Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

ΑΠ 905/2012 Ασφαλιστικός σύμβουλος - Σύμβαση έργου - Διάκριση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και σύμβασης έργου.


ΑΠ 905/2012
Ασφαλιστικός σύμβουλος - Σύμβαση έργου - Διάκριση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και σύμβασης έργου.
Περίληψη
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι με τους όρους της συμφωνίας τους αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του προς αυτές (Ολ.ΑΠ 28/2005 ).
Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την αναφερόμενη στο άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση μισθώσεως έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, κυρίως γιατί με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης, υπαλληλικής συμβάσεως. Ο χαρακτηρισμός δε μιας συμβάσεως, ως εργασίας ή έργου ανήκει στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, το οποίο θα κρίνει με βάση τα περιστατικά τα οποία θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν στην έννομη σχέση τα συμβαλλόμενα μέρη (Ολ.ΑΠ 19/2007, Ολ.ΑΠ 18/2006).
Εξάλλου, ο ασφαλιστικός σύμβουλος, που είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά το άρθρο 16 του Ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2170/1993, μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτορείων ή μεσιτών, με βάση σύμβαση, έναντι προμηθείας, για την πρόσκτηση εργασιών. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων. Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα ή το μεσίτη ασφαλίσεων είναι σύμβαση έργου. Η ιδιότητα του ασφαλιστικού υπαλλήλου (κατ' άρθρο 19 παρ. 3 του Ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 2170/1993), είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου. Η αμέσως παραπάνω διάταξη δεν απαγγέλλει ρητώς ακυρότητα της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας που καταρτίζεται μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και του μισθωτού της, ο οποίος παραλλήλως έχει την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου, ούτε δε από το συναγόμενο από την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως σκοπό, που συνίσταται στην αποφυγή συγχύσεως των καταναλωτών, μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι η εν λόγω ρύθμιση αποβλέπει στην επαγωγή ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας, πράγμα άλλωστε που ήταν αντίθετο με το συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας (άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος).


ΑΠ  905/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Απριλίου 2012, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ε. Σ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Ρουπακιώτη και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία............., που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία "........................................................... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πήττα και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/2/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1937/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2699/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12/6/2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Καρέλλου ανέγνωσε την από 9/4/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου, μέρος δεύτερο και του δεύτερου λόγου, μέρος πρώτο και την απόρριψη των λοιπών λόγων αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι με τους όρους της συμφωνίας τους αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του προς αυτές (Ολ.ΑΠ 28/2005 ).
Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την αναφερόμενη στο άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση μισθώσεως έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, κυρίως γιατί με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης, υπαλληλικής συμβάσεως. Ο χαρακτηρισμός δε μιας συμβάσεως, ως εργασίας ή έργου ανήκει στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, το οποίο θα κρίνει με βάση τα περιστατικά τα οποία θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν στην έννομη σχέση τα συμβαλλόμενα μέρη (Ολ.ΑΠ 19/2007, Ολ.ΑΠ 18/2006).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 του Ν. 2527/1997, για τη σύναψη συμβάσεων μισθώσεως έργου από υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα, στον οποίο υπάγονται, ως προς τις προσλήψεις του προσωπικού της και η ............................................... και οι θυγατρικές της (άρθρο μόνο του Π.Δ. 307/1996), με φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 681 επ. ΑΚ ή με άλλες διατάξεις .απαιτείται προηγούμενη έκδοση ΚΥΑ στην οποία, πλην άλλων, καθορίζεται το συγκεκριμένο έργο που πρέπει να εκτελεσθεί σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ,το συνολικό ποσό της αμοιβής του αναδόχου, ο τόπος εκτελέσεως του έργου, καθώς και ότι το έργο δεν ανάγεται στον κύκλο των συνήθων καθηκόντων των υπαλλήλων του οικείου φορέα και αιτιολογία για τους λόγους που δεν μπορεί να εκτελεσθεί από υπαλλήλους του. Σύμβαση μίσθωσης έργου που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες, είναι αυτοδικαίως και καθ' ολοκληρίαν άκυρη. Περαιτέρω, επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ή έργου, που καταρτίσθηκαν από το Δημόσιο, κλπ. πριν από την έναρξη ισχύος της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28/6/1999 (που δημοσιεύθηκε την 10/7/1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10/7/1999) και ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004 και των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 και ισχύουν από 18/4/2001, με τις τελευταίες των οποίων απαγορεύεται η μονιμοποίηση του προσλαμβανόμενου ως άνω προσωπικού (με συμβάσεις έργου ή διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου), ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω συνταγματικές και άλλες διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις έργου ή εργασίας) έχουν προσλάβει ήδη κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος των συνταγματικών και λοιπών διατάξεων, τον χαρακτήρα της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ακόμη και αν κατά την πρόσληψη ή την κατάρτιση των συμβάσεων αυτών, παραβιάσθηκαν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, που διέπει την πρόσληψη ή την κατάρτιση της συμβάσεως, των διατάξεων του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994 και του άρθρου 6 του Ν. 2527/1997 (Ολ.ΑΠ 7/2011, ΑΠ 15/2012, ΑΠ 1233/2011, ΑΠ 1618/2011).
Εξάλλου, ο ασφαλιστικός σύμβουλος, που είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά το άρθρο 16 του Ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2170/1993, μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτορείων ή μεσιτών, με βάση σύμβαση, έναντι προμηθείας, για την πρόσκτηση εργασιών. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων. Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα ή το μεσίτη ασφαλίσεων είναι σύμβαση έργου. Η ιδιότητα του ασφαλιστικού υπαλλήλου (κατ' άρθρο 19 παρ. 3 του Ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 2170/1993), είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου. Η αμέσως παραπάνω διάταξη δεν απαγγέλλει ρητώς ακυρότητα της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας που καταρτίζεται μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και του μισθωτού της, ο οποίος παραλλήλως έχει την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου, ούτε δε από το συναγόμενο από την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως σκοπό, που συνίσταται στην αποφυγή συγχύσεως των καταναλωτών, μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι η εν λόγω ρύθμιση αποβλέπει στην επαγωγή ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας, πράγμα άλλωστε που ήταν αντίθετο με το συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας (άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος).
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα κατάρτισε, την 1/6/2000, με την εταιρεία "Αγροτική Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής και Υγείας", η οποία στη συνέχεια συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Αγροτική Ασφαλιστική Ανώνυμη Εταιρεία", η οποία και υπεισήλθε σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της απορροφηθείσας, σύμβαση "σύμβαση παραγωγού ασφαλίσεων" (ασφαλιστικού συμβούλου), με κωδικό αριθμό 71926, δυνάμει της οποίας ανέλαβε ως έργο τη μεσολάβηση μεταξύ της εταιρείας της και του κοινού για τη σύναψη ασφαλίσεων ζωής στην περιφέρεια της Κρήτης και τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη Γενικών Ασφαλίσεων για λογαριασμό και της ως άνω εναγομένης εταιρείας. Η ως άνω σύμβαση όμως, δευτερευόντως λειτούργησε με αυτό το περιεχόμενο, αφού η εργοδότρια τη χρησιμοποίησε, κατά βάση, προς κάλυψη των πάγιων, μόνιμων και διαρκών αναγκών της σε γραμματειακή υποστήριξη, δοθέντος, ότι απασχολήθηκε στο γραφείο πωλήσεων της εταιρείας στο Ηράκλειο και στη συνέχεια από το Δεκέμβριο του 2002 μεταφέρθηκε και συνέχισε να απασχολείται στην Περιφερειακή Υποδιεύθυνση Ηρακλείου. Ειδικότερα τα καθήκοντά της συνίσταντο κυρίως: α) στον έλεγχο των παραλαμβανομένων νέων προτάσεων ασφάλισης κλάδου αυτοκινήτων, β) στη διεκπεραίωση των ως άνω προτάσεων με την εισαγωγή τους στο μηχανογραφικό σύστημα και γ) στην εκτύπωση των νέων συμβολαίων. Καθ' όλη τη διάρκεια της ενάσκησης των καθηκόντων της παρείχε την εργασία της υπό τις έγγραφες οδηγίες, εντολές και εγκυκλίους των αρμοδίων οργάνων της εναγομένης, τηρώντας το ίδιο ημερήσιο και εβδομαδιαίο ωράριο απασχόλησης με το προσωπικό της τελευταίας στο Ηράκλειο, που υπηρετούσε με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, υπογράφοντας σε δελτίο παρουσίας κατά την ώρα προσέλευσης και αποχώρησής της από το χώρο της εργασίας της, ενώ αμειβόταν με πάγιο μηνιαίο μισθό, 586,94 ευρώ. Ωστόσο, η ενάγουσα, η οποία μετά την κατάρτιση της ως άνω συμβάσεώς της και συγκεκριμένα στις 6/6/2002 γράφτηκε στο ειδικό μητρώο ασφαλιστικών συμβούλων του Επιμελητηρίου Ηρακλείου, σε ελάχιστο βαθμό άσκησε και τα καθήκοντα του ασφαλιστικού συμβούλου, και με τη διαμεσολάβησή της καταρτίσθηκαν 12 ασφαλιστήρια συμβόλαια το 2003, από τα οποία έλαβε προμήθεια 134,09 ευρώ, 20 ασφαλιστήρια το 2004, από τα οποία έλαβε προμήθεια 228,62 ευρώ και 23 ασφαλιστήρια συμβόλαια το 2005, από τα οποία έλαβε προμήθεια 264,33 ευρώ. Η σύμβαση όμως εξαρτημένης εργασίας, την οποία κυρίως παρείχε η ενάγουσα υπήρξε άκυρη, αφενός μεν επειδή η ιδιότητα του ασφαλιστικού υπαλλήλου είναι εκ του νόμου ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου, αφετέρου δε επειδή για την πρόσληψή της, προκειμένου να ασκεί τα καθήκοντα ασφαλιστικού υπαλλήλου με σχέση εξαρτημένης εργασίας, όπως επεδίωκε η εναγομένη και στην πραγματικότητα παρείχε αυτή (ενάγουσα) δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία μέσω ΑΣΕΠ. Κατ' ακολουθίαν των παραδοχών αυτών το Εφετείο, δεχόμενο την έφεση της εναγομένης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε δεχθεί ότι η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας ήταν έγκυρη. Κρίνοντας το Εφετείο ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που στην πραγματικότητα είχε συνάψει η αναιρεσείουσα με την αναιρεσίβλητη είναι άκυρη, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου ως άνω διατάξεις, καθόσον, α) η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας της αναιρεσείουσας δεν έπασχε ακυρότητα εκ του λόγου ότι η ιδιότητα του ασφαλιστικού υπαλλήλου, την οποία αυτή στην πραγματικότητα είχε, είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου, και β) η σύμβαση εργασίας δεν είναι άκυρη, εκ του λόγου ότι παραβιάσθηκαν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για την πρόσληψή της και συγκεκριμένα γιατί δεν τηρήθηκαν, κατά την πρόσληψή της οι διατάξεις του Ν. 2190/1994 και του άρθρου 6 του Ν. 2527/1997, αφού η σύμβαση αυτή, η οποία είχε συναφθεί την 1/6/2000, δηλαδή πριν από την ισχύ της Οδηγίας 199/70/ΕΚ, των Π.Δ. 181/2003, του Π.Δ. 164/2004 και των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος του 2001, είχε αποκτήσει το χαρακτήρα εξαρτημένης συμβάσεως εργασίας σε χρόνο προγενέστερο της ισχύος των διατάξεων αυτών. Επομένως, οι πρώτος, μέρος δεύτερο και δεύτερος, μέρος πρώτο, λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ.1 του Κ.Πολ.Δ. είναι βάσιμοι. Περαιτέρω το δεύτερο μέρος του δεύτερο λόγου αναιρέσεως και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται το Εφετείο, α) για τη μη εφαρμογή των διατάξεων του Π.Δ. 164/2004 (και του Π.Δ. 180/2004) και β) των από 7/4/1989 και 23/3/1990 Σ.Σ.Ε., μεταξύ της Ένωσης Ελληνικών Ασφαλιστικών Εταιρειών και της Ομοσπονδίας Ασφαλιστικών Συλλόγων Ελλάδος, που προβλέπουν, κατ' εξαίρεση και ειδικά για την κάλυψη επιτακτικών αναγκών, την πρόσληψη μικρού αριθμού προσωπικού, με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τη διαδικασία του άρθρου 3 της Σ.Σ.Ε. 1989, είναι αβάσιμοι, καθόσον στην προκείμενη υπόθεση, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των ως άνω προεδρικών διαταγμάτων και Σ.Σ.Ε., για το λόγο ότι, α) η σύμβαση εργασίας της αναιρεσείουσας είχε συναφθεί πριν από την ισχύ αυτών της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και των προστεθεισών στο Σύνταγμα διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 και β) η πρόσληψη της αναιρεσείουσας, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως έγινε για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της αναιρεσίβλητης, ενώ δεν διαλαμβάνονται παραδοχές ότι συνέτρεχαν επιτακτικές ανάγκες που δεν καλύπτονταν με δημόσιο διαγωνισμό, καθώς και οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 της Σ.Σ.Ε. του 1989. Εξάλλου, ο πρώτος λόγος, μέρος πρώτο, από το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, γιατί δεν διασαφηνίζεται εάν και σε ποιο βαθμό επηρεάστηκε η ιδιότητά του ως υπαλλήλου της αναιρεσίβλητης, ώστε να συνεκτιμηθεί και ο χαρακτηρισμός του ως ασφαλιστικού συμβούλου, είναι αλυσιτελής, καθόσον η αναιρεσείουσα ισχυρίσθηκε με την αγωγή της ότι η συνδέουσα αυτή με την εναγομένη έννομη σχέση είναι η της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και στηρίζει κα τις αξιώσεις της, και όχι σύμβαση έργου το αυτό δε δέχθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση.
Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή των πρώτου, μέρος δεύτερο και δεύτερου μέρος πρώτο, λόγων αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το ανωτέρω αναφερόμενο μέρος (κατά το κεφάλαιο που δέχθηκε ότι η συνδέουσα την αναιρεσείουσα με την αναιρεσίβλητη σύμβαση εργασίας είναι άκυρη) και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το μέρος αυτό προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 580 αρ. 3 περ. ββ' Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, κατά το μέρος που στο σκεπτικό αναφέρεται, την 2699/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρέθηκε, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, το οποίο ορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2012.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: