Σελίδες

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Οι φορολογούμενοι αξιώνουν προστασία από τη Δικαιοσύνη | Εφημερίδα των συντακτών

Οι φορολογούμενοι αξιώνουν προστασία από τη Δικαιοσύνη | Εφημερίδα των συντακτών


Οι φορολογούμενοι αξιώνουν προστασία από τη Δικαιοσύνη


Οι μνημονιακές δικονομικές ρυθμίσεις κατάργησαν τον αυτεπάγγελτο δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των φορολογικών οργάνων, καθιέρωσαν απαγορευτικά παράβολα για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, κατάργησαν τον δεύτερο βαθμό για υποθέσεις πάνω από 150.000 ευρώ και περιόρισαν υπέρμετρα το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας

Του Νίκου Σοφοκλέους*

Το ότι η φορολογική διοίκηση παρανομεί σε βάρος των φορολογούμενων είναι κοινώς γνωστό και δεν είναι μόνο σημείο των καιρών. Γνωρίζει όμως ότι έτσι, μπορεί μεν να βεβαιώνει, δεν μπορεί όμως να εισπράξει έσοδα. Αν ανατρέξει κανείς στις δικαστηριακές στατιστικές θα διαπιστώσει ότι οι περισσότερες εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις αφορούν παράνομους καταλογισμούς εξωπραγματικών προστίμων και φόρων, επιβεβλημένων εξωλογιστικά σε διαλυμένες ή πτωχευμένες επιχειρήσεις, ερήμην τους, που τελεσιδικούν σε βάρος τους λόγω αδυναμίας αντιμετώπισης του κόστους της διοικητικής δίκης, κόστος που σήμερα έχει γίνει απαγορευτικό.

Είναι προφανές και γνωστό στη διοίκηση ότι τέτοια ποσά δεν μπορούν και δεν πρόκειται να εισπραχθούν ποτέ. Από την άλλη μεριά, φορολογικοί έλεγχοι σε ζωντανές επιχειρήσεις, όπου αυτές δεν ενδίδουν σε παράνομες αξιώσεις, καταλήγουν κατά κανόνα σε απόρριψη βιβλίων, με αποτέλεσμα να προκύπτουν εξοντωτικοί καταλογισμοί, που είναι αδύνατον να εισπραχθούν, οδηγούν όμως στο κλείσιμο της επιχείρησης.

Eξιλαστήρια θύματα

Οι φορολογικές κυρώσεις που θεσπίστηκαν για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας (πάνω από το 35% του ΑΕΠ), λειτούργησαν και λειτουργούν ως μέσο συγκάλυψής της, με εξιλαστήριο θύμα κάθε καλόπιστο φορολογούμενο, που ο νόμος δεν του επιτρέπει να ελέγξει αν ο προμηθευτής του είναι φορολογικά ενήμερος. Ετσι η υγιής οικονομία, με το επιχείρημα των φορολογικών ελέγχων, ότι οι συναλλαγές με φοροφυγάδες είναι ανύπαρκτες, επιβαρύνεται, με τη μορφή προστίμων, με αυτά που η φορολογική αρχή αδυνατεί να εισπράξει από την παραοικονομία, αφήνοντάς την με τον τρόπο αυτό στο απυρόβλητο, αφού το έσοδο που απέκρυψε ο φοροφυγάς, υποτίθεται ότι ουδέποτε αποκτήθηκε.

Απ’ την άλλη μεριά, αντί να πατάσσεται η διαφθορά, επιβιώνουν διατάξεις – κίνητρα που επιτρέπουν στους ελεγκτές τη διεκδίκηση αμοιβής μέχρι και 10% αν συντελέσουν στην τελεσίδικη βεβαίωση- όχι και είσπραξη- φόρων και προστίμων, πάνω από 150.000 €. Οταν αυτό αρκεί για να εμφανίζονται στον προϋπολογισμό ως έσοδα, λίγο ενδιαφέρει αν μπορούν να εισπραχθούν. Το θέμα είναι πώς φτάνουν να τελεσιδικήσουν. Μέχρι σήμερα παράνομοι καταλογισμοί και πρόστιμα ακυρώνονταν από τα διοικητικά δικαστήρια, στον πρώτο βαθμό και δύσκολα έφταναν στο Εφετείο, όπου και εκεί η απορριπτική απόφαση έπεφτε, χωρίς υπέρογκο κόστος του εκκαλούντος.

Οι μνημονιακές δικονομικές ρυθμίσεις όμως κατάργησαν τον αυτεπάγγελτο δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των φορολογικών οργάνων, καθιέρωσαν απαγορευτικά παράβολα για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, κατάργησαν τον δεύτερο βαθμό για υποθέσεις πάνω από 150.000 € και περιόρισαν υπέρμετρα το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας. Με τα μέτρα αυτά πλέον, η πρόσβαση του φορολογούμενου στη Δικαιοσύνη έγινε σχεδόν αδύνατη, με αποτέλεσμα όσο μεγαλύτεροι είναι οι καταλογισμοί τόσο δυσκολότερος να είναι και ο έλεγχος της νομιμότητάς τους Ετσι παράνομοι καταλογισμοί οριστικοποιούνται πριν φτάσουν στα δικαστήρια.

Η αυστηροποίηση των ποινικών κυρώσεων για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής και της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, υπαγορευόμενη από τα ίδια μνημονιακής έμπνευσης φοροεισπρακτικά κριτήρια, καθιερώνει απαράδεκτη και αδιανόητη σε κράτος δικαίου αντικειμενική ποινική ευθύνη αυτού που αδυνατεί να αποδώσει φόρους που δεν έχει εισπράξει και αυτού που αδυνατεί να πληρώσει φόρους και πρόστιμα που έχουν βεβαιωθεί ερήμην και εν αγνοία του. Μια τέτοια ποινικοποίηση της ένδειας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από την κοινωνία σε πολιτισμένο κράτος. Αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα τη χώρα σε καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, φορολογικά έσοδα όμως, δεν πρόκειται να αποδώσει, όπως δεν είχε αποδώσει και ο καταργημένος, ως αντισυνταγματικός, θεσμός της προσωποκράτησης.

Το χειρότερο όμως είναι ότι τέτοια μέτρα, που επιτρέπουν στη διοίκηση να παρανομεί, χωρίς να μπορεί να ελεγχθεί από τη Δικαιοσύνη, σε συνδυασμό με την διεύρυνση των εξουσιών των ελεγκτικών οργάνων, όπως έχει διδάξει η Ιστορία, καλλιεργούν υπέρμετρα τη διαφθορά και εκτρέφουν μηχανισμούς που δρουν ανεξέλεγκτα, όταν μάλιστα δρουν σε συνθήκες σκανδαλώδους ασυλίας.

Η Δικαιοσύνη δεν δικαιούται να αντιμετωπίζει παθητικά ένα τόσο σοβαρό κλονισμό των θεσμών, ούτε να συμπράττει στην απροκάλυπτη επίθεση του Κράτους στα συνταγματικά δικαιώματα των φορολογούμενων. Ο πρόσφατος νομοθετικός περιορισμός της εξουσίας της να ελέγχει τις παρανομίες της διοίκησης, αποτελεί πλήγμα σε βάρος της συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξαρτησίας της, στην οποία προσβλέπει κάθε πολίτης. Η ανοχή σε τέτοιους περιορισμούς δεν είναι στη διακριτική της ευχέρεια, διότι έχει υποχρέωση, από το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, και όχι απλώς δικαίωμα, να τους παρακάμπτει.

Εξάλλου, όπως έχει ήδη κριθεί με την αριθ. 668/12 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ κανένα από τα μνημόνια δεν αποτελεί διεθνή σύμβαση, ώστε να έχει την κατ’ άρθρο 28 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ. Ούτε η χώρα τελεί υπό καθεστώς που δικαιολογεί αναστολή των ατομικών δικαιωμάτων. Ο,τι επομένως έχει νομοθετηθεί σε εκτέλεση των μνημονίων, στο μέτρο που παραβιάζει το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Κοινοτικό Δίκαιο, το δικαστήριο μπορεί να το παρακάμπτει ως ανίσχυρο. Ο φορολογούμενος πολίτης, στο πλαίσιο της συνταγματικά κατοχυρωμένης δικονομικής του ισότητας με τη διοίκηση, δεν έχει απλώς δικαίωμα, αλλά αξίωση από τη Δικαιοσύνη, διοικητική και ποινική, να τον προστατεύσει από την παράνομη συμπεριφορά της φορολογικής αρχής και όχι να τη συγκαλύπτει.

Ο,τι θέλει η τρόικα

Η μεροληπτική στάση υπέρ του Δημοσίου ελέγχεται όχι μόνο πειθαρχικά, αλλά και ποινικά, όπως οποιαδήποτε μεροληπτική στάση του δικαστή. Εντούτοις, αυτή η μεροληπτική στάση φαίνεται ότι έχει ήδη επιβληθεί στη Δικαιοσύνη, με τις ευλογίες της Τρόικας, υπό το πρόσχημα των έκτακτων αναγκών της χώρας, πράγμα που σε άλλες συνθήκες, θα αποτελούσε σκάνδαλο πρώτου μεγέθους.

Αυτό, αν αποτελέσει καθεστώς, θα ισοδυναμεί με ανεπίτρεπτη παραίτηση της Δικαστικής εξουσίας από την ανεξαρτησία που της απονέμει, αλλά και της επιβάλλει το άρθρο 26 του Συντάγματος. Απ’ την άλλη, για τον πολίτη θα αποτελεί βαρύτατη προσβολή του συνταγματικού του δικαιώματος για δικαστική προστασία, το οποίο, ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα είναι αδιαπραγμάτευτο.

Μπροστά λοιπόν στον κίνδυνο κατάρρευσης κάθε έννοιας κράτους δικαίου, στην οποία, εκ του ασφαλούς οδηγούν οι μνημονιακές ρυθμίσεις, ο φορολογούμενος πολίτης εγείρει σήμερα επιτακτικά αξίωση απέναντι στη Δικαιοσύνη, διοικητική και ποινική, να σταθεί στο ύψος της και τηρήσει την υποχρέωσή της να μην εφαρμόζει νομοθετικές ρυθμίσεις που προσβάλλουν κατάφωρα θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα. Δεν πρόκειται για απλή έκκληση, αλλά για επιτακτική αξίωση, διότι κάθε υποχρέωση της δικαστικής όπως και της εκτελεστικής εξουσίας, ιδρύει παράλληλα και αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα του πολίτη.

…………………………………………………………

*Δικηγόρος, πρόεδρος του Σωματείου «ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥ»



09/05/2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου