Πώς η πανδημία «αβγάτισε» τις ελληνικές καταθέσεις
Οι ρευστοποιήσεις επενδυτικών προϊόντων και οι ψαλιδισμένες καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών λειτουργούν υπέρ των τραπεζικών καταθέσεων. Δυσοίωνες είναι, όμως, οι εκτιμήσεις για την πορεία των επιτοκίων.
Έδαφος φαίνεται να κερδίζουν οι εγχώριες καταθέσεις στις προτιμήσεις των αποταμιευτών, σε περιβάλλον κορωνοϊού, παρά τα πολύ χαμηλά επιτόκια που προσφέρονται πλέον στους πελάτες.
Οι τράπεζες, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, δεν προσπάθησαν ιδιαίτερα για να προσελκύσουν τους καταθέτες, καθώς το μόνο που έπραξαν (και μάλλον, όχι επί τούτου) ήταν να μην προχωρήσουν το τελευταίο χρονικό διάστημα σε νέες μειώσεις επιτοκίων. Οι τρέχουσες αποδόσεις των καταθέσεων ταμιευτηρίου είναι ουσιαστικά οριακές, ενώ οι προθεσμιακές προσφέρουν στους περισσότερους πελάτες μεταξύ του 0,2% και του 0,3% (προ φόρων και εισφοράς αλληλεγγύης) σε ετήσια βάση. Δεν αποκλείεται μάλιστα -όπως λέγεται- να δούμε περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων μέχρι το τέλος του καλοκαιριού.
Ένας από τους λόγους ενίσχυσης των καταθέσεων ήταν η «αναστάτωση» που προκλήθηκε στην αγορά ομολόγων όταν έφτασε η πανδημία του κορωνοϊού στην Ελλάδα, με τα yields των δεκαετών κρατικών τίτλων να εκτινάσσονται προσωρινά έως το 4%, πριν επιστρέψουν κοντά στα επίπεδα του 2%. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, υπήρξαν επενδυτές που είχαν κατά παρελθόν τοποθετηθεί σε ομόλογα (είτε άμεσα είτε έμμεσα, αποκτώντας μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων) και αποφάσισαν να προχωρήσουν σε ρευστοποιήσεις.
Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι ενώ κατά το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου παρατηρήθηκαν κεφαλαιακές εισροές 119 εκατ. ευρώ στα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια που διαχειρίζονται οι εγχώριες ΑΕΔΑΚ, οι αντίστοιχες εκροές του Μαρτίου έφτασαν στα 300 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς, τον Απρίλιο η κατάσταση φαίνεται πως σταθεροποιήθηκε, με τις εκροές ομολογιακά Α/Κ να περιορίζονται σε χαμηλά επίπεδα και μάλιστα να παρατηρούνται κάποιες εισροές στα μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια.
Ο προφανέστερος λόγος της ρευστοποίησης αποδίδεται στο ότι σε περιόδους γενικότερης μεταβλητότητας και ανασφάλειας, αρκετοί επενδυτές επιλέγουν τοποθετήσεις χαμηλότερου ρίσκου και οι εγχώριες τραπεζικές καταθέσεις συγκαταλέγονται σ’ αυτές (τελικά, το αν έπραξαν σωστά ή όχι, θα φανεί στο μέλλον).
Ένας δεύτερος λόγος -προσωρινής έστω- τόνωσης των τραπεζικών καταθέσεων είναι το ότι τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας, μείωσαν δραστικά -ή έστω ανέβαλαν για το μέλλον- αρκετές σημαντικές κατηγορίες δαπανών για τα νοικοκυριά, όπως έξοδα μετακίνησης, διασκέδασης και ένδυσης-υπόδησης. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν οι αποταμιεύσεις τουλάχιστον για τα νοικοκυριά που συνέχισαν να εργάζονται.
Επίσης, η αβεβαιότητα που έχει προκύψει στις διεθνείς αγορές λόγω του κορωνοϊού αποτελεί πρόκληση και για τις ασφαλιστικές εταιρείες στο να διαθέσουν στους πελάτες τους συνταξιοδοτικά-επενδυτικά προϊόντα, τα οποία είναι ανταγωνιστικά των τραπεζικών καταθέσεων. Ήδη επικρατεί σκεπτικισμός μεταξύ των παραγόντων του ασφαλιστικού κλάδου, καθώς -όπως ομολογούν- σε περιόδους ανησυχίας οι πελάτες ζητούν προϊόντα εγγυημένης απόδοσης, τα οποία ωστόσο δεν είναι σε θέση να προσφέρουν σήμερα οι ασφαλιστικές εταιρείες.
Οι τελευταίες δεν μπορούν να αναλάβουν τέτοια ρίσκα, σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, πολύ χαμηλά επιτόκια και αυστηρό (πανευρωπαϊκό) εποπτικό πλαίσιο (Solvency II).
Τέλος, σε περιβάλλον αυξημένου ρίσκου, νοικοκυριά και επιχειρήσεις συνηθίζεται να διατηρούν περισσότερα μετρητά για λόγους ασφαλείας, αναβάλλοντας δαπάνες και περικόπτοντας επενδύσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου