Σελίδες

Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

ESM: Βιώσιμο το ελληνικό χρέος-Επιστροφή στα υψηλά πλεονάσματα όταν έρθει η ανάκαμψη

 ESM: Βιώσιμο το ελληνικό χρέος-Επιστροφή στα υψηλά πλεονάσματα όταν έρθει η ανάκαμψη

Μαρία Ψαρά

A-A+


Μόλις ξεκινήσει η ανάκαμψη, η Ελλάδα θα πρέπει να επιστρέψει στους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν συμφωνηθεί με τους εταίρους διαμηνύει ο ESM.

Ακολουθήστε μας στο Google news 

Το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο σύμφωνα με τη νέα έρευνα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Την έρευνα ανέλαβε ο επικεφαλής οικονομολόγους του οργανισμού Ρολφ Στρος, ο οποίος αναφέρει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ανακτήσει κάποια στιγμή τη δημοσιονομική της θέση και να δημιουργήσει ξανά δημοσιονομικά περιθώρια, όμως προς το παρόν «η κρατική υποστήριξη για την καταπολέμηση των συνεπειών της πανδημίας είναι κορυφαία προτεραιότητα».


«Αν και η οικονομική επιβάρυνση της τρέχουσας πανδημίας έχει αυξήσει τα επίπεδα του χρέους και τους μακροπρόθεσμους κινδύνους, δεν είμαστε μπροστά σε μία ακόμα κρίση χρέους. Οι προσπάθειες της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) μπορούν να διασφαλίσουν την τρέχουσα διατηρησιμότητα του χρέους της Ελλάδας παρά τις υπόλοιπες, μακροπρόθεσμες προκλήσεις», σημειώνει ο οικονομολόγος του ΕΜΣ. «Η ελληνική οικονομία ήταν διαρθρωτικά πιο ανθεκτική στην αρχή της πανδημίας από ό, τι πριν από την κρίση του δημόσιου χρέους».



Ωστόσο ο ίδιος προειδοποιεί ότι «τα μέτρα στήριξης πρέπει να παραμείνουν προσωρινά για να αποφευχθεί η μόνιμη δημοσιονομική πίεση και μπορούν να καταργηθούν ή να προσαρμοστούν καθώς η ανάκαμψη κερδίζει ορμή».


«Η δημιουργία απασχόλησης και εταιρική ανάπτυξη θα πρέπει να αντικαταστήσουν τα προσωρινά μέτρα που εφαρμόζονται για να αντισταθμίσουν τις οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες», σημειώνει. «Η βελτίωση της ποιότητας των δημοσίων δαπανών θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης».


Αναλυτικά, ο Ρόλφ Στρος, στην εκτίμησή του για την Ελλάδα, που δημοσιεύει ο ESM σήμερα αναφέρει ότι η χώρα θα πρέπει «να διατηρήσει την εμπιστοσύνη της αγοράς ακόμη και σε λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης».


«Μόλις η ΕΚΤ προσαρμόσει τη νομισματική της πολιτική και η αγορά περιουσιακών στοιχείων είναι λιγότερο διαθέσιμη για την επιβολή μιας καλοήθους ισορροπίας στην αγορά, ο κίνδυνος χώρας θα παίξει ξανά μεγαλύτερο ρόλο στο κόστος χρηματοδότησης. Τα επιτόκια θα αυξηθούν από τα τρέχοντα επίπεδα», προειδοποιεί. Τονίζει ακόμη ότι «μόλις ξεκινήσει η ανάκαμψη, η Ελλάδα θα πρέπει να επιστρέψει στον δημοσιονομικό στόχο που συμφωνήθηκε με τους εταίρους της ζώνης του ευρώ, εφόσον οι δημοσιονομικές προσαρμογές δεν μονιμοποιούν τις οικονομικές ουλές της πανδημίας».


«Ο μακροπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος της Ελλάδας για μια ισχυρή δημοσιονομική θέση σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο θα δημιουργήσει ένα δημοσιονομικό απόθεμα που θα αποτρέψει τη χώρα από το να πέσει σε περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης κατά τη διάρκεια μελλοντικών κρίσεων και συνεπειών της αγοράς. Αυτό το περιθώριο θα κερδίσει την Ελλάδα σημαντική εμπιστοσύνη στις αγορές», αναφέρει ο Ρόλφ Στρος.


Καταγράφει ακόμα ότι «η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες, αντιμετωπίζει μακροχρόνια γήρανση του πληθυσμού που αυξάνει την επείγουσα ανάγκη για αύξηση της παραγωγικότητας και ενθάρρυνση των επενδύσεων, καθώς αυτές οι προκλήσεις θα περιορίσουν τη μελλοντική συμβολή στην ανάπτυξη. Η κλιματική αλλαγή ενέχει άλλους μελλοντικούς κινδύνους», σημειώνει.


Επιπλέον αναφέρει ότι «οι επιχορηγήσεις ύψους 18,2 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα λάβει η Ελλάδα ως μέρος της διευκόλυνσης ανάκαμψης και ανθεκτικότητας σε συνδυασμό με την εθνική στρατηγική ανάπτυξης θα βοηθήσουν σημαντικά την ανάκαμψη».


«Ενώ η Ελλάδα θα διοχετεύσει τα κονδύλια της ΕΕ στην οικονομία της, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής Ανάπτυξης θα ενισχύσουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη», αναφέρει.


Συγκεκριμένα, αναλύει ότι ο εκσυγχρονισμός και περαιτέρω ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, ιδίως εκείνων που σχετίζονται με τους εξαγωγικούς τομείς παραγωγής θα είναι χρήσιμος. Όπως και η πλήρης εφαρμογή του νέου πλαισίου αφερεγγυότητας, ηδιευθέτηση όλων των καθυστερήσεων του δημόσιου τομέα - όχι μόνο των συνταξιοδοτικών απαιτήσεων.Επιπλέον, η βελτίωση της υποδομής, ιδίως των μεταφορών και της συνδεσιμότητας, μέσω δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και μείωση του ενεργειακού κόστους για τις επιχειρήσεις είναι απαραίτητη, όπως και η ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου για να παραμείνει ανταγωνιστικός με προγράμματα εκτεταμένης κατάρτισης, αναβάθμισης και επαναπροσδιορισμού καθώς και επαγγελματικής εκπαίδευσης.


Προειδοποιεί δε ότι «η Ελλάδα θα πρέπει επίσης να βελτιώσει την απορροφητική της ικανότητα για να κάνει καλή χρήση των πόρων της ΕΕ και να τα επενδύσει στους πιο παραγωγικούς τομείς».


«Αυτό απαιτεί μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις από την ελληνική κυβέρνηση πέρα από την τρέχουσα Εθνική Στρατηγική Ανάπτυξης», τονίζει.


«Οι εταιρείες και οι πολίτες θα πρέπει να μεγιστοποιήσουν το αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας και να αντιμετωπίσουν μακροπρόθεσμους κινδύνους για τη βιωσιμότητα του χρέους», αναφέρει ο επικεφαλής οικονομολόγος. Η ενίσχυση της δημοσιονομικής θέσης και η προώθηση του αναπτυξιακού δυναμικού κάνοντας την καλύτερη δυνατή χρήση της στήριξης της ΕΕ είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης των υπολειπόμενων, μακροπρόθεσμων προκλήσεων, προτείνει ο Ρολφ Στρος.


Όπως εξηγεί, «οι νέες μορφές ευρωπαϊκής αλληλεγγύης ωφελούν επίσης τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους». Και αναλύει: Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο ΕSM ήταν ο κύριος φορέας στήριξης χωρών που έχασαν την πρόσβαση στην αγορά με βιώσιμο κόστος. Τώρα, η ΕΕ έχει προσθέσει ένα άλλο επίπεδο βοήθειας για την καταπολέμηση της τρέχουσας κρίσης με ένα πρώτο πακέτο 540 δισεκατομμυρίων ευρώ για να βοηθήσει τις χώρες, τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους", υπενθυμίζει.


Υπενθυμίζει ότι «η Ελλάδα εφήρμοσε το σύστημα στήριξης της απασχόλησης και συμμετείχε στο σύστημα εγγυήσεων για τις επιχειρήσεις». Επιπλέον, οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν με το πακέτο Next Generation EU των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ για την προώθηση επενδύσεων, βιώσιμης ανάπτυξης και ψηφιοποίησης. Η Ελλάδα θα λάβει μεγάλο μέρος αυτού του πακέτου, που ισοδυναμεί με περίπου 17,8% του ΑΕΠ της.


Η Ελλάδα έχει διανύσει πολύ δρόμο στη δεκαετία που ακολούθησε την κρίση του δημόσιου χρέους, αποκαθιστώντας τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, ανακτώντας την εμπιστοσύνη της αγοράς, ενισχύοντας τον τραπεζικό τομέα και βελτιώνοντας την οικονομική της ανταγωνιστικότητα. Αν και η οικονομική επιβάρυνση της τρέχουσας πανδημίας έχει αυξήσει τα επίπεδα του χρέους και τους μακροπρόθεσμους κινδύνους, δεν περνάμε άλλη κρίση χρέους. Οι προσπάθειες της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) μπορούν να διασφαλίσουν την τρέχουσα διατηρησιμότητα του χρέους της Ελλάδας παρά τις υπόλοιπες, μακροπρόθεσμες προκλήσεις.


Κατά τον Ρολφ Στρος «η ελληνική οικονομία ήταν διαρθρωτικά πιο ανθεκτική στην αρχή της πανδημίας από ό, τι πριν από την κρίση του δημόσιου χρέους».


«Οι προηγούμενες προσπάθειες εξυγίανσης, αν και αρκετά επώδυνες, επέτρεψαν στη χώρα να εισέλθει στην πανδημία με μια πολύ υγιή δημοσιονομική θέση. Αυτό επέτρεψε στην κυβέρνηση να καταπολεμήσει τις επιπτώσεις της τρέχουσας κρίσης με αντίμετρα που ανέρχονταν σε περίπου 9,4% και 6,5% του ΑΕΠ το 2020 και το 2021, αντίστοιχα», αναφέρει.


«Η δομή του ελληνικού χρέους έχει βελτιωθεί πολύ. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους ESM και στον προκάτοχό του, στους πολύ ευνοϊκούς όρους δανεισμού του EFSF και στις ασκήσεις διαχείρισης ευθύνης στο πλαίσιο του προγράμματος ESM. Ο ΕSM κατέχει περίπου το 55% του δημόσιου χρέους της Ελλάδας και η σταθμισμένη εναπομένουσα διάρκεια των δανείων του ESM/EFSF είναι 31 χρόνια - πολύ μεγαλύτερη από αυτή του υπόλοιπου χρέους. Λόγω του χαμηλού επιτοκίου για αυτά τα δάνεια - χάρη στο χαμηλό χαμηλό, χρηματοδοτούμενο από την αξιολόγηση AAA κόστος χρηματοδότησης (του ESM) κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου - το ετήσιο κόστος της Ελλάδας για την εξυπηρέτηση αυτών των δανείων είναι χαμηλότερο από το αναμενόμενο για το συνολικό επίπεδο του χρέους της», υπενθυμίζει.


«Η γενική μείωση των επιτοκίων και η συμπίεση των ασφαλίστρων κινδύνου έχει μειώσει το πραγματικό επιτόκιο του χρέους της ελληνικής κυβέρνησης από 7,3% το 2000 σε περίπου 1,5% το 2020. Η Ελλάδα κλειδώνει τα τρέχοντα χαμηλά επιτόκια επεκτείνοντας περαιτέρω τη διάρκεια της έκδοσής της και μέσω ανταλλαγής επιτοκίων», σημειώνει.


Τέλος, «σε αντίθεση με την κατάστασή της κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Ελλάδα έχει πλέον ευρύτερη πρόσβαση στα μέτρα νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Αυτό μειώνει περαιτέρω το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της χώρας», καταλήγει ο επικεφαλής οικονομολόγος του ESM.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου