Με ακριβότερα επιτόκια για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά δάνεισαν οι τράπεζες τα ελληνικά νοικοκυριά, με τη ζήτηση για νέες χρηματοδοτήσεις να παραμένει υποτονική και την προσφορά χρήματος σε χαμηλά επίπεδα, λόγω των κινδύνων που αντιμετωπίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα.
Ωστόσο, η άνοδος των τιμών και των επενδύσεων στις κατοικίες, αλλά και η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος, λόγω των υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης που καταγράφει η οικονομία, δημιουργούν προσδοκίες για βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης το 2019.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα η Τράπεζα της Ελλάδος, οι αυξήσεις στο κόστος δανεισμού ήταν μεγαλύτερες στην καταναλωτική πίστη από ό,τι στα στεγαστικά δάνεια.
Το μεσοσταθμικό επιτόκιο τραπεζικών δανείων προς νοικοκυριά διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο δεκάμηνο Ιανουάριος – Οκτώβριος 2018 σε 5,01% έναντι 4,87% το 2017.
Όσον αφορά τις πιθανές μελλοντικές εξελίξεις στα τραπεζικά επιτόκια, οι προσδοκίες για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη συνηγορούν υπέρ της άμβλυνσης του πιστωτικού κινδύνου καθώς, όσο η απασχόληση και τα εισοδήματα (συμπεριλαμβανομένων των επιχειρηματικών κερδών) θα αυξάνονται, θα ενισχύεται η ικανότητα των δανειοληπτών να ανταποκριθούν με συνέπεια στις δανειακές τους υποχρεώσεις.
Επίσης, με τη διαφαινόμενη υπό εξέλιξη άνοδο στις τιμές των ακινήτων, θα ενισχυθεί ο πλούτος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, η αξία των εξασφαλίσεων για τη λήψη πάσης φύσεως τραπεζικών πιστώσεων με προσημείωση εμπράγματων αξιών, αλλά και η αξία των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών.

Πώς διαμορφώνεται η ζήτηση

Εξάλλου, με βάση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος το 2018 παρατηρήθηκε σταθεροποίηση του ετήσιου ρυθμού μείωσης των υπολοίπων στο ίδιο μέσο επίπεδο με το 2017 στα καταναλωτικά δάνεια και περιορισμός του ετήσιου ρυθμού μείωσης στα στεγαστικά δάνεια (-0,6% και -3,0% αντίστοιχα το 2018, έναντι -0,6% και -3,2% το 2017), μετά τη βελτίωση που είχε καταγραφεί το 2017 έναντι του 2016.
Ειδικότερα, το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2018 οι μηνιαίες ακαθάριστες ροές νέων δανείων (με καθορισμένη διάρκεια) καταγράφηκαν κατά μέσο όρο σχεδόν ίσες με εκείνες του 2017, τόσο στα στεγαστικά όσο και στα καταναλωτικά δάνεια, και ενισχυμένες έναντι του 2016.
Η σωρευτική ετήσια ακαθάριστη ροή καταναλωτικής πίστης, ακόμη και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ανοίγματα σε πιστωτικές κάρτες, παρέμεινε σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με την αντίστοιχη ροή στεγαστικών δανείων.
Σε άλλες χώρες παρατηρείται ότι το μερίδιο των νέων στεγαστικών δανείων στο σύνολο της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τα νοικοκυριά είναι σημαντικά υψηλότερο από εκείνο των καταναλωτικών δανείων (στη ζώνη του ευρώ τα νέα στεγαστικά δάνεια ως ποσοστό του αθροίσματος των νέων στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων διαμορφώθηκαν τον Οκτώβριο του 2018 σε 74%, ενώ στην Ελλάδα ήταν 38%).
Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει ότι η σταθεροποίηση του ρυθμού μεταβολής των καταναλωτικών πιστώσεων, παρά την αύξηση των δανειακών επιτοκίων, είναι συνεπής με τη θετική εξέλιξη της ιδιωτικής κατανάλωσης, τη βελτίωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών (που συνδέεται με την άνοδο της απασχόλησης και του διαθέσιμου εισοδήματος και συνεπάγεται υποχώρηση του πιστωτικού κινδύνου από τη σκοπιά της τράπεζας) και την άνοδο του δείκτη εμπιστοσύνης των καταναλωτών.

Τι γίνεται με τα στεγαστικά

Σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά δάνεια, η άνοδος των ιδιωτικών επενδύσεων σε κατοικίες, όπως καταγράφεται για το εννεάμηνο του 2018, και η ανάκαμψη του δείκτη τιμών κατοικιών το ίδιο εννεάμηνο συνέβαλαν στην αύξηση της ζήτησης.
Από την άλλη πλευρά, η άνοδος των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων είχε αρνητική επίδραση.
Εξάλλου, οι δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του τραπεζικού χαρτοφυλακίου στεγαστικών δανείων (και η υπαγωγή σημαντικού μέρους σε καθεστώς νομικής προστασίας) φαίνεται ότι συνεχίζουν να επιδρούν ανασταλτικά στην παροχή νέων στεγαστικών δανείων από τις τράπεζες.
Η ταχύτερη άνοδος του ΑΕΠ από το 2019 θα επιδράσει θετικά στη ζήτηση δανείων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Επίσης, μια ενδεχόμενη βελτίωση στις προοπτικές του δείκτη τιμών στην αγορά ακινήτων θα μπορούσε να ασκήσει θετική επίδραση τόσο στη ζήτηση δανείων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά όσο και στην προσφορά εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων.