Πλειστηριασμοί. Τι σημαίνει να σου παίρνουν το σπίτι. Δυο ιστορίες.
0Tι σημαίνει να σου παίρνουν το σπίτι σου και να ζεις με τον φόβο της αυριανής μέρας; Τα χρέη, η πλήρης αδυναμία εξόφλησής τους καθώς η έξωσή σου από αυτό; Πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις την προοπτική ότι εκεί που δεν το περίμενες, έρχεται μια μέρα που τα χάνεις όλα;
του Γιάννη Πανταζόπουλου *
Οδός Αγρινίου, στην Ανθούπολη Περιστερίου, σε ένα μικρό στενάκι με πολλά διώροφα σπίτια. Ένα από αυτά είναι και της κ. Μαίρης Ορφανού. Στην πόρτα της εισόδου ένα τοιχοκολλημένο έγγραφο με υπογραφή του Ειρηνοδικείου Περιστερίου με προϊδέασε για τις δικαστικές διαμάχες που έχουν γίνει με σημείο αιχμής το συγκεκριμένο διαμέρισμα. Ανέβηκα μια τσιμεντένια σκάλα και στον δεύτερο όροφο τη συνάντησα. Ένα μικροαστικό διαμέρισμα σε μια λαϊκή γειτονιά.
Στο τραπέζι ήταν απλωμένα χαρτιά με τραπεζικές εντολές και δικαστικά σημειώματα. Μου έκανε εντύπωση ότι όλες οι πόρτες της κατοικίας είχαν σημάδια παραβίασης. «Εδώ έχω ζήσει χαρές, λύπες, συγκινήσεις και οικογενειακές στιγμές» λέει η κ. Μαίρη και αφηγείται την ιστορία που έχει στιγματίσει τη ζωή της.
«Το 2002 ο αδερφός μου ήθελε να δημιουργήσει μια τουριστική επιχείρηση στην Κω. Αποφάσισα να τον βοηθήσω επειδή ένιωθα υποχρέωση απέναντί του, λόγω του ότι το δικό μου σπίτι ήταν γονική παροχή κι εκείνος δεν είχε λάβει τίποτα από τους γονείς μας. Μου ζήτησε, λοιπόν, να μπω εγγυήτρια σε ένα ανοιχτό δάνειο 60.000 ευρώ, για να ξεκινήσει τη ζωή του, χωρίς όμως να γνωρίζω επακριβώς τις συνέπειες και, δυστυχώς, χωρίς να διαβάσω ποτέ τους όρους. Ο αδερφός μου για πολύ καιρό ήταν συνεπής, αλλά, όπως ξέρετε, ο τουρισμός επηρεάστηκε αρκετά από την οικονομική κρίση. Οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και σταδιακά δεν μπορούσε να αποπληρώνει τις δόσεις του.
Κάποια στιγμή, η Τράπεζα, αφού μας καλούσε και μας εκβίαζε, έβγαλε μια έκθεση πλειστηριασμού, ο οποίος έγινε κεκλεισμένων των θυρών. Το σπίτι πέρασε ερήμην μας στην ιδιοκτησία της τράπεζας, χωρίς, φυσικά, να γίνει χρήση του νόμου περί προστασίας της πρώτης κατοικίας. Γι’ αυτό θεωρώ ότι σκοπός τους από την αρχή ήταν να μου πάρουν το σπίτι. Διότι όταν η δικηγόρος μου τους ρώτησε κάποια στιγμή «Tι θέλετε; Το σπίτι ή τα χρήματα;», αυτοί απάντησαν: «Tο σπίτι».
Με καλούσαν διαρκώς στο τηλέφωνο και μου ζητούσαν να απομακρυνθώ από το σπίτι.
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ένα πρωί ήρθε ένας δικαστικός επιμελητής με κάποιον δικηγόρο και προσπάθησαν να παραβιάσουν την εξώπορτα, ζητώντας να τους ανοίξουμε. Κατάλαβα αμέσως τι επρόκειτο να συμβεί και αφού μας έσπρωξαν, εισέβαλαν στο σπίτι και μας ανακοίνωσαν ότι είχαμε μόλις μια ώρα για να αδειάσουμε τους χώρους του διαμερίσματος. Αλλάξανε τις κλειδαριές και βγήκα από το σπίτι, χωρίς να προλάβω να πάρω κάτι μαζί μου. Όταν έφυγαν, αλλάξαμε κι εμείς όλες τις κλειδαριές του σπιτιού και μπήκαμε ξανά μέσα. Από τότε δεν έχω ξαναβγεί.
Κατά διαστήματα εμφανίζονται και περιμένουν πότε θα βγω από το σπίτι, ώστε να μπουν οι ίδιοι. Μια μέρα που είχαν έρθει και περίμεναν κάτω από το σπίτι, ειδοποίησα φίλους και μαζί τους ήρθαν πολλά άτομα από το κίνημα κατά των πλειστηριασμών για να μας υποστηρίξουν. Έγινε χαμός. Ο κόσμος φώναζε συνθήματα και δεν έφευγε, αν δεν αποχωρούσαν εκείνοι πρώτοι. Από τότε δεν εμφανίστηκαν ξανά.
Βέβαια, η δικαστική διαμάχη συνεχίζεται έως σήμερα. Φανταστείτε ότι ο ΕΝΦΙΑ έρχεται στο όνομά μου, ενώ στη ΔΕΗ τα χρέη ανέρχονται σε χιλιάδες ευρώ. Ευτυχώς, δεν μου έχουν κόψει το ρεύμα, γιατί είναι συνδεδεμένο με τα υπόλοιπα διαμερίσματα όπου μένουν τα αδέλφια μου.
Είμαι μια γυναίκα που ζει μόνη της, αφού ο σύζυγός μου έχει πεθάνει. Είμαι άπορη και άνεργη από το 2010 και το μόνο μου περιουσιακό στοιχείο είναι αυτό το διαμέρισμα. Το μοναδικό έσοδο είναι το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης, που αγγίζει τα 250 ευρώ, εκ των οποίων τα 150 είναι σε κουπόνια. Σκέφτομαι συνεχώς ότι από τον Σεπτέμβρη πιθανόν να ενταχθεί και το δικό μου σπίτι στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, αλλά δεν έχω σκοπό να φύγω από αυτό. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα απέκτησα προβλήματα υγείας.
Το σπίτι αυτό είναι ο κόπος μου και ο ιδρώτας μου. Έχω υποχρέωση, ως μάνα, να το κρατήσω για να μπορώ να κοιτάζω το γιο μου και τα δυο μου εγγόνια στα μάτια, για να μπορέσω κι εγώ να τους αφήσω κάτι. Είμαι 62 ετών και από την ηλικία των 5 μένω εδώ. Ό,τι πιο σημαντικό έχω στη ζωή μου είναι αυτό το διαμέρισμα.
Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από το να σε πετούν έξω από το σπίτι σου. Ξυπνώ με το βάρος των χρεών κάθε πρωί και δυστυχώς αυτό έχει εξελιχθεί σε συνήθεια. Άλλοι δεν το αντέχουν και αυτοκτονούν. Ευτυχώς, ανήκω σε εκείνους που παλεύουν για μια αξιοπρέπεια κι έτσι αντιμετωπίζω την κατάσταση όσο πιο ψύχραιμα γίνεται. Αν αυτοκτονούσα, το μόνο που θα πετύχαινα θα ήταν να μοιράσω δυστυχία στους αγαπημένους μου ανθρώπους».
«Δεν μετανοιώνω για τίποτα. Αυτοί μου τα έδιναν εγώ τα έπαιρνα»
Στην ίδια κατηγορία των «κόκκινων» οφειλετών ανήκει και ο Τάσος Παππάς. Στην περίπτωσή του προσωποποιείται το πρόβλημα της οικονομικής κρίσης. Λόγω δανείων και καρτών τα έχασε όλα. Όπως μας είπε, δεν μετάνιωσε ποτέ για τίποτα. Απλώς του τα έδιναν κι εκείνος τα εισέπραττε. Για πολλά χρόνια εργαζόταν σε διαφημιστική εταιρεία και διηγείται τα παρακάτω:
«Δεν πληρώνω φόρους, τέλη κυκλοφορίας, δεν κάνω φορολογική δήλωση και το μόνο που μου έχει απομείνει είναι ένα παλιό αυτοκίνητο. Τα έχασα όλα και πλέον μένω στο ενοίκιο. Ξέρετε, όταν εργαζόμουν ως διαφημιστής με καλούσαν όλες οι τράπεζες και μου πρότειναν να πάρω κάρτες και δάνεια. Σε παρακαλούσαν να τα πάρεις, αφού κι εκείνοι, δίνοντας τα δάνεια και τις κάρτες, λάμβαναν την απαραίτητη προμήθεια. Φανταστείτε ότι κατάφερα να πάρω δάνειο ταυτόχρονα από πέντε τράπεζες, κάτι που απαγορεύεται.
Άμεση έγκριση σε όλα και μάλιστα βάσει της φορολογικής μου δήλωσης, στην οποία φαινόταν ότι τα έσοδά μου ήταν σχετικά λίγα. Είχα αποφασίσει από νωρίς ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψω ποτέ αυτά τα λεφτά. Πέρασα πολύ καλά στη ζωή μου. Έζησα μέχρι και το τελευταίο ευρώ. Αλλά όταν έπαιρνα τα χρήματα, πήγαινα στα σούπερ μάρκετ, αγόραζα πράγματα και τα μοίραζα σε πολίτες που είχαν ανάγκη. Αυτό αισθανόμουν ότι έπρεπε να κάνω.
Κάποτε, όσο με απασχολούσε το θέμα, είχα μάθει ότι τα χρέη είχαν ξεπεράσει τα 300.000 ευρώ. Στη συνέχεια έμπλεξα με τις εισπρακτικές εταιρείες που με ενημέρωναν με συνεχή τηλεφωνήματα ότι χρωστούσα. Θέλω να πω ότι είναι συνένοχες αυτές οι εταιρείες. Αν αυτοκτονήσει κάποιος, υπάρχει μερίδιο ευθύνης.
Τελικά, άλλαξα νούμερο τηλεφώνου και δεν με ξαναβρήκαν ποτέ. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, ούτε για τα χρέη που συσσωρεύτηκαν. Αυτοί μου τα έδωσαν τα χρήματα, δεν πήγα να τα πάρω μόνος μου. Δεν έμαθα ποτέ πόσα ακριβώς θέλουν από μένα ούτε το πότε. Δεν με απασχολεί καθόλου. Δεν μπορούν να μου πάρουν τίποτα.
Και τα βράδια κοιμάμαι ήσυχος. Σήμερα εργάζομαι περιστασιακά στο εμπόριο προϊόντων και έχω έσοδα που απλώς καλύπτουν τα απολύτως απαραίτητα καθημερινά μου έξοδα. Η μόνη δύσκολη στιγμή ήταν κάποια προβλήματα υγείας και ο χωρισμός με τη γυναίκα μου, καθώς και το γεγονός ότι τα δυο παιδιά μου μένουν μαζί με τη μητέρα τους. Όμως συνειδητοποίησα ότι δεν έχει νόημα να φοβάσαι. Η σπηλιά που φοβάσαι να μπεις είναι εκείνη που κρύβει τον θησαυρό. Και η ζωή συνεχίζεται, είτε μας αρέσει είτε όχι».
* (απόσπασμα από αφιέρωμα της Lifo στους πλειστηριασμούς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου