Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

Το «πακέτο» των θετικών μέτρων του νέου προϋπολογισμού

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Στον προϋπολογισμό του 2020 η κυβέρνηση θέλει να συμπεριλάβει και μέτρα ελάφρυνσης των φυσικών προσώπων πέραν της μείωσης του συντελεστή φορολόγησης των νομικών προσώπων. Ο προϋπολογισμός θα συνταχθεί με κεντρικό στόχο παραγωγής πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ και θα συνοδευθεί από φορολογικό νομοσχέδιο, που αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή μετά την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων με τους θεσμούς, ουσιαστικά μετά το τέλος Σεπτεμβρίου. Θα συνοδευθεί, επίσης, από ένα καινούργιο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής, το οποίο θα εμπεριέχει και το χρονοδιάγραμμα των υπόλοιπων μέτρων ελάφρυνσης που θέλει να εφαρμόσει η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της θητείας της. Το «πακέτο» του 2020, τις βασικές πτυχές του οποίου αναμένεται να παρουσιάσει ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, θα οριστικοποιηθεί αφού συμφωνηθεί με τους εκπροσώπους των θεσμών ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος του 2020. Το ύψος του θα εξαρτηθεί από την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού –ήδη από τα στοιχεία του επταμήνου προκύπτει ότι δεν επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις της Κομισιόν για δημοσιονομικό κενό–, από τις προβλέψεις του ρυθμού ανάπτυξης για το επόμενο έτος, αλλά και από τη διαπραγμάτευση για την ενσωμάτωση των κερδών από τα ANFAs και τα SMPs στον ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος. Στην κυβέρνηση, αισιοδοξούν ότι το «πακέτο» θετικών μέτρων της επόμενης χρονιάς θα καταστεί εφικτό να ξεπεράσει ακόμη και το 1-1,5 δισ. ευρώ.
Η δέσμευση του πρωθυπουργού για μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 28% στο 24% για τα κέρδη του 2019, σε συνδυασμό με τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων από το 10% στο 5%, έχουν δημοσιονομικό κόστος περίπου 600 εκατ. ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα μεταβληθεί ούτε η φορολογητέα ύλη ούτε ο συντελεστής εισπραξιμότητας του φόρου. Στο οικονομικό επιτελείο εκτιμούν, όμως, ότι, τελικώς, η δημοσιονομική επιβάρυνση στον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς θα είναι μικρότερη από το συγκεκριμένο μέτρο. Καταρχάς προβλέπουν σημαντική αύξηση στον όγκο των διανεμομένων κερδών. Οι υψηλοί συντελεστές φορολογίας έφεραν μεγάλη μείωση της συγκεκριμένης φορολογητέας ύλης (δηλαδή του όγκου των μερισμάτων) από τα 3,8 δισ. ευρώ που ήταν το 2015 περίπου στα 2,1 δισ. ευρώ το 2018. Αν τα μερίσματα αυξηθούν και πάλι πάνω από τα 3 δισ. ευρώ, θα έχει καλυφθεί το μεγαλύτερο μέρος του δημοσιονομικού κόστους. Οσον αφορά στα δηλωθέντα κέρδη των νομικών προσώπων, διαμορφώνονται περίπου στα 13 δισ. ευρώ. Αν αυξηθούν κατά 1 δισ. ευρώ (δηλαδή από τα 13 στα 14 δισ. ευρώ) το κόστος θα περιοριστεί από τα 500 στα 280 εκατ. ευρώ, ενώ αν αυξηθούν κατά 2 δισ. ευρώ, το δημοσιονομικό κόστος ουσιαστικά θα μηδενιστεί.
Για την ενίσχυση των φυσικών προσώπων, υπάρχουν διάφορα εναλλακτικά σενάρια πάνω στο τραπέζι. Τα μέτρα έχουν κοστολογηθεί από το οικονομικό επιτελείο και αυτό που μένει είναι να συμφωνηθεί ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος για να γίνει η τελική επιλογή:
1. Η μείωση του βασικού συντελεστή της κλίμακας από το 22% στο 9% για τα εισοδήματα έως 10.000 ευρώ, εφόσον αποφασιστεί να αφορά στα εισοδήματα του 2020, θα ευνοήσει από το νέο έτος το σύνολο των μισθωτών και των συνταξιούχων με αποδοχές άνω των 8.600 ευρώ. Το δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται σε περίπου 500 εκατ. ευρώ για την επόμενη χρονιά, αφού θα μειωθεί από τον Ιανουάριο η παρακράτηση φόρου. Το μέτρο επηρεάζει και τον προϋπολογισμό του 2021 καθώς οι αυτοαπασχολούμενοι θα δουν το όφελος στο εκκαθαριστικό της μεθεπόμενης χρονιάς.
2. Η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης «κοστίζει» περίπου 650 εκατ. ευρώ και μπορεί να γίνει σε δύο ή και περισσότερες ετήσιες δόσεις. Το μέτρο «αγγίζει» το σύνολο των μισθωτών και των συνταξιούχων με αποδοχές άνω των 12.000 ευρώ από το 2020, ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι κερδίζουν από το 2021.
3. Η θέσπιση νέας κλίμακας με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές έως και κατά τρεις μονάδες (π.χ από το 45% στο 42%) έχει μεγάλο δημοσιονομικό κόστος, αλλά είναι μέτρο που μπορεί να «σπάσει» σε περισσότερες οικονομικές χρήσεις. Το μέτρο μπορεί να ευνοήσει κυρίως τη μεσαία τάξη, που εμφανίζει ατομικό ετήσιο εισόδημα άνω των 20.000 ευρώ.
4. Η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος έχει κόστος περίπου 380 εκατ. ευρώ, αλλά αφορά μόνο στους αυτοαπασχολούμενους.
5. Γενικής εφαρμογής μέτρο είναι η δεύτερη φάση μείωσης του ΕΝΦΙΑ. Προσαυξάνει τη μεσοσταθμική μείωση κατά επιπλέον 10 ποσοστιαίες μονάδες (δηλαδή από το 20% στο 30%) και έχει πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος περίπου 200 εκατ. ευρώ.
6. Στα 180 εκατ. ευρώ εκτιμάται το κόστος από τη θέσπιση του επιδόματος των 2.000 ευρώ για κάθε νεογέννητο παιδί.
Τι θα κρίνει τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο

Από τη ρύθμιση των 120 δόσεων, το οικονομικό επιτελείο περιμένει σημαντική «ένεση» ρευστότητας κατά τις επόμενες εβδομάδες.
Τέσσερις «μεταβλητές» θα καθορίσουν τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο του 2020 και τελικώς τα μέτρα που θα εφαρμοστούν την επόμενη χρονιά. Η πρώτη είναι η πορεία εκτέλεσης του φετινού προϋπολογισμού. Η δεύτερη, ο δημοσιονομικός αντίκτυπος της ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε έως και 120 δόσεις, η τρίτη θα είναι η πρόβλεψη για την πορεία του ΑΕΠ και η τέταρτη, το ενδεχόμενο να συμπεριληφθούν τα κέρδη από τα ANFAs και τα SMPs στη συνταγή του πρωτογενούς πλεονάσματος, κάτι που από μόνο του δημιουργεί «δημοσιονομικό χώρο» 1,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Τα στοιχεία του 7μήνου έδειξαν ότι ο στόχος για παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ σε μνημονιακούς όρους μέσα στο 2019 είναι εφικτός. Τα φορολογικά έσοδα κινήθηκαν 573 εκατ. πάνω από τον στόχο, παρά την προεκλογική περίοδο, αλλά και την αβεβαιότητα που επικράτησε μέχρι να οριστικοποιηθεί η ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε έως και 120 δόσεις. Ο Ιούλιος ήταν ο πρώτος «δύσκολος» μήνας του φετινού προϋπολογισμού, λόγω της καταβολής της πρώτης δόσης του φόρου εισοδήματος από φυσικά και νομικά πρόσωπα και έκλεισε με έσοδα 209 εκατ. ευρώ πάνω από τον στόχο. Το επόμενο μεγάλο «στοίχημα» είναι τώρα ο Σεπτέμβριος, μήνας κατά τον οποίο θα πρέπει να καταβληθούν η δεύτερη δόση του φόρου εισοδήματος, ο (μειωμένος) ΕΝΦΙΑ, αλλά και η 1η δόση για την οριστικοποίηση της ένταξης στη ρύθμιση των 120 δόσεων από όσους αποφασίσουν να ενταχθούν.
Από τη ρύθμιση των 120 δόσεων, το οικονομικό επιτελείο περιμένει σημαντική «ένεση» ρευστότητας μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Εκτιμάται ότι θα προέλθει από όσους θα προκαταβάλουν ένα μέρος του χρέους τους προκειμένου να κερδίσουν την ισόποση διαγραφή των προσαυξήσεων. Επίσης, υπάρχει η αισιοδοξία ότι με τις αλλαγές που πέρασαν από τη Βουλή, θα τακτοποιηθούν χρέη τουλάχιστον 3 δισ. ευρώ, κάτι που θα ενισχύσει και τον φετινό προϋπολογισμό αλλά και αυτόν του 2020.
Σε κάθε περίπτωση, για το οικονομικό επιτελείο το να κλείσει ο προϋπολογισμός του 2019 εντός του στόχου, μετά και τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, θα αποτελέσει ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στους δανειστές, που έβλεπαν κενό άνω του ενός δισ. ευρώ φέτος. Διάψευση της συγκεκριμένης πρόβλεψης των θεσμών θα θέσει άλλες βάσεις και για τη διαπραγμάτευση του προϋπολογισμού του 2020.
Κρίσιμη θεωρείται η συζήτηση για την πρόβλεψη της πορείας του ελληνικού ΑΕΠ, καθώς θα συγκρουστούν αντίρροπες δυνάμεις. Από τη μία η ελληνική πλευρά περιμένει μεγαλύτερη αναπτυξιακή ώθηση λόγω της προσπάθειας προσέλκυσης επενδύσεων, αλλά και των μειώσεων στους φορολογικούς συντελεστές. Από την άλλη, όμως, υπάρχει η αβεβαιότητα για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, από την οποία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό και ο τουρισμός αλλά και η εξαγωγική δραστηριότητα τη χώρας. Ο «πήχυς» για το 2020 έχει μπει τουλάχιστον στο 2,2%-2,3%, ενώ τα στοιχεία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο φετινό πρώτο εξάμηνο θα ανακοινωθούν στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Έντυπη

Δεν υπάρχουν σχόλια: