Σελίδες

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Στη δεκαετία 2010-2020 καταγράφηκε ο χαμηλότερος ρυθμός πληθωρισμού των τελευταίων 110 ετών! - Η ιστορία του πληθωρισμού στην Ελλάδα




 Η δεκαετία του 2010 - 2020, θα καταγραφεί στην οικονομική ιστορία της χώρας, ως η δεκαετία με τον χαμηλότερο πληθωρισμό, από την περίοδο του 1910.


Κατά τη δεκαετία αυτή, η σωρευτική μεταβολή των τιμών υπήρξε αρνητική και έφτασε στο -1,7% ή, κατά μέσο όρο, στο -0,17% ανά έτος. Τα ποσοστά αυτά είναι εντυπωσιακά χαμηλά για μία οικονομία όπως η ελληνική, η οποία, για μεγάλες περιόδους κατά τον περασμένο αιώνα βίωνε τον πληθωρισμό και τη νομισματική αστάθεια ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά της -κάτι που η κοινωνία το αντιμετώπιζε με τη “χρυσοφιλία” και την ημιεπίσημη εισαγωγή της χρυσής λίρας στις καθημερινές συναλλαγές.


Η ελληνική οικονομία, όπως άλλωστε και το μεγαλύτερο τμήμα του “δυτικού” κόσμου, πέρασε έναν ολόκληρο αιώνα με τη “νομισματική” ασθένεια του πληθωρισμού. Όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο για την ιστορία του πληθωρισμού στην Ευρώπη (εδώ), ο πληθωρισμός δεν είναι ένα εγγενές φαινόμενο στη νομισματική εξέλιξη μιας χώρας. Άν τον εξετάσουμε μέσα στη διάσταση του χρόνου, σε διάστημα αιώνων, θα διαπιστώσουμε ότι ο πληθωρισμός υπήρξε η εξαίρεση, παρά ο κανόνας. Όμως, επειδή τα “κύματα” του πληθωρισμού συχνά έχουν διάρκεια που συχνά “απλώνονται” σε δύο ή ακόμη και σε τρεις γενιές ανθρώπων, συχνά οι άνθρωποι νομίζουν ότι ο πληθωρισμός είναι κάτι το φυσιολογικό και το μόνιμο.


Όμως, δεν ήταν πάντα έτσι. Ο 19ος αιώνας, λόγω της σταθερότητας που προσέφερε το “διμεταλλικό σύστημα” (σύστημα χρυσού - αργύρου), ήταν μία περίοδος σχετικής νομισματικής σταθερότητας και σταθερότητας των τιμών.


Η σταθερότητα των τιμών στον 19ο αιώνα (ονομάστηκε ως “βικτωριανή ισορροπία”), τελείωσε μαζί με τον αιώνα. Το πιο πρόσφατο “κύμα” του πληθωρισμού στο “δυτικό” κόσμο, θεωρείται ότι ξεκίνησε στην τελευταία 5ετία του 19ου αιώνα και ολοκληρώθηκε στην πρώτη δεκαετία του 2000. Όμως, η εμφάνιση του πληθωρισμού σε μεγάλο μέρος της διεθνούς οικονομίας, στην Ελλάδα (μία χώρα που ακόμη δεν είχε ενσωματωθεί πλήρως στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον), δεν έγινε άμεσα αντιληπτό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, την περίοδο εκείνη, η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε κατάσταση “επιτήρησης” από τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, λόγω της χρεοκοπίας της κατά το 1893 και -αναγκαστικά- εφάρμοσε “αιματηρή” περιοριστική πολιτική, με αποτέλεσμα την ανατίμηση της δραχμής έναντι των ευρωπαϊκών νομισμάτων και τη μεγάλη πτώση των τιμών στο εσωτερικό. Έτσι, για το σύνολο της δεκαετίας 1901-1910, ο συνολικός πληθωρισμός έφτασε στο -13,7%, ή στο -1,46% σε ετησιοποιημένη βάση (ως “ετησιοποιημένη βάση” εννοούμε το μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής).


Πληθωρισμός ανά 10ετία (2009 = 100)

Περίοδος

Έναρξη
Δεκαετίας

Τέλος
Δεκαετίας

Σωρευτική Μεταβολή

Μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής

Βάση υπολογισμού

2011-2020

107,04

105,26

-1,7%

-0,17%

1959 = 1

2001-2010

77,54

107,04

38,0%

3,28%

1959 = 1

1991-2000

34,46

77,54

125,0%

8,45%

1959 = 1

1981-1990

6,13

34,46

462,4%

18,85%

1959 = 1

1971-1980

1,47

6,13

316,2%

15,33%

1959 = 1

1961-1970

1,20

1,47

22,3%

2,03%

1959 = 1

1951-1960

84,50

150,11

77,6%

5,91%

1952=100

1940-1949

1931-1939

1682,00

2167,30

28,9%

2,86%

1914 = 100

1921-1930

351,00

1682,00

379,2%

16,96%

1914 = 100

1911-1920

89,00

351,00

294,4%

14,71%

1914 = 100

1910-1910

103,10

89,00

-13,7%

-1,46%

1914 = 100

Για την περίοδο 1940 - 1949, δεν υφίστανται επίσημα στατιστικά στοιχεία


Η δεκαετία του 1910-1920, ήταν έντονα πληθωριστική (η σωρευτική αύξηση των τιμών έφτασε στο 294,4%, ή 14,7% ετησιοποιημένα). Η άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται στην αναγκαστική κυκλοφορία χαρτονομισμάτων και στην έλλειψη αγαθών που -για διάφορους λόγους- προκάλεσε ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος και στις αθρόες συμμαχικές πιστώσεις που εισέρρεαν στη χώρα. Οι εξελίξεις αυτές εκτόξευσαν τη νομισματική κυκλοφορία και αύξησαν εντυπωσιακά τις πληθωριστικές πιέσεις. Ως αντίδραση της κοινωνίας στη σταδιακή απώλεια της εμπιστοσύνης προς το νόμισμα, άρχισε να εμφανίζεται το φαινόμενο της χρυσοφιλίας, το οποίο έμελλε να παραμείνει ως κοινωνικό και νομισματικό φαινόμενο, έως το τέλος της δεκαετίας του 1960.


Στα τέλη της δεκαετίας, η Ελλάδα αναγκάστηκε να χρηματοδοτήσει ακόμη έναν μεγάλο πόλεμο, αυτόν της μικρασιατικής εκστρατείας. Παράλληλα, λόγω της εκλογικής ήττας του Βενιζέλου και της επανόδου του βασιλιά Κωνσταντίνου, οι σύμμαχοι διέκοψαν τις πιστώσεις προς την Ελλάδα και έτσι η χώρα ξεκίνησε την έκδοση ακάλυπτου χαρτονομίσματος με πρωτοφανή ρυθμό, αφού τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Εθνικής Τράπεζας (την εποχή εκείνη, η ΕΤΕ είχε το εκδοτικό προνόμιο και εξέδιδε χαρτονομίσματα) εξανεμίστηκαν. Ήδη από το 1920 άρχισε η υποχώρηση της δραχμής απέναντι στη χρυσή λίρα, εξέλιξη που συνεχίστηκε το 1921 και κορυφώθηκε μετά την κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία και την εκκένωση της Σμύρνης. Οι πληθωριστικές πιέσεις κάμφθηκαν μόλις μετά το 1923, όταν εκκινήθηκε η παραγωγική προσπάθεια και επιτεύχθηκε ισχυρός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης (δείτε στο διάγραμμα των ετήσιων ρυθμών πληθωρισμού). Στα τέλη της δεκαετίας εμφανίστηκε η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση, η οποία, παρά το ότι δεν προκάλεσε μεγάλη βλάβη στην ελληνική οικονομία, εν τούτοις έκαμψε τον πληθωρισμό, ο οποίος κατά το 1930 υπήρξε αρνητικός κατά -12,5%.
Για το σύνολο της δεκαετίας του 1920, ο σωρευτικός ρυθμός πληθωρισμού έφτασε στο 379,2% ή στο 17,0% σε ετησιοποιημένη βάση.


Η δεκαετία του 1930 ξεκίνησε μέσα στη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση. Το 1931 κατέγραψε αρνητικό ρυθμό πληθωρισμού (-0,7%), όμως η κατάσταση άλλαξε μετά τη διακοπή της σύνδεσης της δραχμής με το χρυσό. Στα επόμενα χρόνια, έως και το 1937, ο πληθωρισμός κινήθηκε σε ήπια επίπεδα και ελαφρά αρνητικός στα δύο τελευταία χρόνια της δεκαετίας. Για το σύνολο της περιόδου 1931-1939 (δεν εκδόθηκε επίσημο δελτίο για το 1940), ο σωρευτικός πληθωρισμός έφτασε στο +28,9% και στο +2,9% ο ετησιοποιημένος.


Για το σύνολο της δεκαετίας του 1941-1950, δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από τη στατιστική υπηρεσία. Βεβαίως, γνωρίζουμε, από μελέτες και στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, την εξέλιξη των τιμών και τις πληθωριστικές “εκρήξεις” που είχαν σημειωθεί, τόσο κατά το τελευταίο ενάμιση χρόνο της Κατοχής, αλλά και μετά την Απελευθέρωση. Γενικά, η δεκαετία του 1940, υπήρξε πλήρης νομισματική αποσταθεροποίηση, ενώ ο πληθωρισμός κατά τη διάρκεια των τελευταίων 18 μηνών της Κατοχής, από τη διεθνή βιβλιογραφία, θεωρείται ως μία από τις χειρότερες καταστάσεις “υπερπληθωρισμού” στην παγκόσμια νομισματική ιστορία.


Κατά την περίοδο 1951-1970 παρατηρείται μία σοβαρή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Είναι η περίοδος της εκβιομηχάνισης της χώρας, της αύξησης των επενδύσεων και των χαμηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Κατά την περίοδο 1951-1960, ο σωρευτικός πληθωρισμός φτάνει στο 77,6% και ο ετησιοποιημένος στο +5,9%, μία εξέλιξη η οποία βοήθησε στη βελτίωση της εμπιστοσύνης του κοινού προς το εθνικό νόμισμα. Η εμπιστοσύνη αυτή αυξήθηκε ακόμη περισσότερο στη δεκαετία του 1961-1970, όταν ο σωρευτικός πληθωρισμός έφτασε στο 22,3% και ο ετησιοποιημένος στο 2,0%. Στα τέλη της δεκαετίας, η δραχμή είχε επικρατήσει στο σύνολο των συναλλαγών, αν και άρχισε να εμφανίζονται σημάδια “δολαριο-φιλίας” που όμως ποτέ δεν έλαβε μεγάλες διαστάσεις.

Οι δεκαετίες του 1970 και του 1980 υπήρξαν ολέθριες για το εθνικό νόμισμα και την εθνική οικονομία, ενώ καταγράφηκαν οι υψηλότεροι ρυθμοί πληθωρισμού κατά τη μεταπολεμική περίοδο, γεγονός που σε συνδυασμό με άλλες παθογένειες, είχε καταλυτικές επιδράσεις στην εξέλιξη της βιομηχανίας, ενώ τα “σημάδια” από τα γεγονότα των δεκαετιών αυτών εξακολουθούν να εμφανίζονται ακόμη και σήμερα.
Η αύξηση των τιμών, σε διεθνές επίπεδο, είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται από την αρχή της δεκαετίας του 1970. Όμως, η “έκρηξη” του πληθωρισμού σημειώθηκε μετά το πρώτο πετρελαϊκό σοκ, στα τέλη του 1973. Η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, κατά το 1979, σημειώθηκε σε μία φάση όπου οι “δυτικές” οικονομίες είχαν ήδη αποσταθεροποιηθεί, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό στασιμοπληθωριστικά φαινόμενα σε πολλές απ’ αυτές. Τα κράτη με ισχυρή και καλά διαρθρωμένη παραγωγική βάση, κατόρθωσαν να ξεπεράσουν την κρίση, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980. Όχι όμως και τα κράτη με σαθρή παραγωγική δομή και ελλειμματικά εξωτερικά ισοζύγια και χαλαρή πολιτική θεσμική υπόσταση. Μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, όπου, ο πληθωρισμός που εκδηλώθηκε έντονα κατά το 1973, κορυφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και συνεχίστηκε μέχρι και το μέσον της δεκαετίας του 1990.

Κατά τη δεκαετία του 1970, ο σωρευτικός πληθωρισμός έφτασε στο 316,2% και ο μέσος ετήσιος όρος στο 15,3%. Η χρονιά με το μεγαλύτερο ρυθμό πληθωρισμού ήταν το 1973, με +30,7%, από +6,6% που ήταν το 1972. Θα απαιτούνταν 22 χρόνια για να υποχωρήσει και πάλι κάτω από το όριο του 10,0%.

Στη δεκαετία του 1980, ο πληθωρισμός κατέγραψε τις υψηλότερες τιμές, κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Σε τέσσερις χρονιές (1981, 1983, 1985 και 1990) κυμάνθηκε πάνω από το 20,0%. Ο σωρευτικός ρυθμός της δεκαετίας ήταν 462,4%, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός υπολογίζεται σε 18,6%. Μία δραχμή του 1970, στα τέλη του 1980 ισούνταν με 4,16 δραχμές και στα τέλη του 1990, με 23,41 δραχμές. Μία δραχμή του 1980, στα τέλη του 1990 ισούνταν με 5,62 δραχμές. Επρόκειτο για μία πρωτοφανή κατάρρευση της αξίας του νομίσματος σε καιρό ειρήνης.

Κατά τη δεκαετία του 1990, η Ελλάδα ακολούθησε τη διεθνή τάση πτώσης του πληθωρισμού (disinflation period). Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε (μαζί με άλλα γεγονότα) στη βελτίωση των ρυθμών της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, αλλά και βοηθήθηκε απ’ αυτή. Βεβαίως, ο κύριος παράγοντας που ώθησε τον πληθωρισμό σε χαμηλότερα επίπεδα, στη δεύτερη πενταετία της δεκαετίας, ήταν η μεγάλη προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ (Οικονομική και Νομισματική Ένωση) της Ε.Ε..
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ο υψηλότερος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού καταγράφηκε το 1991 (πρώτο έτος της δεκαετίας) με 18,0% και ο χαμηλότερος, το 1999 με 2,7%. Ο σωρευτικός πληθωρισμός της δεκαετίας υπολογίζεται σε 125,0% και ο μέσος ετήσιος ρυθμός σε 8,5%.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 2000, η Ελλάδα επηρεάστηκε από την πληθωριστική ψυχολογία που, επί δεκαετίες, ήταν βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία, αλλά και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης των πρώτων ετών της δεκαετίας. Εν τούτοις, η πτώση του πληθωρισμού, αν και αυτός παρέμενε σταθερά πάνω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, ήταν εντυπωσιακή. Κατά τη δεκαετία αυτή, ο σωρευτικός πληθωρισμός έφτασε στο 38,0%, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού υπολογίζεται σε 3,3%.

Η κρίση χρέους που εκδηλώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 2000, είχε καταλυτικές επιδράσεις στην πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά τη δεκαετία του 2010. Η βίαιη αναπροσαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με μεταρρυθμιστικές κινήσεις σε όλο το φάσμα της οικονομίας, προκάλεσαν μία καθίζηση των εισοδημάτων και μία πρωτόγνωρη πτώση της συνολικής ζήτησης. Η εξέλιξη αυτή -που θυμίζει απόλυτα τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα- συνέπεσε με την εκδήλωση αποπληθωριστικών τάσεων σε μεγάλο αριθμό αναπτυγμένων -αλλά και μερικών αναπτυσσόμενων- χωρών, που καλύπτουν μεγάλο τμήμα του παγκόσμιου ΑΕΠ. Στην περίοδο αυτή, τα επιτόκια κατέρρευσαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, εξέλιξη που μετέβαλε τους στόχους και τον τρόπο λειτουργίας των μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών του κόσμου. Η κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού, στο τέλος της δεκαετίας, απλά έσπρωξε τα επιτόκια και τους δείκτες πληθωρισμού σε ακόμη χαμηλότερο επίπεδο.
Στη δεκαετία του 2010 (περίοδος 2011-2020) η σωρευτική μεταβολή του πληθωρισμού στην Ελλάδα ήταν αρνητική, κατά -1,7%. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού, κατά τη διάρκειά της, υπολογίζεται σε -0,17%.

Η δεκαετία αυτή, ήταν η πρώτη -μετά από 110 χρόνια- με σωρευτικά αρνητικό πληθωρισμό. Εκδηλώθηκε, μετά από μια ακριβώς παρόμοια κρίση της χώρας (χρεοκοπία), όμως σε εντελώς διαφορετικό διεθνές περιβάλλον. Όμως, η αρχή της και το τέλος της περιόδου, συνέπεσαν με την αρχή και το τέλος ενός μεγάλου και μακροχρόνιου διεθνούς κύματος πληθωρισμού (ιστορικά, το κύμα πληθωρισμού του 20ου αιώνα, είναι το περισσότερο μακροχρόνιο της ιστορίας).

Αν επαναληφθούν τα μέχρι σήμερα ιστορικά νομισματικά φαινόμενα, αυτή η περίοδος πτωτικού πληθωρισμού, θα μπορούσε να διαρκέσει για αρκετά ακόμη χρόνια. Στη συνέχεια όμως, θα ακολουθηθεί από μία αρκετά μακροχρόνια περίοδο -ίσως και μερικών δεκαετιών- ισορροπίας των τιμών, κάτι που -ενδεχομένως- θα διαρκέσει έως ότου η συνολική παγκόσμια ζήτηση (αφού πλέον ζούμε σε ένα “παγκοσμιοποιημένο” περιβάλλον) υπερβεί τη συνολική παγκόσμια προσφορά, κάτι που -συνήθως- στην ιστορία συμβαίνει, είτε μέσα από μία ισορροπημένη γενική (άρα, αυτή τη φορά, παγκόσμια) αύξηση του εισοδήματος, είτε με επανάληψη της δημογραφικής ανάκαμψης στις πλούσιες οικονομίες του πλανήτη.

Το -ενδιαφέρον- για τους επενδυτές ζήτημα, της διασύνδεσης του πληθωρισμού και των πληθωριστικών περιόδων με την εξέλιξη των τιμών στα Χρηματιστήρια, θα το εξετάσουμε σε προσεχές άρθρο.

Πηγές:
Για τις ανάγκες του άρθρου αυτού, αλλά και άλλων μελετών μας, για την περίοδο προς του 1915, βασιστήκαμε στα έργα του καθηγητή του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, κ. Μιχάλη Ρηγίνου, με τίτλο “Η κίνηση των συναλλαγμάτων και των νομισμάτων στις ελληνικές αγορές, 1856 - 1912” (1997) και “Χρηματιστήριο Αθηνών - Ανάπτυξη και συγκυρία” (2018).
Για την περίοδο 1915 - 1930 αντλήσαμε στοιχεία από το “Δελτίο Στατιστικής των μέσων τιμών των κυριότερων ειδών καταναλώσεως” που εκδίδονταν από το “Τμήμα Στατιστικής” του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (που από το 1925 μετεξελίχθηκε στην “Γενική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος”).
Για την περίοδο 1930 έως και 2020, αντλήσαμε στοιχεία από τις ετήσιες στατιστικές επετηρίδες και τις ανακοινώσεις της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, που από το 2010 μετεξελίχθηκε στην Ελληνική Στατιστική Αρχή (εδω)

Γιάννης Σιάτρας



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου