Στον αέρα η συμφωνία για το QE. Οι επιπτώσεις στην αγορά
Ακόμη μακρύτερος γίνεται για την Ελλάδα ο στόχος ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μετά την σοβαρή καθυστέρηση που παρατηρείται στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης και παρά τις προχθεσινές εξελίξεις στο Eurogroup της Μάλτας.
Είναι γνωστό ότι ο κεντρικός τραπεζίτης Μάριο Ντράγκι, θεωρεί το κλείσιμο της αξιολόγησης και την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ως τις δύο σημαντικότερες προϋποθέσεις για να δρομολογήσει τις διαδικασίες ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα. Αν και οι επίσημες εκτιμήσεις των κυβερνητικών στελεχών έκαναν λόγω για «κλείσιμο» της δεύτερης αξιολόγησης εντός του 2016 και ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας γύρω στο Μάρτιο του 2017, δυστυχώς βρισκόμαστε ήδη στα μέσα Απριλίου και η συμφωνία βρίσκεται στον αέρα.
Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες έχει προκύψει ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων από την ΕΚΤ για την συνολική στάση που θα κρατήσει απέναντι στο QE και αυτός δεν είναι άλλος από την εξέλιξη του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, ο οποίος τον Ιανουάριο αναρριχήθηκε στο 1,8%. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πριν λίγες μέρες ο επικεφαλής της Bundesbank, Τζενς Βάιντμαν, σύμφωνα με δηλώσεις του στη γερμανική εφημερίδα Die Zeit, επιθυμεί τον τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων εντός ενός έτους λέγοντας χαρακτηριστικά: «Η στιγμή που πρέπει να τραβήξουμε ελαφρά το πόδι μας από το πετάλι πλησιάζει, κατά τη γνώμη μου». «Θα ήμουν χαρούμενος αν το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ολοκληρωνόταν σε ένα χρόνο από σήμερα» έσπευσε να προσθέσει. Και δύο μέρες πριν από αυτή τη δήλωση η Bank of America Merrill Lynch σε έκθεση της προβλέπει ότι έρχεται το τέλος του QE και της στήριξης που έχει προσφέρει ο Draghi στην ευρωζώνη και ειδικότερα στις χώρες της ευρωπεριφέρειας, πλην Ελλάδας, καθώς ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αυξάνεται και η ΕΚΤ θα πρέπει να σταματήσει την νομισματική χαλάρωση. Η BofA, όπως και η πλειοψηφία της αγοράς, αναμένει την ολοκλήρωση του QE το 2018. Ωστόσο μια τέτοια χρονική επέκταση – έστω και …κουτσουρεμένη δεδομένου ότι το όριο των αγορών στις οποίες θα μπορεί να προχωρήσει η ΕΚΤ θα περιοριστεί από τα 80 δισ. ευρώ που είναι σήμερα στα 60 δισ. ευρώ – θα επιτρέψει στην Ελλάδα να βγει στην διεθνή αγορά ομολόγων για να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα κονδύλια ακόμη και μετά την επίσημη λήξη του 3ου χρηματοδοτικού προγράμματος, τον Ιούλιο του 2018. Βέβαια, για να φτάσει η ελληνική κυβέρνηση στο σημείο να… πανηγυρίσει την ένταξη στο QE, έχει να διανύσει ακόμη μακρύ δρόμο, αφού το εισιτήριο, εξασφαλίζεται όχι μόνο με την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης αλλά και με τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων ώστε το ελληνικό χρέος να χαρακτηριστεί ως «βιώσιμο». Με δεδομένες τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις που έχουν λάβει οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αλλά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα έχει βρεθεί η «χρυσή τομή». Το ανησυχητικό είναι ότι όσο περνούν οι ημέρες χωρίς απτά σημάδια σύγκλισης, πυκνώνουν οι αναλύσεις και “φουντώνουν” τα σενάρια περί ενδεχόμενου ατυχήματος ή ολίσθησης στα αδιέξοδα του καλοκαιριού του 2015.
Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες έχει προκύψει ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων από την ΕΚΤ για την συνολική στάση που θα κρατήσει απέναντι στο QE και αυτός δεν είναι άλλος από την εξέλιξη του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, ο οποίος τον Ιανουάριο αναρριχήθηκε στο 1,8%. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πριν λίγες μέρες ο επικεφαλής της Bundesbank, Τζενς Βάιντμαν, σύμφωνα με δηλώσεις του στη γερμανική εφημερίδα Die Zeit, επιθυμεί τον τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων εντός ενός έτους λέγοντας χαρακτηριστικά: «Η στιγμή που πρέπει να τραβήξουμε ελαφρά το πόδι μας από το πετάλι πλησιάζει, κατά τη γνώμη μου». «Θα ήμουν χαρούμενος αν το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ολοκληρωνόταν σε ένα χρόνο από σήμερα» έσπευσε να προσθέσει. Και δύο μέρες πριν από αυτή τη δήλωση η Bank of America Merrill Lynch σε έκθεση της προβλέπει ότι έρχεται το τέλος του QE και της στήριξης που έχει προσφέρει ο Draghi στην ευρωζώνη και ειδικότερα στις χώρες της ευρωπεριφέρειας, πλην Ελλάδας, καθώς ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αυξάνεται και η ΕΚΤ θα πρέπει να σταματήσει την νομισματική χαλάρωση. Η BofA, όπως και η πλειοψηφία της αγοράς, αναμένει την ολοκλήρωση του QE το 2018. Ωστόσο μια τέτοια χρονική επέκταση – έστω και …κουτσουρεμένη δεδομένου ότι το όριο των αγορών στις οποίες θα μπορεί να προχωρήσει η ΕΚΤ θα περιοριστεί από τα 80 δισ. ευρώ που είναι σήμερα στα 60 δισ. ευρώ – θα επιτρέψει στην Ελλάδα να βγει στην διεθνή αγορά ομολόγων για να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα κονδύλια ακόμη και μετά την επίσημη λήξη του 3ου χρηματοδοτικού προγράμματος, τον Ιούλιο του 2018. Βέβαια, για να φτάσει η ελληνική κυβέρνηση στο σημείο να… πανηγυρίσει την ένταξη στο QE, έχει να διανύσει ακόμη μακρύ δρόμο, αφού το εισιτήριο, εξασφαλίζεται όχι μόνο με την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης αλλά και με τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων ώστε το ελληνικό χρέος να χαρακτηριστεί ως «βιώσιμο». Με δεδομένες τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις που έχουν λάβει οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αλλά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα έχει βρεθεί η «χρυσή τομή». Το ανησυχητικό είναι ότι όσο περνούν οι ημέρες χωρίς απτά σημάδια σύγκλισης, πυκνώνουν οι αναλύσεις και “φουντώνουν” τα σενάρια περί ενδεχόμενου ατυχήματος ή ολίσθησης στα αδιέξοδα του καλοκαιριού του 2015.
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ. Ισως πολλοί να μην γνωρίζουν ότι το «QΕ» είναι ένα από τα βασικά κλειδιά για την αποφυγή του 4ου μνημονίου και ότι μπορεί να συμβάλλει στην επίλυση ενός βασικού προβλήματος που μαστίζει την ελληνική αγορά: την έλλειψη ρευστότητας. Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα συμβάλλει στην ταχεία αποκλιμάκωση των spreads των ελληνικών ομολόγων. Το όφελος για την Ελλάδα δεν είναι τόσο ποσοτικό. Η συνολική ονομαστική αξία ελληνικών τίτλων που θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στο εν λόγω πρόγραμμα υπολογίζεται, κατ’ ανώτατο όριο, στα 4,2 δισ ευρώ, ποσό το οποίο θα ξεπεράσει τα 5 δισ ευρώ αν ο Ντράγκι υλοποιήσει την πρόθεσή του να παρατείνει το πρόγραμμα και το 2018. Μπορεί το ποσό να μην είναι ποσοτικά σημαντικό αλλά η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα θα μπορούσε να βοηθήσει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Από την άλλη, εντός του προγράμματος, οι πιθανότητες για την αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας είναι πολλαπλάσιες. Για παράδειγμα αξίζει να σημειωθεί ότι πριν τη συνεδρίαση του Eurogroup του Δεκεμβρίου που αναμενόταν να ληφθούν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους τα spreads υποχώρησαν ακόμη και στο 6,5%. Αυτό σημαίνει ότι η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε περαιτέρω σημαντική συμπίεση των αποδόσεων των ελληνικών κυβερνητικών ομολόγων, επιπρόσθετες αγορές ελληνικών κυβερνητικών τίτλων και άλλων στοιχείων ενεργητικού από επενδυτές του ιδιωτικού τομέα, ευκολότερη (και φθηνότερη) πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών και άλλων εγχώριων επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα στις διεθνείς αγορές για την άντληση ρευστότητας και κεφαλαίων, καθώς και σε βελτίωση του περιβάλλοντος για άμεσες ξένες επενδύσεις στην εγχώρια οικονομία λόγω της υποχώρησης του κινδύνου χώρας (country risk). Εκτιμάται ότι με το που θα αρχίσουν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση του QE, οι αποδόσεις θα υποχωρήσουν πολύ χαμηλότερα επιτρέποντας στην Ελλάδα να προχωρήσει στις πρώτες αναγνωριστικές εκδόσεις ομολόγων πιθανότατα 3ετούς διάρκειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου