Ασφάλιση των οδηγών ταξί και αγοραίων επιβατικών αυτοκινήτων
Η σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο ιδιοκτήτης ταξί, ή αγοραίου αυτοκινήτου, αναθέτει σε οδηγό την εκμετάλλευσή του, αντί καταβολής εκ μέρους του τελευταίου ορισμένου χρηματικού ποσού ανά διανυόμενο χιλιόμετρο, ή κατ αποκοπή, τα υπόλοιπα δε έσοδα καρπούται ο οδηγός, ο οποίος κατά την εκμετάλλευση του αυτοκινήτου δεν υπόκειται στις οδηγίες, την εποπτεία και τον έλεγχο του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, αλλά ενεργεί ελευθέρως κατά τη βούλησή του, τους δικούς του συνδυασμούς και το δικό του προγραμματισμό, είναι σύμβαση μίσθωσης (προσοδοφόρου) πράγματος και όχι σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, ή ανεξάρτητων υπηρεσιών (ΕφΑθ 3181/1995, ΕφΑθ 6984/1989, ΕφΛαρ 194/2011).
Αυτό που ενδιαφέρει στην σύμβαση μίσθωσης (προσοδοφόρου) πράγματος, σε αντιδιαστολή με την σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, είναι ότι τα μέρη δεν απέβλεψαν στην εργασία του οδηγού, ώστε αυτός να δύναται να μη κινεί καν το ταξί και επομένως να μη εργάζεται, αρκεί να καταβάλει το συμφωνηθέν μίσθωμα (ΕφΑθ 6984/1989).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 33 παρ. 9 ν. 1759/1988 «ασφαλιστική κάλυψη ανασφάλιστων ομάδων, βελτίωση της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας και άλλες διατάξεις» που αντικατέστησε την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 8 του νδ. 3789/1957, όλοι οι οδηγοί ταξί και αγοραίων επιβατικών αυτοκινήτων (με μετρητή ή χωρίς) εφ όσον δεν είναι ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες τουλάχιστον κατά το μισό του αυτοκινήτου, αδιάφορα από τον τύπο, τη φύση, το κύρος και το είδος της σύμβασης, ή τον τρόπο αμοιβής τους υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του ΙΚΑ, για όλους τους κλάδους ασφάλισης (σύνταξη, ασθένεια ΙΚΑ-ΤΕΑΜ), καθώς επίσης και στους οργανισμούς των οποίων τα έσοδα συνεισπράττονται από το ΙΚΑ.
Η εργοδοτική εισφορά για την ασφάλιση των πιο πάνω προσώπων βαρύνει τον ιδιοκτήτη, ο οποίος έχει όλες τις κατά τον παρόντα νόμο ευθύνες του εργοδότη (ΑΠ 1042/2007).
Ο οδηγός ταξί, ή αγοραίου αυτοκινήτου, πρέπει να είναι εφοδιασμένος με την ειδική άδεια οδήγησης ΕΔΧ αυτοκινήτου (ΑΠ 914/ 1998, ΕφΠατρ 446/2004).
Οι διαφορές που δημιουργούνται από την σχέση αυτή υπάγονται στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 663 παρ. 3 ΚΠολΔ, γιατί είναι διαφορές που απορρέουν από νόμους που ρυθμίζουν τις σχέσεις των επαγγελματικών οργανώσεων των εργαζομένων με τους εργοδότες, έστω και χωρίς να υφίσταται σύμβαση εξηρτημένης εργασίας (ΕφΑθ 6984/1989).
Ενημέρωση: Ραπανάκης Πέτρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου