Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Φοροαπόψεις 14/12/2017

ΦΟΡΟΑΠΟΨΕΙΣ

Πέμπτη, 14-Δεκ-2017 00:03
Φοροαπόψεις 14/12/2017
18







Ανάδειξη και σχολιασμός επίκαιρων φορολογικών, εργατικών, ασφαλιστικών & οικονομικών θεμάτων

* Μεταφορά φορολογικής κατοικίας στο εξωτερικό του ενός εκ των δύο συζύγων. Εκδόθηκε η εγκύκλιος 1201/2017 με την οποία καθορίζεται η διαδικασία που ακολουθεί ο φορολογούμενος προκειμένου να καταστεί φορολογικός κάτοικος εξωτερικού. Ορίζονται επίσης δικαιολογητικά τα οποία αποδεικνύουν τη μετεγκατάσταση του συζύγου και τον χρόνο αυτής (έγγραφα ανάληψης μισθωτής εργασίας, έναρξης επαγγελματικής δραστηριότητας και υπαγωγής στην ασφαλιστική νομοθεσία της χώρας αυτής, εγγραφής στο δημοτολόγιο, μίσθωσης κατοικίας, εγγραφής των τέκνων σε σχολείο).
Πέραν όμως του διαδικαστικού αυτού, ιδιαίτερη σημασία έχει η καθιέρωση και με εγκύκλιο πλέον της δυνατότητας δύο συζύγων να έχουν διαφορετική φορολογική κατοικία (ζήτημα με το οποίο έχουμε ασχοληθεί). Για την περίπτωση αυτή θα πρέπει να προσκομίζονται επιπλέον και τα κάτωθι δικαιολογητικά:
- στοιχεία για την απασχόλησή του στην αλλοδαπή, από τα οποία αποδεικνύεται ο μόνιμος ή μακροπρόθεσμος χαρακτήρας της απασχόλησης,
- στοιχεία για την ύπαρξη τραπεζικού λογαριασμού,
- στοιχεία για την ύπαρξη ιδιόκτητης ή μισθωμένης κατοικίας του και λογαριασμών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας
- στοιχεία για την απόκτηση φορολογικού, ασφαλιστικού ή αντίστοιχου μητρώου στην αλλοδαπή (πχ ΑΜ κοινωνικής ασφάλισης).
* Φορολογείται ως εισόδημα η προκύπτουσα ωφέλεια ενός χαμηλού επιτοκίου δανείου που χορηγήθηκε από εταιρεία προς εταίρο ή εργαζόμενο. Στα μάτια της φορολογικής διοίκησης, η παροχή δανείου από την εταιρεία προς εργαζόμενο ή εταίρο αποτελεί παροχή σε είδος. Το δάνειο προς εταίρο είναι νόμιμο ως προς τις Ε.Π.Ε. και Ι.Κ.Ε., ενώ ως προς τις Α.Ε. επιτρέπεται στα πρόσωπα τα οποία δεν έχουν δυνατότητα ελέγχου της λειτουργίας της εταιρείας(π.χ. μέλη Δ.Σ. ή μέτοχοι με άνω του 33% συμμετοχή) και πρέπει να περιβάλλεται τη μορφή της έγγραφης συμφωνίας (ΠΟΛ. 1219/6.10.2014). Σε περίπτωση που για το δάνειο δε συμφωνηθεί τόκος ή ο τόκος που ορισθεί είναι μικρότερος του μέσου επιτοκίου της αγοράς, τότε η διαφορά αυτή θα θεωρηθεί εισόδημα για τον δικαιούχο. Επιπρόσθετα, να θυμίσουμε ότι στις συμβάσεις δανείου μεταξύ νομικού προσώπου και φυσικού προσώπου επιβάλλεται χαρτόσημο 2,4%. Σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν.4172/2013 "…οποιεσδήποτε παροχές σε είδος που λαμβάνει ένας εργαζόμενος ή συγγενικό πρόσωπο αυτού συνυπολογίζονται στο φορολογητέο εισόδημά του στην αγοραία αξία τους, εφόσον η συνολική αξία των παροχών σε είδος υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά φορολογικό έτος…".
Ποιο είναι το μέσο επιτόκιο της αγοράς;
Σύμφωνα με την ΠΟΛ 1034/2014: Ως μέσο επιτόκιο αγοράς, για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του Ν. 4172/2013, λαμβάνεται το επιτόκιο των τραπεζικών δανείων σε ευρώ, προς ιδιώτες, με τη μεθοδολογία που ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδας ανά μήνα, ανά κατηγορία και ανά υποκατηγορία δανείου. Αναλυτικότερα, προκειμένου για συμβάσεις καταναλωτικών, στεγαστικών, ανοιχτών δανείων και υπεραναλήψεων από τρεχούμενους λογαριασμούς λαμβάνεται το επιτόκιο της αντίστοιχης κατηγορίας και υποκατηγορίας δανείου όπως ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδας, για τον μήνα κατά τον οποίο ελήφθη η παροχή.
Για συμβάσεις λοιπών δανείων, λαμβάνεται το επιτόκιο κατ’ αναλογία των όσων ισχύουν για τα καταναλωτικά δάνεια.
Αν σε κάποια από τις υποκατηγορίες δανείων δεν ορίζεται επιτόκιο για τον μήνα που ελήφθη η παροχή, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των επιτοκίων της αντίστοιχης κατηγορίας δανείου για τον ίδιο μήνα.
Σε περίπτωση προκαταβολής μισθού άνω των τριών μηνών, ως επιτόκιο λαμβάνεται το χαμηλότερο από τα επιτόκια κάθε κατηγορίας δανείου από αυτές που περιγράφονται παραπάνω, όπως ισχύουν κατά το μήνα χορήγησης της προκαταβολής.
Σε περίπτωση που στη σύμβαση δανείου δεν αναγράφεται συγκεκριμένος σκοπός, ως επιτόκιο λαμβάνεται το επιτόκιο που ορίζει η Τράπεζα της Ελλάδας για τις υπεραναλήψεις από τρεχούμενους λογαριασμούς για τον μήνα κατά τον οποίο ελήφθη η παροχή.
* Χρόνος απόδοσης αμοιβής μελών Δ.Σ. και μερισμάτων μετόχων. Χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξής του (άρθρο 8παρ.4 ν.4172/2013 και αφορά το έτος 2014 και ύστερα). Για τις αμοιβές που αποδίδονται σε μέλη Δ.Σ. και για τα μερίσματα, η νομοθεσία προβλέπει χρονικές προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να έχει καταβληθεί ο επιβαλλόμενος φόρος-εισφορά και δεν γίνεται αναφορά σε χρόνο καταβολής του καθαρού ποσού στον δικαιούχο. Άλλωστε "… οι λογιστικές εγγραφές της εταιρείας θα πρέπει να απεικονίζουν τον πραγματικό τρόπο διάθεσης των κερδών…"(ΠΟΛ 1042/2015). Συνεπώς, εφόσον λογιστικά θεωρείται ως καταβληθέν ένα ποσό από την εταιρεία, αυτό συνεπάγεται πως θα πρέπει να έχει πράγματι καταβληθεί. Έτσι, εφόσον δεν αποδοθεί το ποσό και παραμείνει στον λογαριασμό της εταιρείας, υπάρχει κίνδυνος να χαρακτηριστεί ως άτυπο δάνειο προς την Α.Ε. εκ μέρους του μετόχου ή μέλους Δ.Σ. με όλες τις επακόλουθες κυρώσεις.
Άρα, χρόνος απόκτησης του εισοδήματος (συνεπώς και καταβολής) από τα διανεμόμενα κέρδη ενός Χ φορολογικού έτους ομόρρυθμης και ετερόρρυθμης εταιρείας καθώς και κοινοπραξίας που τηρεί διπλογραφικά βιβλία, θεωρείται η τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της εμπρόθεσμης δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (ΠΟΛ 1042/2015). Στην περίπτωση προσωρινής απόληψης κερδών, χρόνος απόκτησης είναι η ημερομηνία απόληψης.Οι Ο.Ε. και Ε.Ε. με απλογραφικά βιβλία ως χρόνο απόκτησης εισοδήματος έχουν την ημερομηνία στην οποία έκλεισε η διαχείριση. Αντίστοιχα για ΙΚΕ, ΕΠΕ, Α.Ε. η έγκρισή τους (και άρα η δυνατότητα είσπραξής τους) γίνεται με την τακτική συνέλευση που έπεται του κλειόμενου έτους. Εν κατακλείδι, για να μην κριθεί ως δάνειο, το καταβλητέο ποσό θα πρέπει να έχει αποδοθεί στον δικαιούχο το αργότερο έως το τέλος της χρονιάς εντός της οποίας αποκτήθηκε το δικαίωμα είσπραξης.
Μερίσματα τα οποία δεν έχουν διατεθεί σε βάθος πενταετίας περιέρχονται στο Δημόσιο (άρθρο 1 του ΝΔ 1195/1942).
* Σε περίπτωση διενέργειας ελέγχου σε σύζυγο, ο φόρος που πιθανόν βεβαιωθεί επιβάλλεται μόνο στον ελεγχόμενο σύζυγο. Η ΑΑΔΕ ξεκαθάρισε με οδηγία της (ΠΟΛ 1195/2017) πως σε περίπτωση έκδοσης εντολής ελέγχου ο οποίος έχει ως αποτέλεσμα την έκδοση πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, το νέο αποτέλεσμα βεβαιώνεται στον υπόχρεο καταβολής του φόρου και όχι στον σύζυγό του. Θυμίζουμε ότι: "…Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάμου, υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματά τους στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου…οι τυχόν ζημίες του εισοδήματος του ενός συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης, δεν συμψηφίζονται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου ή του άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης.". Υπόχρεος υποβολής της κοινής δήλωσης είναι ο σύζυγος (άρθρο 67 ν.4172/2013). Ο φόρος εισοδήματος, που προκύπτει από την εκκαθάριση βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου αφού έχει προηγηθεί η εκκαθάριση κατά την οποία συμψηφίζονται οι φόροι μεταξύ των συζύγων.
Για τις περιπτώσεις διενέργειας φορολογικού ελέγχου στο πρόσωπο συζύγου. η ΑΑΔΕ στην ΠΟΛ 1195/2017 ξεκαθαρίζει πως: "…για τις περιπτώσεις που η σχετική εντολή ελέγχου αφορά μόνο τη σύζυγο ανεξαρτήτως εάν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις οι σύζυγοι υποβάλουν κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος και ανεξαρτήτως εάν στη πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος περιλαμβάνονται στα σχετικά πεδία και τα εισοδήματα του συζύγου, καθώς η πράξη διορθωτικού προσδιορισμού εκδίδεται και στο όνομα του συζύγου, ο φόρος εισοδήματος που προκύπτει από τον διενεργηθέντα έλεγχο που αφορά στη σύζυγο, βεβαιώνεται "στον φορολογούμενο" δηλαδή στον υπόχρεο καταβολής φόρου τέλους, εισφοράς κ.λπ. δηλαδή εν προκειμένω στη σύζυγο…"





Η επιστημονική ομάδα της ΑΡΤΙΟΝ
Με την καθοδήγηση του κυρίου Γεώργιου Δαλιάνη
www.artion.gr
Επιμερισμός Φόρου Εισοδήματος μεταξύ Συζύγων
Εκτενέστατη έχει υπάρξει η αρθρογραφία τα τελευταία έτη γύρω από τις υποχρεώσεις των φορολογούμενων προσώπων απέναντι στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες. Ενέργειες όπως υποβολή δηλώσεων, επιστροφές φόρων και δεσμεύσεις ή κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών απασχολούν σε καθημερινό επίπεδο πλήθος συνανθρώπων μας οι οποίοι προβληματίζονται για το πώς μπορούν να λύσουν το ζήτημα που τους απασχολεί γύρω από τα αντικείμενα αυτά. Ενδιαφερόμενος όμως δεν χρειάζεται να είναι απαραίτητα ο οφειλέτης-φορολογούμενος. Εξίσου (ή και περισσότερο μερικές φορές) ενδιαφέρον για τα ζητήματα αυτά δείχνουν και οι σύζυγοι των παραπάνω προσώπων οι οποίοι συχνά αποτελούν τα αθώα θύματα των φορολογικών κυρώσεων που επιβάλλονται στους συζύγους τους. Είναι πολλά τα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τις φορολογικές υποχρεώσεις ενός έγγαμου ζευγαριού και στη συνέχεια θα επικεντρωθούμε σε αυτές που έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Μάλιστα ο νόμος εξισώνει την φορολογική αντιμετώπιση των ατόμων που έχουν υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης με τους έγγαμους. Συνεπώς, τα παρακάτω ισχύουν και για το σύμφωνο συμβίωσης.
Δυνατότητα ξεχωριστής πληρωμής φόρου εισοδήματος
Γνωρίζουμε πως «…Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάμου, υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματά τους στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου τυχόν ζημίες του εισοδήματος του ενός συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης, δεν συμψηφίζονται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου ή του άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης.». Υπόχρεος υποβολής της κοινής δήλωσης είναι ο σύζυγος (άρθρο 67 ν.4172/2013). Ο φόρος εισοδήματος, που προκύπτει από την εκκαθάριση βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου αφού έχει προηγηθεί η εκκαθάριση κατά την οποία συμψηφίζονται οι φόροι μεταξύ των συζύγων. Με αίτηση του ενός συζύγου μπορεί να ζητηθεί ο χωρισμός των οφειλόμενων ποσών σε δύο ξεχωριστές πράξεις ώστε οι οφειλόμενες δόσεις να αφορούν τα εισοδήματα εκάστου συζύγου και να μην καταβάλλονται από κοινού περιοδικά στον ίδιο κωδικό. Με λίγα λόγια ο κάθε σύζυγος να καταβάλει αυτό που του αναλογεί χωρίς προηγούμενο συμψηφισμό των φορολογικών αποτελεσμάτων.
Η οφειλή του ενός συζύγου δεν επηρεάζει τα περιουσιακά στοιχεία του άλλου συζύγου
Έχει κριθεί από τα δικαστήρια πως η οφειλή του ενός συζύγου δεν αποτελεί οφειλή του έτερου συζύγου βάσει της οποίας μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αναγκαστικής είσπραξης και εν γένει εκτέλεσης επί της περιουσίας του. Συγκεκριμένα, «……. δεν θεσπίζεται σε καμία περίπτωση προσωπική ευθύνη του ενός συζύγου για τα εισοδήματα του άλλου και συνακόλουθα η λήψη αναγκαστικών μέτρων σε βάρος της περιουσίας του ενός συζύγου που κατατείνουν στην εξόφληση της οφειλής για τη φορολογική υποχρέωση που υπέχει για τα εισοδήματά του ο άλλος σύζυγος δεν είναι νόμιμη». (Διοικ. Πρωτ. Αθηνών 15693/2005 και ΠΟΛ.1103/12.10.2004). Η διάκριση αυτή των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων φαίνεται να τυγχάνει σεβασμού στην πλειονότητα των περιπτώσεων από τις φορολογικές αρχές. Φωτεινή εξαίρεση στον κανόνα αυτόν όμως, μπορούμε να πούμε πως αποτελούν οι λεγόμενοι κοινόχρηστοι τραπεζικοί λογαριασμοί. Όπως έχουμε αναλύσει κατά το παρελθόν με άρθρα μας, στους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς τεκμαίρεται απέναντι στην εφορία πως το περιεχόμενο των λογαριασμών ανήκει ισομερώς στους συνδικαιούχους του. Π.χ. σε έναν κοινόχρηστο μεταξύ συζύγων, στα μάτια της εφορίας οι καταθέσεις αναλογούν 50% στον κάθε σύζυγο. Αντί λοιπόν να κατασχέσουν το 50% των καταθέσεων, έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις όπου οι φορολογικές αρχές προέβησαν σε κατάσχεση του συνολικού ποσού.
Φορολογική ενημερότητα συζύγου οφειλέτη και επιστροφή φόρου
Σε περίπτωση που ένας εκ των συζύγων οφείλει στην εφορία χρήματα, φορολογική ενημερότητα εκδίδεται μόνο σε περίπτωση ρύθμισης ή εξόφλησης της οφειλής αυτής. Το ίδιο ισχύει και στον σύζυγο του οφειλέτη. Ο τρόπος για να μπορεί σύζυγος να εξασφαλίσει την άμεση διαθεσιμότητα της φορολογικής ενημερότητάς του εφόσον δεν οφείλει ο ίδιος, είναι η κατάθεση αίτησης διαχωρισμού χρεών, όπως παρουσιάστηκε στην πρώτη ανωτέρω περίπτωση. Με την ίδια διαδικασία υποβολής αίτησης, δίνεται η δυνατότητα, η επιστροφή φόρου που δικαιούται ο ένας εκ των συζύγων, να μην συμψηφιστεί με τις οφειλές του άλλου συζύγου. Θυμίζουμε εδώ, ότι πλέον οι φορολογικές αρχές δεν προχωράνε σε απόδοση επιστρεφόμενου φόρου άμεσα αλλά αναμένουν τον συμψηφισμό αυτού με ενδεχόμενο χρεωστικό εκκαθαριστικό ΕΝΦΙΑ.
Συνέπειες από εκπρόθεσμη ή μη υποβολή φορολογικής δήλωσης εκ μέρους των συζύγων
Σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α’ και β’ της παρ.1 του άρθρου 54 του ν.4174/2013 (ΚΦΔ), μεταξύ των παραβάσεων στις οποίες επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του, είναι και όταν
α) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα δήλωση ή υποβάλει ελλιπή δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα ή φορολογική δήλωση από την οποία δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου και
β) όταν δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα φορολογική δήλωση.
Στις περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής κοινών αρχικών χρεωστικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος (έντυπο Ε1), επιβάλλεται ένα μόνο πρόστιμο, δεδομένου ότι υποβάλλεται μία μόνο δήλωση. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση υποβολής τροποποιητικής φορολογικής δήλωσης με την οποία τροποποιούνται τα εισοδήματα είτε του ενός είτε και των δύο συζύγων (ΠΟΛ 1139/2017).
Σύζυγοι με διαφορετική φορολογική κατοικία
Μετά την απόφαση σταθμό 1445/2016 του ΣτΕ, κρίθηκε ότι σε περίπτωση που ο ένας σύζυγος δεν είναι υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος στην Ελλάδα, για τον λόγο ότι δεν έχει τη φορολογική κατοικία του σ’ αυτήν, δεν υποχρεούται να υποβάλει κοινή δήλωση φόρου εισοδήματος με το έτερον ήμισυ εφόσον εκείνο πληροί κριτήρια φορολογικού κατοίκου Ελλάδας. Δυστυχώς, ενώ η απόφαση του ΣτΕ κρίνεται ως δεσμευτική απέναντι στην Διοίκηση, εντούτοις επειδή δεν έχει ακόμη εκδοθεί σχετική εγκύκλιος από την ΑΑΔΕ και το Υπ.Οικονομικών, οι φορολογικές αρχές αρνούνται να την εφαρμόσουν.
Του Γιώργου Δαλιάνη, με τη συνεργασία του Φίλιππου Ζήρα
O κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι ιδρυτής του Ομίλου Artion Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός και ο κ. Φίλιππος Ζήρας είναι συνεργάτης δικηγόρος-διαμεσολαβητής της Artion και Συντονιστής του νόμου 4469/2017 για την Εξωδικαστική Ρύθμιση Οφειλών Επιχειρήσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: