο για την κατάργηση των άδικων, σε πολλές περιπτώσεις, τεκμηρίων διαβίωσης.
* Ο κ. Νίκος Σιακαντάρης είναι Managing Partner στην Andersen Tax Greece.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου