Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Αρειος πάγος 859/2010 Δεν απαιτείται βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., που υπέγραψαν το σχετικό πρακτικό. Απορρίπτει αίτηση.


Αρειος πάγος 859/2010
Δεν απαιτείται βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., που υπέγραψαν το σχετικό πρακτικό. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 859/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπου Παπαηλιού- Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Κατσάλα, περί αναιρέσεως της ΒΤ2797/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιά.
Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία "................" που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκε.

Το Τριμελές Πλημ/κείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Αυγούστου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1222/09.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να ΠΟΠΔ.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αν ο παθών θέλει να ζητήσει την ποινική δίωξη αξιόποινης πράξεως, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ.2 και 3. Στο άρθρο δε 42 παρ.2 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η μήνυση γίνεται απ'ευθείας στον ειαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους προανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της μηνύσεως, μπορεί δε να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση.
Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέως πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια δημοτική ή κοινοτική Αρχή ή δικηγόρο. Εξάλλου, με το άρθρο 18 παρ.1 του ν.2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιρειών", όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το β.δ.174/1963, ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου "Το καταστατικόν δύναται να ορίσει, ότι εν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρίαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνο είδους πράξεις". Το άρθρο 22 του ίδιου νόμου ορίζει στην παρ.1 ότι "Το διοικητικόν συμβούλιον είναι αρμόδιον ν'αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις των εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας", στη δε παρ.3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ.4 του ν.2339/1995 "Το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του ν.2190, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα δικαστήρια, και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρείας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ.1) το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας το οποίο (22 παρ.1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Εξάλλου, οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ.2 και 22 παρ.3 του άνω ν.2190, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνον εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ.2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. Επιτρέπεται στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ.3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχείρισης, όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα όμως προς άρθρο 18 παρ.2 το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη με την οποία τα καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ.3 το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ.3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρίας. Προϋποθέτει όμως σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας (Ολ ΑΠ 1096/1976). Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ.2 ή 22 παρ.3, το τρίτο πρόσωπο προς το οποίο το όργανο της εταιρείας, δηλαδή το διοικητικό συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης αντίστοιχα πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργείως όργανο της εταιρίας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση όμως που το διοικητικό συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρίας, για την υλοποίηση σχετικής απόφασής του, αναθέτει σε τρίτο ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ.2 ή 22 παρ.3 του ν.2190/1920 να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος-εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ.1 εδ.γ'ΚΠΔ (ΑΠ 6/2006). Στην προκείμενη περίπτωση με την 2797/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, που δίκασε κατ'έφεση κατά της 8196/2003 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 12 μηνών και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ για ακάλυπτες επιταγές. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ο αναιρεσείων δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου υπέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί απαραδέκτου της ασκηθείσας ποινικής διώξεως, διότι η υποβληθείσα εναντίον του έγκληση από την εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία δεν ήταν νομότυπη, διότι στο πρακτικό του Δ.Σ. που προσαρτήθηκε στην έγκληση ως πληρεξούσιο έγγραφο, δεν βεβαιώνεται η γνησιότητα της υπογραφής των εντολέων, μελών του διοικητικού συμβουλίου, από δικηγόρο ή δημόσια κλπ αρχή. Τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό η προβαλλόμενη απόφαση τον απέρριψε με την αιτιολογία ότι η ασκούμενη δικηγόρος Αλεξάνδρα Σπηλιωπούλου, που υπέβαλε την έγκληση για λογαριασμό της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ............................ και στην οποία συνήψε το σχετικό πρακτικό συνεδριάσεως του Δ.Σ. της εγκαλούσας Α.Ε., ενήργησε ως υποκατάστατη του Δ.Σ. της εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.2 του καταστατικού της, που προβλέπει την ανάθεση από το Δ.Σ. σε τρίτο πρόσωπο της εκπροσώπευσης της εταιρείας, καθορίζοντας συγχρόνως και την έκταση της ανάθεσης, και, επομένως, δεν απαιτείτο βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής των μελών του Δ.Σ. στο προαναφερόμενο πρακτικό από δικηγόρο ή δημόσια κλ.π αρχή. Από την παραδεκτή επισκόπηση του καταστατικού της εγκαλούσας εταιρείας προκύπτει ότι υπάρχει πράγματι πρόβλεψη για την ανωτέρω υποκατάσταση του Δ.Σ. της εγκαλούσας εταιρείας από τρίτο πρόσωπο. Επομένως, εφόσον με το 129/20-7-2001 πρακτικό συνεδριάσεως του Δ.Σ. της εγκαλούσας εταιρείας, το οποίο παραδεκτά επισκοπείται, τα μέλη αυτού παρέσχον την εξουσιοδότηση στην ασκούμενη δικηγόρο Αλεξάνδρα Σπηλιωπούλου να υπογράψει και καταθέσει την έγκληση εναντίον του αναιρεσείοντος, δεν απαιτείτο να βεβαιωθεί στο πρακτικό συνεδριάσεως του ΔΣ η γνησιότητα της υπογραφής των μελών του από δικηγόρο κλπ. Κατά συνέπεια ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η'ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω ο δεύτερος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.δ'και ε'ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εκ πλαγίου παραβίασης της διατάξεως του άρθρου 79 παρ.1 και 5 του ν.5960/1933, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.1325/1972 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ.1 του ν.2408/1996, με την έννοια ότι υπάρχουν ασάφειες στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως που απέρριψε τον προβληθέντα ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό περί απαραδέκτου της ασκηθείσας ποινικής διώξεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι το δικαστήριο διέλαβε την απαιτούμενη ανωτέρω ειδική αιτιολογία, χωρίς ασάφειες, και δεν παραβιάστηκε εκ πλαγίου η ανωτέρω διάταξη. Περαιτέρω ο αναιρετικός λόγος ότι δεν προκύπτει ποιο πρόσωπο υπέγραψε υπό την εταιρική επωνυμία το ανωτέρω πρακτικό συνεδριάσεως της εγκαλούσας εταιρείας κάτω από το φράση "ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ Δ.Σ.", είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι τέτοιος ισχυρισμός δεν περιέχεται στον προβληθέντα ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, επομένως, δεν είχε αυτό λόγο να απαντήσει. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, θα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. (αρθρ.583 παρ.1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3-8-2009 αίτηση του ...για αναίρεση της 2797/2009 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 29 Απριλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: