Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

ΣτΕ 547/2018 ΚΒΣ - Στην περίπτωση της παράβασης της έκδοσης εικονικού φορολογικού στοιχείου, η οποία ενέχει υπαίτια συμπεριφορά του επιτηδευματία, η φορολογική αρχή υποχρεούται πριν την επιβολή του προστίμου να παράσχει στον επιτηδευματία τη δυνατότητα ν’ ασκήσει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης

ΣτΕ 547/2018
ΚΒΣ - Στην περίπτωση της παράβασης της έκδοσης εικονικού φορολογικού στοιχείου, η οποία ενέχει υπαίτια συμπεριφορά του επιτηδευματία, η φορολογική αρχή υποχρεούται πριν την επιβολή του προστίμου να παράσχει στον επιτηδευματία τη δυνατότητα ν’ ασκήσει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης

Στην περίπτωση της παράβασης της έκδοσης εικονικού φορολογικού στοιχείου, η οποία ενέχει υπαίτια συμπεριφορά του επιτηδευματία, η φορολογική αρχή υποχρεούται πριν την επιβολή του προστίμου να παράσχει στον επιτηδευματία τη δυνατότητα ν’ ασκήσει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης εκθέτοντας τις απόψεις του για την αποδιδόμενη σε αυτόν παράβαση, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής απόφασης ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού.

ΣτΕ  547/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Φεβρουάριου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Ε. Νίκα, Μ. Πικραμένος, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Ν. Σεκέρογλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 6 Ιουνίου 2013 αίτηση: του Προϊσταμένου Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (Δ.Ε.Κ.) Αθηνών, ο οποίος παρέστη με την Αναστασία Βασιλείου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που τελεί υπό εκκαθάριση, η οποία δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2930/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ν. Σεκέρογλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο


1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται κατά νόμο χωρίς καταβολή παράβολου, ζητείται η αναίρεση της 2930/2012 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσείοντος, εξαφανίστηκε η 4718/2010 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάστηκε η προσφυγή της αναιρεσίβλητης, έγινε εκ νέου δεκτή και ακυρώθηκε η 251/30.9.2003 απόφαση του Προϊσταμένου του Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου (Ε.Θ.Ε.Κ.), με την οποία είχαν επιβληθεί σε βάρος της αναιρεσίβλητης πρόστιμα Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992), συνολικού ποσού 17.497.649.108 δραχμών και ήδη 51.350.400,90 ευρώ, διότι κατά τη διαχειριστική περίοδο 1.1 - 31.12.2001 εξέδωσε, σε 154 περιπτώσεις, εικονικά τιμολόγια.
2. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213) και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α' 240/22.12.2016, έναρξη ισχύος του άρθρου 15 από τη δημοσίευση του νόμου 4446/2016στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), ορίζει, στο εδάφιο α', ότι «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (...)». Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ (...)». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η αίτηση αναιρέσεως δεν επιτρέπεται όταν πρόκειται για χρηματικού αντικειμένου διαφορά, το ποσό της οποίας υπολείπεται των 40.000 ευρώ. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται όταν πρόκειται (μεταξύ άλλων) για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ και συγχρόνως προβάλλονται ισχυρισμοί με το περιεχόμενο που επιβάλλουν οι διατάξεις της παραγράφου 3 (ΣτΕ 957/2014, ΣτΕ 2582, ΣτΕ 2156/2013, ΣτΕ 1875- 76/2012 επταμ.). Εξάλλου, στις περιπτώσεις που το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως εξαρτάται από την προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως έχει αντικατασταθεί, ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (Ολομ. ΣτΕ 3475/2011). Στην τελευταία δε περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση, πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς, το δε κριθέν με αυτές νομικό ζήτημα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων διαφορών (βλ. ΣτΕ 3008, ΣτΕ 2582/2013,ΣτΕ 4987/2012, ΣτΕ 3933/2012). Επομένως, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων επικαλείται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς υφιστάμενη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νομολογία, πρέπει η αντίθεση αυτή να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής, όυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελασσόνα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (βλ. ΣτΕ 121/2016, ΣτΕ 958/2015, ΣτΕ 1913/2014, ΣτΕ 3011, ΣτΕ 3008/2013, πρβλ. ΣτΕ 3996/2013, ΣτΕ 3873/2013).

3. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με αντικείμενο την εισαγωγή και εμπορία φωτογραφικών ειδών λύθηκε το Σεπτέμβριο του 2000 και τέθηκε σε εκκαθάριση το Δεκέμβριο του 2000. Μετά από έλεγχο που έγινε από όργανα του ΣΔΟΕ, θεωρήθηκαν ως εικονικά 154 τιμολόγια πώλησης που εξέδωσε η αναιρεσίβλητη κατά τη χρήση 2001 και ο Προϊστάμενος του Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου εξέδωσε σε βάρος της την 251/30.9.2003 καταλογιστική πράξη, με την οποία της επέβαλε 154 πρόστιμα συνολικού ποσού 17.497.649.108 ορχ. (51.350.400,90 ευρώ). Κατά της ως άνω πράξης η αναιρεσίβλητη άσκησε προσφυγή που έγινε δεκτή με την 4718/2010 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την αιτιολογία ότι η προσβαλλόμενη πράξη είχε εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο. Η απόφαση αυτή εξαφανίστηκε, κατ’ αποδοχή εφέσεως του αναιρεσείοντος, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτό ότι ο Προϊστάμενος του Εθνικού Ελεγκτικού Κέντρου ήταν αρμόδιος να εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη. Εν συνεχεία, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών δίκασε την προσφυγή της αναιρεσίβλητης και την έκανε δεκτή. Ειδικότερα, το δικαστήριο έκρινε ότι με την καταλογιστική πράξη αποδιδόταν στην αναιρεσίβλητη η έκδοση τιμολογίων πώλησης αγαθών για ανύπαρκτες συναλλαγές, δηλαδή υπαίτια συμπεριφορά και, συνεπώς, η φορολογική αρχή όφειλε να διασφαλίσει στην ανωτέρω, την άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, κοινοποιώντας σχετικό σημείωμα με τις διαπιστωθείσες παραβάσεις και κλήση για παροχή εξηγήσεων. Εξάλλου, το δίκασαν δικαστήριο διαπίστωσε ότι ούτε στην έκθεση ελέγχου, ούτε στην καταλογιστική πράξη ή σε κάποιο άλλο στοιχείο του φακέλου, βεβαιωνόταν ότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η επίδοση του εν λόγω σημειώματος προς την αναιρεσίβλητη, τα δε αναφερόμενα στην έκθεση ελέγχου, σχετικά με την αδυναμία εντοπισμού του ενός εκκαθαριστή της αναιρεσίβλητης που ήταν κυπριακής υπηκοότητας, δεν αρκούσαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, για να απαλλάξουν τη φορολογική αρχή από τη σχετική υποχρέωση, αφού υπήρχε και άλλος εκκαθαριστής. Τέλος, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι ούτε η βεβαίωση που υπήρχε στην πίσω σελίδα του αποδεικτικού επίδοσης της καταλογιστικής πράξης, σύμφωνα με την οποία ο επιμελητής ΕΘ.Ε.Κ. δεν βρήκε τον εκκαθαριστή στη διεύθυνσή του και πληροφορήθηκε από τους γείτονες ότι είναι άγνωστος, δεν πληροί τις προϋποθέσεις της ειδικής αιτιολογίας, με την οποία πρέπει να βεβαιώνεται το γεγονός ότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η επίδοση του εν λόγω σημειώματος στους εκκαθαριστές. Βάσει των ανωτέρω, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η παράλειψη της φορολογικής αρχής να ενεργήσει σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, κατέστησε την καταλογιστική πράξη νομικώς πλημμελή και ως εκ τούτου την ακύρωσε.

4. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε υπό την ισχύ των ανωτέρω διατάξεων του ν. 3900/2010 και έχει χρηματικό αντικείμενο ανώτερο των 40.000 ευρώ (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. Δ.Υ./19.4.2013 έγγραφο του Προϊσταμένου Δ.Ε.Κ. Αθηνών), προβάλλεται ότι, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος, 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και 34 και 36 παρ. 7 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δέχτηκε ότι η Φορολογική Αρχή οφείλει να επιδίδει σημείωμα με κλήση για παροχή εξηγήσεων, εκτός αν είναι ιδιαιτέρως δυσχερής η επίδοση του εν λόγω σημειώματος προς τον φερόμενο ως παραβάτη, γεγονός το οποίο απαιτείται να βεβαιώνεται με ειδική αιτιολογία, ενώ θα έπρεπε να δεχθεί ότι, όταν η διεύθυνση του παραβάτη είναι άγνωστη και το στοιχείο αυτό δεν αμφισβητείται από το διοικούμενο ούτε έρχεται σε αντίθεση με άλλα στοιχεία του φακέλου, δεν απαιτείται η τήρηση του τύπου της προηγουμένης ακροάσεως. Προς άρση δε του απαραδέκτου της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει, το αναιρεσείον Δημόσιο ισχυρίζεται ότι ως προς το το ζήτημα της κλήσης σε προηγούμενη ακρόαση κατά τη διαδικασία του άρθρου 36 παρ. 7 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας και, περαιτέρω, προβάλλει αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς τις 34/2011, 4058/2010 και 2968/2009 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας που αφορούν το, κατά το αναιρεσείον, παρεμφερές ζήτημα της κλήσης σε ακρόαση προσώπων αγνώστου διαμονής ενόψει εκδόσεως πράξεως απώλειας της ελληνικής ιθαγένειας. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν δεν τίθεται ενώπιον του αναιρετικού Δικαστηρίου ζήτημα ερμηνείας κανόνα δικαίου, αλλά πλήσσεται η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ειδικότερα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το αν η επίδοση του σημειώματος με κλήση για παροχή εξηγήσεων ήταν δυσχερής και, συνεπώς, μη αναγκαία. Εξάλλου, από τυχόν πλημμέλεια της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, συνδεόμενη με το πραγματικό της υπόθεσης και την κακή ή μη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση προς νομολογία, που να καθιστά παραδεκτό τον ως άνω λόγο αναιρέσεως κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει (ΣτΕ 2910/2016, ΣτΕ 4183, ΣτΕ 3263/2015 κ.α.).

5. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι η μη τήρηση των διατάξεων του Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992) συνιστά, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τυπική παράβαση, η οποία επισύρει τις προβλεπόμενες κυρώσεις χωρίς να απαιτείται υπαιτιότητα του επιτηδευματία, και, ως εκ τούτου, δεν επιβάλλεται, και εξ αυτού του λόγου, η τήρηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης στην περίπτωση παράβασης του Κ.Β.Σ. Προς θεμελίωση του παραδεκτού αυτού του λόγου αναιρέσεως προβάλλεται ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχεται σε αντίθεση με τα κριθέντα στις 2370-1/2007 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικράτειας αλλά και με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (αναφέρονται ενδεικτικά οι αποφάσεις ΣτΕ 1335/2004, ΣτΕ 162/2009, ΣτΕ 3222, ΣτΕ 3177/2008, ΣτΕ 3678/2007, ΣτΕ 1724/2005, ΣτΕ 3134/2003, ΣτΕ 3222, ΣτΕ 2612/2000), σύμφωνα με την οποία η τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης δεν απαιτείται επί δυσμενών διοικητικών πράξεων, οι οποίες εκδίδονται βάσει αντικειμενικών προϋποθέσεων, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκειμενική συμπεριφορά του προσώπου του οποίου τα συμφέροντα θίγουν. Συναφώς, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η έκδοση εικονικών στοιχείων κατά παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τιμωρείται κατ’ αντικειμενικό τρόπο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2523/1997, ο δε επιτηδευματίας δεν μπορεί να επικαλεστεί καλή πίστη, άγνοια ή πλάνη προκειμένου να απαλλαγεί από τις επιβληθείσες κυρώσεις. Προς στήριξη δε του ισχυρισμού αυτού, ο αναιρεσείων επικαλείται τις ΣτΕ 2011/2011, ΣτΕ 2402, ΣτΕ 1184/2010, ΣτΕ 1253/1992 και ΣτΕ 3278/1992 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας. Οι ισχυρισμοί αυτοί, που προβάλλονται προς θεμελίωση του παραδεκτού του ως άνω λόγου αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι, διότι καμία από τις ως άνω αποφάσεις, των οποίων γίνεται επίκληση, δεν αφορά στο κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα, δηλαδή αν απαιτείται η τήρηση του τύπου της κλήσης σε ακρόαση πριν την έκδοση πράξης επιβολής προστίμου για παράβαση του Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992) (ΣτΕ 2707/2016, βλ. και ΣτΕ 335, ΣτΕ 276/2016 σε συμβ.) και, συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Εν πάση δε περιπτώσει, ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος, διότι, όπως έχει κριθεί με την ΣτΕ 4587/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας, στην περίπτωση της παράβασης της έκδοσης εικονικού φορολογικού στοιχείου, η οποία ενέχει υπαίτια συμπεριφορά του επιτηδευματία, η φορολογική αρχή υποχρεούται πριν την επιβολή του προστίμου να παράσχει στον επιτηδευματία τη δυνατότητα ν’ ασκήσει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης εκθέτοντας τις απόψεις του για την αποδιδόμενη σε αυτόν παράβαση, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής απόφασης ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού (ΣτΕ 2707/2016, βλ. και ΣτΕ 335/2016 σε συμβ.).

6. Επειδή, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση προς όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά με την 4447/2012 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικράτειας, εφόσον το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο παρέλειψε να ερευνήσει τη λυσιτέλεια του λόγου προσφυγής περί παράβασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, δηλαδή, αν η αναιρεσίβλητη είχε μνημονεύσει στο δικόγραφο της προσφυγής της τους ουσιώδεις ισχυρισμούς που θα είχε προβάλει, αν εκαλείτο, ενώπιον της φορολογικής αρχής. Ωστόσο, με την ΣτΕ 4447/2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας, η οποία εκδόθηκε επί αιτήσεως ακυρώσεως και με την οποία απορρίφθηκε ως αλυσιτελώς προβληθείς λόγος ακυρώσεως περί μη προηγούμενης ακρόασης του αιτούντος λόγω μη επίκλησης, εκ μέρους του, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, κρίσιμων στοιχείων σε σχέση με την επίδικη πράξη περί διακοπής του προγράμματος επιχορήγησης της επιχείρησής του, τα οποία (στοιχεία) στερήθηκε της δυνατότητος να θέσει υπόψη της Διοίκησης και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικά αποτελέσματα, δεν επιλύθηκε το τιθέμενο εν προκειμένω νομικό ζήτημα. Δηλαδή το ζήτημα αν το διοικητικό δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει λόγο προσφυγής για παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης της αναιρεσίβλητης εταιρείας, οφείλει να διαλάβει ειδική κρίση για τη λυσιτέλεια του τελευταίου λόγου, από την προαναφερόμενη άποψη. Συνεπώς, και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος (ΣτΕ 2707/2016 βλ. και ΣτΕ 556/2016, ΣτΕ 335/2016 σε συμβ.).

7. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της,

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει στο αναιρεσείον Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2017

Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος
Ε. Σάρπ
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Μαρτίου 2018.

Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος
Ε. Σάρπ

Ο Γραμματέας του Β' Τμήματος
Ι. Μητροτάσιος


https://www.taxheaven.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: