Τρίτη 30 Απριλίου 2013

ΑΠ 911/2011 Αφανής εταιρία . Από τις διατάξεις των άρθρων 47-50 του Εμπορικού Νόμου, προκύπτει ότι στην αφανή εταιρία που δεν έχει νομική προσωπικότητα, και μπορεί να καταρτισθεί και άτυπα (προφορικά) εφαρμόζονται καταρχήν οι διατάξεις περί εταιριών του Αστικού Κώδικα, δηλαδή, τα άρθρα 741 επ. αυτού. Από τα άρθρα δε ειδικότερα 758 και 762 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι καθετί που αποκτά ο διαχειριστής εταίρος έχει υποχρέωση να το καταστήσει κοινό όλων των εταίρων κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός και ότι σε περίπτωση εταιρίας διάρκειας μεγαλύτερης του έτους, ο λογαριασμός καταρχήν κλείνεται και τα κέρδη, διανέμονται στο τέλος κάθε έτους. Ως κέρδος κατά την έννοια του νόμου νοείται το καθαρό κέρδος , ήτοι αυτό που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων. Επομένως όταν ο διαχειριστής εταίρος αρνείται να αποδώσει στον άλλον εταίρο την ανάλογη, από την εταιρική σχέση μερίδα των κερδών, ο τελευταίος ασκεί την αγωγή για επιδίκαση των καθαρών κερδών ενώ η ύπαρξη εξόδων που πρέπει να αφαιρεθούν είναι, ισχυρισμός του διαχειριστή εταίρου και όχι στοιχείο της αγωγής.


ΑΠ 911/2011
Αφανής εταιρία . Από τις διατάξεις των άρθρων 47-50 του Εμπορικού Νόμου, προκύπτει ότι στην αφανή εταιρία που δεν έχει νομική προσωπικότητα, και μπορεί να καταρτισθεί και άτυπα (προφορικά) εφαρμόζονται καταρχήν οι διατάξεις περί εταιριών του Αστικού Κώδικα, δηλαδή, τα άρθρα 741 επ. αυτού. Από τα άρθρα δε ειδικότερα 758 και 762 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι καθετί που αποκτά ο διαχειριστής εταίρος έχει υποχρέωση να το καταστήσει κοινό όλων των εταίρων κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός και ότι σε περίπτωση εταιρίας διάρκειας μεγαλύτερης του έτους, ο λογαριασμός καταρχήν κλείνεται και τα κέρδη, διανέμονται στο τέλος κάθε έτους. Ως κέρδος κατά την έννοια του νόμου νοείται το καθαρό κέρδος , ήτοι αυτό που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων. Επομένως όταν ο διαχειριστής εταίρος αρνείται να αποδώσει στον άλλον εταίρο την ανάλογη, από την εταιρική σχέση μερίδα των κερδών, ο τελευταίος ασκεί την αγωγή για επιδίκαση των καθαρών κερδών ενώ η ύπαρξη εξόδων που πρέπει να αφαιρεθούν είναι, ισχυρισμός του διαχειριστή εταίρου και όχι στοιχείο της αγωγής.

Αφανής εταιρία . Από τις διατάξεις των άρθρων 47-50 του Εμπορικού Νόμου, προκύπτει ότι στην αφανή εταιρία που δεν έχει νομική προσωπικότητα, και μπορεί να καταρτισθεί και άτυπα (προφορικά) εφαρμόζονται καταρχήν οι διατάξεις περί εταιριών του Αστικού Κώδικα, δηλαδή, τα άρθρα 741 επ. αυτού.
Από τα άρθρα δε ειδικότερα 758 και 762 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι καθετί που αποκτά ο διαχειριστής εταίρος έχει υποχρέωση να το καταστήσει κοινό όλων των εταίρων κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός και ότι σε περίπτωση εταιρίας διάρκειας μεγαλύτερης του έτους, ο λογαριασμός καταρχήν κλείνεται και τα κέρδη, διανέμονται στο τέλος κάθε έτους. Ως κέρδος κατά την έννοια του νόμου νοείται το καθαρό κέρδος , ήτοι αυτό που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων. Επομένως όταν ο διαχειριστής εταίρος αρνείται να αποδώσει στον άλλον εταίρο την ανάλογη, από την εταιρική σχέση μερίδα των κερδών, ο τελευταίος ασκεί την αγωγή για επιδίκαση των καθαρών κερδών ενώ η ύπαρξη εξόδων που πρέπει να αφαιρεθούν είναι, ισχυρισμός του διαχειριστή εταίρου και όχι στοιχείο της αγωγής.

ΑΠ 911/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Εμμανουήλ Καλούδη), Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή και Γεώργιο Γεωργέλλη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Μαΐου 2011, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Π. του Σ., κατοίκου . , η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Κανελλόπουλο.
Του αναιρεσιβλήτου: Β. Χ. του Ν., κατοίκου ..... ., ο οποίος δεν παραστάθηκε.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28.2.2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 912/2008 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 4780/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28 Ιανουαρίου 2010 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Χρυσικός ανέγνωσε την από 2 Μαΐου 2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 28-1-2010 αίτησης για αναίρεση της υπ` αριθ. 4780/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως ως και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τη προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα 49114-6-2010 έκθεση απόδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..., προκύπτει, ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο Β. Χ.. Ο τελευταίος όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά δεν εμφανίσθηκε, ούτε κατέθεση έγγραφη δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά την παραπάνω συνεδρίαση, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του αναιρεσίβλητου (άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/1999).
Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559, αριθ. 19 λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης με την έννοια της ανεπαρκούς αιτιολογίας αφορά ελλείψεις αναγόμενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αιτιολογικού πορίσματος αναφορικά με τη συνδρομή ή μη γεγονότων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε, από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεση τους, να μην μπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νομικώς (Ολ. ΑΠ 13/1995). Η ύπαρξη νόμιμης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψη της πρέπει να προκύπτουν αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο δε Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκειμένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση και το αιτιολογικό της και όχι το περιεχόμενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 47-50 του Εμπ.Ν, προκύπτει ότι στην αφανή εταιρία που δεν έχει νομική προσωπικότητα, και μπορεί να καταρτισθεί και άτυπα (προφορικά) εφαρμόζονται καταρχήν οι διατάξεις περί εταιριών του Αστικού Κώδικα, δηλαδή, τα άρθρα 741 επ. αυτού.
Από τα άρθρα δε ειδικότερα 758 και 762 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι καθετί που αποκτά ο διαχειριστής εταίρος έχει υποχρέωση να το καταστήσει κοινό όλων των εταίρων κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός και ότι σε περίπτωση εταιρίας διάρκειας μεγαλύτερης του έτους, ο λογαριασμός καταρχήν κλείνεται και τα κέρδη, διανέμονται στο τέλος κάθε έτους. Ως κέρδος κατά την έννοια του νόμου νοείται το καθαρό κέρδος , ήτοι αυτό που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων. Επομένως όταν ο διαχειριστής εταίρος αρνείται να αποδώσει στον άλλον εταίρο την ανάλογη, από την εταιρική σχέση μερίδα των κερδών, ο τελευταίος ασκεί την αγωγή για επιδίκαση των καθαρών κερδών ενώ η ύπαρξη εξόδων που πρέπει να αφαιρεθούν είναι, ισχυρισμός του διαχειριστή εταίρου και όχι στοιχείο της αγωγής.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 4780/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών έγιναν δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Η ενάγουσα και ο εναγόμενος είναι πρώην σύζυγοι. Συγκεκριμένα είχαν τελέσει γάμο στις 2-3-1975, ο οποίος λύθηκε αμετακλήτως με την 4824/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στις 07-12-1977 συνέστησαν μαζί με την αδελφή της ενάγουσας Ι. Π. και δυνάμει της...................... πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών, Αλίκης-Άννας Παπακωνσταντίνου που δημοσιεύθηκε νόμιμα, εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ............., με αντικείμενο την κατασκευή και εμπορία πλαστικών ειδών. Στην εταιρία μετείχαν κατά ποσοστό 1/3 ο καθένας. Το έτος 1983 δυνάμει της .../1983 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγελίας Αγγάνη-Στυλιανέση που δημοσιεύθηκε νόμιμα, αποχώρησε η Ι. Π., παρέμειναν ως εταίροι οι διάδικοι, κατά ποσοστό 50% ο καθένας και η επωνυμία της εταιρίας μετονομάσθηκε σε............................... Στη συνέχεια το έτος 1985 λύθηκε η εταιρία περιορισμένης ευθύνης, κατ` απαίτηση του εναγομένου για φορολογικούς λόγους και λειτούργησε πλέον στο όνομα του ατομική επιχείρηση. Στην πραγματικότητα οι διάδικοι είχαν συστήσει αφανή εταιρία με εμφανή εταίρο τον εναγόμενο και αφανή την ενάγουσα και με ποσοστό συμμετοχής 50% ο καθένας. Η εν λόγω όμως εταιρία λειτούργησε μέχρι το έτος 1988, οπότε λύθηκε. Στη συνέχεια ο εναγόμενος στις 17-07-1989 άρχισε τη λειτουργία νέας ατομικής επιχείρησης, στην οποία δεν μετείχε ως εταίρος η ενάγουσα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχε αρχικά στην ......... Τράπεζα ο αρ. ... κοινός λογαριασμός, από τον οποίο πραγματοποιούσε αναλήψεις η ενάγουσα, καθόλο το χρονικό διάστημα από 26-01-1989 μέχρι 12- 02-1992, λαμβάνοντας συνολικά το ποσό των 29.169.474 δραχμών, μετά τη λύση της μεταξύ τους αφανούς εταιρίας και από τα χρήματα αυτά άρχισε τη λειτουργία ατομικής της επιχείρησης το έτος 1993. Μέχρι το έτος αυτό βοηθούσε τον εναγόμενο στη δική του επιχείρηση και στη συνέχεια λόγω του ότι η πορεία των εργασιών της επιχείρησης της ήταν φθίνουσα από το έτος 1999 προσέφερε εκ νέου τις υπηρεσίες της στην επιχείρηση του εναγομένου συζύγου της βοηθώντας αυτόν ενώ στην ίδια επιχείρηση εργαζόταν η θυγατέρα των διαδίκων Α.. Στις 19-01-2001 ο εναγόμενος προέβη στο άνοιγμα κοινού λογαριασμού με την ενάγουσα σύζυγο του στο υποκατάστημα ................... της τράπεζας ...................... με αρ. ..., ο οποίος κινήθηκε μέχρι τις 09-09-2002, με υπόλοιπο την εν λόγω ημερομηνία 162.132,51 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τόκοι ταμιευτηρίου. Την εν λόγω ημερομηνία η ενάγουσα ανέλαβε όλο το ποσό του κοινού τους λογαριασμού. Ο εναγόμενος άσκησε εναντίον της αγωγή και τελικά η ενάγουσα (τότε εναγομένη) υποχρεώθηκε να καταβάλει στον εναγόμενο (τότε ενάγοντα) το ποσό των 129.697,60 ευρώ με την 4006/2006 απόφαση του ίδιου Εφετείου.
Με την εν λόγω απόφαση κρίθηκε ότι με βάση την εσωτερική σχέση των διαδίκων η ενάγουσα εδικαιούτο λόγω υπηρεσιών που παρείχε στην ατομική επιχείρηση του συζύγου της ποσοστό 20 % από το ποσό του εν λόγω λογαριασμού. Δεν αποδείχθηκε, επομένως, εταιρική σχέση και δη αφανής εταιρία μεταξύ των διαδίκων μετά το έτος 1988, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα και κατά συνέπειαν η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη". Από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση, και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνα ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 758, 782 του ΑΚ και 47 50 του Εμπ.Ν. τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων για να δικαιολογηθεί η μη συνέχιση της αφανούς εταιρικής συνεργασίας των διαδίκων και μετά το έτος 1988. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης. Εξ άλλου, ο ίδιος λόγος της αναίρεσης κατά την σ` αυτόν κατά το άλλο μέρος του περιλαμβανόμενη αιτίαση από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ.19 και 561 παρ.1 του ΚΠολΔ ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν το ίδιο πιο πάνω προαναφερόμενο κρίσιμο ζήτημα της συνέχισης δηλαδή της αφανούς εταιρικής συνεργασίας των διαδίκων και μετά το έτος 1988 μέχρι το 2005 και τα αντίστοιχα επιχειρήματα του αναιρεσίβλητου, και τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο και βρίσκονται κατά την αναιρεσείουσα σε αντίθεση με το ότι η αφανής εταιρική συνεργασία λειτούργησε άτυπα μεταξύ των διαδίκων από το 1988 μέχρι το έτος 2005, ανεξάρτητα από το ότι κρίθηκε σε άλλη υπόθεση ότι από το έτος 2001 τελούσε σε σχέση υπαλληλίας με τον αναιρεσίβλητο πρώην σύζυγο της, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού κατά τα προεκτιθέμενα, το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις προεκτεθείσες ουσιαστικές παραδοχές με τον ίδιο δε λόγο κατά τα λοιπά, εκ του περιεχομένου του οποίου δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, πλήττεται πλέον, μέσω των προαναφερομένων επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας, η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 335, και 338 έως 341 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη .των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ` αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν γένει προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι ελήφθησαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσης του. Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει το λόγο της αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ` του Κ.Πολ.Δ υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (Ολ.ΑΠ 14/2005 και 2/2008). Με το δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ` του Κ.Πολ.Δ ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του και δεν εκτίμησε για την απόδειξη του βασικού αγωγικού ισχυρισμού της αναιρεσείουσας για την ύπαρξη αφανούς εταιρικής συνεργασίας κατά τα έτη 1988 έως 2005, από την οποία προέκυψαν τα αιτούμενα εταιρικά κέρδη: 1) το από Μαΐου 1990 έγγραφο της ........ Τράπεζας της Ελλάδος για την αγορά οκτώ ομολόγων αξίας 8.000.000 δρχ. με την ιδιόχειρη υπογραφή και των δύο, β) την με αριθ. 255/1989 σύμβαση του με την .... Τράπεζα της Ελλάδος για το άνοιγμα πίστωσης εξωτερικού για την αγορά των εισαγομένων ειδών από το εξωτερικό που συσκεύαζαν μαζί με τον αναιρεσίβλητο, γ) τις έγγραφες τραπεζικές καταθέσεις που ενεργούσε η ίδια για λογαριασμό του αναιρεσίβλητου στα πλαίσια της λειτουργίας της αφανούς εταιρείας τους στην οποία διαρκώς και αδιαλείπτως συμμετείχε, δ)την ύπαρξη του υπ` αριθ. ... κοινού λογαριασμού τους στην Τράπεζα ........... μέσω του οποίου εξυπηρετούσαν οικονομικές δοσοληψίες της αφανούς εταιρείας κατά τα έτη 1994-1995 και την ύπαρξη σχετικού μπλοκ επιταγών, τα αποδεικτικά δε αυτά στοιχεία είχε νόμιμα επικαλεσθεί και προσκομίσει με τις προτάσεις της στο Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Από την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητή βεβαίωση του Εφετείου, ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη, πλην άλλων αποδεικτικών μέσων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που του είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει νομίμως οι διάδικοι, και από το όλο περιεχόμενο εκείνης της απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε ρητά ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας για την ύπαρξη της αφανούς εταιρικής συνεργασίας των διαδίκων κατά τα έτη 1988 έως 2005 καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις, και τα πιο πάνω έγγραφα (των οποίων το περιεχόμενο, όπως καθορίζεται στο αναιρετήριο, ρητά αποκρούεται από το Εφετείο, με τη συνεκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων), για να καταλήξει στο απορριπτικό αποδεικτικό του πόρισμα, ο δε σχετικός λόγος αναίρεσης κρίνεται αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.


IV. Ο λόγος αναίρεσης του αριθ.8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δίδεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγου έφεσης όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 3/1997). Εξ` άλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ 11/1996). Με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ.8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο απορριπτικό αποδεικτικό πόρισμα ότι "δεν μετείχε η αναιρεσείουσα ως αφανής εταίρος στην επιχείρηση του αναιρεσίβλητου, τότε συζύγου της από το 1989" δέχεται ότι: "τα χρήματα τα πήρε αυτή από τον κοινό τους λογαριασμό, δηλαδή το ποσό των 29.189.474 δρχ. και το χρησιμοποίησε αυτή για να ανοίξει δική της επιχείρηση, και ότι μέχρι το 1993, χωρίς να είναι συνέταιρος, βοηθούσε το σύζυγό της στην ατομική επιχείρησή ου, ότι κατά το διάστημα από το 1993-1999 δεν παρείχε καμία βοήθεια και ότι άρχισε να τον βοηθάει στην επιχείρηση του ξανά μετά το 1999, που δεν πήγαιναν καλά οι δικές της δουλειές", περιστατικά με την έννοια του "πράγματος" που δεν επικαλέσθηκε με τις προτάσεις του ο αναιρεσίβλητος. Όμως, τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά, αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση του βασικού αγωγικού ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, και στερούμενα αυτοτέλειας, με την έννοια "του πράγματος", πέρα από το γεγονός ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους περιλαμβάνονται στις έγγραφες προτάσεις του αναιρεσίβλητου που υπέβαλε στο Εφετείο, μετά την ερημοδικία του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση αποτελούν επιχειρήματα του Δικαστηρίου και συμπεράσματα συναγόμενα από την εκτίμηση των αποδείξεων, ώστε ο αντίστοιχος λόγος της αίτησης αναίρεσης κρίνεται απαράδεκτος.
Μετά τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 28-1-2010 αίτηση της Ε. Π. για αναίρεση της υπ` αριθμ. 4780/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: