Γράφει ο Γιώργος Κορομηλάς*
Στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος υπάρχει μια διάταξη η οποία επιβάλει στους φορολογούμενους με εισόδημα από μισθωτή εργασία, συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και εκμίσθωση ακινήτων να δαπανούν ποσοστό 30% του ετησίου εισοδήματός τους με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσω πληρωμής (κάρτες κ.λπ.) για να μην πληρώσουν επιπλέον φόρο με συντελεστή 22% στη διαφορά των απαιτούμενων δαπανών (30% του πραγματικού εισοδήματος) και αυτών που έχουν πραγματοποιήσει.
Σε απλά Ελληνικά η διάταξη αυτή αντί να προσφέρει ένα κίνητρο στο φορολογούμενο, π.χ. μείωση φόρου, έτσι ώστε να πραγματοποιεί τις συναλλαγές του με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής του προσφέρει τη «χαρά» να συμβάλει στην αύξηση των φορολογικών εσόδων με επιπλέον φόρο εισοδήματος, δηλαδή τον τιμωρεί με μια διάταξη προτεσταντικής αντίληψηςεφόσον υποπέσει στο υπέρτατο αμάρτημα να έχει πραγματοποιήσει λιγότερες δαπάνες από αυτές που η υπόψη διάταξη «απαιτεί» να έχει πραγματοποιήσει.
Αρχικά η διάταξη αυτή αφορούσε μόνο τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, είχε ενσωματωθεί στο σχετικό άρθρο με τη μείωση φόρου (έμμεσο αφορολόγητο) και με πρόσχημα τη φράση «Προκειμένου να διατηρηθεί η μείωση φόρου σύμφωνα με το άρθρο αυτό…..» επέβαλε την πραγματοποίηση δαπανών οι οποίες υπολογίζονταν με μια προοδευτική κλίμακα η οποία όσο πιο μικρό ήταν το εισόδημα τόσο λιγότερες ήταν και οι δαπάνες που «έπρεπε» να πραγματοποιηθούν.
Στη συνέχεια η διάταξη μετακόμισε από το άρθρο που αφορά τις μειώσεις φόρου σε στο άρθρο που περιέχει την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος, έτσι ώστε να εντάξει στην υποχρέωση αυτή τους φορολογούμενους με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και από εκμίσθωση ακινήτων, οι οποίο ως γνωστόν δεν δικαιούνται μείωση φόρου αποδεικνύοντας ότι ουδεμιά σχέση είχε ή συνεχίζει να έχει με τη μείωση φόρου, μιας και τώρα ο νομοθέτης ευθαρσώς και όχι συγκεκαλλυμένα σου λέει «δαπάνησε πληρώνοντας με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής διαφορετικά θα πληρώσεις σε μένα αυξημένο φόρο».
Όλοι γνωρίζουν ότι αυτή η διάταξη έχει εισαχθεί στο φορολογικό δίκαιο της χώρας με την αιτιολογία ότι θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής διότι εφόσον η πληρωμή γίνεται με χρωστική ή πιστωτική κάρτα ή με ηλεκτρονικό πορτοφόλι θα αναγκαστεί ο πωλητής να εκδόσει απόδειξη άρα θα αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα από το Φ.Π.Α. και από το φόρο εισοδήματος. Δεν θα διαφωνήσω, ίσως αυτή να ήταν η πρόθεση, αλλά αν πραγματικά θέλουμε να αντιμετωπισθεί η φορολογική παραβατική συμπεριφορά χρειάζονται ριζοσπαστικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις.
Αν η πολιτεία θέλει τον πολίτη σύμμαχο στον αγώνα για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής να καθιερώσει την έκπτωση από το ακαθάριστο εισόδημά τουόλων των δαπανών που πραγματοποιεί για τη διαβίωση αυτού και της οικογένειάς του, να του δώσει δηλαδή ουσιαστικά κίνητρα (φοροελαφρύνσεις). Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργηθούν αντικρουόμενα συμφέροντα, θα υπερισχύσει το συμφέρον του πολίτη – καταναλωτήαποτέλεσμα τη μόνιμη αύξηση των φορολογικών εσόδων, προερχόμενη από όλους όσους έχουν αναγάγει την παραβατική συμπεριφορά σε εθνικό σπορ, συνεπώς το συμφέρον του πολίτη – καταναλωτή (φοροελάφρυνση) θα ταυτίζεται με το συμφέρον της πολιτείας (αύξηση των φορολογικών εσόδων).
Λόγω της πανδημίας η οποία ξεκίνησε ως υγειονομική κρίση αλλά λόγω της μεγάλης διάρκειας εξελίσσεται σε οικονομική κρίση, ακούστηκαν πολλές φωνές, μεταξύ των οποίων και η δική μου, οι οποίες ζήτησαν να ανασταλεί η εφαρμογή αυτής της διάταξη για όλους τους φορολογούμενους κατ’ αρχήν για το 2020 και στη συνέχεια και για το 2021 μιας και η επιστροφή σε μια πλήρη κανονικότητα φαίνεται να αργεί τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση η ηγεσία της οποίας με τις αλλοπρόσαλλές πολιτικές της έχει συμβάλει τα μέγιστα προς την κατεύθυνση αυτή. Ευτυχώς οι φωνές αυτές εισακούστηκαν και με τροπολογία που έχει κατατεθεί στη Βουλή προβλέπεται ότι ειδικά για το φορολογικό έτος 2020, τις δηλώσεις του οποίου θα αρχίσουμε να υποβάλλουμε μετά το Πάσχα :
α) Καθορίζονται οι εξαιρούμενοι από την προσαύξηση του φόρου, δηλαδή οι φορολογούμενοι οι οποίοι έχουν πληγεί οικονομικά λόγω της εξάπλωσης της πανδημίας,
β) Μειώνεται για τους μη εξαιρούμενους, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η προσαύξηση στην περίπτωση που το δηλωθέν ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής υπολείπεται του απαιτούμενου ποσού δαπανών, και
γ) Καθορίζονται τα εισοδήματα με έκτακτο χαρακτήρα όπως οι έκτακτες αποζημιώσεις, αμοιβές, επιχορηγήσεις και οικονομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο αντιμετώπισης των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού τα οποία δεν θα συνυπολογισθούν στο πραγματικό εισόδημααπό το οποίο προκύπτει η βάση υπολογισμού για το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
* Φοροτεχνικός, Διευθυντής Φορολογικού Τμήματος Tax Advisors I.K.E., Πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου