Σελίδες

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

Φορολογικά κίνητρα για συστηματική αποταμίευση

 Σε σειρά ερευνών που έχουν διεξαχθεί κατά τα τελευταία χρόνια, προκύπτει αβίαστα ότι τα ελληνικά νοικοκυριά είτε πλέον έχουν σταματήσει να αποταμιεύουν, είτε δυσκολεύονται σημαντικά να πράξουν κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα, σε ερωτήματα για το αν προβλέπουν ότι θα αποταμιεύσουν κάποια χρήματα μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο, το ποσοστό που απαντά θετικά υπολείπεται 20% ή ακόμη και του 15%. Αντίθετα, τα μεγαλύτερα ποσοστά απαντούν «τα φέρνω βόλτα με το ζόρι», ή «τρώω από τα έτοιμα», ή τέλος χρωστάω σε τράπεζες, δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία.

Ειδικότερα, με βάση την έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ (Ιούλιος 2020) αναφέρεται χαρακτηριστικά: “Σχετικά με τις εκτιμήσεις για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» παρέμεινε αμετάβλητο, στο 66%, ενώ παράλληλα αυξήθηκε ελαφρά, στο 10% (από 8%) το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους. Οι καταναλωτές που δηλώνουν ότι αποταμιεύουν λίγο ή πολύ, αποτελούν και πάλι το 18-19% του συνόλου, ενώ όσοι δηλώνουν ότι «έχουν χρεωθεί» παραμένουν στο 6%”.

Βασική αιτία που εμποδίζει την αύξηση των αποταμιεύσεων είναι οι επιπτώσεις της πολυετούς οικονομικής κρίσης, ενώ στις μέρες μας νέα πρόκληση αποτελεί η εκδήλωση της πανδημίας covid-19 και το πόσο τελικά θα επηρεάσει το ΑΕΠ της χώρας και τα διαθέσιμα εισοδήματα των νοικοκυριών. Ήδη για το 2020, η Ελλάδα αναμένεται να υποχρεωθεί σε μια ύφεση άνω του 10%, ενώ οι προσδοκίες ανάκαμψης μέσα στο 2021 έχουν μετατοπιστεί χρονικά πλέον στο δεύτερο εξάμηνο και έχουν περιοριστεί μετά και τις τελευταίες εξελίξεις στο υγειονομικό μέτωπο.

Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία του παρατιθέμενου πίνακα που αναφέρεται στο δείκτη του Οικονομικού Κλίματος, ο οποίος από το 103,8 του 2018 και από το 110,7 στο πρώτο τρίμηνο του 2020, κατρακύλησε στο τρίτο φετινό τρίμηνο στις 90,3 μονάδες.

Από την άλλη πλευρά, το σύνολο των αναλυτών θεωρεί απαραίτητο για την ελληνική οικονομία να αυξηθούν οι αποταμιεύσεις και αυτό για πολύ σημαντικούς λόγους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται:

Πρώτον, η ανάγκη χρηματοδότησης των αναπτυξιακών επενδύσεων που επιβάλλεται να γίνουν. Το «επενδυτικό κενό» της χώρας είναι τόσο μεγάλο, έτσι ώστε για τη χρηματοδότησή του να μην αρκούν οι κεφαλαιακές ροές από το εξωτερικό, αλλά να χρειάζεται επιπλέον και ένα σημαντικό στήριγμα από τις εγχώριες αποταμιεύσεις.

Δεύτερον, η ανάγκη των εργαζομένων να αρχίσουν να «χτίζουν» μια αξιοπρεπή σύνταξη για το μέλλον. Όλοι αντιλαμβάνονται πως οι δρομολογούμενες εξελίξεις στο δημογραφικό και κατ’ επέκταση στη σχέση εργαζομένων-συνταξιούχων, θα επιδεινώσουν τις παροχές του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης, με ό,τι αυτό σημαίνει για το ύψος των συντάξεων. Άρα, οι εργαζόμενοι θα πρέπει με σχετικά αποταμιευτικά-επενδυτικά προϊόντα να καλύψουν το κενό, δημιουργώντας τη δική τους «προσωπική σύνταξη» από τα χρήματα που σταδιακά θα «βάζουν στην άκρη».

Τρίτον, σε μια περίοδο ασταθούς οικονομικού περιβάλλοντος, τα νοικοκυριά καλούνται να αποκτήσουν αμυντικούς μηχανισμούς έναντι πιθανών μελλοντικών κινδύνων διαφόρων φύσεων.

Ο ρόλος των φορολογικών κινήτρων

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις και ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων- πολλοί παράγοντες της αγοράς καλούν την κυβέρνηση να προχωρήσει σε φορολογικά κίνητρα προκειμένου να αυξηθούν τα άτομα τα οποία προχωρούν σε συστηματική αποταμίευση.

Βέβαια, ήδη υπάρχουν σχετικά εργαλεία στην αγορά. Για παράδειγμα, οι τράπεζες επιχειρούν να επιβραβεύσουν όσους αποταμιεύουν συστηματικά (έστω και μικρά ποσά), καθώς μέσω ειδικών καταθετικών λογαριασμών ανεβάζουν το ύψος των επιτοκίων, αν παρατηρείται αύξηση του καταθετικού υπολοίπου μέσα σε ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. σε ένα εξάμηνο). Το μειονέκτημα είναι πως -λόγω των γενικότερα πολύ χαμηλών επιτοκίων- το ύψος του χρηματικού κινήτρου είναι εν γένει περιορισμένο.

Επίσης, μια μακροπρόθεσμης διάρκειας επένδυση αποτελούν τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, από τα οποία οι εργαζόμενοι έχουν δύο επιπρόσθετα οφέλη σε σχέση με άλλου είδους τοποθετήσεις:

Πρώτον, ο λογαριασμός τους συχνά ενισχύεται από καταβολές του εργοδότη τους (κίνητρο επιβράβευσης και διατήρησης των στελεχών σε μια εταιρεία).

Και δεύτερον, τα χρήματα του εργαζόμενου απαλλάσσονται φορολογικά, περιορίζοντας έτσι τις σχετικές ετήσιες υποχρεώσεις του προς το Ελληνικό Δημόσιο.

Ανάλογα κίνητρα (όχι όμως του ίδιου μεγέθους) απολαμβάνουν και όσοι εργαζόμενοι είναι ενταγμένοι σε ομαδικά συνταξιοδοτικά προγράμματα, που προσφέρουν οι εργοδότες τους σε συνεργασία με ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Ήδη, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν ζητήσει από την κυβέρνηση την εξίσωση των κινήτρων με αυτά που δίδονται στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης.

Επιπλέον, οι φορείς της αγοράς έχουν προτείνει στην κυβέρνηση τη χορήγηση φορολογικών κινήτρων, προκειμένου να αναπτυχθούν καινούρια -ή να ενισχυθούν ήδη υπάρχοντα- προϊόντα μακροχρόνιας αποταμίευσης. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, «ακούει» τα συγκεκριμένα επιχειρήματα, υποστηρίζει πως τα εξετάζει, πλην όμως μέχρι σήμερα δεν έχει ικανοποιήσει κάποιο από αυτά.

Για παράδειγμα, η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος έχει προτείνει την επαναφορά φορολογικών κινήτρων για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων του κλάδου ζωής. Η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί προεκλογικά το συγκεκριμένο αίτημα και τώρα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να γίνει προς το τέλος της θητείας της, αποδίδοντας την καθυστέρηση στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.

Ο ΣΜΕΧΑ έχει προτείνει τη δημιουργία των «αποταμιευτικών λογαριασμών» (στα πρότυπα των αγγλικών Individual Savings Accounts), μέσω των οποίων οι επενδυτές θα απολαμβάνουν φορολογικά κίνητρα, από τη στιγμή που τοποθετούν χρήματα στο ελληνικό χρηματιστήριο με μακροπρόθεσμη προοπτική. Η θεσμοθέτηση τέτοιου είδους λογαριασμών αναμένεται να γίνει, ωστόσο ζητούμενο είναι το αν θα συνοδευθούν από φορολογικά κίνητρα και το ποια θα μπορούσε να είναι αυτά. Πάντως, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρέπονται τα φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις που κατευθύνονται στην πράσινη ανάπτυξη, στην καινοτομία και στις νεοφυείς επιχειρήσεις.

Μέσα στην επόμενη διετία επίσης αναμένεται να λειτουργήσουν και τα PEPPs (PanEuropean Pension Products). Τα PEPPs είναι ασφαλιστικό συνταξιοδοτικό προϊόν, που θα το διαθέτουν όλοι οι εγκεκριμένοι φορείς (π.χ. ασφαλιστικές εταιρείες, ΤΕΑ, επενδυτικές εταιρείες) με μια ενιαία μορφή, ώστε εύκολα να μπορεί ένας ασφαλισμένος να συγκρίνει το προϊόν από εταιρεία σε εταιρεία και να μπορεί να το μεταφέρει αντιστοίχως, ακόμα και εκτός της χώρας του. Το μεγάλο ζητούμενο ωστόσο και στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το κατά πόσο τα PEPPs θα συνοδευτούν και από σχετικά φορολογικά κίνητρα, προκειμένου να καταστούν περισσότερο ελκυστικά στα νοικοκυριά.

Δείκτης Οικονομικού κλίματος

Έτος

Ευρωζώνη

Ελλάδα

2010

99.1

86.3

2012

88.1

83.7

2014

99.4

102

2015

102.9

91.7

2018

111.5

103.8

Q1 2020

100.1

110.7

Q3 2020

87

90.3

Πηγή: ΙΟΒΕ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου