| ||
Νέος ενιαίος φόρος και για τα ακίνητα με κλίμακα 0,1% - 2%
Του Νικου Χ. ΡουσανογλουΤα πάνω-κάτω αναμένεται να έλθουν για άλλη μία φορά στη φορολογία ακινήτων, με τη δρομολογούμενη ενοποίηση των δύο τακτικών ετήσιων φόρων που έχουν επιβληθεί την τελευταία τριετία. Ο λόγος, για το ειδικό τέλος ηλεκτροδοτούμενων επιφανειών (το γνωστό χαράτσι) και τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ) ο οποίος είχε αντικαταστήσει το ΕΤΑΚ. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα, όσον αφορά τα έσοδα για τα δημόσια ταμεία, δεν φαίνεται ότι θα απέχει αισθητά από τα σημερινά δεδομένα, αγγίζοντας τα 3 δισ. ευρώ. Σήμερα, το χαράτσι μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ αποδίδει περί τα 2,4 δισ. ευρώ και ο ΦΑΠ, ο οποίος μόλις τις επόμενες μέρες θα ξεκινήσει να εισπράττεται, εκτιμάται ότι θα αποδώσει περί τα 600 εκατ. ευρώ. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ενοποίηση των δύο φόρων, που προβλεπόταν και στο προεκλογικό πρόγραμμα της κυβέρνησης, δεν σημαίνει απλώς την πρόσθεση των δύο φόρων σε έναν νέο, υψηλότερο. Αντιθέτως, στόχος είναι η αποφυγή της οριζόντιας φορολόγησης, απαλλάσσοντας από την καταβολή φόρου ακίνητα με αντικειμενική αξία έως 100.000 ευρώ. Για να επιτευχθεί ισοδύναμο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, στον νέο αυτό φόρο θα υπόκεινται όλα τα ακίνητα, δηλαδή διαμερίσματα, μονοκατοικίες, γραφεία, καταστήματα, οικόπεδα και αγροτεμάχια. Δεν θα εξετάζεται αν το ακίνητο δεν αποφέρει έσοδα ή αν ο ιδιοκτήτης του έχει κόψει το ρεύμα. Ωστόσο, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οικόπεδα εκτός σχεδίου και το «πατρικό σπίτι στο χωριό», που δεν κατοικείται, δύσκολα θα φορολογηθούν, μιας και είναι σπάνιο να ξεπερνούν τις 100.00 ευρώ σε αντικειμενική αξία. Ετσι, η κατανομή των φορολογικών βαρών θα γίνει δικαιότερη.
Η κλίμακα
Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, η κλίμακα με την οποία θα υπολογίζεται ο φόρος θα είναι προοδευτική, ξεκινώντας από 0,1% για τα ακίνητα από 100.000 έως 200.000 ευρώ και φτάνοντας έως και το 2% για ακίνητα μεγάλης αξίας. Ετσι, αν, για παράδειγμα, κάποιος διαθέτει ακίνητο αξίας 500.000 ευρώ και φορολογηθεί για τις 400.000 με συντελεστή 1%, τότε θα πληρώσει 4.000 ευρώ.Αντίστοιχα, αν η αντικειμενική αξία του ακινήτου κάποιου ιδιοκτήτη δεν ξεπερνά τις 120.000 ευρώ, τότε θα απαλλάσσεται για τις πρώτες 100.000 ευρώ και οι 20.000 ευρώ θα υπολογίζονται με έναν χαμηλό συντελεστή, πιθανότατα το 0,1%, δηλαδή θα πληρώσει 20 ευρώ. Αντιθέτως, ο ίδιος ιδιοκτήτης σήμερα καλείται να πληρώσει περί τα 500 ευρώ από το χαράτσι. Σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει και από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, φέτος αναμένεται η είσπραξη άνω των 3,5 δισ. ευρώ από τη φορολογία ακινήτων, όταν το 2010 το αντίστοιχο μέγεθος ήταν της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ. Προκύπτει δηλαδή αύξηση των φορολογικών βαρών κατά 620%. Το γεγονός συνιστά δείγμα του πόσο έχει επιβαρυνθεί η κατοχή ακινήτων κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Ετσι, έχουν πολλαπλασιαστεί τα πωλητήρια ακινήτων, ακόμα και σε τιμές κάτω από την αντικειμενική αξία, καθώς οι ιδιοκτήτες τους αδυνατούν να ανταποκριθούν στα υψηλά φορολογικά βάρη.
Η ζήτηση
Ταυτόχρονα, η ζήτηση για την αγορά κατοικίας έχει πληγεί και εξαιτίας αυτού του λόγου, ο οποίος κάθε άλλο παρά αμελητέος είναι, πέραν της γενικότερης κατάστασης στην οικονομία και της εργασιακής ανασφάλειας και ανεργίας. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η επιβολή τεκμηρίων διαβίωσης από ιδιόκτητη ή μισθωμένη κατοικία, που επιβάρυνε τις φετινές φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος.Υπενθυμίζεται ότι στις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης, πέραν της επιβολής ενός νέου ενιαίου και δικαιότερου φόρου, περιλαμβάνονταν η κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης από κατοικίες, η μείωση του φόρου μεταβίβασης και το πάγωμα των αντικειμενικών αξιών έως το 2015. Βέβαια, υπό τις σημερινές συνθήκες, σε πολλές περιπτώσεις οι αντικειμενικές θα έπρεπε να μειωθούν και όχι να αυξηθούν, καθώς ήδη οι εμπορικές τιμές έχουν υποχωρήσει σε χαμηλότερα των αντικειμενικών επίπεδα, ιδίως σε μεγαλύτερης ηλικίας ακίνητα. Είναι και αυτή μια στρέβλωση που προέκυψε από την εν εξελίξει οικονομική κρίση, η οποία χαρακτηρίζεται, και δικαίως, πρωτοφανής, με βάση τα απότοκά της.
Φθηνότερη η μεταβίβαση
Οσον αφορά τη μείωση του φόρου μεταβίβασης, δεν αποκλείεται εντέλει να πραγματοποιηθεί, με τον σχετικό συντελεστή να περιορίζεται στα επίπεδα του 3%-5%, έναντι 8%-10% που βρίσκεται σήμερα. Αλλωστε, είναι τόσο χαμηλός ο αριθμός των αγοραπωλησιών που πραγματοποιούνται σήμερα στην αγορά κατοικίας (σχεδόν το 1/5 εκείνων που πραγματοποιούνταν πριν από 3-4 χρόνια), ώστε δεν θα υπάρξει κάποια επιβάρυνση στα έσοδα του προϋπολογισμού, κάτι που σημαίνει ότι και η τρόικα δύσκολα θα φέρει αντίρρηση.Εξελίξεις ενδεχομένως να υπάρξουν και με τους φόρους στις γονικές παροχές και τις κληρονομιές, με σημαντικές αυξήσεις, αλλά κυρίως σε ακίνητα μεγάλης αξίας. http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_100016_30/09/2012_497119 |
Σελίδες
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου