Το Φεβρουάριο, όπως όλα δείχνουν, θα έχει ψηφιστεί και θα τεθεί σε εφαρμογή ένας ακόμη ασφαλιστικός νόμος. Είναι πράγματι η πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης, πριν από 10 χρόνια, που θα προκύψουν αυξήσεις για κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχους, άνω των 450.000.
Είναι επίσης αλήθεια ότι η αποσύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών από το εισόδημα, σε συνδυασμό με τη μείωση των φόρων εισοδήματος για ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες, οδηγεί σε μια ελάφρυνση σημαντική από τις μεγάλες επιβαρύνσεις που είχαν θεσμοθετηθεί τα τελευταία κυρίως χρόνια.
Όλα αυτά, που ασφαλώς είναι θετικά, δεν δικαιολογούν πανηγυρισμούς ούτε θα πρέπει να θεωρηθούν ως επαρκή στα πλαίσια μια ολοκληρωμένης μεταρρύθμισης.
Γιατί θα παραμείνουν οι σημαντικές διαφορές μεταξύ νέων και παλιών συνταξιούχων. Όταν οι διαφορές αυτές ξεπερνούν το 40% σε βάρος όσων έχουν συνταξιοδοτηθεί από 13 Μαίου 2016 και μετά, η αύξηση μέχρι 10% που θα επέλθει με το νέο νόμο, καλύπτει ένα μέρος και μόνο της διαφοράς.
Σε κάθε περίπτωση με αυτά τα βήματα και τις όποιες αυξήσεις στις συντάξεις από 1/1/2023 και μετά, οι διαφορές δεν θα καλυφθούν ούτε σε 10 χρόνια.
Θα συνεχίσουμε λοιπόν να έχουμε συνταξιούχους δύο ταχυτήτων για πολλά χρόνια. Ειδικά στις συντάξεις αναπηρίας το χάσμα παραμένει αγεφύρωτο.
Γιατί παρά τη βελτίωση των συντελεστών αναπλήρωσης η ανταποδοτική σύνταξη θα παραμείνει χαμηλή, χωρίς να διαμορφώνεται ένα σχετικά ισχυρό κίνητρο ασφάλισης.
Γιατί στην πορεία εξόδου από την κρίση και ενώ έχει καταργηθεί το ΕΚΑΣ, δεν περιλαμβάνεται στο νέο νομοσχέδιο η θεσμοθέτηση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, με αποτέλεσμα πολλοί χαμηλοσυνταξιούχοι να μην μπορούν να διασφαλίσουν μια αξιοπρεπή διαβίωση.
Γιατί αδυνατίζει η προοπτική ανάπτυξης του δεύτερου πυλώνα της ασφάλισης και η σύσταση επαγγελματικών ταμείων ,μέσα από την ενοποίηση του Ενιαίου Επικουρικού Ταμείου, του ΕΤΕΑΠ στον ΕΦΚΑ.
Γιατί δεν φαίνεται ότι θα αντιμετωπιστούν τα μεγάλα λειτουργικά προβλήματα των Ταμείων και θα συνεχίσουν να ταλαιπωρούνται οι πολίτες, παρά τις καλές προθέσεις που διατυπώνονται μέσα από τις διατάξεις του νομοσχεδίου.
Γιατί , εάν δεν αλλάξει στην πορεία μέχρι την ψήφιση του νομοσχεδίου από τη Βουλή, η διάταξη που αφορά τους εργαζόμενους συνταξιούχους, θα προκύψει μείωση της σύνταξης για μια μεγάλη κατηγορία συνταξιούχων από 150 μέχρι και 500 ευρώ το μήνα.
Η συγκεκριμένη νέα διάταξη είναι ευνοϊκή για όσους ξεκίνησαν επαγγελματική δραστηριότητα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου 4387/2016, του λεγόμενου νόμου Κατρούγκαλου. Οι συνταξιούχοι αυτοί και όσοι συνταξιοδοτήθηκαν από την ανωτέρω ημερομηνία και μετά είχαν μείωση στη σύνταξη 60%, εφόσον συνέχιζαν εργαζόμενοι .
Άρα ο περιορισμός της μείωσης στο 30% και επομένως η καταβολή του 70% της σύνταξης αποτελεί μια σημαντική βελτίωση.
Το αντίθετο και εφόσον βέβαια παραμείνει η ρύθμιση όπως έχει αναρτηθεί, οι παλαιότεροι εργαζόμενοι συνταξιούχοι που είχαν και διατήρησαν μέχρι τώρα πολύ χαμηλότερες ή μηδενικές περικοπές στη σύνταξή τους , με βάση το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, θα δουν μεγάλες περικοπές στη σύνταξή τους εάν συνεχίσουν την εργασία τους .
Πολλά μπορούν να διορθωθούν και κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης, αλλά και κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή με στόχο να αμβλυνθούν οι αδικίες και να μη δημιουργηθούν καινούργιες.
*Ο Γιώργος Κουτρουμάνης είναι ειδικός σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης. Διετέλεσε επί σειρά ετών πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στα Ασφαλιστικά Ταμεία. Το 2009, εξελέγη βουλευτής ενώ υπηρέτησε ως υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά την κρίσιμη περίοδο 2009-2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου