ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Eπιμέλεια: Τζώρτζης Ρούσσος
Δεν νοείται απόλυση του εργαζόμενου χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσής του. Μία τέτοια απόλυση είναι άκυρη και ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο τον μισθό του ακόμη και αν αυτός δεν προσέρχεται στην εργασία του.
Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την εργατική νομοθεσία, η καταγγελία της υπαλληλικής εργασιακής σχέσεως είναι άκυρη, εάν ο εργοδότης, εκτός της μη τηρήσεως του εγγράφου τύπου, δεν καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την οφειλόμενη αποζημίωση απολύσεως. Ως τέτοια θεωρείται η αποζημίωση, που είναι κατά ποσό ίση προς το σύνολο των τακτικών αποδοχών, που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος κατά τον χρόνο προ του οποίου έπρεπε να γίνει η καταγγελία, και της οποίας ο υπολογισμός γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.
Οι αποδοχές του εργαζομένου καθορίζονται ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας του στον τελευταίο εργοδότη του, δηλαδή στον εργοδότη από την υπηρεσία του οποίου απολύεται.
Ετσι, αν ο εργαζόμενος, εξαιτίας της μη καταβολής της αποζημίωσής του, πετύχει τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της απόλυσης του, τότε ο εργοδότης πρέπει να τον επαναπροσλάβει αλλά και να του δώσει τους μισθούς που στερήθηκε κατά τη διάρκεια της δικαστικής διενέξεως. Αν ο εργοδότης αρνείται να συμμορφωθεί, τότε, πέραν των ποινικών κυρώσεων που αντιμετωπίζει, δημιουργείται και υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης.
Αυτό συμβαίνει γιατί δημιουργείται υποχρέωση του εργοδότη να απασχολεί πραγματικά ή να επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο στην περίπτωση που η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως (απόλυση) κρίθηκε από τα δικαστήρια άκυρη. Ωστόσο αυτή η υποχρέωση αυτή δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας. Πρέπει ο εργαζόμενος, για να δικαιούται αποζημιώσεως συνέπεια της μη πραγματικής απασχόλησής του ή της μη επαναπρόσληψής του, να υφίσταται προσβολή της προσωπικότητας του λόγω μειώσεως του στο επαγγελματικό και το κοινωνικό περιβάλλον του, τούτο δε είναι συνυφασμένο με το είδος της απασχολήσεως και το ιδιαίτερα έντονο συμφέρον του εργαζομένου για πραγματική απασχόληση, περιστατικά που πρέπει να κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Περαιτέρω, ώστε να αξιώσει αποζημίωση ηθικής βλάβης, ο εργαζόμενος πρέπει να είναι εντελώς αδικαιολόγητη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του και η στάση και συμπεριφορά του εργοδότη να επηρεάζει την αμοιβή του εργαζόμενου ή να θίγει άλλα υλικά ή ηθικά συμφέροντα αυτού για την αποδοχή των υπηρεσιών του.
……………………………………………………………..
ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ
Πρόσθετη εργασία: Ποιος μισθός οφείλεται
Θα πρέπει να γνωρίζει ο εργαζόμενος ότι η πρόσθετη εργασία που παρέχει κατ’ εντολήν του εργοδότη του αμείβεται ξεχωριστά. Σύμφωνα λοιπόν με την εργατική νομοθεσία, εάν κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων, είτε με την αρχική είτε με μεταγενέστερη συμφωνία, η παροχή από τον μισθωτό, εντός του νομίμου ωραρίου, πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσεως, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει στον μισθωτό τον συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό.
Για να καταβληθεί αυτή η αμοιβή πρόσθετης εργασίας θα πρέπει αυτή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, να μην είναι συναφής με την κύρια απασχόληση του μισθωτού. Επίσης να μην περιλαμβάνεται μεταξύ των καθηκόντων του μισθωτού που προβλέπονται από κανόνα δικαίου, ενώ αυτή η πρόσθετη εργασία κατά τις συνήθεις περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό. Οσον αφορά δε το ύψος της αμοιβής, αν δεν καθοριστεί με συμφωνία ο πρόσθετος αυτός μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού ή ακόμη και αν δεν συμφωνήθηκε να καταβληθεί πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει στον μισθωτό τον συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό, δηλαδή τον μισθό που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία, κάτω από τις ίδιες συνθήκες.
…………………………………………………………………..
ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ
Μπορεί να γλιτώσει αμοιβές μέσω των φιλοδωρημάτων
Τα φιλοδωρήματα που λαμβάνει ένας εργαζόμενος μπορεί να αποτελέσουν μέρος του μισθού του. Ετσι από σειρά άρθρων της εργατικής νομοθεσίας προκύπτει ότι τα προαιρετικώς καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο από τους πελάτες του εργοδότη φιλοδωρήματα, έναντι της παρεχόμενης σ` αυτούς εξυπηρετήσεως, αποτελούν μέρος του μισθού.
Βέβαια για να υπάρξει μία τέτοια «καλή υπηρεσία» προς τον εργοδότη θα πρέπει αυτή να έχει τη ρητή συναίνεση του εργαζόμενου του. Συγκεκριμένα έχει κριθεί ότι τα φιλοδωρήματα αποτελούν μέρος του μισθού μόνον όταν, βάσει ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, ο πρώτος παρέχει στον δεύτερο τη δυνατότητα να λαμβάνει τα φιλοδωρήματα και αυτά εισπράττονται τακτικά.
Ιδιαίτερη εφαρμογή έχει αυτή η συνήθεια στον κλάδο των καζίνων, όπου μάλιστα έχει ενταχθεί και ως μέρος συλλογικών συμφωνιών. Ετσι έχει διατυπωθεί σε διαιτητική απόφαση ότι το ποσόν των φιλοδωρημάτων αποτελεί κυμαινόμενη οικονομική παροχή προερχόμενη από τις προαιρετικές παροχές πελατών κατά τη διεξαγωγή παιχνιδιών. Θα πρέπει να σημειωθεί δε ότι παρόμοια ατομική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου μπορεί να υπάρξει και στον κλάδο των επισιτιστικών επαγγελμάτων που είναι εξαιρετικά διαδεδομένη η έννοια του φιλοδωρήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου