Άρθρο του Θ. ΨυχογυιούΠότε ευθύνονται οι κληρονόμοι για τα χρέη του θανόντος προς το Δημόσιο
https://www.forin.gr/articles/article/24683/pote-euthunontai-oi-klhronomoi-gia-ta-xreh-tou-thanontos-pros-to-dhmosio
του Θεόδωρου Γ. Ψυχογυιού,
Νομικού Συμβούλου του Κράτους
Νομικού Συμβούλου του Κράτους
Διάγραμμα μελέτης
- Πρόλογος
- Δικαιώματα και υποχρεώσεις που υπόκεινται ή όχι στην κληρονομική διαδοχή
- Ευθύνη κληρονόμων για τις εν γένει υποχρεώσεις δημοσίου δικαίου
- Το κληρονομητό ή μη της ευθύνης από διοικητικές κυρώσεις. Διακρίσεις
- Μέτρα κατά των κληρονόμων για την είσπραξη των χρεών
- Τρόποι αποφυγής της ευθύνης για τα χρέη του κληρονομουμένου
- Εμπρόθεσμη αποποίηση ανηλίκων και άλλων κληρονόμων ανίκανων προς δικαιοπραξία. Η διάσταση της νομολογίας
- Η δικαστική άμυνα των κληρονόμων για τις ως άνω υποχρεώσεις
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 1710 εδ. 1 Α.Κ. αντικείμενο της κληρονομικής διαδοχής είναι οι περιουσιακές σχέσεις του θανόντος (δηλ. τόσο το ενεργητικό όσο και το παθητικό της κληρονομιαίας περιουσίας ως συνόλου)[1], ενώ κατά το άρθρο 1901εδ. 1 Α.Κ. «ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς».
Συνεπώς, οι καθολικοί διάδοχοι του εκλιπόντος καλούνται μεν να απολαύσουν τα περιουσιακά δικαιώματα που είχαν αποκτηθεί από αυτόν, αλλά συγχρόνως να επωμισθούν και τις γεγεννημένες[2] – έστω και μη εμφανείς ακόμη - υποχρεώσεις του, λόγω της επερχόμενης ένωσης (ή σύγχυσης) της ατομικής τους περιουσίας με την περιουσία του εκλιπόντος (ΑΠ 2072/14).
Β. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη γέννηση της αστικής ευθύνης των κληρονόμων για τα κάθε είδους χρέη του κληρονομηθέντος, είναι, βεβαίως, η οριστικοποίηση της ιδιότητας του καθολικού διαδόχου στο πρόσωπό τους, δια της αποδοχής της κληρονομίας εκ μέρους τους (βλ. Α.Κ. 1858).[3] Η αποδοχή διακρίνεται σε ρητή, σιωπηρή και πλασματική. Η μεν πρώτη δεν υποβάλλεται σε κάποιο τύπο[4] και είναι μη απευθυντέα, δηλαδή αρκεί να εξωτερικευτεί, χωρίς να χρειάζεται να περιέλθει σε τρίτον (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Κληρονομ. Δίκαιο, εκδ. β’, σελ. 651).
Η σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας επέρχεται με διάφορους τρόπους, ήτοι με πράξεις ή παραλείψεις του κληρονόμου, που υποδηλώνουν «ανάμιξή» του στην κληρονομία, η οποία αποτελεί πραγματικό ζήτημα, όπως είναι ενδεικτικά η υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς ή φόρου εισοδήματος του θανόντος, η αίτηση για έκδοση κληρονομητηρίου, η άσκηση περί κλήρου αγωγής ή διεκδικητικής αγωγής για περιουσιακό στοιχείο της κληρονομίας, η χρήση πράγματος της κληρονομίας ως ανήκον σε αυτόν, η διάθεση κληρονομιαίων, η άφεση χρέους της κληρονομίας, κ.ά., όχι όμως και η απλή διαχείριση ή διοίκηση της κληρονομίας χάριν του μέλλοντος κληρονόμου (ΑΠ 725, 159/2014).
Τέλος η πλασματική αποδοχή επέρχεται με την άπρακτη πάροδο της νόμιμης προθεσμίας αποποίησης (βλ. άρθρ. 1850 Α.Κ.).
Α. Κατ’ αρχάς, πρέπει να αναφερθεί ότι, παρά το γεγονός ότι η αποδοχή της κληρονομίας είναι αδιαίρετη, δηλαδή ο κληρονόμος διαδέχεται τον κληρονομούμενο σε όλα τα περιουσιακά δικαιώματα και σε όλες τις υποχρεώσεις του, χωρίς να έχει δικαίωμα μερικής αποδοχής της κληρονομίας (Α.Κ. 1710 εδ. 1), εντούτοις δεν αποτελούν οπωσδήποτε όλες οι έννομες σχέσεις του κληρονομουμένου και αντικείμενο της κληρονομικής διαδοχής.
Είναι αυτονόητο ότι δικαιώματα και υποχρεώσεις που συνάπτονται άρρηκτα με το πρόσωπο του εκλιπόντος δεν μεταβιβάζονται στο πρόσωπο του κληρονόμου (βλ. ΑΠ 1785/2014, 1968/2014, 1550/2007). Ωστόσο, δεν υπάρχει ενιαίο κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας σχέσης ως κληρονομητής ή μη και, συνεπώς, στην κληρονομία περιλαμβάνεται κάθε περιουσιακό στοιχείο, που από τη φύση του ή από ειδική διάταξη νόμου ή από την ιδιωτική βούληση δεν έχει αποκλεισθεί από την κληρονομική διαδοχή (βλ. Γ. Μπαλή, Κληρον. Δίκαιον, παρ. 3, Εμ. Βουζίκα, Κληρον. Δίκαιον, §§11, 12, 13, Α. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 58 επόμ.). Έτσι δεν αποτελούν αντικείμενο της κληρονομίας σχέσεις όπως η σύμβαση εργασίας (ΑΚ 675§1), το χρησιδάνειο (ΑΚ 818), η οίκηση (ΑΚ 1185), η ισόβια πρόσοδος (ΑΚ 840) ή παροχές που απέβλεπαν στην κάλυψη ειδικών αναγκών του εκλιπόντος, (όπως η αναπηρία) ή όσες υποχρεώσεις ήταν δυνατόν να εκπληρωθούν μόνο από τον ίδιο, ιδίως όταν απαιτούν ειδικές γνώσεις ή δεξιότητες αυτού (βλ. άρθρ. 675§1, 701Α.Κ.)[5]
Β. Επίσης, ο κληρονόμος δεν αποκτά αξίωση για την προς αυτόν καταβολή των εν ζωή καταβαλλόμενων συνταξιοδοτικών απολαυών (ή του εφάπαξ βοηθήματος) του θανόντος, ως απολύτως προσωποπαγών, τυχόν δε θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ορισμένων συγγενικών του προσώπων, λόγω του θανάτου του κληρονομουμένου, οφείλεται αποκλειστικά σε ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το κληρονομικό τους δικαίωμα.[6]
Αντιθέτως, γεγεννημένες αξιώσεις του θανόντος για μη καταβληθείσες σε αυτόν συνταξιοδοτικές, μισθολογικές ή άλλες παροχές αποτελούν θετικό στοιχείο της κληρονομιαίας περιουσίας, ως εκ τούτου οι καθολικοί του διάδοχοι αποκτούν το δικαίωμα να αξιώσουν τις εν λόγω παροχές, κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, ανεξάρτητα αν θεμελιώνουν στο πρόσωπό τους και σχετικό συνταξιοδοτικό ή άλλο δικαίωμα (ΣτΕ 1327/1998, 4105/1996, ΕλΣυν 462/2014, 293/2012, Ε.Α. 1258/2001 ΕλΔ 42, 952, ΟλΝΣΚ 252/2015).
Γ. Περαιτέρω, στο ρυθμιστικό πλαίσιο των διατάξεων 1710§1 και 1901 Α.Κ. εμπίπτουν και, ως εκ τούτου, αποτελούν αντικείμενο της κληρονομικής διαδοχής, και οι γεγεννημένες εν γένει υποχρεώσεις του κληρονομουμένου από φόρους, τέλη, δασμούς, εισφορές και λοιπές επιβαρύνσεις δημοσίου δικαίου, αλλά και τυχόν γεγεννημένες αξιώσεις του τελευταίου για την επιστροφή ή συμψηφισμό των επιβαρύνσεων αυτών, εφόσον είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως ή παρανόμως.[7] Εις ό,τι αφορά, όμως, σε χρηματικές διοικητικές κυρώσεις, που επιβάλλονται λόγω διοικητικών παραβάσεων που είχε διαπράξει ο εκλιπών, τότε η απάντηση δεν είναι μονολεκτική, αφού στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να εξεταστούν διάφορα ειδικότερα και δυσχερή ζητήματα, τα οποία αναπτύσσονται στη συνέχεια του παρόντος (Κεφ. 4).
Δ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο προβληματισμός περί της ευθύνης ή μη των κληρονόμων εκλιπόντων εκπροσώπων κεφαλαιουχικών εταιρειών, συνεταιρισμών και λοιπών νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων, οι οποίοι είχαν προσωπική και εις ολόκληρον ευθύνη καταβολής των χρεών των τελευταίων προς το Δημόσιο, κυρίως σύμφωνα με τα άρθρο 115 Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994) και ήδη με το άρθρο 50Κ.Φ.Δ. (ν. 4174/2013).
Επί του θέματος δεν υφίσταται ακόμη απόφαση ανωτάτου Δικαστηρίου, θεωρώ, ωστόσο, ότι υπάρχουν ευπρόσωπα επιχειρήματα σε αμφότερες τις αντίθετες απόψεις.
Έτσι, κατά μία άποψη, η πρόσθετη [8] εις ολόκληρον αστική ευθύνη των εκπροσώπων για την πληρωμή των χρεών της εταιρείας, χωρίς να έχουν και ιδία φορολογική υποχρέωση, είναι όλως εξαιρετική[9], ενώ συνδέεται άρρηκτα με αυτή καθαυτή την ιδιότητα του εκπροσώπου, κατά συνέπεια κέκτηται προσωποπαγή χαρακτήρα και, στο βαθμό που η ιδιότητα αυτή είναι ακληρονόμητη, οι καθολικοί διάδοχοι των πιο πάνω φυσικών προσώπων δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη και για τα συγκεκριμένα χρέη.
Κατά την αντίθετη και μάλλον ορθότερη ερμηνευτική θέση, άπαξ και στο πρόσωπο του θανόντος εκπροσώπου είχε γεννηθεί η εις ολόκληρον αστική ευθύνη για τα ως άνω χρέη του νομικού προσώπου, τότε αυτή τυγχάνει κληρονομητή, κατά τις γενικές διατάξεις (Α.Κ. 1710, 1901) και, συνεπώς, βαρύνει απεριορίστως τους κληρονόμους του εκπροσώπου (κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, Α.Κ. 1885).
Όμοια αντιμετώπιση φρονώ ότι προσήκει και για την ήδη προβλεπόμενη ευθύνη των μετόχων ή εταίρων κεφαλαιουχικών εταιρειών, κατά τη λύση των εταιρειών αυτών ή τρία χρόνια πριν από αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50§§3,4Κ.Φ.Δ.
Καθόσον αφορά στην αστική ευθύνη των ομορρύθμων εταίρων για τα χρέη της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας, αυτή είναι αναμφίβολα κληρονομητή, καθόσον η ευθύνη αυτή θεωρείται παγίως ως άμεση, αυτοτελής και κυρίως πρωτογενής, με συνέπεια τα σχετικά χρέη να εντάσσονται απευθείας στο παθητικό της κληρονομίας (βλ. ΑΠ 2157/2007, 797/1999, Ε.Α. 531/2013, 4861/2000 κ.ά., επίσης βλ. ερμηνεία επί του άρθρου 22 ΕμπΝ σε Ι. Μπρίνια, Αναγκ. Εκτέλεση, υπό το άρθρο 920 ΚΠολΔ και ήδη επί του άρθρου 249 του ν. 4072/2012 σε Γ. Τριανταφυλλάκη, Εφαρμογές Εμπορ. Δικαίου, έκδ. β’, σελ. 364).
Α. Όπως ελέχθη, εις ό,τι αφορά σε υποχρεώσεις του κληρονομουμένου για φόρους, τέλη, δασμούς, εισφορές κλπ., η Διοίκηση μπορεί ακώλυτα να στραφεί κατά των καθολικών του διαδόχων και να αξιώσει την καταβολή τους. Έτσι, σε περίπτωση που η υποχρέωση αυτή πηγάζει από φορολογική ή άλλη υποβληθείσα στη Διοίκηση δήλωση του εκλιπόντος ή των κληρονόμων του, τότε ακολουθείται, άνευ ετέρου, η διαδικασία εκκαθάρισης και είσπραξης της σχετικής φορολογικής ή άλλης χρηματικής υποχρέωσης του θανόντος, αφού προηγηθεί, ασφαλώς, η κατανομή της επί τη βάσει του άρθρου 1885 Α.Κ., δηλαδή ανάλογα με τη κληρονομική μερίδα κάθε κληρονόμου.
Β. Αν έχει εκδοθεί στο πρόσωπο του ήδη εκλιπόντος καταλογιστική πράξη πριν από το θάνατο αυτού τότε, μετά την οριστικοποίησή της, η πράξη αυτή αποτελεί τίτλο για την είσπραξη της σχετικής οφειλής κατά των κληρονόμων (πρβλ ΣτΕ 3334/2015, 1880/2014 κ.ά.), σύμφωνα με τα άρθρα 45 Κ.Φ.Δ. και 2 του Κ.Ε.Δ.Ε. Το ίδιο ισχύει και αν, μέχρι τον θάνατο του εκλιπόντος, δεν είχε εκδοθεί η καταλογιστική πράξη, οπότε αυτή επιτρεπτώς εκδίδεται σε βάρος των καθολικών του διαδόχων (ΝΣΚ 308/2016).
Απεναντίας, κατά την επιβολή χρηματικών διοικητικών κυρώσεων στους κληρονόμους για φορολογικές παραβάσεις, εκ μέρους του εκλιπόντος, εμφανίζονται σημαντικά ζητήματα που χρήζουν ειδικής διερεύνησης.
Α. Ως γνωστόν, η επιβολή χρηματικών κυρώσεων αποβλέπει αφενός μεν στον εξαναγκασμό του διοικουμένου προς συμμόρφωση στις επιταγές του νόμου και αφετέρου στον κολασμό του σε περίπτωση παραβίασης αυτών (πρόστιμο κυρωτικού χαρακτήρα) (ΟλΣτΕ 419/2014, ΣτΕ 2402/2016 κ.ά.), ενδεχομένως δε, και στην αποκατάσταση της ζημίας, που προέκυψε από την παράνομη συμπεριφορά του διοικουμένου (πρόστιμο αποζημιωτικού χαρακτήρα) (ΝΣΚ 308/2016, 408/2013 κ.ά).
Β. Σημειωτέον ότι οι προαναφερθείσες διοικητικές χρηματικές κυρώσεις διακρίνονται, ως προς τη φύση τους, από τις χρηματικές ποινές και τα πρόστιμα των άρθρων 18 και 57 του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.), καθόσον αυτά επιβάλλονται το πρώτον από τα ποινικά δικαστήρια, στο πλαίσιο άσκησης της ποινικής δικαιοδοτικής λειτουργίας, ως αμιγής ποινική κύρωση του δράστη συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος. Οι ποινικές αυτές κυρώσεις έχουν αυστηρά προσωποπαγή χαρακτήρα, όπως, άλλωστε, όλες οι ποινές, υπό την έννοια ότι αφορούν μόνο τον δράστη του συγκεκριμένου εγκλήματος και, συνεπώς, δεν παράγουν, σε καμία περίπτωση, αστική ευθύνη στο πρόσωπο των καθολικών του διαδόχων (βλ. άρθρο 58 Π.Κ., ΝΣΚ 308/2016, 15/2002, 435/1994, 184/1993, Απ. Γεωργιάδη, ό.π. σελ. 71).
Γ. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του δικαίου, που συνάγεται και από τα άρθρα 34 και 35 Α.Κ., η έκδοση πράξης, με την οποία επιβάλλεται διοικητική χρηματική κύρωση κατά φυσικού προσώπου, προϋποθέτει την ύπαρξη ζώντος υποχρέου, με συνέπεια οποιαδήποτε πράξη εκδίδεται στο όνομα φυσικού προσώπου, μετά τον θάνατό του, να είναι άκυρη (με την επιφύλαξη αντίθετης νομοθετικής πρόβλεψης), καθόσον στρέφεται κατ’ ανυπάρκτου υποκειμένου (πρβλ. ΟλΣτΕ 179/1977, ΣτΕ 1779/1988, 1014/1983, ΔΕφΑθ 2771/2015, 3349/2011, 2990/2005, ΝΣΚ 308/2016, 591/2002).
Δ. Σύμφωνα με όσα έχουν παγίως κριθεί, μετά το θάνατο του υπόχρεου φυσικού προσώπου, η πράξη, με την οποία επιβάλλεται διοικητική χρηματική κύρωση, δεν επιτρέπεται να εκδοθεί εις βάρος των κληρονόμων του, παρά μόνο στην περίπτωση που προκύπτει ότι ο κληρονόμος, υπό την ιδιότητα αυτή, περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων των προσώπων σε βάρος των οποίων μπορεί να επιβληθεί η χρηματική κύρωση ή του αποδίδεται οιαδήποτε συμμετοχή στην παράβαση για την οποία επιβάλλεται η κύρωση (βλ. ΣτΕ 1880/2014, 947/2011, 1718/2013, 2696/2006, 1266/2003, 3676/1988 κλπ).
Ε. Ωστόσο, έχω την άποψη ότι η ερμηνευτική θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί της θεμελίωσης αστικής ευθύνης των κληρονόμων, υπό την προϋπόθεση της συμμετοχής αυτών στην παράβαση, περιορίζει υπερβολικά τη δυνατότητα επιβολής χρηματικών διοικητικών κυρώσεων, δηλαδή ακόμη και όταν αυτές έχουν σαφώς (και) αποζημιωτικό χαρακτήρα.
Επισημαίνεται ότι η ερμηνευτική αυτή άποψη έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αδιάστικτη νομολογία και θεωρία, που κρατεί στο ιδιωτικό δίκαιο, ως προς το κληρονομητό της αστικής ευθύνης που προκύπτει από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 Α.Κ. Κατά την εν λόγω άποψη, μετά τον θάνατο του ευθυνόμενου από αδικοπραξία, η υποχρέωση προς αποζημίωση μεταβιβάζεται στους καθολικούς διαδόχους του, κατά των οποίων και ασκείται η σχετική αποζημιωτική αγωγή, έστω και αν αυτοί δεν είχαν καμία συμμετοχή στη ζημιογόνο αδικοπραξία του κληρονομηθέντος, αφού, μετά την αποδοχή της κληρονομίας υπεισέρχονται στην αστική θέση του αδικοπρακτήσαντος και υπέχουν αποζημιωτική ευθύνη κατ’ αναλογία των μερίδων εκάστου (βλ. Μπαλή, Κληρονομ. Γ' έκδ. 1952 παρ. 3, Καυκά, Ενοχικ. δ' έκδ. σελ. 763, Γεωργιάδη - Σταθόπουλο Κληρονομ. υπό άρθρ. 1710, υποσημ. 74, Α. Φλούδα, Αστ. Ευθύνη εξ αυτ/κών ατυχημάτων, έκδ. β' σελ. 123, ΑΠ 1399/07, ΕφΠατρ 499/11 κ.ά.). [10]
Επομένως, κατά την ορθότερη άποψη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι χρηματικές διοικητικές κυρώσεις, που έχουν (και) αποζημιωτικό χαρακτήρα αποτελούν σαφώς κληρονομητά χρέη και ότι η έλλειψη υπαιτιότητας στο πρόσωπο του κληρονόμου ως και η εν γένει μη συμμετοχή του στη υπαίτια ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη του κληρονομουμένου δεν αποτελεί το κρίσιμο στοιχείο, που αναιρεί την υποχρέωση του κληρονόμου να επωμισθεί τη σχετική αποζημιωτική ευθύνη (Α.Π. 1714/81 ΝοΒ 30 - 1065, ΟλΝ.Σ.Κ 36/1991, Ν.Σ.Κ. 308/2016, 408/2013, 172/2012, 32/2009, 551/2006, 184, 93/1993, όπου δίδεται έμφαση στο κριτήριο του αποζημιωτικού χαρακτήρα της επιβαλλόμενης κύρωσης).
Στ. Βεβαίως, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ότι, στην περίπτωση κατά την οποία χρηματική διοικητική κύρωση είχε ήδη επιβληθεί πριν από το θάνατο του παραβάτη - υποχρέου,[11] η σχετική χρηματική ενοχή αποτελεί, πλέον, παθητικό στοιχείο της κληρονομιαίας περιουσίας, για το οποίο σαφώς ευθύνονται οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος (ΣτΕ 3334/2015, 1880/2014, 1718/2013, 947/2011, 2696/2006, ΝΣΚ 308/2016, 291/2011, 551/2006 κ.ά.).
Εφόσον, μετά την επιβολή της χρηματικής κύρωσης, επήλθε ο θάνατος του υποχρέου, χωρίς, εν τω μεταξύ, να έχει διενεργηθεί η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής στο όνομά του, τότε αυτή πρέπει να διενεργηθεί στο όνομα των κληρονόμων, στα πλαίσια του άρθρου 1885 Α.Κ., δηλ. με καταμερισμό της βεβαιούμενης οφειλής κατά το λόγο των κληρονομικών τους μερίδων (πρβλ. ΣτΕ 1880/2014, 1718/2013, 1069/2001, 3925/1986, ΑΠ 336/1980).
Εάν, όμως, μετά την επιβολή της διοικητικής χρηματικής κύρωσης, είχε διενεργηθεί και εν στενή εννοία (ταμειακή) βεβαίωση της οφειλής στο όνομα του υποχρέου, τότε, σε περίπτωση μεταγενέστερου θανάτου του, δεν απαιτείται νέα ταμειακή βεβαίωση στο όνομα των κληρονόμων, αλλ’ η εισπρακτική και εκτελεστική διαδικασία διενεργείται ακωλύτως εις βάρος τους, με βάση την εν στενή εννοία βεβαίωση στο όνομα του υποχρέου, ασφαλώς και πάλι μετά τον καταμερισμό της, κατά το άρθρο 1885 Α.Κ., και δη επί ποινή ακυρότητος της επισπευδόμενης εκτέλεσης (βλ. ΣτΕ 1718/2013, 1069/2001, ΑΠ 552/1992). Ωστόσο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μετά την ισχύ του άρθρου 3§7 του ν. 4038/2012,[12] δεν τίθεται, πλέον, ζήτημα ολικής, αλλά μερικής, ακυρότητας της εκτέλεσης, κατά το μέρος που αυτή επισπεύδεται κατά του κληρονόμου για ποσό μεγαλύτερο από το αναλογούν στην κληρονομική του μερίδα.
Ασφαλώς, και στις περιπτώσεις που είχε αρχίσει η εκτέλεση κατά του κληρονομουμένου (π.χ. κατάσχεση), αυτή συνεχίζεται κανονικά κατά των οριστικών του κληρονόμων (άρθρο 921§1 ΚΠολΔ), ενεχομένων για το μέρος της οφειλής που τους αναλογεί.[13]
Ζ. Εξυπακούεται ότι για τις οφειλές του θανόντος, που αναφέρονται σε επιβαρύνσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, ν. 4174/2013, (βλ. άρθρο 2 και το παράρτημα του Κώδικα), ο οποίος ισχύει από 1/1/2014, η ενεργοποίηση της ατομικής ευθύνης των κληρονόμων προϋποθέτει απλώς να έχουν αυτές επιβληθεί προσηκόντως, σύμφωνα με τις πιο πάνω διακρίσεις, δηλαδή οι μη αποζημιωτικές χρηματικές κυρώσεις, πριν από τον θάνατο του υποχρέου, οι δε λοιπές επιβαρύνσεις οποτεδήποτε, αφού, ως γνωστόν, ο θεσμός της ταμειακής βεβαίωσης δεν προβλέπεται πλέον ως διαδικαστική προϋπόθεση για την είσπραξη των οφειλών του ως άνω Κώδικα.
Α. Αφ’ ης ενεργοποιηθεί η ατομική ευθύνη των κληρονόμων για την καταβολή των χρεών του κληρονομηθέντος είναι αυτονόητο ότι η φορολογική αρχή δύναται να λάβει εις βάρος τους κάθε εκτελεστικό ή διοικητικό μέτρο που προβλέπεται για την είσπραξή τους (κατάσχεση στα χέρια τους[14] ή στα χέρια τρίτων, συντηρητική κατάσχεση, μη χορήγηση αποδ. ενημερότητας κλπ.), αλλά και να επιδιώξει την ποινική τους καταδίκη σε περίπτωση μη καταβολής των ληξιπρόθεσμων οφειλών (ΑΠ 890/2013), υποβάλλοντας σχετική μηνυτήρια αναφορά, κατά το άρθρο 25 του ν. 1882/1990, ένα έτος από την πάροδο της προθεσμίας αποποίησης και εφόσον, βεβαίως, η οφειλή που αναλογεί σε κάθε κληρονόμο υπερβαίνει το ποσόν των 100.000 ευρώ.
Β. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι η Διοίκηση δεν μπορεί να επιδιώξει την ποινική δίωξη των κληρονόμων του θανόντος παραβάτη, στην περίπτωση που οι εκ μέρους του διαπραχθείσες παραβάσεις αποτελούν και ποινικά αδικήματα (π.χ. φοροδιαφυγή, λαθρεμπορία), καθόσον είναι αναντίρρητο ότι η σχετική ποινική ευθύνη είναι απολύτως προσωποπαγής και μη μεταβιβάσιμη στους καθολικούς διαδόχους του παραβάτη.
Α. Ως γνωστόν, επειδή ουδείς υποχρεούται να κληρονομήσει τα χρέη άλλου («ουδείς άκων κληρονόμος»), το κληρονομικό δίκαιο προβλέπει δύο θεσμούς που θωρακίζουν τον κληρονόμο από τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η κληρονομική διαδοχή, ήτοι (α) την αποποίηση της επαχθείσης κληρονομίας [15] και (β) την αποδοχή αυτής με το ευεργέτημα της απογραφής.
Στη μεν πρώτη περίπτωση ο εμπροθέσμως αποποιούμενος χάνει οριστικά και αναδρομικά, από της επαγωγής, την ιδιότητα του κληρονόμου (άρθρ. 1856 Α.Κ.), άρα οποιαδήποτε διαδικασία εκτελέσεως εις βάρος του για την είσπραξη των χρεών είναι σαφώς άκυρη.
Στη δεύτερη περίπτωση, διατηρεί μεν την ιδιότητα του κληρονόμου (ΝΣΚ 474/1998), αλλά, εφόσον διενεργήσει εμπρόθεσμη και ακριβή απογραφή, δεν επέρχεται ένωση της κληρονομιαίας με την ατομική του περιουσία, με συνέπεια η ευθύνη για τα χρέη της κληρονομίας να περιορίζεται μόνο στο ενεργητικό της κληρονομίας, που αποτελεί χωριστή ομάδα από την ατομική του περιουσία (άρθρο 1904 Α.Κ.).[16]
Άρα, κατά του εξ απογραφής κληρονόμου, νομίμως μεν εκδίδεται καταλογιστική πράξη και επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση για τα χρέη του κληρονομηθέντος, αλλά αυτή διενεργείται μόνο κατά των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας (ΣτΕ 1459/2014, 5061/1996, 2397/1995, ΝΣΚ 83/2007).
Α. Αξιομνημόνευτη είναι και η σοβαρή διάσταση της νομολογίας, ως προς την προθεσμία αποποίησης των προσώπων που είναι ανίκανα προς δικαιοπραξία. Ο Άρειος Πάγος ανέκαθεν υιοθετεί την άποψη ότι η προθεσμία αποποίησης τρέχει και κατά προσώπων ανικάνων προς δικαιοπραξία, οπότε, αν ο κληρονόμος τελεί υπό νόμιμη εκπροσώπηση (λ.χ. γονική μέριμνα, επιτροπεία) το στοιχείο της γνώσης της επαγωγής κρίνεται στο πρόσωπο του νομίμου εκπροσώπου, αφού μόνον αυτός δικαιούται να αποποιηθεί την κληρονομία που έχει επαχθεί στον αντιπροσωπευόμενο, τηρουμένων των διατυπώσεων που ο νόμος επιτάσσει, προκειμένου δε περί αποποιήσεως ανηλίκου πρέπει να υποβληθεί αίτηση από τον εκπροσωπούντα αυτόν και να χορηγηθεί προς τούτο η σχετική άδεια του Δικαστηρίου (Α.Π. 1211/2008, 338/04, ΑΠ 426/02 κ.ά., ΝΣΚ 83/2007).
Αντιθέτως, το Συμβούλιο της Επικρατείας [17] δέχεται ότι ο ανήλικος μπορεί να προβεί σε αποποίηση της κληρονομίας ακόμη και σε διάστημα ενός έτους από την ενηλικίωσή του, με συνέπεια την ακυρότητα των τυχόν εις βάρος του πράξεων εκτελέσεως, αφού, μετά την τήρηση της πιο πάνω προθεσμίας, αυτός ουδέποτε κατέστη οριστικός κληρονόμος. Η κρίση αυτή έχει ως έρεισμα το επιχείρημα ότι η έκπτωση του ανηλίκου από το ευεργέτημα της απογραφής επέρχεται, αν αυτός δεν συντάξει απογραφή, εντός έτους από την ενηλικίωσή του (άρθρο 1912 Α.Κ.).
Β. Κατά την άποψη του Καθηγητή Νομικής Α.Π.Θ. Σταμ. Κουμάνη (βλ. Αρμεν. 2015, σελ. 1449), με την οποία και συντάσσομαι, η αναφερθείσα άποψη του ΣτΕ δεν φαίνεται να έχει επαρκή θεμελίωση στις εφαρμοστέες διατάξεις του Α.Κ., καθόσον το εκ μέρους του Δικαστηρίου επικαλούμενο άρθρο 1912 Α.Κ. αφορά αποκλειστικά στη σύνταξη απογραφής και δεν σχετίζεται με την αποποίηση της κληρονομίας.
Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι η ρηθείσα νομολογιακή διάσταση πρέπει να αρθεί το ταχύτερο μετά από απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ενόψει της πρόδηλης σοβαρότητας του εριζόμενου θέματος και της σημασίας του για ευρύ κύκλο ενδιαφερομένων.
Α. Οι κληρονόμοι, προκειμένου να αποσείσουν ή να μετριάσουν την ευθύνη τους από τα χρέη του θανόντος, νομιμοποιούνται να ασκήσουν τις τυχόν προβλεπόμενες ενδικοφανείς προσφυγές (π.χ. του άρθρου 63 Κ.Φ.Δ.) και περαιτέρω τη δικαστική προσφυγή των άρθρων 63 επόμ. Κ.Δ.Δ.,[18] δυνάμενοι να προβάλουν τους λόγους, που θα μπορούσε να προβάλει ο κληρονομούμενος και άγουν στην ακύρωση ή μεταρρύθμιση της καταλογιστικής πράξης, αλλά και λόγους που γεννήθηκαν το πρώτον στο πρόσωπό τους (π.χ. αποποίηση, παραγραφή κλπ.).[19] Επίσης, κατά το στάδιο της διοικητικής εκτέλεσης, οι κληρονόμοι δικαιούνται να ασκήσουν την ανακοπή του άρθρου 217 Κ.Δ.Δ. και να προβάλουν τις προσήκουσες στο στάδιο αυτό ενστάσεις προς ακύρωση της επισπευδόμενης διοικητικής εκτέλεσης.
Β. Στην περίπτωση που η Διοίκηση είχε επιβάλει το σχετικό βάρος στον υπόχρεο πριν από το θάνατό του και αυτός είχε προλάβει να ασκήσει προσφυγή ή ανακοπή, τότε η εκκρεμής δίκη διακόπτεται και συνεχίζεται στο πρόσωπο των κληρονόμων, μετά από σχετική δήλωσή τους στο Δικαστήριο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 141 Κ.Δ.Δ.-
[1]
Αντί πολλών αποφάσεων βλ. ΑΠ 2072/2014 και 1968/2014.
[2]
Πάντως, ακόμη και οι απαιτήσεις που τελούσαν υπό αίρεση, η οποία πληρώθηκε μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, περιλαμβάνονται στα χρέη αυτά και συνεπάγονται προσωπική ευθύνη του κληρονόμου (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Κληρονομ. Δίκαιο, έκδ. β’, σελ. 743).
[3]
Βλ. και άρθρο 921 ΚΠολΔ, σχετικά με το ανεπίτρεπτο της αναγκ. εκτέλεσης κατά κληρονόμου που διατηρεί ακόμη το δικαίωμα αποποίησης, εκτός αν έχει διορισθεί κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομίας.(ΑΠ 168/2010, ΔΕφΠειρ 176/2000 ΔιΔικ 2000, 1476).
[4]
Εφόσον, όμως, πρόκειται για κτήση ακινήτου της κληρονομίας ή εμπράγματου δικαιώματος επ' αυτού, απαιτείται η μεταγραφή της, ενώπιον συμβολαιογράφου, προηγηθείσης δήλωσης αποδοχής (Α.Κ. 1193, 1195, βλ. ΑΠ 240/17, 1201/12, 1722/11), ενώ, επί αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής, απαιτείται σχετική δήλωση ενώπιον του γραμματέα του Δικαστηρίου της κληρονομίας (Α.Κ. 1902), δηλαδή του Ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου ο θανών είχε την τελευταία του κατοικία (βλ. άρθρα 810 και 812 ΚΠολΔ).
[5]
Άλλες έννομες σχέσεις που δεν αποτελούν αντικείμενο της κληρονομικής διαδοχής, εκτός αντιθέτου συμφωνίας, είναι και η εταιρεία (773), η μίσθωση (612), η εντολή (726), η επικαρπία (1167), η πληρεξουσιότητα (223) κλπ. Επίσης, μη κληρονομητή είναι και η αξίωση του συζύγου για τα αποκτήματα του γάμου, εκτός αν έχει αναγνωριστεί συμβατικά ή έχει επιδοθεί αγωγή (ΑΚ 1401)
[6]
Βλ. Γ. Μπαλή, Κληρον. Δίκαιον, εκδ. 1965, παρ. 6, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Κατ’ άρθρ. ερμ.Α.Κ. άρθρ. 1710 αρ. 42, 43, Παπαντωνίου, Κληρ. Δίκαιο, 1985, παρ. 9α σελ. 43, επίσης βλ. ΣτΕ 600/2016, 2276/2013, ΑΠ 151/81 ΝοΒ 29, 1379, ΑΠ 111/73 ΝοΒ 74, 877, Ε.Α. 4230/2015 (Nomos), 7992/2005 ΕλΔ 2009, 561, 1258/2001 ΕλΔ 42, 952, ΕφΙωαν 48/2009 κλπ.
[7]
Βλ. Απ. Γεωργιάδη, ό.π. σελ. 70, 71, Εμ. Βουζίκα, ό.π. σελ. 60.
[8]
Σχετικά με τη φύση της υποχρέωσης αυτής των εκπροσώπων ως απλώς πρόσθετης ευθύνης πληρωμής των χρεών του νομικού προσώπου βλ. ΣτΕ 2274/2017, 1040/2016, 2267/2016, 3664/2015, 844/2012 κ.ά.
[9]
Περί του εξαιρετικού χαρακτήρα της εν λόγω ευθύνης βλ. ΣτΕ 3664/2015, 2711/2011, 255/2009 κλπ.
[10]
Είναι αξιοσημείωτο ότι το ΣτΕ, με την υπ' αριθμ. 2813/1978 απόφασή του, είχε συναφώς δεχθεί την αυστηρότερη άποψη, κατά την οποία πρόστιμο για μη καταβολή τελών χαρτοσήμου θεωρήθηκε επιβλητέο κατά των κληρονόμων, παρά τον μη αποζημιωτικό του χαρακτήρα.
[11]
Όταν ομιλούμε για επιβολή της κύρωσης, εννοείται η έκδοση της σχετικής ατομικής διοικητικής πράξης, δηλαδή η υπογραφή και η χρονολόγηση αυτής από το αρμόδιο διοικητικό όργανο (βλ. άρθρ. 18 και 19 ΚΔοικΔ), ενώ η έλλειψη κοινοποίησης δεν επηρεάζει τη νομιμότητα αυτής (ΝΣΚ 308/2016).
[12]
Με το ως άνω άρθρο 3§7 προστέθηκαν στο άρθρο 9 του Κ.Ε.Δ.Ε. δύο εδάφια, που προβλέπουν ότι «Πράξη εκτελέσεως, που επισπεύδεται για περισσότερα από ένα χρέη, δεν κηρύσσεται άκυρη στο σύνολό της, εφόσον έστω και ένα από τα χρέη αυτά οφείλεται νομίμως. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση που κρίθηκε ότι το χρέος ή τα χρέη οφείλονται νομίμως, αλλά για ποσό μικρότερο από εκείνο για το οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση».
[13]
Οι προαναφερθείσες διαδικαστικές ενέργειες είναι τηρητέες κατά τη βεβαίωση και είσπραξη όλων των κληρονομηθέντων χρεών δημοσίου δικαίου, εκτός αν υφίσταται ρητή αντίθετη νομοθετική πρόβλεψη.
[14]
Δεν επιβάλλεται κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη, εφόσον το συνολικό ποσόν του χρέους που οφείλεται από κάθε κληρονόμο είναι μικρότερο των 500 ευρώ (βλ. άρθρο 9 Κ.Ε.Δ.Ε.).
[15]
Υποστηρίζεται ότι το δικαίωμα αποποίησης έχει συνταγματικά ερείσματα στις διατάξεις των άρθρων 5§1 και 17§1 Σ., ως προστατευτικό της δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης και της ατομικής ιδιοκτησίας (βλ. Στ. Κουμάνη, Η προστασία του κληρονόμου κατάχρεης κληρονομίας, Αρμεν. 70, σελ. 195).
[16]
Ωστόσο, για τον προκύψαντα φόρο κληρονομίας, ο κληρονόμος ευθύνεται και με την προσωπική του περιουσία (βλ. Α. Γεωργιάδη, ό.π. σελ. 744).
[17]
Βλ. ΣτΕ 1884/2015, 371/2014, 2862/2013.
[18]
Βλ. Ν. Χατζητζανή, Ερμ. Κώδικος Διοικ. Δικονομίας, σελ. 466.
[19]
Σημειωτέον ότι, πριν από την αποδοχή της κληρονομίας, δεν αρχίζουν οι προβλεπόμενες προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων (βλ. άρθρα 66§4 και 86§3 Κ.Δ.Δ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου