Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Άρειος Πάγος 1237/2017 Πότε η οικειοθελής παροχή προς τον εργαζόμενο έχει χαρακτήρα μισθού

Άρειος Πάγος 1237/2017
Πότε η οικειοθελής παροχή προς τον εργαζόμενο έχει χαρακτήρα μισθού

ΑΠ  1237/2017
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 361 ΑΚ, 3 § 2 ν. 2112/19205 § 1 ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου" που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955 συνάγεται ότι ως μισθός στην σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία κατά νομική δέσμευση που απορρέει από το νόμο ή την σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του.

Συνάγεται περαιτέρω ότι ο εργοδότης, κατά την διάρκεια της λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, μπορεί να προβαίνει και σε οικειοθελείς παροχές προς τον μισθωτό.

Οι εν λόγω οικειοθελείς παροχές που δίδονται από τον εργοδότη στο μισθωτό εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία, δεν έχουν χαρακτήρα μισθού. Έτσι δεν ιδρύεται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα για τις εν λόγω παροχές με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει αυτές οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους. 


Εφόσον, όμως οι εν λόγω παροχές χορηγούνται από τον εργοδότη για ικανό διάστημα ως νόμιμο ή συμβατικό αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, τότε καταρτίζεται σιωπηρή σύμβαση περί καταβολής των παροχών αυτών ως τμήματος του καταβλητέου μισθού, οπότε ιδρύεται υποχρέωση του εργοδότη προς χορήγηση των παροχών αυτών και δεν μπορεί πλέον να διακοπεί η καταβολή τους, εκτός αν αυτός εξ αρχής, επιφύλαξε ρητά για τον εαυτό του το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως τους στο μέλλον και η επιφύλαξη αυτή δεν έχει ατονήσει εκ των πραγμάτων, ως αντίθετη προς τη διαμορφωθείσα συνείδηση των μερών, ούτε διατυπώθηκε για την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του εργαζομένου (ΑΠ 1292/2015, ΑΠ 266/2014, ΑΠ 638/2013, ΑΠ 1239/2013, ΑΠ 95/2009).

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την 64/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασίας Καρέλλου, Δήμητρα Κοκοτίνη, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Μαρτίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ......, που κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσίβλητης: Ε. Κ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρίστο Παπαδόπουλο, που κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/4/2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2010/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 2874/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 6/2/2015 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Τζανάκης ανέγνωσε την από 23/2/2017 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι "κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση (μεταξύ συγκεκριμένων περιπτώσεων) και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ 84/2016 ΤΝΠ Νόμος).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 361 ΑΚ, 3 § 2 ν. 2112/1920, 5 § 1 ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου" που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955 συνάγεται ότι ως μισθός στην σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία κατά νομική δέσμευση που απορρέει από το νόμο ή την σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του. Συνάγεται περαιτέρω ότι ο εργοδότης, κατά την διάρκεια της λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, μπορεί να προβαίνει και σε οικειοθελείς παροχές προς τον μισθωτό. Οι εν λόγω οικειοθελείς παροχές που δίδονται από τον εργοδότη στο μισθωτό εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία, δεν έχουν χαρακτήρα μισθού. Έτσι δεν ιδρύεται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα για τις εν λόγω παροχές με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει αυτές οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους.
Εφόσον, όμως οι εν λόγω παροχές χορηγούνται από τον εργοδότη για ικανό διάστημα ως νόμιμο ή συμβατικό αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, τότε καταρτίζεται σιωπηρή σύμβαση περί καταβολής των παροχών αυτών ως τμήματος του καταβλητέου μισθού, οπότε ιδρύεται υποχρέωση του εργοδότη προς χορήγηση των παροχών αυτών και δεν μπορεί πλέον να διακοπεί η καταβολή τους, εκτός αν αυτός εξ αρχής, επιφύλαξε ρητά για τον εαυτό του το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως τους στο μέλλον και η επιφύλαξη αυτή δεν έχει ατονήσει εκ των πραγμάτων, ως αντίθετη προς τη διαμορφωθείσα συνείδηση των μερών, ούτε διατυπώθηκε για την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του εργαζομένου (ΑΠ 1292/2015ΑΠ 266/2014ΑΠ 638/2013, ΑΠ 1239/2013, ΑΠ 95/2009).
Στη προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη, πρώην υπάλληλος της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας με την από 03.04.2009 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών ισχυρίσθηκε ότι κατά τον χρόνο αποχώρησής της, από την υπηρεσία της εναγομένης, λόγω συνταξιοδότησης οπότε και κατείχε τον βαθμό Τμηματάρχη Α, έλαβε από την εναγομένη τη νόμιμη αποζημίωση χωρίς όμως να συνυπολογισθούν δύο επιδόματα που λάμβανε (έξοδα παράστασης και έξοδα κίνησης), με αποτέλεσμα να εισπράξει χαμηλότερη αποζημίωση από αυτήν που δικαιούταν να λάβει και ότι η προκύπτουσα διαφορά ανέρχεται στο ποσό των 4252,38 ευρώ. Ενόψει αυτού, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη της καταβάλει το ως άνω υπολειπόμενο ποσό με το νόμιμο τόκο από την δήλη ημέρα καταβολής του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το Ειρηνοδικείο Αθηνών με την 2010/2010 απόφασή του δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και ακολούθως κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση.
Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών δέχθηκε τα ακόλουθα: " Η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη, προσελήφθη στην εναγομένη ήδη εκκαλούσα ... της Ελλάδος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, την 1-2-1972, ως υπάλληλος του λογιστικού κλάδου και εργάσθηκε σε αυτήν μέχρι την αποχώρησή της την 7-12-2008, λόγω υποβολής παραίτησης και έχοντας συμπληρώσει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ως μητέρας με ανάπηρο τέκνο. Κατά την αποχώρησή της και κατά τον Δεκέμβριο του 2004, υπηρετούσε ως υποδιευθύντρια στην Διεύθυνση Κεντρικής Υποστήριξης Εργασιών και ειδικότερα στην Υποδιεύθυνση Εκκαθάρισης Επιταγών και Μετρητών, με δικαίωμα Δ' υπογραφής στη Διοίκηση. Κατά την αποχώρησή της, η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα αποζημίωση κατά τις διατάξεις των Ν.3198/1955 και 2112/1920, μικτού ποσού 53.726,88 ευρώ, υπολογιζόμενη με βάση μικτό μηνιαίο μισθό 3750,10 ευρώ. Πέρα από τον ως άνω μισθό η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα σταθερά, αδιάλειπτα και επί διάστημα τεσσάρων ετών, κατά το οποίο η ενάγουσα ασκούσε καθήκοντα υποδιευθύντριας, ποσό 234,78 ευρώ μηνιαίως ως έξοδα παράστασης ανεξαρτήτως της πραγματοποίησης τέτοιων εξόδων και χωρίς να είναι η ενάγουσα υποχρεωμένη να αποδίδει λογαριασμό για τα έξοδα αυτά καθώς και το ποσό 58,60 ευρώ για έξοδα κίνησης ήτοι για υπηρεσιακές μετακινήσεις της ενάγουσας και τις κοινωνικές της επαφές με πελάτες της τράπεζας χωρίς την απαίτηση προσκομιδής και ελέγχου οποιουδήποτε παραστατικού, προκειμένου να προβεί στην καταβολή τους. Κατά συνέπεια, οι παραπάνω δύο παροχές που δόθηκαν αρχικά οικειοθελώς από την εναγομένη χωρίς επιφύλαξη εκ μέρους της περί διακοπής χορήγησής τους, αποτελούν αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας της ενάγουσας και κατέστησαν με τη μακρόχρονη και συνεχή καταβολή τους σιωπηρά όρος της σύμβασης εργασίας της τελευταίας. Ως εκ τούτου περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές της, με βάση τις οποίες έπρεπε να υπολογίσει η εναγομένη την αποζημίωση που της κατέβαλε κατά την αποχώρησή της. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η αποζημίωση που όφειλε να καταβάλει στην ενάγουσα η εναγόμενη υπολογιζόμενη με βάση τις τακτικές αποδοχές της, έπρεπε να υπολογισθεί στο ποσό των 57.979,26 ευρώ [3998,57 X 14,5/12 = 4831,60 X 24 μισθοί = 115.958,52 X 50% = 57,979,88 ευρώ. Η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα πρέπει κατά συνέπεια, να καταβάλει στην ενάγουσα την προκύπτουσα χρηματική διαφορά των 4252,38 ευρώ έντοκα από τις 18-11-2008 (την επόμενη της αποχώρησής της από την εργασία της), όπως ορθά και πρωτόδικα κρίθηκε, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβασίμου κατ' ουσία..."
Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 648, 649, 653 και 361 ΑΚ, 3 § 2 ν. 2190/1920, 5 § 1 ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου" που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, κρίνοντας ότι τα ως άνω καταβληθέντα επιδόματα συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές αυτής, επί τη βάσει των οποίων έπρεπε να υπολογιστεί η αποζημίωσή της. Όπως ορθά διέλαβε το Πολυμελές Πρωτοδικείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα επιδόματα αυτά αποτελούσαν αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας της ενάγουσας και κατέστησαν με τη μακρόχρονη και συνεχή καταβολή τους σιωπηρά όρος της σύμβασης εργασίας της τελευταίας. O ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι τα επιδόματα αυτά εξυπηρετούσαν το συμφέρον της ιδίας με την έννοια ότι της διευκόλυνσης της λειτουργικότητας της, δεν ασκεί οιαδήποτε νομική επιρροή στην προκείμενη περίπτωση, αφού, κατά τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης, οι εν λόγω παροχές χορηγούνταν από την εναγομένη εργοδότρια για ικανό διάστημα ως συμβατικό αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, οπότε και καταρτίσθηκε σιωπηρή σύμβαση περί καταβολής των παροχών αυτών ως τμήματος του καταβλητέου μισθού, με αποτέλεσμα να ιδρυθεί υποχρέωση της εναγομένης προς χορήγηση των παροχών αυτών και δεν μπορούσε πλέον να διακοπεί η καταβολή τους, και αφού αυτή δεν επιφύλαξε ρητά για τον εαυτό της το δικαίωμα της μονομερούς ανακλήσεως τους στο μέλλον.

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από το άρθρο 560 αρ.1 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
Με το άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 αντικαταστάθηκε - μεταξύ των άλλων -και το άρθρο 560 ΚΠολΔ, ειδικότερα δε προστέθηκε και η παρ.6, κατά την οποία " Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων επιτρέπεται αναίρεση ..αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του παραπάνω Ν. 4335/2015, "Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 -645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές". Επομένως, λόγος αναίρεσης, που έχει κατατεθεί πριν την 01.01.2016 για έλλειψη νόμιμης βάσης ή για έλλειψη αιτιολογιών ή για αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες είναι απαράδεκτος. Στη προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα προσάπτει, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατ' ορθή εκτίμηση των όσων διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης, στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 560 παρ.6 ΚΠολΔ πλημμέλεια. Εφόσον όμως η ένδικη αναίρεση κατατέθηκε κατά την 12.02.2015, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος.

Κατόπιν των όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης (άρθρ.176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 06.02.2015 και με αριθμό κατάθεσης ....02.2015 αίτηση για αναίρεση της 2874/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήματος Εφέσεων), ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών

Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 2016.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 4 Ιουλίου 2017.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

https://www.taxheaven.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: