Εφαρμογή τεκμηρίων στον φορολογικό έλεγχο
Οι φορολογούμενοι που έχουν κληθεί για έλεγχο από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, αντιμετωπίζουν την ωμή πραγματικότητα στην εφαρμογή των τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων. Η Διοίκηση έρχεται σήμερα και ζητά από τα πρόσωπα αυτά να δικαιολογήσουν την προέλευση χρημάτων για δαπάνες και αγορές που έκαναν κατά το παρελθόν, όταν την περίοδο εκείνη ο νόμος τους εξαιρούσε από τις διατάξεις για τα τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
Θυμίζουμε, την απαλλαγή που εφαρμοζόταν στη σύσταση ή την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου Α.Ε., την αγορά ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και την πιο γνωστή απαλλαγή που αφορά την αγορά ή την ανέγερση πρώτης κατοικίας μέχρι 120 m2 την οποία εφάρμοσε σχεδόν το σύνολο του Ελληνικού λαού.
Ειδικά, όσον αφορά τα ακίνητα, σε μια προσπάθεια τόνωσης (ή καλύτερα διάσωσης) της κτηματαγοράς και του κλάδου των κατασκευών, με την ψήφιση του Νόμου 3899/2010 (άρθρο 8 παρ.1) αλλά και στη συνέχεια με τον Ν.3986/2011 (άρθρο 28 παρ.6) ψηφίστηκε η αναστολή των τεκμηρίων (αντικειμενικές δαπάνες) για την απόκτηση πρώτης κατοικίας αρχικά και κάθε κατοικίας στη συνέχεια, μέχρι και τις 31/12/2013. Θυμίζουμε ότι μέχρι την 31/12/2013 εφαρμοζόταν ο νόμος 2238/1994 για τη φορολογία εισοδήματος και για τον προσδιορισμό των τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
Οι απαλλαγές αυτές καταργήθηκαν με την εφαρμογή από 01/01/2014 του Ν.4172/2013 (ισχύων Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος). Ο νόμος αυτός μετονόμασε τις τεκμαρτές σε αντικειμενικές δαπάνες και τις χώρισε σε δύο κατηγορίες.
Α) Αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες: υπολογισμός εισοδήματος με βάση τη διατήρηση περιουσιακών στοιχείων όπως ακίνητα, αυτοκίνητα, δίδακτρα ιδιωτικών σχολείων, σκάφη αναψυχής κ.α.
Β) Δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων: υπολογισμός εισοδήματος με βάση δαπάνες αγορών-μίσθωσης π.χ. ακινήτων ή απόκτησης μετοχών κ.α.
Η μόνη περίπτωση προσώπων που εξαιρούνται πλέον από την εφαρμογή εν γένει των τεκμηρίων είναι αυτή των φυσικών προσώπων που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην αλλοδαπή (για τις αντικειμενικές δαπάνες) και εφόσον δεν αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα. Σε ειδικότερες περιπτώσεις αλλοδαπού προσωπικού και άλλων εξαιρέσεων θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο μας.
Δυστυχώς, όσοι από τους εκατοντάδες χιλιάδες ανυποψίαστους πολίτες κλήθηκαν ή θα κληθούν από τις ελεγκτικές αρχές, επειδή ενήργησαν βασιζόμενοι στις εξαιρέσεις που παρείχε η νομοθεσία κατά το παρελθόν, σήμερα καλούνται για την αγορά αυτή να αποδείξουν την πραγματική πηγή ή αιτία προέλευσης της περιουσίας που κατέχουν, διαφορετικά το χρηματικό ποσό της δαπάνης που πραγματοποίησαν θα φορολογηθεί ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέρων επαγγελμάτων εντασσόμενο στη χρήση κατά την οποία επήλθε η προσαύξηση της περιουσίας (η χρήση μέσα στην οποία έγινε η δαπάνη).
Ο ελεγκτικός μηχανισμός διατηρεί στο οπλοστάσιό του, τρεις εναλλακτικούς τρόπους ελέγχου για προσδιορισμό των αδήλωτων εισοδημάτων:
- Τον παραδοσιακό τρόπο ελέγχου κατά τον οποίο λαμβάνονται υπόψη τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και στον οποίο οι ελεγχόμενοι φορολογούμενοι μπορούν να επικαλεστούν εισοδήματα παλαιότερων ετών για να δικαιολογήσουν τις δαπάνες που πραγματοποίησαν,
- την εφαρμογή των έμμεσων τεχνικών ελέγχου και τέλος
- σε περίπτωση ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού τη δικαιολόγηση της κάθε πίστωσης του λογαριασμού ξεχωριστά.
Ανάλογα με το ύψος των επιβαλλόμενων φόρων οι οποίοι προκύπτουν σύμφωνα με την κάθε μέθοδο ελέγχου, η Διοίκηση επιλέγει αυτή που θα αποδώσει το υψηλότερο φορολογικό έσοδο υπέρ του Δημοσίου. Όπως ο ψαράς που έχει απλώσει δίχτυα για διαφορετικά μεγέθη ψαριών, από μεγάλα μέχρι αθερίνα και όποιο δίχτυ γεμίσει. Η δυνατότητα για την αυθαιρεσία αυτή εκ μέρους των ελεγκτικών αρχών πηγάζει από την ασάφεια του νόμου όπου το ίδιο θέμα ρυθμίζεται με δύο εντελώς διαφορετικούς τρόπους και φυσικά οι αλληλοσυγκρουόμενες εφαρμογές δημιουργούν ανομία. Οι ελεγκτικές αρχές, στα σημειώματα και στις εκθέσεις ελέγχου δεν αιτιολογούν επαρκώς τη μη εφαρμογή των απαλλαγών που ίσχυαν με το άρθρο 17 του ν.2238/94 (δηλαδή για ελεγχόμενες χρήσεις μέχρις και 31/12/2013). Κατά την άποψή μας υπάρχει πλήρης καταστρατήγηση του νόμου.
Στο σημείο αυτό θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα που προκαλεί σύγχυση όχι μόνο σε απλούς φορολογούμενους αλλά και στους ειδικότερα εξοικειωμένους με τα ζητήματα αυτά:
«Κάποιος φορολογούμενος είχε σε λογαριασμό ταμιευτηρίου την 31/12/2005 (ημερομηνία παραγραφής) 1.000.000 ευρώ. Τα χρήματα αυτά, πλέον τόκων 100.000 ευρώ, οι οποίοι νομίμως δηλώθηκαν στις ετήσιες δηλώσεις φόρου εισοδήματος από 01/01/2006 μέχρι την 31/12/2011, στάλθηκαν σε τράπεζα του εξωτερικού (συνολικό έμβασμα 1.100.000 ευρώ). Επειδή, σύμφωνα με όσα πλέον επίσημα γνωρίζουμε, μέχρι 31/12/2005 υπάρχει οριστική παραγραφή, δεν αναζητείται ο τρόπος απόκτησης των χρημάτων αυτών αλλά ελέγχεται μόνο η νομιμότητα της αποστολή των χρημάτων στο εξωτερικό. Τα χρήματα αυτά δεν μπορούμε να τα επικαλεστούμε για αγορά οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου και στην περίπτωση αυτή ισχύουν οι διατάξεις του πόθεν έσχες (τεκμαρτής φορολόγησης). Επίσης, οι φορολογούμενοι που έστειλαν τα χρήματα στο εξωτερικό είναι αμφίβολο αν μπορούν να τα επενδύσουν (ακόμη και σε χρηματοοικονομικά προϊόντα) εφόσον δεν αποδεικνύεται ο σχηματισμός του 1.000.000 ευρώ από παρελθόντα εισοδήματα που δηλώθηκαν στην εφορία. Φυσικά, και σε περίπτωση επιστροφής αυτών των χρημάτων από το εξωτερικό για αγορά οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου πρέπει να εφαρμοστούν οι κλασικές διατάξεις του πόθεν έσχες.
Οι πολίτες βρίσκονται σε σύγχυση αλλά και κεφάλαια τα οποία θα μπορούσαν να βοηθήσουν τη ρευστότητα της οικονομίας μας μένουν δεσμευμένα στο εξωτερικό σε κατάσταση ομηρίας. Δαπάνες που έγιναν κατά την περίοδο που υπήρχε απαλλαγή δικαιολόγησης του πόθεν έσχες, εξετάζονται από τις ελεγκτικές αρχές και φορολογούνται ως τεκμαιρόμενα εισοδήματα. Το θέμα αυτό χρήζει άμεσης παρέμβασης με νομοθετική ρύθμιση. Όχι μόνο είναι το σωστό με βάση όσα όριζαν οι εξαιρέσεις μέχρι και 31/12/2013 αλλά είναι και το λογικό αφού έτσι δεν θα αναλώνονται οι ελεγκτικές αρχές εκ νέου σε μάταιους φορολογικούς ελέγχους που στη συνέχεια θα καταπέσουν στα δικαστήρια ως άκυροι, τουλάχιστον ως προς το κομμάτι των τεκμαιρόμενων εισοδημάτων.
Του Γιώργου Δαλιάνη ιδρυτή του Ομίλου Artion, Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου