Σελίδες

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2020

ΔΕΕ - Η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την εναρμόνιση της υποχρεωτικής ένδειξης της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης των τροφίμων και, ιδίως, του γάλακτος δεν εμποδίζει τη θέσπιση εθνικών μέτρων με τα οποία επιβάλλεται η αναγραφή ορισμένων πρόσθετων ενδείξεων καταγωγής ή προέλευσης

ΔΕΕ - Η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την εναρμόνιση της υποχρεωτικής ένδειξης της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης των τροφίμων και, ιδίως, του γάλακτος δεν εμποδίζει τη θέσπιση εθνικών μέτρων με τα οποία επιβάλλεται η αναγραφή ορισμένων πρόσθετων ενδείξεων καταγωγής ή προέλευσης

Δικαστικά - Φορονομικά

1 Οκτώβριος 2020

Taxheaven.gr



Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 120/20


Λουξεμβούργο, 1η Οκτωβρίου 2020

Απόφαση στην υπόθεση C‑485/18
Groupe Lactalis κατά Premier ministre κ.λπ.


Εντούτοις, η θέσπιση υποχρέωσης αναγραφής αυτών των ενδείξεων είναι δυνατή, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, μόνο αν υπάρχει αντικειμενικά αποδεδειγμένη διασύνδεση μεταξύ της καταγωγής ή της προέλευσης ενός τροφίμου και ορισμένων ιδιοτήτων του

Η εταιρία Groupe Lactalis άσκησε προσφυγή κατά του Πρωθυπουργού, του υπουργού Δικαιοσύνης, του υπουργού Γεωργίας και Τροφίμων, καθώς και του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (Γαλλία), ζητώντας την ακύρωση διατάγματος με το οποίο επιβαλλόταν, μεταξύ άλλων, η επισήμανση της γαλλικής, ευρωπαϊκής ή μη ευρωπαϊκής καταγωγής του γάλακτος, καθώς και του γάλακτος το οποίο χρησιμοποιείται ως συστατικό σε προσυσκευασμένα τρόφιμα. Η εν λόγω εταιρία προέβαλε, ιδίως, ότι το εν λόγω διάταγμα αντίκειται στον κανονισμό σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές1.

Το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) υπέβαλε σειρά ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ερμηνεία του ανωτέρω κανονισμού.

Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν ο κανονισμός αυτός επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα με τα οποία επιβάλλεται η αναγραφή πρόσθετων υποχρεωτικών ενδείξεων καταγωγής ή προέλευσης του γάλακτος και του γάλακτος που χρησιμοποιείται ως συστατικό.
Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, με μόνη εξαίρεση ορισμένες κατηγορίες κρέατος, ο κανονισμός εναρμονίζει ειδικώς το ζήτημα της υποχρεωτικής αναγραφής της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως των τροφίμων, συμπεριλαμβανομένου ιδίως του γάλακτος και του γάλακτος που χρησιμοποιείται ως συστατικό, στις περιπτώσεις που η παράλειψη της ενδείξεως αυτής θα μπορούσε να παραπλανήσει τους καταναλωτές.
Εντούτοις, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η εν λόγω εναρμόνιση δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα που να επιβάλλουν την αναγραφή πρόσθετων υποχρεωτικών ενδείξεων καταγωγής ή προέλευσης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στον κανονισμό: αφενός, η υποχρέωση αναγραφής τέτοιων ενδείξεων πρέπει να δικαιολογείται από έναν ή περισσότερους λόγους που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας, την προστασία των καταναλωτών, την πρόληψη της απάτης, την προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, τις αναγραφές προελεύσεως ή τις ελεγχόμενες ονομασίες προελεύσεως, καθώς και την πρόληψη του αθέμιτου ανταγωνισμού∙ αφετέρου, η θέσπιση τέτοιων μέτρων είναι δυνατή μόνο όταν υπάρχει αποδεδειγμένη διασύνδεση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προελεύσεώς τους, και εφόσον τα κράτη μέλη παρέχουν στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην παροχή αυτής της πληροφορίας.

Δεύτερον, όσον αφορά τις ως άνω απαιτήσεις, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι αυτές πρέπει να εξετάζονται διαδοχικά. Συγκεκριμένα, πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να εξακριβώνεται αν υφίσταται αποδεδειγμένη διασύνδεση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων των οικείων τροφίμων και της καταγωγής ή της προελεύσεώς τους. Αν αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιας διασύνδεσης, και μόνο τότε, πρέπει, σε δεύτερο στάδιο, να εξακριβώνεται αν η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην πληροφορία αυτή. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη αυτής της αποδεδειγμένης διασύνδεσης δεν δύναται να εκτιμηθεί αποκλειστικά βάσει υποκειμενικών στοιχείων τα οποία αφορούν την αξία που δύνανται να προσδώσει η πλειονότητα των καταναλωτών στη σχέση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων ενός τροφίμου και της καταγωγής ή της προέλευσής του.

Τρίτον και τελευταίο, όσον αφορά την έννοια των «ιδιοτήτων» των τροφίμων, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η έννοια αυτή παραπέμπει αποκλειστικά στις ιδιότητες που συνδέονται με την καταγωγή ή την προέλευση συγκεκριμένου τροφίμου και, συνεπώς, διακρίνουν το τρόφιμο αυτό από παρόμοια τρόφιμα διαφορετικής καταγωγής ή προέλευσης. Ωστόσο, η ανθεκτικότητα ενός τροφίμου στη μεταφορά και στους κινδύνους αλλοιώσεως κατά τη διαδρομή δεν περιλαμβάνεται στην εν λόγω έννοια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη ενδεχόμενης «αποδεδειγμένης διασυνδέσεως μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προελεύσεώς του» ούτε, κατά συνέπεια, προκειμένου να επιβληθεί υποχρέωση αναγραφής της καταγωγής ή της προέλευσης όσον αφορά το συγκεκριμένο τρόφιμο.


1Κανονισμός (ΕΕ) 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής (ΕΕ 2011, L 304, σ. 18).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου